Μαγεία στην αρχαία Κω | Γράφει ο Θεοδόσης Ν. Διακογιάννης

0
4107

Θεοδόσης  Ν.  Διακογιάννης

Κ Ω Σ

 

 

 

ΜΑΓΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ  ΚΩ

 

ΕΝΑΣ  ΑΡΧΑΙΟΣ  ΚΑΤΑΔΕΣΜΟΣ  ΑΠΟ  ΤΗΝ  ΚΩ  ΚΑΙ   Η  ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΡΙΑ

ΤΟΥ  ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ

 

 

 

 

Στα πλαίσια της 14ης  ετήσιας συνάντησης του τομέα  γλωσσολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, σε συνεργασία με τη Γεννάδιο βιβλιοθήκη, που πραγματοποιήθηκε  στις 28 και 29 Απριλίου του  1993, με θέμα  «ΓΛΩΣΣΑ  ΚΑΙ  ΜΑΓΕΙΑ, ΚΕΙΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ», η Χάρις Κάντζια  παρουσίασε το κείμενο  ενός  αρχαίου  Κατάδεσμου  που βρέθηκε  στην Κω.

Την παρουσίαση του αρχαίου κειμένου  συνόδεψε μια συστηματική μελέτη με ενδιαφέροντα σχόλια.

 

Στις  αρχές του καλοκαιριού του 1985,  συγκεκριμένα στις 11 Μαίου, ένας Σουηδός τουρίστας, ο Karl-Erik  Norberg, παρουσιάστηκε στο αρχαιολογικό Μουσείο της Κω κρατώντας στα χέρια του ένα παράξενο βαρύ αντικείμενο το οποίο βρήκε στις θέρμες της ανατολικής αρχαιολογικής ζώνης του Αμυγδαλώνα που βρίσκεται απέναντι από την Casa Romana. Το παράξενο γι’ αυτόν αντικείμενο, παρέδωσε στην αρχαιολογική υπηρεσία. Ήταν  ένας αρχαίος μολύβδινος κατάδεσμος σε σχήμα τραπεζίου που καταχωρήθηκε με αριθμό Μ18 και Ε48 στα αρχεία της υπηρεσίας.

Η πάνω του πλευρά είχε πλάτος 13  εκατοστά και η κάτω, η στενή,  8 εκατοστά  ενώ το ύψος του ήταν 13,7 εκατοστά.  Ο Κατάδεσμος στάλθηκε στο εργαστήριο χαλκίνων  του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου το ίδιο καλοκαίρι, όπου έγινε ο καθαρισμός και η συντήρηση του.

Στην αρχαιότητα, ο κατάδεσμος ήταν μια μαγική πράξη που γινόταν με τη γραφή μιας κατάρας, συνήθως πάνω σε ένα μολύβδινο έλασμα το οποίο διπλωνόταν και καρφωνόταν μέσα σε τάφους, σε πηγές, ή σε βαλανεία.  Αποσκοπούσε στο να φέρει δυστυχία  σ’ αυτόν για τον οποίο προοριζόταν. Πάνω στα μολύβδινα αυτά ελάσματα χαράσσονταν προσευχές  που προορίζονταν σε θεούς χθόνιους, ή κατάρες που αφορούσαν σε μαγικές πράξεις. Συνοδεύονταν με κάποιο προσωπικό αντικείμενο του θύματος ή λίγες τρίχες από την κεφαλή του. Οι μολύβδινοι αυτοί κατάδεσμοι που είχαν στόχο να βλάψουν, ανήκαν στο χώρο  της μαύρης  μαγείας. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι κατάδεσμοι συνοδεύονταν από κολοσσό, ένα μαγικό ειδώλιο από χαλκό, πηλό ή κερί.

Υπήρχαν όμως και τα φυλακτά  που ήταν ευχές χαραγμένες πάνω σε πολύτιμα μέταλλα, ασήμι, χρυσάφι, μπρούτζο. Αυτά ανήκαν στη λευκή μαγεία και είχαν σκοπό να βοηθήσουν τον κάτοχο τους. Ένα τρίτο είδος ήταν οι ενεπίγραφοι σφραγιδόλιθοι που ο ρόλος τους ήταν προστατευτικός,  σαν τα φυλαχτά που φέρνουν τύχη.  Ακόμα υπήρχαν οι μαγικοί πάπυροι που βρέθηκαν στην Αίγυπτο. Αυτά τα κείμενα, ρωμαϊκής εποχής έχουν τέτοια ομοιότητα, που οι ερευνητές υποθέτουν ότι την περίοδο αυτή θα έπρεπε να κυκλοφορούσαν φυλλάδια, σαν συνταγολόγια από τα οποία θα αντέγραφαν τις ευχές ή τις κατάρες.

Βρέθηκε πάπυρος  με οδηγίες για το γράψιμο  κατάδεσμου σε μολύβδινες πλάκες.

Οι αρχαίοι πίστευαν ότι με μαγικές ενέργειες και αναφορές σε διάφορες μαγικές φράσεις, θα μπορούσαν να επιτύχουν το ποθούμενο αποτέλεσμα, να κάμουν δηλαδή σε κάποιον κακό. Αυτές οι αναφορές έμοιαζαν με μαγικές συνταγές που η προέλευση τους  ανάγεται  στα βάθη της αρχαιότητας και σε πηγές  Ελληνικές Αιγυπτιακές και Ιουδαϊκές.

Συναντούμε κατάδεσμους από τον 8ο π.Χ. αιώνα. Ο Όμηρος στην Ιλιάδα αναφέρει ότι ο βασιλιάς της Κορίνθου Πρωτέας, έστειλε τον Βελλερεφόντη στη Λυκία με μια διπλωμένη πινακίδα που πάνω της είχε γράψει θανατηφόρα σημάδια. Στην ιστορική περίοδο η Μικρά Ασία είναι το κέντρο από όπου διαδόθηκε η μαγική τέχνη. Έτσι η Ελληνική μαγεία δέχεται επιρροές από την Βαβυλώνα την Ασσυρία την Αίγυπτο και την Περσία. Από το ιερό της Δήμητρας και της Κόρης στην Κνίδο προέρχονται 13 τέτοιοι κατάδεσμοι.

Οι κατάδεσμοι αυτοί στα υστεροελληνιστικά  χρόνια συστηματοποιούνται σε μαγικές πράξεις που  μοιάζουν  με τη «Συμπαθητική Μαγεία». Αυτός που θα δεχόταν  την επίδραση αντικαθίστατο από ένα σύμβολο.

Με τον κατάδεσμο προσπαθούσαν να υποτάξουν τη θέληση του θύματος στη δική τους θέληση. Το μαγικό κείμενο μαζί με τα μαγικά αντικείμενα που το συνόδευαν το τοποθετούσαν σε σημεία που πίστευαν ότι επικοινωνούν με τον κάτω κόσμο. Σε πηγές, λόγω της επικοινωνίας των υπογείων υδάτων  με τον κάτω κόσμο, και σε τάφους μια και ο νεκρός θα γινόταν το εκτελεστικό τους όργανο, ο μεταφορέας του μηνύματος στους χθόνιους δαίμονες. Σε τάφους θάβονταν και για έναν ακόμα λόγο, για να μην μπορεί κάποιος να τους ανακαλύψει και να τους καταστρέψει. Με τον τρόπο αυτό η μαγική δύναμη θα διαιωνιζόταν απεριόριστα καθώς και το κακό για το οποίο είχαν γραφεί. Πολλές φορές, οι κατάρες που ήταν γραμμένες, στόχευαν στην ερωτική απομόνωση του θύματος. Άλλες όμως φορές στην ερωτική έλξη. Στη Νεμέα βρέθηκε κατάδεσμος με τον οποίο ένας άνδρας πιστεύει ότι θα καταφέρει να αποτρέψει τον έρωτα μιας γυναίκας για ένα άλλο άνδρα.

