Γράφει ο Κώστας Ε. Σκανδαλίδης
Η δική μας πατρίδα, η Ελλάδα, ανέκαθεν είχε τους δικούς της ραψωδούς, τους δικούς της ποιητές και ποιητάρηδες, τους δικούς της ριμαδόρους και μαντιναδολόγους που ήξεραν καλά να τραγουδούν τη χαρά και τη λύπη.
Ήταν και εξακολουθούν να είναι άξιοι θαυμασμού ακριβώς γιατί,
• είναι συνήθως άνθρωποι αγράμματοι, πιστικοί, ψαράδες, λεσπέρηδες, χτίστες, εργάτες,
• έχουν το χάρισμα της απομνημόνευσης και μπορούν να σου πουν απέξω ολόκληρο τον Ερωτόκριτο, τη Βοσκοπούλα κι άλλα πολλά,
• αυτοσχεδιάζουν στη στιγμή αξιοθαύμαστους δεκαπεντασύλλαβους με ομοιοκαταληξίες και με εξαιρετική πολλές φορές ομορφιά του λόγου,
• εντυπωσιάζει πολλές φορές η πυκνότητα της περιγραφής, η φαντασία, τα σχήματα λόγου και ο βαθύς στοχασμός τους.
Μπορούν μέσα σε δυο δεκαπεντασύλλαβους να περικλείσουν ένα πλήρες νόημα, μια ολόκληρη ιστορία.
Θα σας έλεγα, πως είναι φορές που αυτοί οι χαρισματικοί άνθρωποι μοιάζουν με εκκλησιαστικό χορό που αναπέμπει τις δεήσεις και τα παρακαλετά προς τα θεϊκά πρόσωπα. Είναι οι ψάλτες της μαντινάδας¹ που εκφράζει τις πίκρες, τις αγωνίες και τα παράπονα, τις χαρές και τα ωσαννά της παρέας των γλεντιστάδων και της ομήγυρης όλης.
Κάποιοι απ’ αυτούς είναι και μουσικοί, οργανοπαίκτες, τραγουδιστάδες, γλεντιστάδες και χορευτές.
Αυτοί, λοιπόν, οι άνθρωποι με την λαϊκή τους ψυχή περικλείουν στα λόγια τους ολόκληρο τον λαϊκό πολιτισμό μας, γιατί έχουν στο είναι τους τη γνησιότητα, το ανεπιτήδευτο, τον αυθεντικό αυτοσχέδιο λόγο που γεννιέται για να αγγίζει τις ψυχές και τον νου μας.
Στα δικά μας μέρη, εδώ στα Δωδεκάνησα, συναντούμε συχνά-πυκνά, ακόμα και σήμερα, αρκετούς τέτοιους χαρισματικούς ανθρώπους που γνωρίζουν καλά να μας ομορφαίνουν την τραχιά ζωή μας. Ανάμεσα στα μουσικά όργανα που συναντούμε, ακόμα, μπορούμε να απαριθμήσουμε τη λύρα, το βιολί, τη τσαμπούνα, το λαούτο και το σαντούρι.
Ο τυφλός μαντιναδολόγος και λυράρης της Κω
Αλλά ας πλησιάσουμε τον ποιητάρη, τον ριμαδόρο, το μαντιναδολόγο και λυράρη που θα μας απασχολήσει κι ας δούμε από κοντά για ποιον πρόκειται.
Έτσι, λοιπόν, θα σας έλεγα μετά λόγου γνώσεως, ότι υπάρχουν κάποιες ιστορίες ανθρώπινες που εντυπώνονται στο μυαλό μας από την παιδική ηλικία και δεν λένε μήτε ποτέ να ξεχαστούν, αλλά ούτε και να σβηστούν από τον σκληρό μας δίσκο.
Κι όταν κεντρικός ήρωας της ιστορίας είναι ένας τυφλός γεροντάκος, σεβάσμιος, με μια λύρα του Απόλλωνα στα δυο του χέρια, τότε η μνήμη γίνεται, όντως, ανεξίτηλη, και κάθε τόσο επανέρχεται σαν κινηματογραφική ταινία της δεκαετίας του ΄60 και προβάλλεται και ξαναπροβάλλεται στην οθόνη του μυαλού και αγάλλεται η ψυχή σου ξετυλίγοντας το κουβάρι των παιδικών σου χρόνων κι αναθυμάσαι πράματα και θάματα όμορφα και σπουδαία.
