Ο Μεγάλος Βόρειος Πόλεμος – Οι επιτυχίες της Σουηδίας- Η επίθεση των Σουηδών στη Ρωσία -Πώς οδηγηθήκαμε στη μάχη της Πολτάβα τον Ιούνιο του 1709; – Ο Κάρολος ΧΙΙ στο Διδυμότειχο – Ο ρωσικός θρίαμβος και οι συνέπειές του
Ο Μεγάλος Βόρειος Πόλεμος (1700 – 1721)
Η Σουηδία, από τα μέσα του 17ου αιώνα ήταν μια πανίσχυρη αυτοκρατορία που έλεγχε σχεδόν όλες τις χώρες που βρέχονται από τη Βαλτική Θάλασσα. Ανάμεσα σ’ αυτές και η Ρωσία, η οποία μετά από μια Συνθήκη που είχε υπογράψει το 1617 έχανε κάθε έξοδο προς τη Βαλτική Θάλασσα, τον κύριο ευρωπαϊκό εμπορικό δρόμο. Όταν βασιλιάς της Σουηδίας έγινε ο δεκαπεντάχρονος Κάρολος XII (12ος), το 1697, οι γείτονές της θεώρησαν ότι είχε έρθει η ώρα να κατατροπώσουν τον προκλητικό και άκρως επιθετικό γείτονά τους, τη Σουηδία.

Διαψεύστηκαν όμως, καθώς ο Κάρολος XII δεν ήταν ένας μαλθακός μονάρχης, αλλά ένας γενναίος, σκληραγωγημένος και αποφασιστικός ηγέτης. Μια μικρή, αλλά σημαντική λεπτομέρεια: ο Κάρολος XII έμαθε Λατινικά, μόνο και μόνο για να μπορεί να διαβάσει την «Ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου», που είχε γράψει ο σπουδαίος Ρωμαίος ιστορικός Κόιντος Κούρτιος Ρούφος. Αυτά, για όσους και είναι τελικά αρκετοί, απαξιώνουν τον μεγάλο Μακεδόνα στρατηλάτη. Ίνδαλμα στο εξωτερικό, αμφιλεγόμενη προσωπικότητα στη χώρα του…

Έτσι, στα τέλη του 1699, αρχές του 1700, οι μονάρχες Δανίας – Νορβηγίας, Σαξονίας, την οποία κυβερνούσε ο εκλέκτορας Αύγουστος Β’ της Πολωνίας, ο οποίος ήταν επίσης και βασιλιάς της Πολωνίας – Λιθουανίας, και Ρωσίας ενώθηκαν σε μια συμμαχία εναντίον της Σουηδίας. Ο Κάρολος ανακοίνωσε την απόφασή του να επιτεθεί εναντίον των αντιπάλων του στο ανακτοβούλιο της χώρας του. Πρώτα επιτέθηκε εναντίον της Δανίας και σύντομα υποχρέωσε τον ξάδελφό του Φρειδερίκο Δ’ σε συνθηκολόγηση. Στην επίθεσή του κατά της Δανίας είχε τη ναυτική στήριξη Βρετανών και Ολλανδών, που ήθελαν να παραμείνουν ανοιχτά τα Στενά του Όρεσουντ.

Ύστερα στράφηκε κατά της Ρωσίας. Ο Σουηδός Στρατηγός Ντάλμπεργκ υποχρέωσε αρχικά τους Σάξονες να λύσουν την πολιορκία της Ρίγας, της πρωτεύουσα της σημερινής Λετονίας η οποία τότε άνηκε στη Σουηδία. Ο Κάρολος χτύπησε τους Ρώσους στα νώτα τους, αφού ακολούθησε μια διαδρομή μέσα από έλη και επικίνδυνα περάσματα, στη Νάρβα της Εσθονίας. Είχε 8.000 άνδρες και κατάφερε, μέσα σε σφοδρή χιονοθύελλα, να διασπάσει τον ρωσικό στρατό και να τον κατατροπώσει (Νοέμβριος 1700). Οι στρατηγοί του τον πίεσαν να κινηθεί κατά της Μόσχας και να συντρίψει οριστικά τον Πέτρο. Ο Κάρολος όμως φοβούμενος τον δριμύ ρωσικό χειμώνα και το άγνωστο της ρωσικής επικράτειας δεν το έκανε. Πιθανότατα, αργότερα το μετάνιωσε. Έπειτα, ήταν η σειρά της Πολωνίας. Βασιλιάς της και Μέγας Δούκας της Λιθουανίας ήταν ο Αύγουστος Β’ ο Ισχυρός, ξάδερφος κι αυτός του Κάρολου.