 

 «Αποστρέφω την Ευβούλη από τον Αινέα, μακριά από το πρόσωπο του, από τα μάτια του, από το στόμα του, από το στήθος του, από τη ψυχή του, από όλο του το σώμα αποστρέφω την Ευβούλη από τον Αινέα».

 

Πάντως οι πρώτες μολύβδινες πινακίδες με κατάρες προέρχονται από την Σικελία.

Ο κατάδεσμος της Κω είναι οπισθόγραφος. Στο μπροστινό μέρος έχει επιγραφή με 32 στίχους που συνεχίζονταν και στην πίσω πλευρά με 3 στίχους . Κάτω από τις  τρεις  αυτές  γραμμές τις πίσω πλευράς είχε χαραχθεί ένα σκίτσο ή όπως θα λέγαμε στη μαγική ορολογία ένα ζώδιο.

Στα  αριστερά είναι σχεδιασμένος ένας δαίμονας ορνιθοκέφαλος  γυρισμένος προς τα δεξιά με ανοιχτό ράμφος.  Διακρίνονται το μάτι και δύο προεξοχές στο πάνω μέρος του κεφαλιού που μοιάζουν με αυτιά.  Τα χέρια του σε ημιέκταση, και ενώ το δεξί κρατά σκήπτρο εξουσίας με σφαιρική κεφαλή ή ξίφος που πιθανώς χρησιμοποίησε για να χτυπήσει το θύμα του, το αριστερό τραβά από τα μαλλιά μια ανθρώπινη φιγούρα που σχεδόν  αιωρείται  ανάποδα με τα πόδια πάνω και τα χέρια  ανοιχτά .  Το κεφάλι μεγάλο. Διακρίνονται τα μαλλιά, τα φρύδια, η μύτη, και τα αυτιά, καθώς και οι μαστοί στο στήθος, από το οποίο αρχίζει μια γραμμή προς τα κάτω που ίσως φανερώνει ιδρώτα ή αίμα που τρέχει. Στο στήθος του δαίμονα διαβάζουμε σε δυο γραμμές τα φωνήεντα ΑΕΗ, και ΙΩΥΩ και πάνω στο αριστερό χέρι κατά μήκος ΕΑΩ, ΙΩ.

Οι φθόγγοι αυτοί και τα φωνήεντα παραπέμπουν σε ονόματα βάρβαρα, φοινικικά, εβραϊκά, ασσυριακά και αιγυπτιακά. Τα βάρβαρα αυτά ονόματα ήταν τα ονόματα των  δαιμόνων, που εξαναγκάζονταν έτσι να συνδράμουν τον μάγο, και δημιουργούσαν την απαραίτητη ατμόσφαιρα υποβολής του πελάτη.

 

Το αρχαίο κείμενο του κατάδεσμου.

 

Ευχή κατακλητική κατά  Ερμία Π[—] ΕΩΤΟΥ.

Επικαλούμε σε ο επί  της  ασβέστου καταβάσεως, ο επί πάντω[ν]

κακών πραγμάτων τεταγμένος, ο μισών οικίαν ευσταθ[ου]

σαν, εμοχαρή, μυσηρέ, διάβολε, μοιερέ, άστατε και κακόθυμε

αβεραμενθω λό(γος) Ιωερβηθ, Ιωπακερβηθ, Ιωβολχοσήθ,

Ιωπαταθναξ, Ιωεποσαρω , Ιωαπομψ , Αροκομν , Ουλερξακα-

κε , βαραία εξεκεντερήσθε, βληρεθατκυ  βηρεθαφσθιθ.

Ως σοι μέλλις ενπυρούσθ(αι) κ(αι) κέεσθεν, φλογίζεσθ(αι) συν τοις

αγίοις ονόμασιν, ούτως και η ψυχή, η καρδία, ο νους, τα σπλάχνα,

η δύναμις Ερμία, ον έτεκεν Πιθιάς, φλογισθή πυρετοίς αγρίοις εν κρ-

εβάττω ταλεπωρίας δια πάσης ώρας και ημέρας κ(αι)  νυκτός, τη-

κόμενος, διαρέων, εκμυαλιζόμενος, έως  θανατωθή. Ότ[ι]

ορκίζω σε κατά  του ισχυρού κ(αι) απαρετήτου Θ(εο)ύ αρχοιφορεως,

κραχ ιω νιριφιοψυθαεραφσοχρα  Σηθ, Ιακονβιθ, κοχλ[οσηθ]

βε ποιήσατ(αι)  Ερμίαν Πιθιάδος  αγρυπνίν, φαντάζεσθ(αι), εξε-

[κ]χρωβίζεσθ(αι), καταρεύσεν, εφόσον το σον είδολον συν τοις

ιεροίς ονό(μασιν) πυρεφλογίζεσθε—θυσιουθχουτ Ιω δααλαιβ,

[—] βεριου ωωοο αριο καμμαχχωεκιοθιωαυμρω

Ιακουμβηιθ  ερβητ  ιναεηιου  σεσωρωωυς  Βολχ[οσηθ]

ωυοι ωυοοι ηελαωφωυωωω πακερ βηθ ωξιω.χαβρ α[ξ—

φ]νεςφνηιρφιχνοφυρεχαερεχα.αστραν χ[—————

εαρνακαχαπηεσκιφθι.ρεωοσοοθπυρ.ν—κο——

ο  ων Ζην ζων Ζαβαων ζαπε ζον Ζας Θ(εο) έως κα—μρα

αριωευιο Θ(εο)ς. Επικακούμε σε τον εν—πυρίνει συνπ—κτυπού

[ντα] και ακούοντα, άγιος επικαλούμενος Σηθ, ο επι τη[ς—–ς

υενήσας, γέα έχων, ο γεννηίς, ον έτεκε  Ηλίου πόλις, ο τους

τιτάνας πολεμήσας, ο τον κνώδακα του ου(ρα)νού κατέχων,

ο ανύγων  γην κ(αι) πορευόμενος, ο επί την άτραχμων.Αβεραμεν-

θω  λόγε, αχωρ λο(γος) τα άγια κ(αι) ισχυρά ονό(ματα) του ισχυρού

                                                                          Τυ(φώνος). Ωσπερ εν τη

ποιρά ταύτη πυρούσθ(αι) συν τω αγιω Τυ(φώνι) Δ(αίμονε)ς, Ερμίαν τον υιόν

                                                                                                            Πιθιάδο[ς]

τον δινόν κ(αι) άνομον κάυσατε, πυρώσατ(αι), φλέξατ(αι), έως θανα-

τοθεή ΗΣΧΗΙΑΝΕΣ, νοσών κ(αι)  εκμυαλιζόμενος .