Όπως και τώρα, καλή ώρα, που το μυαλό μου αναθιβάνει τα χρόνια της δεκαετίας του ‘60, όταν βρέθηκα από την Καρδάμαινα της Κω στη Ρόδο, γιατί έτσι τα ‘φερε η ζωή. Τότε, που τακτικός επισκέπτης στην πόλη της Ρόδου και τα χωριά της ήταν ο Αντώνης Μάμμης (1897-1984) από τ’ Ασφενδιού της Κω, εξαιρετικός μαντιναδολόγος και λυράρης.
Η εικόνα του τυφλού λυράρη, που, ασταμάτητα προς όλους όσους τον περιτριγύριζαν, έλεγε χαριτωμένους δεκαπεντασύλλαβους και ταιριαστούς, άλλες φορές σατιρικούς κι άλλες πονεμένους ή χαρούμενους, και που αργότερα έμαθα από τους μεγαλύτερούς μου συμπατριώτες, ότι ξεκινούσε από το ορεινό Ασφενδιού της Κω και ταξίδευε σ’ όλα τα Δωδεκάνησα, την Ικαρία, τις Κυκλάδες κι έφτανε ως τον Πειραιά, μου σημάδεψε το μυαλό κι έψαχνα με το φτωχό παιδικό μου μυαλό να εξηγήσω τ’ ανεξήγητα πώς, δηλαδή, ένας τυφλός, χωρίς συνοδό, κατάφερνε μια χαρά να ταξιδεύει από νησί σε νησί και να βολοδέρνει από καράβι σε καράβι καλοκαίρια και χειμώνες, κι αναρωτιόμουνα πού να κοιμότανε άραγε ο δυστυχής τις νύχτες, ποιός να τον φρόντιζε στο φαγητό του και το ντύσιμο;
Κι ήταν όλες ετούτες, ερωτήσεις, που, τότε έμεναν μετέωρες στο ένα τους πόδι σαν πελαργοί στην Αλυκή της Κω, κι αναζητούσαν τις απαντήσεις που ήρθαν αργότερα με τα χρόνια.
Κι ήταν επίσης, εντυπωσιακό το γεγονός, ότι καμιά από τις τότε ναυτιλιακές εταιρίες δεν του έκοβε εισιτήριο. Όλες μα όλες τον μετέφεραν για χρόνια ολόκληρα δωρεάν. Τί όμορφη κοινωνία τα χρόνια εκείνα τα παιδικά, κι ας ήταν πέτρινα και μετακατοχικά.
Κι εκείνη την εικόνα ενός μειλίχιου γεροντάκου, ντυμένου με δυο παντελόνια ή και τρία, με δυο πουκάμισα, ένα σακάκι κι ένα μακρύ παλτό που τα σκέπαζε όλα μαζί και τη λύρα του, δεν μπορώ να τη σβήσω από τη μνήμη μου. Όπως και την πληροφορία που κάποτε μου δώσανε, ότι ο κυρ Αντώνης ή το «Κώτικο λυράκι», ή το «Κώτικο λυρίον», όπως τον φώναζαν έξω από την πατρίδα του, με τα χρήματα που μάζευε στα ταξίδια του με τις μαντινάδες και τη λύρα του, συντηρούσε, λέει, όλο του το συγγενολόι στο χωριό του.
Στην Κω τον «βαφτίσανε» με τα παρατσούκλια «Φάκκος» και «Φτυς». Κι είναι ευρηματικό το δεύτερο παρατσούκλι, αφού του το «χαρίσανε» επειδή σαν του έλεγαν να τους πει το τάδε τραγουδάκι, εκείνος απαντούσε με το «όλα ευτύς, όλα ευτύς». Οπότε και του έμεινε το «Φτυς»! Άλλη μια γνώριμη «ατάκα» του ήταν και το «εν τω άμα και το θάμα». Τα δε τραγούδια του πάντα τα γιούτιζε με τα ονόματα των «πελατών» του. Κι ακόμα, θυμάμαι, το πόσους εκκλησιαστικούς ύμνους απάγγελλε, φυσικά από μνήμης.