Ο πόλεμος Ρωσίας – Σουηδίας: Πώς φτάσαμε στη μάχη της Πολτάβα;
Ο Πέτρος, μετά την ήττα στη Νάρβα αναδιοργάνωσε τον στρατό του σε ευρωπαϊκά πρότυπα, ενώ υιοθέτησε και πολλά στοιχεία από τον σουηδικό στρατό. Εκμεταλλευόμενες τις πολεμικές επιχειρήσεις του Καρόλου κατά της Πολωνίας, οι ρωσικές δυνάμεις, τις οποίες ο Κάρολος δεν είχε φροντίσει να εξολοθρεύσει, εισέβαλαν και πάλι στην Ινγκρία (περιοχή της ΒΔ Ρωσίας), όπου ο Πέτρος ίδρυσε το 1703 την Αγία Πετρούπολη. Το 1704 τα ρωσικά στρατεύματα ανακατέλαβαν τη Νάρβα.
Ωστόσο, ο Πέτρος έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες ειρήνευσης με τη Σουηδία. Όμως ο Κάρολος δεν δεχόταν, καθώς επέμενε να διατηρηθούν τα σύνορα του 1700. Μάλιστα, αποφάσισε να επιτεθεί στην ίδια τη Ρωσία, θέλοντας να ξεκαθαρίσει οριστικά τους λογαριασμούς του με τον Πέτρο. Είχε όμως σχετικά ανεπαρκείς δυνάμεις (35.000 άντρες και άλλους 12.500 που ερχόταν από τη Λιβονία υπό τον Σουηδό Στρατηγό Λεβενχάουτ) , καθώς ήταν υποχρεωμένος να αφήσει ισχυρές φρουρές σε Σουηδία, Πολωνία, Φινλανδία και τις άλλες σουηδικές κτήσεις.

Τον Ιούλιο του 1708, ο Κάρολος νίκησε στη μάχη του Χολοβτσίν (σήμερα ανήκει στη Λευκορωσία) τριπλάσιες ρωσικές δυνάμεις. Ο ίδιος, θεωρούσε τη νίκη αυτή την πιο σημαντική του. Συνέχισε την πορεία του προς τη Μόσχα πετυχαίνοντας μικρότερης σημασίας νίκες επί των Ρώσων. Αντίθετα ο Πέτρος συνάντησε τον Λεβενχάουτ στη Λέσναγια (η οποία ανήκει επίσης σήμερα στη Λευκορωσία) και του προξένησε μεγάλες απώλειες σε άντρες, αλλά κυρίως στα εφόδια που προορίζονταν για τον Κάρολο. Ο Λεβενχάουτ (Lewenhaupt) είχε διαταχθεί να φέρει τις προμήθειες από τη Ρίγα. Ο Κάρολος, αναμένοντας να φτάσουν τα εφόδια διέσχισε τον ποταμό Μπερεζίνα (Berezina) και κινήθηκε προς τη Μόσχα. Μετά την ήττα του όμως, ο Λεβενχάουπ το μόνο που έκανε ήταν να ενισχύσει τον Κάρολο με 6.000 πεινασμένους στρατιώτες, επιζώντες της μάχης της Λέσναγια. Ο Κάρολος τότε κινήθηκε νότια, προς την Ουκρανία, προσπαθώντας να βρει εκεί προμήθειες. Οι Ρώσοι είχαν φροντίσει να αφήνουν «καμένη γη» πίσω τους για να κάνουν αδύνατο τον ανεφοδιασμό του Καρόλου. Στην Ουκρανία ο Σουηδός βασιλιάς βρήκε έναν απρόσμενο σύμμαχο, τον αταμάνο (ηγεμόνα) των Κοζάκων της, Ιβάν Μαζέπα, ο οποίος, μετά την άρνηση του Πέτρου να τον βοηθήσει στράφηκε στον Κάρολο. Τον ακολούθησαν περίπου 3.000 Κοζάκοι.