Ω]ς  τύκεται[——]ι εν τω πυρί τούτω, ούτως κ(αι) Ερμίας ο Πιθιάδος

[—————] κεόμενος εν κρεβάττω ταλεπωρίας

εκμυαλισθή και θανατωθή

 

Η Χάρις Κάντζια  στα σχόλια της αναφέρει ότι ο κατάδεσμος  της Κω περιέχει όλα τα στοιχεία  ενός «εμπύρου», δηλαδή μιας μαγικής πράξης που συνοδεύεται από έμπυρη τελετουργία. Αυτό το βασίζει σε δύο  περιστατικά. α) Στον στίχο 17 του κειμένου του κατάδεσμου διαβάζουμε τη λέξη  «πυρεφλογίζεσθε». Το ρήμα αποτελεί σαφή ένδειξη ότι ο κατάδεσμος είχε ριχθεί σε χώρο όπου καίει φωτιά. β) Ο κατάδεσμος βρέθηκε στις  θέρμες, στα λουτρά που καίει φωτιά για να βράζουν τα καζάνια με το νερό και να δημιουργείται ο ατμός.

Σ’ αυτά τα επιχειρήματα της Κάντζια μπορεί να προστεθεί και ένα τρίτο.  Στους  στίχους  της πίσω πλευράς από 33  έως 35 διαβάζουμε:

 

           Ως τύκεται[——]  εν τω πυρί τούτω ούτως και Ερμίας ο Πιθιάδος

           [——————–]κεόμενος εν κρεβάττω ταλεπωρίας

           εκμυαλισθή και θανατωθή .

 

και εδώ έχουμε τη λέξη  «πυρί»  που μαρτυρεί  ότι ο κατάδεσμος θα ετοποθετήτο σε μέρος που θα έκαιγε φωτιά. Ο κατάδεσμος σύμφωνα με τον πρώτο στίχο  που είναι και επικεφαλίδα, είναι μια ευχή κατακλητική, που στη γλώσσα της μαγείας υποδη-λώνει ότι θα προκαλέσει αρρώστια,  κατάκληση, και  απευθύνεται στον Ερμία  το γιο της Πιθιάδος.

Και τα δύο αυτά ονόματα μας είναι  γνωστά από επιγραφές  και αναφέρονται και στο «ονομαστικόν»  της Susan White.

 

Τρεις φορές γίνεται επίκληση και παράκληση στο θεό Σηθ, που έχει ταυτιστεί με τον Ελληνικό θεό Τυφώνα, να υποφέρει ο Ερμίας στο κρεβάτι του πόνου και της ταλαιπωρίας μέχρι να θανατωθεί από την αρρώστια και τον πυρετό. Ο αριθμός 3 που

για άλλους είναι ιερός, στη μαγεία  έχει μια ειδική δύναμη. Η τριπλή  επανάληψη των μαγικών λόγων ή πράξεων κάνουν πιο αποτελεσματικό το ποθούμενο να συμβεί κακό. Την πρώτη επίκληση τη συναντούμε στους στίχους 2-7 την δεύτερη στους στίχους 8-12 και την τρίτη στους στίχους 13-14.

Οι επικλήσεις και οι μαγικές ευχές  απευθύνονται στο θεό Σηθ. Ο θεός  αυτός λατρευόταν από τους Αιγυπτίους και ήταν ο θεός της βροντής του σκότους  τις καταιγίδας, του σεισμού και της ερήμου. Στις παραστάσεις εικονίζεται με κεφάλι γαϊδάρου. Αργότερα  με την  εισβολή των Ασυρίων στην Αίγυπτο οι κατακτητές λάτρεψαν τον θεό Σηθ με αποτέλεσμα οι Αιγύπτιοι να τον θεωρήσουν εθνικό τους  εχθρό, που συμβόλιζε όλα τα κακά. Ο χθόνιος χαρακτήρας του ήταν αντίθετος με τον άλλο Αιγυπτιακό θεό τον ΄Ωρο, θεό του ηλιακού φωτός, φορέα του καλού και της  βλάστησης.

Το κείμενο του κατάδεσμου πρέπει να γράφτηκε από χέρι συνηθισμένο σ’ αυτό το είδος γραφής, ίσως από κάποιο μάγο, και έχει πολλές ομοιότητες με τον μαγικό πάπυρο  Ι  του  Όσλο  (PGM XXXVI)  ο οποίος  έχει χρονολογηθεί στον 4ο αιώνα.

 

Ένα άλλο κείμενο, ποιητικό αυτή τη φορά, που γράφτηκε στην Κω από τον μεγάλο βουκολικό ποιητή της Ελληνιστικής εποχής Θεόκριτο και το οποίο αναφέρεται σε μαγικές πράξεις, είναι το 2ο ειδύλλιο με τίτλο «ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΡΙΑ».

 

Το ποίημα χωρίζεται σε δύο μέρη από τα οποία το δεύτερο είναι το μεγαλύτερο. Στο πρώτο μέρος μια νεαρή γυναίκα η Σιμαίθα είναι τρελά ερωτευμένη με ένα ωραίο νέο, τον Δέλφη από την Μίνδο. ‘Όμως, ενώ ο νεαρός της είχε εκδηλώσει τον έρωτα του, τώρα τελευταία την παραμελούσε και οι πληροφορίες που είχε η κοπέλα της έλεγαν πως με κάποια άλλη ήταν πια τώρα ερωτευμένος. Έτσι, μια σκοτεινή νύχτα παίρνει την δούλα της την Θέστυλη και πάνε σε ένα τρίστρατο για να κάμει μάγια με τα οποία θα καταδέσει τον Δέλφη για να τον αναγκάσει να ξαναγυρίσει κοντά της.

Στο δεύτερο μέρος που είναι σχεδόν διπλάσιο από το πρώτο διηγείται στη Σελήνη την ιστορία του έρωτα της.

Και στα δύο μέρη ο ποιητής χρησιμοποιεί μια ξεχωριστή επωδό, ένα ας πούμε ρεφρέν. Αρχίζοντας με τη λέξη χαίρε απευθύνει δύο χαιρετισμούς προς την Εκάτη  και προς την Σελήνη.

Ουσιαστικά το πρώτο κομμάτι του ποιήματος μπαίνει μέσα στο δεύτερο και με τον τρόπο αυτό ο ποιητής επιτυγχάνει να δημιουργήσει συναισθήματα συμπάθειας προς τη νεαρή κοπέλα που την πρόδωσε ο εραστής της.

Ο ποιητής καταφέρνει να τυλίξει τη μαγεία σε ένα χιτώνα ρομαντισμού κάνοντας την να εμφανίζεται με μια αίγλη που παρασύρει τον αναγνώστη σε σκέψεις παράλογες αν και η μαγεία που είχε σχέση με τον έρωτα δεν συναντιέται σε λογοτεχνικά έργα των αρχαίων. Οι αρχαίοι συγγραφείς θεωρούσαν ότι ο χαρακτήρας της λογοτεχνίας δεν επιτρέπει μακροσκελείς περιγραφές μαγικών πράξεων. Έτσι μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ο Θεόκριτος πρωτοτυπεί στην προκειμένη περίπτωση.

Στην 11η ραψωδία της Οδύσσειας τα μάγια γίνονται για να εξασφαλιστεί η εύνοια της Εκάτης χωρίς να βλάψουν άλλους ανθρώπους. Στον Όμηρο δε σκοτώνονται σαύρες ούτε λιώνουν κέρινα ομοιώματα όπως στον Θεόκριτο.

Από τον πρώτο στίχο του Ειδυλλίου ο ποιητής εμφανίζει τη δούλα Θέστυλη, η οποία παίζει ένα ρόλο με πολύ ενδιαφέρον.