Αλλά είναι ακόμα, κι ένα στοιχείο από εκείνα που έκαναν τις παλιές εποχές πιο όμορφες από τούτες τις απρόσωπες τις σημερινές. Και τι δεν κουβαλούσε από τα ταξίδια του στο χωριό του, πέρα από τις δραχμούλες που μάζευε με τον ιδρώτα του πατάτες, αβγά, ελιές, λογιώ-λογιώ τρόφιμα, ρούχα κι άλλα αντικείμενα. Πώς τα κατάφερνε αλήθεια ένας ανήμπορος τυφλός και γεροντάκος; Κι όμως η φράση του «εν τω άμα και το θάμα», ίσως ήταν ο «από μηχανής θεός» που τα φρόντιζε όλα για λογαριασμό του Μπαρμπαντώνη. Κι όλα γινόντουσαν ευτύς, όλα ευτύς!
Εύστροφος και με εξαιρετική μνήμη μαντιναδολόγος, φαίνεται πως η ίδια η φύση φρόντισε να του αντικαταστήσει τη χαμένη του όραση με την ισχυρή μνήμη που τον χαρακτήριζε όπου κι αν πήγαινε, όπου κι αν στεκόταν. Έτσι, λοιπόν, και μ’ αυτά τα χαρίσματα που του έδωσε η φύση, ξεστόμισε στην Αντιμάχεια της Κω για κάποιον που είχε πληροφορηθεί ότι ήταν καταδότης:
Καλώς τονε τον Κωσταντή που έρχετ’ από πάνω,
όλοι τον ξέρουν μερακλή, μα λέν’ τον και ρουφιάνο.
Όπως μου μετέφερε ο εξαιρετικός βιολάτορας και υπηρέτης του πολιτισμού στο νησί του Ιπποκράτη, ο Κυριάκος Παππούλης από την Αντιμάχεια, με βάση τη διήγηση του Σάββα Στούππου, ο Αντώνης βρέθηκε κάποτε στο Πυλί και από εκεί ήθελε να πάει στο Μαστιχάρι με το λεωφορείο. Μπαίνοντας, λοιπόν, σ’ αυτό, λέει στον εισπράκτορα, που τον έλεγαν Μιχάλη:
Ω Μιχαήλ εισπράκτορα για κάνε μου τη χάρη
μες στο αμάξι βάλε με, παρ’ με στο Μαστιχάρι.
Σύμφωνα με διήγηση του Γιάννη Ζουμπά², και πάλι προς τον Κυριάκο Παππούλη, το 1939 περπατούσε στην περιοχή του Λινοπότη, κατευθυνόμενος προς Πυλί ή προς Αντιμάχεια, όπου μπερδεύτηκε -ως τυφλός ο καημένος- και πήγε και μπήκε μέσα στο στρατώνα των Ιταλών. Εκεί, ο φρουρός τον ακινητοποίησε, ενώ εκείνος αντέδρασε, με αποτέλεσμα να του πάρουν τη λύρα, την οποία πήρε πίσω μετά το τέλος του πολέμου, το 1945. Όταν την έπιασε λοιπόν, στα χέρια του, έπαιξε και τραγούδησε τα εξής δίστιχα:
Οι Ιταλοί κι οι Γερμανοί μου κάψαν τη ψυχή μου,
έξι χρονάκια μου ’χανε παρμένο το λυρί μου.
Ο πραίτορας³ με δίκασε, ο γιος της πουττανάρας,
πρέπει του το τουφέκισμα, να πάει στην κατάρα.
Ο πραίτορας με δίκασε και μου ’καψε τα μέσα,
φέρτε μου το καπέλο του, να κατουρήσω μέσα.
Αλλά και πάλι ο Γιάννης Ζουμπάς, μιλώντας στον Κυριάκο Παππούλη, αφηγείται για τον Αντώνη Μάμμη4:
«Ελέαν τον Αντώνη κι ήτον τυφλός εκ γενετής. Αλλά ήτομ ποιητής ’πο τ’ Ασφεντιού. Ό,τι και να του ’λεες, αυτό το πράμα τι ’ναι, σου ’λεεν το τραούδι σου.
