Ηρόδοτος: Η επιφανέστατη μορφή του Μικρασιατικού Ελληνισμού | Γράφει ο Β. Χατζηβασιλείου

1
775

Αφιέρωμα  στην επιφανέστατη  μορφή του Μικρασιατικού Ελληνισμού.

ΗΡΟΔΟΤΟΣ.

          Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

«Όποιος διάβασε Ηρόδοτο έχει διαβάσει σχεδόν όλη την ιστορία»

Άρθουρ Σοπενχάουερ

Ο Ηρόδοτος γεννήθηκε στην Αλικαρνασσό γύρω στα 484 π. Χ. Ο πατέρας του ονομαζόταν Αύξης και η μητέρα του Δρυώ ή Ροιώ. Ανήκε σύμφωνα με τους βιογράφους του σε επιφανή οικογένεια (Σουίδας: «Ηρόδοτος Αλικαρνασσεύς των επιφανών»). Όταν γεννήθηκε ο Ηρόδοτος η Αλικαρνασσός τελούσε υπό την ηγεμονία του εγγονού της βασίλισσας Αρτεμισίας της Α΄ του Λύγδαμη (ή Λυγδάμιος), τυράννου, που ασκούσε σκληρή και δεσποτική εξουσία. Η οικογένεια του Ηροδότου φαίνεται να ανήκε σε αντίπαλο πολιτικό κόμμα του τότε τυράννου, γι’ αυτό και ο Ηρόδοτος εξορίστηκε από την Αλικαρνασσό κι ένα μέρος της νεανικής ζωής του (7 ή 8 χρόνια) έζησε ως πολιτικός εξόριστος στη Σάμο. Στο έργο του φαίνεται καθαρά, ότι γνωρίζει πρόσωπα και πράγματα του νησιού αυτού. Γνωρίζει την τοπογραφία της πόλης, το Ηραίο και πολλά αναθήματα, που φυλάσσονταν στο Ιερό. Επιπλέον αφιερώνει στην ιστορία της Σάμου αρκετά κεφάλαια και γενικά μιλάει με κολακευτικά λόγια για τους Σάμιους. Στο Λεξικό Σουΐδα (Σούδα) διαβάζουμε ότι επέστρεψε στην Αλικαρνασσό, έδιωξε τον τύραννο Λύγδαμη και «επειδή ύστερον είδεν εαυτόν φθονούμενον υπό των πολιτών», κατέφυγε στη νέα αποικία των Αθηναίων, στους Θουρίους (πρώην Σύβαρη), της Κάτω Ιταλίας, όπου έγραψε την Ιστορία του και εκεί απέθανε γύρω στα 410 π. Χ.

Η βάση της Ιστορίας του Ηροδότου είναι οι περιηγήσεις του στις χώρες, των οποίων γράφει την ιστορία. Η κύρια πηγή του είναι η δική του έρευνα και το υλικό που συλλέγει στις περιηγήσεις του. Πολλές πληροφορίες για τους τόπους που επισκεπτόταν έπαιρνε από τους Έλληνες, όσους συναντούσε εγκατεστημένους στις διάφορες πόλεις. Πληροφορίες επίσης του χορηγούσαν ιερείς, οδηγοί και διερμηνείς. Από τη Μικρά Ασία επισκέπτεται τις Σάρδεις, τη Σμύρνη, την Έφεσο. Γνωρίζει τα νότια παράλια του Ευξείνου Πόντου, φθάνοντας μέχρι την ελληνική αποικία της Ολβίας στη Νότια Ρωσία. Ταξιδεύει από τον κόλπο της Αλεξανδρέττας μέχρι τον Ευφράτη. Επισκέπτεται τη Βαβυλώνα και φθάνει στα Σούσα, χωρίς να δει τα Εκβάτανα. Επισκέπτεται την Αίγυπτο, την Κυρήνη, τα παράλια της Κάτω Ιταλίας στον κόλπο του Τάραντα και τη Σικελία. Στην κυρίως Ελλάδα επισκέπτεται τα πεδία των μαχών που περιγράφει, ασφαλώς την Αθήνα και τη Σπάρτη, τους Δελφούς, τη Θήβα, το Άργος, τη Δωδώνη και την Κέρκυρα. Αναφέρει επίσης τα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη και την Κύπρο.