Ενώ αρχίζει το τελετουργικό μέρος της μαγικής πράξης γίνεται μια απότομη διακοπή από την Σιμαίθα η οποία απευθύνεται και λέει στη δούλα:

 

Ρίχνε μωρή πασπαλιστά που το ‘χεις το μυαλό σου

Μπας σού ‘γινα περίγελος βρε σιχαμένο πλάσμα;

 

Η Θέστυλη δεν ανταποκρίνεται στις διαταγές της κυρίας της και το ύφος της δημιουργεί υποψίες. Εδώ είναι φανερή η ανικανότητα της υπηρέτριας και η κοινωνική διαφορά δούλας και κυράς, αυτή η διαφορά χρησιμοποιείται από τον ποιητή για να διακόψει την επισημότητα της τελετουργίας. Η σκηνή γίνεται ακόμα πιο κωμικοτραγική εκεί που η Σιμαίθα η οποία μόλις έχει προσευχηθεί για να γίνουν τα μάγια της εφάμιλλα με της Κίρκης και της Μήδειας εκνευρίζεται αφού της τα χαλά η δούλα της.

Η Θέστυλη είναι η αιτία και μιας άλλης διακοπής. Εκεί που η Σιμαίθα έχει αρχίσει μια πομπώδη επίκληση προς την Εκάτη τη διακόπτει απότομα και απευθύνεται πάλι προς την Θέστυλη νομίζοντας ότι η θεά εισάκουσε τις ικεσίες της με τον ερχομό της που τον φανερώνουν τα γαυγίσματα των σκυλιών. Τη διατάζει να προσέχει μην τυχόν η παρουσία της θεάς της προξενήσει κακό. Η διακοπή αυτή που έντεχνα τοποθετείται από τον ποιητή έχει σκοπό να υποβιβάσει τη σοβαρότητα της ιεροτελεστίας.

Σε πολλές περιπτώσεις ο ποιητής καταστρέφει το σοβαροφανές με τις κωμικές παρεμβολές που εισάγει.

Και σε άλλες περιπτώσεις. Ενώ η Σιμαίθα με μεγάλη σοβαρότητα περιγράφει τα μάγια της, ξαφνικά στο στίχο 48 δηλώνει:

 

Υπάρχει ένα φυτό στην Αρκαδία.

 

Το αποτέλεσμα είναι ότι με την αναφορά της στις γνώσεις της για το ιππομανές να διασπαστεί η επισημότητα της ατμόσφαιρας που είχε δημιουργήσει ο μύθος της Αριάδνης.

Και σε ένα άλλο μέρος του ποιήματος εκεί που κάνει μια αποστροφή προς τον έρωτα.

 

Αλίμονο μου έρωτα βασανιστικέ, κόλλησες πάνω μου

σαν τη βδέλλα των βάλτων.

 

Ενώ τα προηγούμενα λόγια της είναι γεμάτα πάθος, με τη βδέλλα των βάλτων χάνουν τη σοβαρότητα τους.

Και φτάνουμε στο τέλος της τελετουργίας. Από το σημείο αυτό η Θέστυλη με διαταγή της αφεντικήνας της αποσύρεται από τη σκηνή και αρχίζει το δεύτερο μέρος.

Λέει η Σιμαίθα:

 

Είμαι μόνη τώρα, από πού ν’ αρχίσω

να θρηνώ τον έρωτα μου;

 

Χαρακτηριστικό γνώρισμα του δεύτερου μέρους είναι η δύναμη των συναισθημάτων.

Από τη στιγμή που η Σιμαίθα πρωτοείδε το Δέλφη, μέχρι τη στιγμή που ολοκληρώνεται το αμοιβαίο πάθος τους στο κρεβάτι της, τα συναισθήματα μας εξάπτονται. Ιδίως για τους αναγνώστες της αρχαιότητας, ο κεραυνοβόλος έρωτας και η διαμεσολάβηση των υπηρετριών ήταν συνηθισμένο γεγονός για να έλθουν σε επαφή οι εραστές.

Την ερωτική ιστορία που μας διηγείται η Σιμαίθα την παρακολουθούμε με μεγάλο ενδιαφέρον ως το ευτυχές τέλος της. Ξέρουμε όμως ότι θα ακολουθήσει η εγκατάλειψη. Παρακολουθούμε τα συναισθήματα της όταν πρωτοαντίκρισε το Δέλφη, όταν ο Δέλφης μπήκε στο σπίτι της την στιγμή που λέει:

 

Η καρδιά μου πήρε φωτιά της δίστυχης

 

Κι ο Δέλφης δηλώνει ότι η φωτιά του έρωτα είναι πιο άγρια από τη φωτιά (τη λάβα) του ηφαιστείου (Στ.133-134). Το πάθος τυρρανά τώρα το Δέλφη και γίνεται ολοφάνερο ότι ο έρωτας είναι ακαταμάχητος.

Ωστόσο ο ποιητής χρησιμοποιεί και άλλες τεχνικές. Στο πρώτο μέρος η Σιμαίθα απευθύνεται στη Σελήνη και λέει ότι το στήθος του Δέλφη και του φίλου του έλαμπε πιο πολύ κι από τη Σελήνη. (πολύ πλέον ή τυ, Σελάνα) στ.79.

Πιο κάτω αναφέρεται το γεγονός της ερωτικής πράξης (στ.143). Για μια τέτοια στιγμή η συντομία και η κοσμιότητα επιβάλλονται και ο ποιητής αυτό κάνει.

Αλλά και άλλα τεχνάσματα χρησιμοποιεί ο ποιητής. Προβάλλει καθημερινές συνηθισμένες πράξεις με ένα αφελή και πολλές φορές φλύαρο τρόπο. Μας πληροφορεί π.χ ότι η Σιμαίθα πήγε στη γιορτή και φορούσε το μεταξωτό σάλι της Κλεαρίστας  (στ.74) και μας δίνει στους στ.145-146 τα στοιχεία της γυναίκας που της αποκάλυψε την απιστία του Δέλφη. Ήταν:

 

Η μητέρα της Μελιξώς και της Φιλίστης της αυλητρίδας.

 

Αμέσως πιο κάτω ακολουθεί η περιγραφή μιας πανέμορφης εικόνας της αυγής την οποία ο ποιητής χρησιμοποιεί σαν αντίθεση για να τονίσει αυτό που αυτός θέλει.

Στους στίχους 86- 89 η σωματική αρρώστια της Σιμαίθας παρουσιάζεται με τρόπο δραματικό που φτάνει σε ακρότητες με το να λέει ότι πέφτουν όλα τα μαλλιά της. Οι δύο επόμενοι στίχοι αναφέρονται στις επισκέψεις της Σιμαίθας σε μάγισσες θυμίζοντας την πρόθεση της και το ενδιαφέρον της για τη μαγεία

Τα δύο μέρη του τραγουδιού παρουσιάζουν αντιθέσεις αλλά στο δεύτερο χρωματίζεται η ατμόσφαιρα του πρώτου. Τώρα η Σιμαίθα δηλώνει ότι θα χρησιμοποιήσει και άλλα μάγια για να πιάσει στα δίχτυα της το Δέλφη. Αμέσως μετά όμως δηλώνει: (Στ.159-162)

 

Αν όμως και πάλι με στεναχωρεί, ορκίζομαι στις μοίρες πως θα                                     χτυπήσει την πόρτα του Άδη. Τόσο φοβερά είναι τα δηλητήρια που                          φυλάω στο σακούλι μου που  μου τα ‘μαθε ένας ξένος από τη                                                       Βαβυλώνα. 