Ο Κάρολος και ο Μαζέπα υπέγραψαν συμφωνία (Οκτώβριος 1708), κατά την οποία η Σουηδία υποσχέθηκε στρατιωτική υποστήριξη στον αταμάνο και συμφώνησε να μην υπογράψει καμία συνθήκη με τη Ρωσία μέχρι η Ουκρανία να απελευθερωθεί πλήρως και να αποκατασταθούν τα δικαιώματά της. Η αντίδραση του Πέτρου στην απόφαση του Μαζέπα ήταν άμεση. Ο Πρίγκιπας Μένσικοφ, ένας από τους σημαντικότερους στρατιωτικούς διοικητές του, κατέστρεψε το Μπατούριν, πρωτεύουσα του αταμάνου και σφαγίασε όλους τους κατοίκους του. Αυτό αποθάρρυνε πολλούς από τους «υποψήφιους» υποστηρικτές του Μαζέπα. Ο Κάρολος μετά από όλες αυτές τις εξελίξεις αποφάσισε να επιτεθεί στην Πολτάβα (σήμερα, πόλη της Ουκρανίας που είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Βόρσκλα), όπου ήταν οχυρωμένος ο Πέτρος με 45.000-49.000 άντρες (άλλες πηγές αναφέρουν 80.000) και 130 κανόνια. Οι συνθήκες όμως δεν ήταν καθόλου ευνοϊκές γι’ αυτόν…

Η μάχη της Πολτάβα (Ιούνιος 1709)
Ο χειμώνας του 1708-1709 ήταν ιδιαίτερα δριμύς. Πάγωσαν μεταξύ άλλων, ο ποταμός Ροδανός στη Γαλλία και τα κανάλια της Βενετίας (!). Οι ασθένειες και οι στερήσεις είχαν περιορίσει αισθητά τη στρατιωτική δύναμη του Καρόλου σε 23.000-31.000 άντρες (και εδώ υπάρχει διχογνωμία). Η επίσπευση της επίθεσης οφείλεται στο ότι ο Κάρολος ενημερώθηκε ότι πολλοί Καλμούκοι (μογγολικό φύλο που κατοικεί στις ΒΔ ακτές της Κασπίας) έσπευδαν στην Πολτάβα για να ενισχύσουν τον Πέτρο. Ήθελε λοιπόν να προλάβει κάτι τέτοιο. Στις 28 Ιουνίου 1709(παλαιό ημερολόγιο) όμως επιθεωρώντας κάποιες προκεχωρημένες φρουρές του στρατεύματός του χτυπήθηκε στο πόδι από ρωσικά πυρά. Ο Κάρολος ανέθεσε την επίθεση στους Στρατηγούς Ρένχιολντ και Λέβενχαουπ οι οποίοι διαφωνούσαν μεταξύ τους. Η επίθεση δεν ξεκίνησε τη νύχτα, αλλά τα ξημερώματα και το στοιχείο του αιφνιδιασμού είχε χαθεί.

Οι Σουηδοί ξεκίνησαν δυναμικά και φάνηκε ότι θα καταφέρουν να κατακτήσουν το φρούριο. Σύντομα όμως, τα πράγματα άλλαξαν. Αν και ο ίδιος ο Κάρολος μεταφέρθηκε στο πεδίο της μάχης πάνω σε φορείο για να εμψυχώσει, με την παρουσία του, τους στρατιώτες του, το αναδιοργανωμένο, με βάση τα σουηδικά πρότυπα (!) ρωσικό πυροβολικό προκάλεσε πανωλεθρία στους Σουηδούς. Η μάχη τελείωσε στις 11 π.μ. Περισσότεροι από 6.900 Σουηδοί στρατιώτες σκοτώθηκαν εκείνο το πρωί. Άλλοι 2.800 αιχμαλωτίστηκαν. Οι Ρώσοι έχασαν 1.345 άντρες, ενώ άλλοι 3.200 τραυματίστηκαν. Παράλληλα, οι Ρώσοι πήραν πολλά λάφυρα: πυροβόλα όπλα, σημαίες, τύμπανα, τρομπέτες, ακόμα και ψυχρό χάλυβα. Ο Κάρολος που είχε βγάλει μόνος του τη σφαίρα από το πόδι του με ένα μαχαίρι κατόρθωσε να ανέβει σε ένα άλογο και να απομακρυνθεί από την Πολτάβα, μαζί με 1.000 ακόμα περίπου συμπατριώτες του.
Μετά τη μάχη στην Πολτάβα – Πώς ο Κάρολος ΧΙΙ βρέθηκε… στο Διδυμότειχο!