Λοιπό, μια βραδιά ήτον η παραμονή της Αγίας Τριάδος. Ήρτεμ πάνω κι ήκατσε στου Βαρκά το καφενείο. Όλοι, βέβαια, που τον εξέραν, πήασιγ ’κει πέρα. Εγώ τότε ήμου δεκαοχτώ χρονώ, ’εν τον ήξερα. Πάω κι εγώ, βλέπω τογ κι εκράτα μια λύρα. Λέω σε κάποιο:
-Βρε ποιος είναι φτοσδά!
-Μμααα! Αυτός είναι ο ποιητής τ’ Ασφεντιού. Μόλις του πεις τ’ όνομά σου, ’α σου πει κι ένα τραουδάκι. Και ξέρει της εκκλησίας τα γράμματα όλα ’πόξω. Ψάλλει και στην εκκλησία.
Ε, ελέαν του, ύστερα, έναν-έναν που να ’ρκεται, κι άρκισεγ κι ήλεεν το τραγούδι. Έτυχε, λοιπό, να ’ρτει ο Κώστας ο Πλαγγέτης, ο ρουφιάνος που λέαμε, του Τάκη ο πατέρας. Λεν του, λοιπό, όταν ήθελεγ καμιά δεκαριά μέτρα να ’ρτει κοντά:
-Αντώνη έρκεται ο Κώστας ’πο πέρα, αυτός κλάνει κιόλα.
Μόλις ήρτεγ κι είπεν ο Κώστας καλησπέρα, λέει του ο Αντώνης:
Γεια σου βρε Κώστα μερακλή, θα σου το πω με πιάνο
πορντίσκος είσαι μου ’πανε, κάνεις και τον ρουφιάνο.
-Σκατά στα μούτρα σου σε σένα κι εκείνομ που σου το ’πε! Α γυρίσω τη μπαστούνα, ’α σου σπάσω το κεφάλι σου!
Μετά από λίγο να σου κι έρκετον ο Κιντύνης, ’πο πέρα ’πο κει.
-Αντώνη, αυτός που ’ρκεται λεν τογ Κιντύνη και τη γυναίκα του λεν τη Χρυσοκόνα.
Μόλις ήρτεν, λοιπό, ο Κιντύνης κοντά, λέει του:
Πάντοτε τον Απρίλιο έρκεται η τρυγόνα,
να ζήσει ο Ακίντυνος, μαζί κι η Χρυσοκόνα.
Μετά από λίγο να ο θείος σου ο Γιάννης ο Χατζηπυλιώτης.
-Αντώνη, εφτός που ’ρκεται λέν το Γιάννη και γαπά τημ Πετράντα.
Μόλις ήρτεμ πιο κοντά, λέει του:
Γεια σου βρε Γιάννη μερακλή, σου πρέπει η γρεβάντα,
του χρόνου, τούτην τη βραδιά να ’σαι με τημ Πετράντα.
Όπου ήτο να πάει ο Αντώνης, ήλεεγ και τραγουδάκια. Τότες ο Αντώνης ο Άμαλλος είχε λεφορείο. Πήε λοιπό στο σταθμό ο Αντώνης και λέει του Άμαλλου:
Ένα τραγούδι θε να πω του Αντώνη του Σεφέρη,
παρακαλώ σε πάρε με στης Μεσαριάς τα μέρη.
Μια φορά, πάλι, πήε στηγ Κέφαλο κι είχεν έναγ και λέαν το Θεοδόση και το παρατσούκλι του ήτομ πετεινός. Είπαν του το κι ο Αντώνης αμέσως το ταίριαξε:
Ω Θεοδόση πετεινέ, έβγα
πάνω στο δώμα,
τίναξε τη φτερούγα σου γιατί έχει πάνω χώμα.
Άλλη μια μαρτυρία του Σταμάτη Στρατή για τον Αντώνη Μάμμη προς τον Κυριάκο Παππούλη, μας παρέχει τα ακόλουθα δίστιχά του:
Ω Μιχαήλ Αρχάγγελε που βλέπεις τον καημό μου,
αχ, δος μου σε παρακαλώ, το φως των ομματιών μου.
Και ίδιος ο Αντώνης, συμπλήρωνε:
-Άκου, άκου, με ακούει, αλλά δεν μου το δίνει!