 

Η αναφορά αυτή στον ξένο από τη Βαβηλώνα κάνει τη μαγεία να φαίνεται εισαγόμενη από τη Συρία. Και εδώ έχουμε ομοιότητα με τον κατάδεσμο που βρέθηκε στις θέρμες του Αμυγδαλώνα.

 

Πάντως εδώ στους τελευταίους στίχους ο ποιητής αλλάζει την ατμόσφαιρα. Η Σιμαίθα  καλεί τη Σελήνη να γυρίσει τα άλογα της προς τον ωκεανό. Η υπέροχη αυτή εικόνα θυμίζει την προηγούμενη περιγραφή της Αυγής (στ.147-148). Το ποίημα τελειώνει με ένα περίτεχνο δίστιχο που απευθύνεται στη Σελήνη και στα άστρα. Έτσι η ηρεμία των δύο τελευταίων στίχων μας κάνει να ξεχάσουμε τά μάγια και τον πόνο της κοπέλας.

 

 

Θα προσπαθήσουμε να  βρούμε τις  ομοιότητες του κατάδεσμου της Κω με το 2ο  ειδύλλιο  του  Θεόκριτου «ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΡΙΑ», ως προς τις μαγικές πράξεις που αναφέρονται   στα δύο κείμενα .  Μια έμμετρη μετάφραση  της  Φαρμακεύτριας  που δημοσίευσα  στον Γ΄ τόμο των Κωακών και την οποία ξαναδούλεψα  για τις ανάγκες  τις  μελέτης  αυτής θα αντικαταστήσει το αρχαίο κείμενο του ειδυλλίου.

 

 

ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΡΙΑ

 

 

Φέρε τις δάφνες Θέστυλη, φέρε μου και τα φίλτρα

και το ποτήρι σκέπασε με κόκκινο μαντίλι [1]

το υφασμένο με μαλλί παρθένας προβατίνας,

κείνον να καταδέσουμε[2] που τον βαρύ μου κάνει.

Δώδεκα μέρες να τον δω και δεν έχει ρωτήσει

αν είμαι ακόμα ζωντανή ή τάχα πεθαμένη

κι ούτε που καταδέχτηκε την πόρτα να χτυπήσει.

Το δίχως άλλο ο έρωτας κι πονηρή Αφροδίτη

τον ξελογιάσανε κι οι δυο και ψάχνει άλλη αγάπη.

Στου Τιμαγήτη[3] αύριο θα πάω την παλαίστρα

να του τα ψάλλω απ’ την καλή για ότι μου ‘χει κάνει.

Έλα τώρα ν’ αρχίσουμε να κάνουμε τα μάγια.

Φέγγε Σελήνη αθόρυβη από ψηλά και λάμπε.

Για σε Σελήνη τραγουδώ και τη θεά Εκάτη

που από τα σπλάχνα έρχεται της γης[4] και σαν τη νιώσουν

τρέμουν και φεύγουν τα σκυλιά[5]. Μνήματα δρασκελάει

λίμνες περνά με αίματα μαύρα των πεθαμένων.

Ω χαίρε Εκάτη τρομερή, βοήθα με, τα μάγια

που κάνω τούτη τη στιγμή να ‘ναι καλά να πιάσουν

πιο δυνατά απ’ της Μήδειας καλύτερα απ’ της Κίρκης[6]

φαρμακερά σαν της ξανθιάς μάγισσας Περιμήδηςς.[7]

 

Έλα πουλί μου[8] μαγικό φέρε τον άντρα σπίτι.

 

Πρώτα κριθάρι[9] στη φωτιά θα ρίξω. Θέστυλη έλα

και ρίχνε το πασπαλιστά. Χαζή που ‘χεις το νου σου;

Μην τάχα ο πόνος μου μωρή χαρά σου έχει γίνει;

Έτσι βρε βλάκα ρίχνε το και λέγε αυτά τα λόγια

σκορπώ, σκορπώ, σκορπώ, σκορπώ τα κόκαλα του Δέλφη

 

Έλα πουλί μου μαγικό φέρε τον άντρα σπίτι.

 

Ο Δέλφης όπως μ’ έκαψε και γω δάφνη θα κάψω

κι όπως αυτή κροταλιστά παν’στη φωτιά[10] θ’ ανάβει,

θα καίγεται θα χάνεται χωρίς ν’ αφήσει στάχτη

έτσι και κείνου το κορμί να λιώσει μεσ’ τη φλόγα

 

Έλα πουλί μου μαγικό φέρε τον άντρα σπίτι.

 

Κι όπως ετούτο το κερί[11] εδώ να τώρα λιώνω

με τη βοήθεια του θεού, ο Μύνδιος ο Δέλφης [12]

να λιώσει και να τριγυρνά από την πόρτα μου έξω

όπως αδιάκοπα γυρνά ο χάλκινος[13] ο δίσκος

που η δύναμη σου τον γυρνά γλυκειά θεά Αφροδίτη.

 

Έλα πουλί μου μαγικό φέρε τον άντρα σπίτι.

 

Τώρα θα κάψω πίτουρα. Άρτεμη τις κολώνες

του ¨Αδη που μονάχα συ μπορείς να τις κινήσεις

και το διαμάντι το λαμπρό κι ότι σκληρό υπάρχει.

Θέστυλη μας γαυγίζουνε οι σκύλοι από την πόλη

στα τρίστρατα θαν’ η θεά, χτύπα το δίσκο χτύπα.

 

Έλα πουλί μου μαγικό φέρε τον άντρα σπίτι.

 

Καταλαγιάζει η θάλασσα, οι ανέμοι δε φυσούνε

και μοναχά ο πόνος μου στα στήθη δε  ‘συχάζει

καίομαι και φλογίζομαι για κείνον που γυναίκα

απάρθενη με άφησε κι είμαι δυστυχισμένη.

 

Έλα πουλί μου μαγικό φέρε τον άντρα σπίτι.

 

Σταλάζω χάμω τρεις[14] σπονδές και τρεις φορές φωνάζω

αν με γυναίκα βρίσκεται ή με κανέναν άντρα

κείτεται στο κρεβάτι του να τον αλησμονήσει

καθώς λεν πως λησμόνησε στη Νάξο ο Θησέας

τη σγουρομάλλα τη γλυκιά την όμορφη Αριάδνη[15].

 

Έλα πουλί μου μαγικό φέρε τον άντρα σπίτι.

 

Στην Αρκαδία έχει φυτό[16] που τα πουλάρια ως φάνε

και οι φοράδες οι γοργές, μέθη τρελή τα πιάνει

και πιλαλούνε στα βουνά. Έτσι ο θεός να δώσει

κι ο Δέλφης μου να πιλαλά και να ‘ρχεται στο σπίτι

με της παλαίστρας τ’ άλειμμα στ’ ωραίο το κορμί του.

 

Έλα πουλί μου μαγικό φέρε τον άντρα σπίτι.

 

Και το κουρέλι που κρατώ που του ‘κοψα π’ τη χλαίνη[17]

μέσα στις φλόγες της φωτιάς ξεφτίζοντας το ρίχνω.

Αχ έρωτα σκληρόκαρδε που σαν αβδέλλα βάλτου

το αίμα μου μου ρούφησες κι αίμα δε μ’ απομένει.

 

Έλα πουλί μου μαγικό φέρε τον άντρα σπίτι.