Η απίστευτη και άγνωστη συνέχεια της ιστορίας του Καρόλου θα ξαφνιάσει σίγουρα πολλές και πολλούς. Όπως γράφει ο κύριος Αθανάσιος Ι. Γουρίδης, Δρ. Πολιτικός Μηχανικός – Αρχαιολόγος, προϊστάμενος Διεύθυνσης Τεχνικής Υπηρεσίας Δήμου Σουφλίου, στο Kastropolites.com/when-charles-12-ruled-sweden-from-didymoteicho, ο Σουηδός βασιλιάς, ο οποίος στην πατρίδα του θεωρείται εθνικός ήρωας κυβέρνησε τη χώρα του για ένα και πλέον χρόνο (1713-1714) από το Διδυμότειχο του Έβρου! Αν και το γεγονός αυτό ήταν γνωστό στη Βαλκανική βιβλιογραφία και φυσικά και στην υπόλοιπη Ευρώπη, ήδη από τα χρόνια πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν άγνωστο στην Ελλάδα! Μόνο τα τελευταία χρόνια με την έρευνα κάποιων ανθρώπων όπως ο κύριος Γουρίδης αναδείχτηκε το σημαντικό αυτό γεγονός.
Από το άρθρο αυτό του κυρίου Γουρίδη ,τον οποίον οφείλουμε να συγχαρούμε, αντλούμε τα στοιχεία που παραθέτουμε στη συνέχεια. Ο Κάρολος βρέθηκε τελικά στην πόλη Μπέντερ (σήμερα ανήκει στην Υπερδνειστερία της Μολδαβίας, που έχει αποσχισθεί de facto από αυτή.). Το Μπέντερ ανήκε τότε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Εκεί, ο Σουηδός βασιλιάς δέχτηκε τη στήριξη του σουλτάνου Αχμέντ Γ’ και του Χάνου (ηγεμόνα) των Τατάρων της Κριμαίας Dewlet Giray B’. Στο Μπέντερ παρέμεινε για 3,5 χρόνια προσπαθώντας να πείσει τον σουλτάνο να επιτεθεί στους Ρώσους, κάτι που κατάφερε το 1710. Μετά τη μεγάλη νίκη όμως των Τούρκων επί των Ρώσων στον Προύθο το 1711, Οθωμανοί και Ρώσοι υπέγραψαν την ομώνυμη Συνθήκη, κάτι που προκάλεσε την οργή του Καρόλου. Ο σουλτάνος ήθελε πλέον να απαλλαγεί από τους Σουηδούς που είχαν αυξηθεί πληθυσμιακά από γυναικόπαιδα και αιχμαλώτους που είχαν εξαγοραστεί από τον ίδιο μετά από παράκληση του Καρόλου. Έτσι, το 1713, οθωμανικά στρατεύματα επιτέθηκαν στη λεγόμενη Καρλόπολη, που βρισκόταν κοντά στην πόλη Βαρνίτσα, η οποία σήμερα ανήκει στη Μολδαβία. Οι Σουηδοί αμύνθηκαν γενναία, αλλά ηττήθηκαν. Ο Κάρολος εγκατέλειψε τη Βεσαραβία και αφού για 38 μέρες είναι άγνωστο πού βρισκόταν, οδηγήθηκε τελικά στο Διδυμότειχο. Η ιστορική πόλη της Θράκης οφείλει το όνομά της στο μεσν. Διδυμότειχον < δίδυμον τείχος, όταν τον 8ο περίπου αιώνα χτίστηκαν τα δίδυμα τείχη της πόλης (ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Π. ΣΥΜΕΩΝΙΔΗΣ «ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΟΙΚΩΝΥΜΙΩΝ»). Σ’ αυτό παρέμεινε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης Καματηρός επί 2 χρόνια, μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους (1204). Το 1341 υπήρξε έδρα του αυτοκράτορα Ιωάννη Καντακουζηνού και στη συνέχεια, του γιου του Μανουήλ Καντακουζηνού και του Ιωάννη Παλαιολόγου.