Ακόμα ένα δίστιχο για τους Γερμανούς και τους Ιταλούς από τον ίδιο:
Οι Γερμανοί κι οι Ιταλοί ήταν γεμάτοι ψώρα,
τώρα που ξεγκρεμίστηκαν επρέπισεν η χώρα».
Η λύρα στα Δωδεκάνησα
Ας μου επιτραπεί, εδώ ακριβώς, να πούμε δυο λόγια και για τη λύρα που παιζόταν στο νησί της Κω και στα υπόλοιπα Δωδεκάνησα. Όπως είναι γνωστό η λύρα είναι το πιο βασικό μουσικό όργανο της αρχαίας Ελλάδας, σύμβολο του θεού Απόλλωνα, που κατά τον 10ο αι. μ.Χ. άρχισε να παίζεται με το δοξάρι και όχι όπως μέχρι τότε με το δάκτυλο ή με την πένα. Στα Δωδεκάνησα η αχλαδόσχημη λύρα, δεν γνωρίζουμε πότε έφτασε ακριβώς. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αι. η λύρα έγινε ζυγιά με το λαούτο. Σήμερα, παίζεται στην Κάρπαθο, την Κάσο και τη Χάλκη. Στην Τήλο συνυπάρχει με το βιολί, όπως και στη Ρόδο5.
Είναι σημαντικό να πούμε πως στην Κω, την Τήλο, τη Νίσυρο και την Αστυπάλαια έχουμε και τετράχορδες λύρες, όπως και στη Ρόδο (Αφάντου). Κατά τον Baud Bovy η τέταρτη χορδή προστέθηκε από τους λυράρηδες για να μιμηθούν το βιολί, το οποίο είχε αρχίσει να μπαίνει δυναμικά στα μουσικά δρώμενα των νησιών αυτών. Σήμερα, στην Κω η λύρα δεν παίζεται πλέον.
Από έρευνα που έγινε από το Κ.Ε.Π.Ε.Μ. και είδε το φως της δημοσιότητας στην έκδοση Ζυές της Κως, Αντιμάχεια – Καρδάμαινα, λυράρηδες υπήρχαν στην Χώρα, στο Ασφενδιού, στην Αντιμάχεια, στην Καρδάμαινα και στην Κέφαλο, ενώ καταγράφηκαν δέκα τετράχορδες λύρες των Γιάννη Παππούλη (Καντούνια), Γιώργου Πόγια, Βασίλη Καλωνά (Αντιμάχεια), Αριστοτέλη Κεφάλα, Δημήτρη Χόνδρου, Μιχάλη Πη, Στέλιου Κώστογλου (Χώρα), Κωνσταντίνου Παπαγγελή -Κωνσταντούρι- (Ασφενδιού)6.
Τα τελευταία χρόνια στη Ρόδο χάρη στον χαρισματικό λυράρη και ερευνητή Γιάννη Κλαδάκη η λύρα αναβίωσε, ενώ πολύ σοβαρή δουλειά στο όργανο αυτό γίνεται στο μουσικό σχολείο της Ρόδου (από το 1993) από τους λυράρηδες Γιώργο Παραγιό και τον Ηλία Αναστασιάδη, μάλιστα ο Γιώργος Παραγιός διδάσκει λύρα στη Ρόδο από την δεκαετία του 1980.
Όταν το «Κώτικο λυρίον» ταξίδευε στη Ρόδο
Από μια πρόχειρη έρευνα που κάναμε στα χωριά της Ρόδου, λάβαμε τις ακόλουθες πληροφορίες:
Ο Αντώνης Μάμμης επισκεπτόταν τα χωριά της Ρόδου αρκετές φορές τον χρόνο, συνήθως τα καλοκαίρια, και σε ορισμένα μπορούσε να μείνει ακόμα και μια βδομάδα, συνήθως σύχναζε σε καφενεία όπου συναντούσε τον περισσότερο κόσμο και όπου στον καθένα που του έλεγε το όνομά του, ταίριαζε και μια μαντινάδα. Έπαιζε τη λύρα του και απαντούσε προς όλους, όταν ο καθένας του έλεγε το μικρό του όνομα και τον ρωτούσε να πει πότε γιόρταζε. Δεν του ξέφευγε καμιά γιορτή.