 

Αύριο σαύρα[18] κοπανώ φαρμάκι για να φτιάξω

Θέστυλη  πάρε τώρα συ τα βότανα[19] ετούτα

και συρε το κατώφλι του κρυφά μ’ αυτά να τρίψεις

τώρα που η νύχτα είναι βαθειά και τ’ άστρα δε φωτίζουν

και λέγε από μέσα σου, «τα κόκαλα του τρίβω».

 

Τώρα που μόνη απέμεινα θε να σας ιστορίσω

το πώς με βρήκε το κακό, ποιος μου τον έχει φέρει.

Η φίλη μου η Αναξώ, ή κόρη του Ευβούλου,

κανιστροφόρα έφτασε στην Άρτεμης το δάσος

πολλά θεριά την έζωναν και θηλυκό λιοντάρι.

 

Πες μου Σελήνη σεβαστή πως ήρθε η αγάπη;

 

Η παραμάνα η Θράκισσα που ‘ταν γειτόνισσα μου

μού ‘πε να πάμε στην γιορτή και την πομπή να δούμε

κι εγώ η δόλια κίνησα. Βάζω το φόρεμα μου

τ’ ωραίο λινομέταξο και ρίχνω και στους ώμους

της Κλεαρίστας της γλυκιάς το μεταξένιο πέπλο.[20]

 

Πες μου Σελήνη σεβαστή πως ήρθε η αγάπη;

 

Στου δρόμου μας τα μεσατά στου Λύκωνα το σπίτι

μαζί με τον Ευδάμιππο αντάμωσα το Δέλφη.

Εφώτιζες τα γένια τους κατάξανθα Σελήνη

και γυάλιζαν τα στήθη τους καθώς απ’ της παλαίστρας

τα ωραία  άθλα είχαν βγει με λάδι αλειμμένοι.

 

Πες μου Σελήνη σεβαστή πως ήρθε η αγάπη;

 

Αμέσως ξετρελάθηκα και φούντωσε η καρδιά μου

ή άμοιρη εχλώμιασα κι εχάθει η ομορφιά μου.

Μήτε και που ‘δα την πομπή, πως γύρισα στο σπίτι,

ούτε που το κατάλαβα, βαριά είχα αρρωστήσει

και δέκα μέρες πέρασα και νύχτες στο κρεβάτι.

 

Πες μου Σελήνη σεβαστή πως ήρθε η αγάπη;

 

Ωσάν την ώχρα γίνηκα και πέσαν τα μαλλιά μου

πετσί και κόκαλα έμεινα κι έλιωνα με το χρόνο

και τις γριές τις γιάτρισσες έστελνα και ρωτούσα

τίποτα δε μ’ αλάφρωνε μόνο ο καιρός περνούσε.

 

Πες μου Σελήνη σεβαστή πως ήρθε η αγάπη;

 

Τη δούλα μου τη Θέστυλη φωνάζω και της λέω

βρες ένα τρόπο Θέστυλη να γιάνω την αρρώστια

γιατί ο Δέλφης με κρατά ριγμένη στο κρεβάτι.

Σύρε και παραφύλαξε έξω απ’ την παλαίστρα

του Τιμαγήτη, αυτός εκεί τ’ αρέσει να πηγαίνει.

 

Πες μου Σελήνη σεβαστή πως ήρθε η αγάπη;

 

Κι όταν μονάχο του τον βρεις με τρόπο να του γνέψεις

πες του, η Σιμαίθα σε καλεί στο σπίτι της σε θέλει.

κι εγώ καθώς τον ένιωσα, κι εγώ καθώς τον είδα,

να δρασκελά ανάλαφρα της πόρτας το κατώφλι,

 

Πες μου Σελήνη σεβαστή πως ήρθε η αγάπη

 

επάγωσα και γίνηκα πιο κρύα κι απ’ το χιόνι

κι ο ιδρώτας απ’ το μέτωπο έσταζε στάλα στάλα.

Ευθύς εκόπει μου η λαλιά, τα πόδια μου νεκρώσαν

κι ήμουν σαν κούκλα από κερί που απ’ τη ζέστη λιώνει.

 

Πες μου Σελήνη σεβαστή πως ήρθε η αγάπη;

 

Και μόλις με είδε ο άστοργος χαμήλωσε τα μάτια

έκατσε στο κρεβάτι μου κι αυτά τα λόγια μου ‘πε

«Πρόλαβες και με φώναξες στο σπίτι σου Σιμαίθα,

όπως και γω στο τρέξιμο έφτασα τον Φιλίνο.

 

Πες μου Σελήνη σεβαστή πως ήρθε η αγάπη;

 

Ήθελα μα τον έρωτα, να ‘ρθω τούτη τη νύχτα[21]

κρύβοντας μέσ’ στον κόρφο μου μήλα[22] του Διονύσου

κι ένα στεφάνι ολόγυρα φορώντας στο κεφάλι

στεφάνι από το ιερό κλωνάρι θείας λεύκας

του Ηρακλή, με κόκκινες κορδέλες στολισμένο.

 

Πες μου Σελήνη σεβαστή πως ήρθε η αγάπη;

 

Χάρηκα που με δέχτηκες γλυκά καλοσυνάτα

γιατί έρχομαι το στόμα σου τ’ όμορφο να φιλήσω

μα αν εύρισκα την πόρτα σου κλειστή μανταλωμένη,

είχα πελέκια και δαυλούς για να ‘μπω και να σε ‘βρω.

 

Πες μου Σελήνη σεβαστή πως ήρθε η αγάπη;

 

Στην Αφροδίτη τη θεά χάρη χρωστώ μεγάλη

κι ακόμα χάρη δεύτερη χρωστώ σε σένα πάλι

με γλίτωσες απ’ τη φωτιά του πόθο πριν με κάψει

κι έστειλες και με φώναξες στο σπιτικό σου να ‘ρθω

γιατί εάν ο Έρωτας φωτιά που καίει και λαμπαδιάζει

πιο δυνατός κι απ’ τις φωτιές του ηφαίστειου της Λιπάρας

 

Πες μου Σελήνη σεβαστή πως ήρθε η αγάπη;

 

Αυτός θολώνει το μυαλό και κάνει την παρθένα

το σπίτι της το πατριό ν’ αφήνει και να φεύγει

κι η νιόνυφη να παρατά τ’ άντρα της το κρεβάτι

ζεστό ακόμα και τρελή με άλλον να πηγαίνει.

 

Έτσι  μου μίλησε κι εγώ τον έπιασα απ’ το χέρι,

και τον εξάπλωσα απαλά στο μαλακό μου στρώμα.[23]

Κι όπως αγγίζαν τα κορμιά άναψαν και κορώσαν

τα πρόσωπα κοκκίνισαν τα χείλη ενωθήκαν

και ψιθυρίζαμε γλυκά στόμα με στόμα οι δυο μας.

Τέλος να μην πολυλογώ Σελήνη αγαπημένη

στα πιο μεγάλα φτάσαμε κι ήρθαμε οι δυο σε πόθο.

Και μέχρι χτες δεν είχα εγώ παράπονο κανένα.

Μα σήμερα πρωί-πρωί η μάνα της Φιλίστας

και της χορεύτριας Μελιξώς στο σπίτι καταφτάνει

και μέσα στ’ άλλα μού ‘πε πως ο Δέλφης ξελογιάστει

μα ποια αγαπά δεν ήξερε για να μου φανερώσει.