Όπως τα έπη του Ομήρου είναι το αρχαιότερο σωζόμενο έργο της ελληνικής λογοτεχνίας, έτσι και του Ηροδότου η Ιστορία είναι το αρχαιότατο έργο της ελληνικής πεζογραφίας. Λογογράφοι όμως ή λογοποιοί προηγήθηκαν του Ηροδότου, που διηγούνταν κτίσεις πόλεων ή γενεαλογίες μάλλον μυθικές, στηριζόμενοι σε λαϊκές παραδόσεις και θρύλους, που κατέγραφαν χωρίς καμιά κριτική επεξεργασία. Μερικοί απ’ αυτούς ήταν ταυτόχρονα γεωγράφοι με άφθονα εθνολογικά στοιχεία. Οι περισσότεροι ήταν Ίωνες και τα έργα τους γράφτηκαν στην ιωνική διάλεκτο. Ο σπουδαιότερος  απ’ αυτούς ήταν ο Εκαταίος από τη Μίλητο, που έζησε τον 6ο αιώνα. Ταξίδεψε στην Ευρώπη, Ασία και Αίγυπτο. Υπήρξε ο πρώτος γεωγράφος. Έγραψε δυο μεγάλα έργα: «Γενεαλογίαι» και «Περιήγησις», τα οποία δεν διασώθηκαν. Ίσως τα βιβλία του Εκαταίου να είχε ως οδηγό στα ταξίδια του ο Ηρόδοτος. Άλλωστε κι αυτός έγραψε το έργο του στην ιωνική διάλεκτο, που ήταν η γλώσσα του πεζού λόγου.

Η ιστορία του Ηροδότου είναι χωρισμένη σε 9 βιβλία, που το καθένα φέρει, εκτός από τον αριθμό, και το όνομα μιας των Μουσών. Τον χωρισμό αυτό δεν τον έκαμε ο ίδιος ο συγγραφέας, ούτε είναι γνωστό πότε έγινε. Υποθέτουν ότι είναι έργο των Αλεξανδρινών Γραμματικών. Όπου παραπέμπει ο ίδιος σε άλλα μέρη του βιβλίου του ομιλεί περί «λόγων». Λύδιος λόγος, Περσικός λόγος, Βαβυλώνιος λόγος, Αιγύπτιος, Σκυθικός, Λιβυκός, Θρακικός λόγος κλπ. Κάθε λόγος αποτελείται από 4 μέρη: α) τη γεωγραφία του τόπου, β) τα ήθη και έθιμα, γ) την ιστορία του και δ) «τα θώματα» , δηλ. τα αξιοπερίεργα που παρουσιάζει.

Ο  Ηρόδοτος αρχίζει το προοίμιο της Ιστορίας του με τα ακόλουθα:

«Ηροδότου Αλικαρνησσέος ιστορίης απόδειξις ήδε, ως μήτε τα γενόμενα εξ ανθρώπων τω χρόνω εξίτηλα γένηται, μήτε έργα μεγάλα τε και θωμαστά, τα μεν Έλλησι, τα δε βαρβάροισι αποδεχθέντα, ακλεά γένηται, τα τε άλλα και δι’ ην αιτίην επολέμησαν αλλήλοισι». Δηλαδή:

«Ο Ηρόδοτος από την Αλικαρνασσό εκθέτει εδώ πέρα τα πορίσματα των ερευνών του, που τις έκανε για να μη σβήσει ο χρόνος τα ανθρώπινα έργα, να μην πέσει το σκοτάδι της ασημαντότητας πάνω σε σπουδαίες κι αξιόλογες πράξεις Ελλήνων και βαρβάρων, και, εκτός των άλλων, για να γίνει φανερή η αιτία του πολέμου μεταξύ τους».