– Στην Ιαλυσό (τα παλιά Τριάντα), μας είπε ο Παράσχος Διακανθός, ότι σύχναζε την Μεγαλοβδομάδα και συνήθιζε να κάθεται στο πεζούλι της εκκλησίας, όπου έλεγε τις μαντινάδες του «εν τω άμα και το θάμα». Τον θυμούνται όλοι με τα καλύτερα λόγια.
-Στο μακρινό Γεννάδι, στη νότια Ρόδο, σύχναζε στο καφενείο του Κωσταντή Αντωναρά, όπου είπε μια μαντινάδα για τον γιο του καφετζή Σάββα, σύμφωνα με την περιγραφή του Ηλία Κλημέντου, η οποία έλεγε περίπου:
Ακούσατε ακούσατε το Κώτικο λυρίον,
ο Σάββας ο Αντωναράς πετροβολά σκυλίον!
Ο Σάββας Αντωναράς, επιχειρηματίας, θυμάται τη μητέρα του Ευαγγελία να λέει στον άντρα της Κωσταντή Αντωναρά «βάλτου μια σούμα με λίγο μεζέ» κι εκείνος απαντούσε με μαντινάδες και τη λύρα του για να ευχαριστήσει τους ιδιοκτήτες του καφενείου. Όταν πια νύχτωνε, τότε τον συνόδευαν στον ξενώνα του χωριού που ήταν πίσω από το κοινοτικό γραφείο, δίπλα στο δημοτικό σχολείο.
Ο άλλος γιος του Κωσταντή, ο Φίλιππος Αντωναράς, τ. κοινοτάρχης, θυμάται πως ο Αντώνης έπινε τη σούμα που του έβαζε ο πατέρας του μονορούφι.
Ο Σάββας Παυλούς, ξενοδοχοϋπάλληλος, τον θυμάται ως ένα πανέξυπνο άνθρωπο κι επίσης να κοιμάται στην πεζούλα της εκκλησίας του Άι Γιάννη στο Γεννάδι.
-Στ’ Αφάντου, ο Γιώργος Γιαννιού, υπάλληλος του Ο.Τ.Ε., τον θυμάται με πολλή αγάπη, όταν πήγαινε στο χωριό του, όπου τραγουδούσε όχι μόνο στα καφενεία αλλά και στους δρόμους. Έλεγε ακόμα και αποσπάσματα από την Αγία Γραφή, καθώς και όλες τις ημερομηνίες των χριστιανικών εορτών.
-Στον Μονόλιθο, όπως μας περιέγραψε πολύ γλαφυρά ο πολιτικός μηχανικός Στέλιος Κούτρης, τον θυμάται να κάθεται εκεί στη δεκαετία του ΄60 στο καφενείο του Ηρωνία και να σκαρώνει σατιρικές μαντινάδες. Το πειραχτήρι του χωριού, ο Σάντρης κάποια στιγμή είδε να ’ρχεται ο Ηλίας Σαπουγκής (το Λιάκι) με το παρατσούκλι Σφυρίος, οπότε είπε στον Αντώνη Μάμμη:
-Πες μας ένα τραγούδι για τον Ηλία τον Σφυρίο.
Έτσι, λοιπόν, με το που μπήκε στο καφενείο το Λιάκι, ο Αντώνης «ξεφούρνισε» τη μαντινάδα του:
Ακούσατε με προσοχή το Κώτικο λυρίον,
πέστε μου μήπως είδατε Ηλίαν τον Σφυρίον;
Για να καταλήξει με την κλασική του επωδό:
-Ούλα ευτύς! Εν τω άμα και το θάμα!
Κι έτσι το μεν καφενείο ξεκαρδίστηκε στα γέλια, το δε Λιάκι ξεσπαθώνοντας έριξε την κατάρα του:
-Να σβήσει τ’ όνομαμ που σου το πε!
-Ο Σταύρος Κωνσταντάκης από την ΄Εμπωνα, θυμάται εκεί στη δεκαετία του 1950, όταν ο ίδιος ήταν παιδί του δημοτικού σχολείου, τον Αντώνη Μάμμη, ένα ανθρωπάκι του Θεού, κοντό και φαλακρό, τυφλό με τις κόρες των ματιών του να βλέπουν πάνω ψηλά στον ουρανό.