Ένα μονάχα κάτεχε, συνέχεια το ποτήρι

γέμιζε μ’ άκρατο κρασί κι έπινε στην υγειά της

και στόλιζε την αίθουσα με ευωδιαστά στεφάνια.

Αυτά μου είπε κι θαρρώ πως  πρέπει να ‘ναι αλήθεια

γιατί άλλοτε μου ερχότανε πολλές φορές στο σπίτι

και άφηνε την όλπη του τη Δωρική με λάδι

που στην παλαίστρα άλειφε το όμορφο του σώμα.

Μα τα ώρα μέρες δώδεκα περάσαν και δεν ήρθε

σίγουρα θα τον πλάνεψε  άλλη καινούρια αγάπη

κι εμένανε την άμοιρη τώρα μ’ έχει ξεχάσει.

Γι’ αυτό τα μάγια βάζω μπρος για να τον καταδέσω

κι αν τύχει και με τυραννά στ’ αλήθεια μα τις Μοίρες[24]

την πόρτα του Άδη γρήγορα θα πάει να χτυπήσει,

γιατί μεσ’ στο σακούλι μου φαρμάκια έχω κρυμμένα

που κάποιος μάγος μού ‘μαθε από την Ασσυρία[25].

 

Χαίρε  ω λαμπροστόλιστη Σελήνη και σεις άστρα

οι σύντροφοι οι παντοτινοί της σκοτεινής της νύχτας

τ’ αλόγατα[26] σας στρέψετε στου Ωκεανού τα βάθη

κι άστε με μένα να πονώ και μοναχή να λιώνω.

 

 

 

 

 

 

 

Από τον τρίτο κιόλας στίχο της Φαρμακεύτριας,

 

ως τον εμόν βαρύν  εύντα φίλον καταδήσομαι  άνδρα

( Κείνον  να καταδέσουμε  που τον βαρύ μου κάνει )

Με  το ρήμα  «καταδήσομαι»  έχουμε την πρώτη ομοιότητα  με τον κατάδεσμο της Κω. Ακόμα και στον 10ο  και στον 159ο στίχο έχουμε την επανάληψη του ιδίου ρήματος με την ίδια σημασία δηλαδή το μαγικό δέσιμο του Δέλφη.

Δεύτερη ομοιότητα έχουμε στις μαγικές πράξεις  της  Σιμαίθας που είναι έμπυρες. Έμπυρη  είναι μια πράξη ή ενέργεια που γίνεται μέσα , ή πάνω, ή κοντά  στη φωτιά.

Όπως στον κατάδεσμο  όπου χρησιμοποιείται η φωτιά που καίει στο βαλανείο, έτσι και στην Φαρμακεύτρια η Σιμαίθα ανάβει με την βοήθεια της δούλης της θέστιλης φωτιά  για να κάψει  το αλεύρι τα φύλλα της δάφνης και να λιώσει το κέρινο ομοίωμα. Και ενώ στον κατάδεσμο έχουμε μια μαγική πράξη στην Φαρμακεύτρια  έχουμε, μπορούμε να πούμε, μια πράξη  συμπαθητικής μαγείας.

Τρίτη ομοιότητα  έχουμε  αναφορικά με τον αριθμό  3.  Στον  κατάδεσμο η επίκληση  στο θεό Σηθ γίνεται τρεις φορές. Κι άλλες  τρεις φορές γίνεται η παράκληση εναντίον του Ερμία.  Μα και στη Φαρμακεύτρια, στίχος 43, η Σιμαίθα κι αυτή τρεις φορές κάνει επίκληση και τρεις φορές κάνει σπονδή.

 

ες τρεις αποσπένδω και τρεις ταδε, πότνια, φωνώ

( Σταλάζω χάμω τρεις σπονδές και τρεις φορές φωνάζω.)

 

Μα και η αρχική τελετουργία που κάνει η Σιμαίθα  αποτελείται από τρεις ενέργειες που σχετίζονται με την καύση. Διατάζει τη δούλη της να ανακατεύει αλεύρι  από κριθάρι στη φωτιά, λέγοντας, «τα Δέλφιδος οστία πάσσω»  δηλαδή «πασπαλίζω τα οστά του Δέλφη». Μετά η ίδια καίει φύλλα δάφνης  και την ίδια στιγμή προσεύχεται  «χως αύτα λακεί μέγα  καππυρίσασα  ούτω τοι και Δέλφις  ενί φλογί σάρκ’ αμαθύνοι. ( Και όπως τα δαφνόφυλλα τρίζουν ηχηρά στη φωτιά, μακάρι έτσι ακριβώς να λιώνει η σάρκα  του Δέλφη  στη φλώγα.)

Αν μελετήσουμε με προσοχή τη μαγική επωδό  που αρχίζει  από τον στίχο 17 και φτάνει ως τον στίχο 63, θα παρατηρήσουμε ότι αποτελείται από εννέα τετράστιχα που χωρίζονται  μεταξύ τους από τον ίδιο στίχο που επαναλαμβάνεται σαν ρεφρέν. Τα εννέα τετράστιχα είναι το αποτέλεσμα της πράξης  3 Χ 3  =  9 .  Το τρία  στη μαγεία έχει μια ξεχωριστή  αξία. Ο αριθμός αυτός  συνδέεται με την τριπλή Εκάτη.  Σ’ ένα ύμνο που διασώθηκε πάνω σε ένα πάπυρο τη θεά την αποκαλούν, τρίκτυπε, τρίφθογγε, τρικάρανε,  τρινακία, τριπρόσωπε, τριάυχενε και τριοδίτη.

Έχουμε όμως και μια τέταρτη ομοιότητα. Όπως είδαμε στον κατάδεσμο οι επικλήσεις  γίνονται στο Θεό Σηθ  ο οποίος ξεκίνησε Αιγυπτιακός όμως υιοθετήθηκε και  λατρεύτηκε από τους Ασσυρίους.  Στη Φαρμακεύτρια προς το τέλος, στο στίχο 161, η Σιμαίθα λέει:

 

τοία οι εν κίστα κακά φάρμακα φαμί φυλάσσειν,

Ασσυρίω, δέσποινα, παρά ξείνοιο μαθοίσα.

( γιατί μεσ’ στο σακούλι  μου φάρμακα έχω κρυμμένα

που κάποιος  μάγος μου ‘μαθε από την Ασσυρία.)

 

Έτσι λοιπόν και στον κατάδεσμο και στη Φαρμακεύτρια η Ασσυρία παίζει πρωταρχι-κό  ρόλο  είτε σαν πατρίδα  του θεού Σηθ, είτε σαν  πατρίδα του μάγου της Σιμαίθας.

Κατά την αρχαιότητα οι άνδρες ήταν εκείνοι που εξασκούσαν τη μαγεία. Τους ονόμαζαν αγύρτες, νυχτοπόλους, γόητες, και μύστες. Αλλά και οι γυναίκες πολλές φορές ασχολήθηκαν με την μαγεία. Στην Οδύσσεια η Ελένη προσφέρει στον Τηλέμαχο το «νηπενθές» ένα μαγικό φίλτρο που σε κάνει να ξεχνάς. Η Κίρκη προσφέρει στους συντρόφους του Οδυσσέα ένα άλλο φίλτρο για να τους μετατρέψει σε χοίρους. Η Μήδεια η ξακουστή φαρμακεύτρα γεμάτη πάθος και εκδίκηση είναι συνδεδεμένη με την Εκάτη. Η ξανθή Περιδήμη του Θεόκριτου είναι μια νέα κοπέλλα σε αντίθεση με την παράδοση που θέλει τις μάγισσες άσχημες και γριές.