Το 1361 ο σουλτάνος Μουράτ Α’ κατέλαβε το Διδυμότειχο που ως την κατάληψη της Αδριανούπολης ήταν πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στις 17 Μαρτίου 1713, ο Κάρολος πέρασε τον Άρδα από την περιοχή των σημερινών Κομάρων και έφτασε στο Διδυμότειχο συνοδευόμενος από 80-100 Σουηδούς έφιππους, 30-40 Ουκρανούς έφιππους, υπό τον νέο τους αταμάνο Pylyp Orlyk, 200 σπαχήδες(Οθωμανούς ιππείς) και 100 γενίτσαρους. Μετά από διαμονή 3 εβδομάδων μεταφέρθηκε στο σουλτανικό «Περίπτερο των Απολαύσεων» στο Ντεμίρ – Τας (Τιμουρτάς) για να είναι πιο κοντά στον σουλτάνο που βρισκόταν στην Αδριανούπολη. Όταν αυτός επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, ο Κάρολος (αρχές Νοεμβρίου 1713) επέστρεψε στο Διδυμότειχο. Εκεί συγκροτήθηκε πλήρες υπουργικό συμβούλιο και ο Κάρολος κυβερνούσε από το Διδυμότειχο τη Σουηδία, αλληλογραφώντας με την αδελφή του που, τυπικά, ήταν αυτή αρχηγός του κράτους. Φαίνεται ότι ο Κάρολος περνούσε πολύ καλά στο Διδυμότειχο και από τις αρχές του 1714 ξεκίνησε τις βόλτες με άλογο στα γειτονικά μέρη. Δεν παρέλειπε και στο Διδυμότειχο να διαβάζει την ιστορία του Αλέξανδρου, γράφει ο κύριος Γουρίδης, καθώς ήταν το ίνδαλμά του. Δυστυχώς όμως γι’ αυτόν, σχεδόν όλα τα εδάφη που κατείχε η Σουηδία καταλήφθηκαν από τους αντιπάλους του. Τέλη Σεπτεμβρίου – αρχές Οκτωβρίου 1714, ο Κάρολος αναχώρησε από το Διδυμότειχο μέσα σε επευφημίες των ντόπιων. Στα σύνορα με την Τρανσυλβανία άφησε τη συνοδεία του και με δύο μόνο αξιωματικούς (Roxen και Duhring) έφτασε έφιππος χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Peter Frisk σε 13 μόνο μέρες στο Stralsund της Σουηδικής Πομερανίας. Εκεί, πολιορκήθηκε από τον βρετανικό και τον δανικό στόλο και αναγκάστηκε να φύγει για την πόλη Κάρλσκρουνα, τον Δεκέμβριο του 1715. Από εκεί ξεκίνησε την προσπάθεια για νέες στρατιωτικές επιχειρήσεις, υποχρεώνοντας ακόμα και εφήβους να στρατευθούν. Το 1716 και το 1717 επιτέθηκε στη Νορβηγία, δανικό έδαφος τότε, αλλά ηττήθηκε. Το 1718 επανέλαβε την επίθεση, αλλά ενώ πολιορκούσε το Φρέντισκχαλν, το σημερινό Χάλντεν, σκοτώθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 1718 από μια σφαίρα που του τρύπησε το κρανίο.
Μετά τον θάνατο του Κάρολου, σε ηλικία 36 ετών, καθώς ο ίδιος δεν είχε παντρευτεί ποτέ, την ηγεσία της Σουηδίας ανέλαβαν η αδελφή του Ουλρίκα Ελεονώρα και ο σύζυγός της Φρειδερίκος Α’. Η Σουηδία έχασες όλες τις κτήσεις της στη Γερμανία και τη Βαλτική. Αντίθετα, ο Πέτρος, με τη λήξη του Μεγάλου Βορείου Πολέμου, το 1721 απέκτησε τον τίτλο του αυτοκράτορα (τσάρου) για να είναι ισότιμος με τον Αψβούργο μονάρχη της Ρωμαϊκής (Γερμανικής) Αυτοκρατορίας. Το 1723 κερδίζοντας έναν πόλεμο με το Ιράν έφτασε στην δυτική όχθη της Κασπίας. Το αυταρχικό και συγκεντρωμένο μοντέλο διακυβέρνησης που εγκαινίασε, του έδωσε πολλές εξουσίες. Το Ρωσικό Πατριαρχείο «υποβιβάστηκε» σε Ιερά Σύνοδο και ο γιος του Πέτρου Αλέξιος, που με προτροπή του Κλήρου είχε οργανώσει ανταρσία πέθανε στη φυλακή το 1718, μετά από φρικτά βασανιστήρια στα οποία υποβλήθηκε με εντολή του πατέρα του…Ωστόσο, η ρωσική ηγεμονία στη Βόρεια Ευρώπη είχε μόλις ξεκινήσει…
Πηγές: «THE BATTLE OF POLTAVA», battle.poltava.ua
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΓΟΥΡΙΔΗΣ, «ΟΤΑΝ Ο ΚΑΡΟΛΟΣ Ο 12ος ΚΥΒΕΡΝΟΥΣΕ ΤΗ ΣΟΥΗΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟΥ», kastropolites.com