Το καφενείο που σύχναζε στην Έμπωνα ήταν το καφενείο της Εκκλησίας. Το ’χεν τότε ο Σάββας ο Τσουκαλάς. Πήγαινε επίσης και στου Ττομή τον καφενέ, του Χρυσόστομου του Χρυσοστομάκη.
-Μας ρωτούσε το όνομά μας, εμείς του το λέγαμε κι εκείνος αμέσως-αμέσως ταίριαζε μια μαντινάδα. Κι ύστερα τον ρωτούσαμε να μας πει διάφορες γιορτές πότε είναι κι εκείνος σε χρόνο μηδέν τις εύρισκε όλες. Δεν του ξέφευγε καμιά. Μάλιστα πριν απαντήσει σε ο.τιδήποτε τον ρωτούσαμε, έκανε πρώτα κουνάρες7 με τα δάκτυλα των χεριών του κι έλεγε «όλα ευτύς, όλα ευτύς, όλα απ’ έξω». Η εξυπνάδα του ήταν ένα μυστήριο πράμα. Μα την Παναγία, αυτό ήταν φώτιση Θεού. Πραγματικά τον χαζεύαμε τα παιδιά, τον θαυμάζαμε.
Θυμούμαι που τον λέγανε, το «Κώτικο λυρίον». Έλεγε πολλές μαντινάδες, αλλά τόσα χρόνια, πού να τις θυμηθώ…
-Στις Καλυθιές, ο Γιάννης Σωτηρόγλου, ξενοδόχος, θυμάται τον Αντώνη στα καφενεία της κεντρικής πλατείας να κάθεται με τον Καλυθενό μαντιναδόρο Βασίλη Φλεβάρη, πατέρα του βιολιστή Σάββα Φλεβάρη (το Φλεαρί) με τον οποίον «αντάλλασσαν» δίστιχα. Έκαναν, δηλαδή, τις στιχουργικές «κόντρες» τους.
-Η συνταξιούχος νηπιαγωγός Κωνσταντίνα Λέργου, κορίτσι μικρό τότε, αρχές δεκαετίας του ΄60, θυμάται το «Κώτικο λυράκι» να πηγαίνει στο χωριό της, την Απολακκιά στη Νότια Ρόδο, συνήθως τα καλοκαίρια, όπου καθότανε ορισμένες φορές ακόμα και βδομάδα ολόκληρη. Σύχναζε στο καφενείο της Χρυσάνθης Κανάρη, η οποία πρέπει και να τον φιλοξενούσε στο σπίτι της.
Επίσης, σύμφωνα με τη μαρτυρία της Αναστασίας Καμπούρη του Δημητρίου, σύχναζε επίσης, στο καφενείο του Σάββα Καμπούρη, όπου καθήμενος στα σκαλοπάτια έλεγε τις μαντινάδες του, ενώ τον φιλοξενούσε επίσης, στο σπίτι της η Στέλια Τακτικού.
Μπορέσαμε να καταγράψουμε τέσσερις μαντινάδες, χάρη στην καλή μνήμη της 86χρονης Αναστασίας Καμπούρη που της θυμήθηκε σαν να τις άκουγε σήμερα:
Ο ουρανός κι η θάλασσα έχουν το ίδιο χρώμα,
οι πλούσιοι και οι φτωχοί θά ’μπουν στο ίδιο χώμα.
Ο Άδης έχει κόκαλα αγάδων και πασάδων
που δεν εξεχωρίζουσι από των δουλευτάδων.
Ο χάρος τα κληρονομά τα πλούτη των ανθρώπω
κι αφήνει τους να χαίρονται δυο μέτρα μόνον τόπο.
Ο κόσμος είν’ ένα δεντρί κι εμείς το πωρικόν του
κι ο χάρος είναι τρυγητής που παίρνει τον καρπόν του.