Έτσι στο Α΄ βιβλίο του ο Ηρόδοτος, αρχίζοντας από τους μυθικούς χρόνους, πραγματεύεται τα περί της σταδιοδρομίας του Κύρου, ιδρυτή της Περσικής Αυτοκρατορίας, ενώ στο Β΄ βιβλίο αναφέρεται στην άνοδο του Καμβύση στον Περσικό θρόνο και περιγράφει την Αίγυπτο. Στο Γ΄ βιβλίο διαβάζουμε πώς ο Καμβύσης κυρίευσε τα παρά τον Νείλο εδάφη και τον διαδέχθηκε μετά το θάνατό του ο Δαρείος ο Α΄. Η εκστρατεία του Δαρείου κατά των Σκυθών, η υποταγή της Λιβύης, η κατάκτηση της Θράκης και η Ιωνική Επανάσταση περιγράφονται στο Δ΄ και Ε΄ βιβλίο, ενώ στο ΣΤ΄ βιβλίο διηγείται πώς οι Πέρσες υπόταξαν την Ιωνία και εκθέτει τις επιχειρήσεις κατά της Ελλάδας, τη μάχη του Μαραθώνα και τα αποτελέσματά της. Ακολουθεί η κορωνίδα του έργου του, η μεγαλειώδης αφήγηση η καλούμενη «Τα Μηδικά», στα βιβλία Ζ΄, Η΄ και Θ΄, όπου περιγράφεται η μεγάλη εκστρατεία του Ξέρξη κατά της Ελλάδας, η μάχη των Θερμοπυλών, οι ναυμαχίες στο Αρτεμίσιο και στη Σαλαμίνα. Η διήγηση φθάνει στο τέλος του πρώτου έτους του πολέμου και η Ιστορία τελειώνει με τις μάχες των Πλαταιών και της Μυκάλης μέχρι την άλωση της Σηστού από τους Έλληνες τον χειμώνα του 479 προς το 478 π. Χ.

Τι θα γνώριζε, αλήθεια, ο κόσμος σήμερα για τις Περσικές εκστρατείες κατά της Ελλάδας, για τους σπουδαιότερους πολέμους της ιστορίας, εάν δεν υπήρχε ο Ηρόδοτος; Όντως, ο Ηρόδοτος υπήρξε ο Όμηρος των Περσικών Πολέμων. Ό, τι δηλ. χρωστάμε  στον Όμηρο για την περιγραφή του Τρωικού Πολέμου, χρωστάμε και στον Ηρόδοτο για την περιγραφή των Περσικών Πολέμων. Με ύφος απλό, ανεπιτήδευτο, με διήγηση απαράμιλλη ζωντανεύει τα πρόσωπα από το μακρινό τους παρελθόν και μας βοηθάει να εμβαθύνουμε καλύτερα στο πνεύμα και τα αισθήματα της Ελλάδας των χρόνων εκείνων, δίχως να έχουμε μια ψυχρή κριτική ιστορία της εποχής. Παρόλο που η επίδραση του Ομήρου στο έργο του Ηροδότου είναι εμφανής, εντούτοις στη διήγησή του ο Ηρόδοτος δεν αναμιγνύει τον πεζό και τον ποιητικό λόγο. Οι αρχαίοι τεχνικοί του λόγου επαινούν «την ηδονήν, χάριν, πειθώ, γλυκύτητα, το ιλαρόν και αυτοφυές»  της διήγησής του, που ρέει ήρεμα, όπως το ρεύμα του ποταμού. Γι αυτό και τον γραφικό χαρακτήρα του Ηροδότου ο Αθήναιος προσονομάζει: «Μελίγηρυν».

Ο Ηρόδοτος υπήρξε ακριβοδίκαιος και αναμφισβήτητα αμερόληπτος. Αυτό μαρτυρεί η στάση του απέναντι στους ξένους και τους εχθρούς των Ελλήνων. Δεν καταφρονεί τους βαρβάρους, όπως οι σύγχρονοί του. Επαινεί τους Φοίνικες και θαυμάζει τη ναυτική τους τέχνη. Μιλάει με θαυμασμό για τα μνημεία των Αιγυπτίων και Βαβυλωνίων. Υποστηρίζει ότι πολλά στοιχεία του πολιτισμού οι Έλληνες τα παρέλαβαν από τους λαούς της Ανατολής.  Ειδικά για τους Πέρσες τονίζει τη φιλομάθεια και τη χρηστότητά τους, την δε ήττα τους αποδίδει όχι στην ανανδρία, αλλά στην έλλειψη πειθαρχίας και στον κατώτερο οπλισμό τους. Ωστόσο στις κρίσεις του για την πολιτική των διαφόρων πόλεων της Ελλάδας κατά τη διάρκεια των Περσικών πολέμων, δεν διέφυγε την επίδραση των πολιτικών συμπαθειών της εποχής του. Εξαίρει έντονα τη συμβολή των Αθηναίων στον κοινό αγώνα, θεωρώντας τους σωτήρες της Ελλάδας. Επαινεί το έργο του Θεμιστοκλή, αν και δεν διστάζει να επικρίνει κάποιες πράξεις του, που τείνουν να αμαυρώσουν τα κατορθώματά του.