 

Ελπίζω ότι με την μονογραφία αυτή μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι ομοιότητες αυτές  που εντοπίσαμε στα κείμενα του κατάδεσμου  από την Κω και του 2ου  Ειδυλλίου του Θεόκριτου  μας υποχρεώνουν να παραδεχθούμε ότι οι μαγικές πρακτικές από το 280-270 π.χ, από τότε περίπου που γράφτηκε η Φαρμακεύτρια,  μέχρι τον 4ο  μ.Χ. αιώνα που χρονολογείται ο κατάδεσμος, είναι σχεδόν οι ίδιες στην Κω, κι ας  πέρασαν  από το ένα κείμενο στο άλλο  700  περίπου χρόνια.

 

 

TO ΣΚΙΤΣΟ ΤΗΣ ΠΙΣΩ ΠΛΕΥΡΑΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΔΕΣΜΟΥ

 

Διακρίνεται ο δαίμονας (Ζώδιο), με το ορνιθόμορφο κεφάλι  που στο δεξιό τεταμένο χέρι κρατά σκήπτρο, ενώ με το αριστερό σέρνει από τα μαλλιά ένα ανθρωπάκι (πιθανώς  τον Ερμία) που έχει τα χέρια σε έκταση και τα πόδια προς τα πάνω, ενώ μια γραμμή που αρχίζει από το στήθος ίσως να υποδηλώνει ιδρώτα ή αίμα  που τρέχει.

 

 

 

 

 

 

[1] Η Σιμαίθα ζητά δαφνόφυλλα και διατάζει τη Θέστυλη να στεφανώσει τη λεκάνη με την οποία θα γίνει η σπονδή με κόκκινο μαλλί. Η δάφνη θα καεί στους παρακάτω στίχους.

[2] Η λέξη καταδέσουμε θυμίζει τον κατάδεσμο που βρήκε στις θέρμες του Αμυγδαλώνα ένας Σουηδός τουρίστας και τον οποίο παρουσίασε σε ένα συνέδριο στη Θεσσαλονίκη η Χάρις Κάντζια.

[3] Οι παλαίστρες ήταν ιδιωτικές επιχειρήσεις.

[4] Η Εκάτη έρχεται στον πάνω κόσμο περνώντας μέσα από τους τάφους των νεκρών.

[5] Οι αρχαίοι πίστευαν ότι τη χθόνια θεά Εκάτη την συνόδευαν σκυλιά.

[6] Η Σιμαίθα αναφέρει τη Μήδεια και την Κίρκη, μάγισσες που έχασαν τους άνδρες τους.

[7] Ξανθή Περιμήδη. Πρόκειται για τη ξανθή μάγισσα Αγαμήδη.

[8] Το μαγικό πουλί Ίυγξ ήταν αρχικά νύμφη που κέρδισε την αγάπη του Δία με μάγια. Η Ήρα όμως τη μεταμόρφωσε σε πουλί που τον λέμε στραβολαίμη γιατί κάνει περίεργες περιστροφικές κινήσεις του λαιμού όταν ζευγαρώνει.

[9] Η πρώτη μαγική πράξη της Σιμαίθας ήταν το λιωμένο κριθάρι που μαραίνεται πάνω στη φωτιά . Έτσι ελπίζει να μαραθεί ο Δέλφης από τις φλόγες του έρωτα.

[10] Η αρχαία λέξη καππυρίσαισα που πάει να πει: που ήταν μέσα στη φωτιά. Και σήμερα στην Κύπρο το ψημένο στα κάρβουνα ψωμί το λένε καπύρα.

[11] Ίσως ένα κέρινο ομοίωμα του Δέλφη σαν αυτά που χρησιμοποιούν στη συμπαθητική μαγεία.

[12] Μύνδιος, από τη γειτονική Μύνδο. Αυτή η αναφορά του Θεόκριτου μαρτυρά ότι η Φαρμακεύτρια γράφτηκε στη Κω η οποία αποτελεί το πραγματικό σκηνικό του ποιήματος.

[13] Πολλοί πίστευαν στην αρχαιότητα ότι το χτύπημα του χαλκού κρατά μακριά το κακό.

[14] Το τρία η τριάδα που για άλλους είναι ιερός αριθμός για τους αρχαίους ήταν μαγικός αριθμός.

[15] Εδώ ο ποιητής υπενθυμίζει το μύθο του Θησέα και την Αριάδνης.

[16] Ιππομανές: ένα άγνωστο σε μας φυτό από την Αρκαδία που προκαλούσε τρέλα στα άλογα.

[17] Η Σιμαίθα σκίζει και καίει ένα κουρέλι από τη χλαίνη του Δέλφη. Το να καταστρέφεις τέτοια ρούχα που είχαν επαφή με το σώμα πιστεύεται ότι προκαλείς κακό στο ίδιο το σώμα.

[18] Το ποτό από σαύρα μπορεί να είναι ένα ερωτικό φίλτρο αλλά και ένα κακό δηλητήριο.

[19] Η Θέστυλη στέλνεται να ανακατέψει ελαφρά κάποια μαγικά βότανα πάνω στο κατώφλι του Δέλφη για να κάμει να πονέσουν τα κόκαλα του από τον ερωτικό πόθο.

[20] Το μετάξι της Κω ήταν περιζήτητο για την λεπτότητα του και τους χρωματισμούς του. (Βλέπε Θ.Ν.Διακογιάννη, «Το Μετάξι της Κω»).

[21] Ο Δέλφης θα ερχόταν στην πόρτα της Σιμαίθας με έναν κώμο. Το μαρτυρεί η κατάσταση του και τα λεγόμενα του. Τον κώμο εκτελούσαν οι νέοι που συμμετείχαν συνήθως σε ένα συμπόσιο. Έφταναν  μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της αγαπημένης τους στολισμένοι με γυρλάντες, κρατώντας δάδες, με τραγούδια και παρακλήσεις για να γίνουν δεκτοί. Σε αντίθετη περίπτωση ο ερωτευμένος μπορούσε να δοκιμάσει να παραβιάσει την πόρτα

[22] Τα μήλα  ήταν δείγμα του έρωτα.

[23] Είναι βιαστική η Σιμαίθα θέλει να τον πιστέψει και γρήγορα αρχίζουν να κάνουν έρωτα.

[24] «Μα τις Μοίρες» ήταν ένας όρκος πολύ γνωστός στην Κω.

[25] Η Σιμαίθα κλείνει την αφήγηση της με μια απειλή: Αν ο Δέλφης δεν υπακούσει στις παρακλήσεις της θα τον στείλει να χτυπήσει την πόρτα του Άδη με τα δηλητήρια που της έμαθε ένας μάγος από την Ασυρία. Όμως εμείς που γνωρίσαμε τη Σιμαίθα από το υπόλοιπο ποίημα υποπτευόμαστε πως δε θα μπορούσε να κάμει ένα τέτοιο κακούργημα. Απλά αλάφραινε την απελπισία της με την αυταπάτη της δύναμης που της έδινε η φανταστική κακή πράξη.

[26] Η Αυγή, ο Ήλιος, η Σελήνη η Νύχτα, διέσχιζαν κατά τους αρχαίους τον ουρανό πάνω σε άρματα που έσερναν άλογα.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