Στον Ηρόδοτο, βέβαια, απουσιάζει η γνώση των στρατιωτικών πραγμάτων, παρόλο που με γλαφυρότητα περιγράφει τις πολεμικές συγκρούσεις Ελλήνων και Περσών. Όπου πρόκειται για στατιστικά στοιχεία, όπως για παράδειγμα ο αριθμός των πεζικών και ναυτικών δυνάμεων του Ξέρξη, οι πληροφορίες του φαίνονται φαντασιώδεις. Τις αναγράφει, όπως τις παρέλαβε από την παράδοση, χωρίς να υπολογίσει την πραγματική κατάσταση, όπως π.χ. πώς θα μπορούσαν να φθάσουν στην Ελλάδα τόσο πολυάριθμες μάζες ανθρώπων, πώς θα διατρέφονταν κλπ. Οι κύριες μάχες του Περσικού πολέμου παρίστανται από τον Ηρόδοτο ως επεισόδια ρομαντικά μεμονωμένα.

Αυτό όμως δεν εμπόδισε την Ιστορία του Ηροδότου αμέσως μετά την έκδοση του έργου του να γίνει πολύ γνωστή στον ελληνικό κόσμο. Ο Αριστοφάνης στις κωμωδίες του παρωδεί ορισμένα σημεία, τα οποία πρέπει να ήταν βέβαια γνωστά στους θεατές. Ο Θουκυδίδης, αν και επικρίνει πολλά τρωτά σημεία, ο ίδιος όμως συνεχίζει την Ιστορία του αρχίζοντας από την άλωση της Σηστού, όπου τελειώνει την Ιστορία του ο Ηρόδοτος. Ο Ξενοφών απομιμείται τη φρασεολογία του και ο μέγας Αριστοτέλης πολλάκις αναφέρεται στο έργο του. Η φήμη του Ηροδότου επέζησε και στους μεταγενέστερους.

Η Ιστορία του είναι το πρώτο ιστορικό έργο που παρουσιάζεται, όπως το εννοούμε σήμερα: Ιστορική πραγματεία μιας περιόδου με μια κεντρική ιδέα που το διέπει. Πρώτος συλλαμβάνει την ιδέα να γράψει την ιστορία του όλου έθνους του, χωρίς να περιοριστεί στην ιστορία μιας πόλης. Απ’ αυτή την άποψη συνειδητοποιεί την εθνική ενότητα της πατρίδας του. Το έργο του φέρει τη σφραγίδα της προσωπικότητας του συγγραφέα και δεν είναι απλή συρραφή των πληροφοριών που συνέλεξε. Αν συμπαθεί ιδιαίτερα την Αθήνα, τούτο συμβαίνει, γιατί έχει τη γνώμη, ότι ο ελληνικός κόσμος διασπασμένος όπως ήταν, μπορεί να σωθεί μόνο όταν έχει επικεφαλής ένα ισχυρό κράτος και τέτοιο ρόλο πίστευε ότι είναι άξιο ν’ αναλάβει το κράτος της Αθήνας.

Αλλά ιστορία έγραψε και ο Θουκυδίδης. Ο Θουκυδίδης υπερέβαλε, βέβαια, τον Ηρόδοτο στην κριτική έρευνα, στο ψυχολογικό βάθος και στη βαθύτερη ερμηνεία των γεγονότων. Αλλά στη μορφή της έκθεσης των γεγονότων και στον πλούτο του περιεχομένου ο Ηρόδοτος υπήρξε ανώτερος. Του Θουκυδίδη η Ιστορία είναι Πολιτική, του Ηροδότου είναι Ιστορία του Πολιτισμού. Ιστορία του όλου βίου ενός λαού σ’ όλες τις εκδηλώσεις του, γι αυτό βρίσκεται πλησιέστερα στη ψυχή μας.

Από τους πολλούς μετά απ’ αυτόν ιστορικούς η Ιστορία, με την ευρύτερή της έννοια, σε κανέναν άλλο δεν οφείλει περισσότερα, παρά στον ίδιο τον ιδρυτή της, τον Ηρόδοτο τον Αλικαρνασσέα, που για τις μεγάλες του αρετές επάξια του δόθηκε η προσωνυμία του «Πατέρα της Ιστορίας».

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Ηρόδοτος, Μούσαι, Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων, έκδοση    Ι. Ζαχαρόπουλος.

Βικιπαίδεια, λήμμα Ηρόδοτος.

Σταματίου Ι. Αβάρα, Το Μαυσωλείον της Αλικαρνασσού, Νέα Υόρκη 1956.

.

ΒΑΣΙΛΗΣ Σ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

 

 

 

 

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

1 ΣΧΟΛΙΟ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