-Ο Απόστολος Μαρίνος, συνταξιούχος φιλόλογος και πρώην διευθυντής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης Δωδεκανήσου, φέρνει στη μνήμη του τον Αντώνη Μάμμη όταν στις αρχές της δεκαετίας του ΄60 επισκεπτόταν τη Σορωνή και σύχναζε στα δύο καφενεία του χωριού απέναντι από το δημοτικό σχολείο (σημερινό γυμνάσιο), του Γιάννη Δημητρά (του Γιαννιού) και του Στέργου Παπαστεργή, όπου έπινε τον καφέ του, τη σούμα του, έπαιζε τη λύρα του, ταίριαζε τις σατιρικές μαντινάδες του και απαντούσε σε όλες τις ερωτήσεις περί ονομαστικών εορτών, εκκλησιαστικών ύμνων και άλλων πολλών.
Σε μια από τις καλοκαιρινές επισκέψεις του ζήτησε να τον πάρουν στο διπλανό χωριό, τις Φάνες, οπότε η παρέα των νεαρών μαθητών τον συνόδεψε με τα πόδια ως εκεί. Σαν έφτασαν στο γεφύρι του Πλατύ Ποταμού, ο Αντώνης με τα χέρια του έπιασε το προστατευτικό κιγκλίδωμα του ποταμού το οποίο όντως έχει ένα αρκετό μήκος, οπότε ρωτώντας πληροφορήθηκε ότι πρόκειται για ποτάμι με γέφυρα. Και ο Αντώνης απόρησε:
-Βρε για τ’ όνομα, μι(γ)αλοοό8! Οι Ιταλοί θα το φτιάξα;
-Τέλος, θυμούμαι ακόμα μια μαντινάδα – μας είπε ο Απόστολος Μαρίνος- την οποία αφιέρωσε στον Κώστα Κανάρη, σιδηρουργό από την Κάλυμνο και παντρεμένο στη Σορωνή:
Ένα τραγούδι θα σας πω επάνω στο δοξάρι,
ευτύς αμέσως επαινώ τον Κώστα τον Κανάρη.
-Ο Κώστας Κουκιάς, συνταξιούχος δάσκαλος και άρχων πρωτοψάλτης, φέρνει στον νου του τον Αντώνη ένα καλοκαιρινό απόγευμα σε καφενείο της Κρεμαστής, όταν κάποιος από την ομήγυρη τον προκάλεσε να πει μια μαντινάδα για τον Λευτέρη Καράβα9. Και ο Αντώνης αφού πρώτα έκανε την «εισαγωγή» του με το ευτύς, είπε τους δεκαπεντασύλλαβούς του εις επήκοον όλων:
Μακριά μέσα στη θάλασσα βλέπω μία καγκάβα,
αμέσως τώρα επαινώ Λευτέρη τον Καράβα.
Όλα ευτύς!
-Η χάρη του Αντώνη Μάμμη έφτανε μέχρι και την απόμακρη και απομονωμένη Μεσαναγρό, στα ορεινά της Νότιας Ρόδου και μάλιστα τακτικά, όπως μας είπε ο συνταξιούχος δάσκαλος και συγγραφέας Γιάννης Καραγιάννης. Αναθυμάται τη συμπαθητική του φιγούρα στον καφενέ του χωριού να τραγουδά αυτοσχεδιάζοντας.
Χαρακτηριστικά για την εποχή των δεκαετιών του ΄50 και του ΄60 και για τον Αντώνη Μάμμη όταν επισκεπτόταν την Μεσαναγρό, είναι τα όσα μας είπε ο Γ. Καραγιάννης:
-Η επίσκεψη ξένων στα χωριά την εποχή του 1950-1960 ήταν κάτι το ξεχωριστό και το περίεργο ιδιαίτερα για μας τα παιδιά. Θυμάμαι όταν ερχόταν ο Αντώνης, από την Κω, τρέχαμε όλοι να τον δούμε και πάνω από όλα να ακούσουμε τα τραγούδια του, είδος μαντινάδας, που συνοδεύονταν με λύρα. Λυρίον το έλεγε. Ήταν ένας καλός άνθρωπος, αγνός, φιλήσυχος, που πολλές φορές υπέμενε και κάποια σκωπτικά πειράγματα. Πρέπει να είχε πρόβλημα με την όραση και δεν έβλεπε. Ερχόταν με το λεωφορείο του ΚΤΕΛ, έμενε στο σπίτι του Λυριστή, ενός μουσικού που έπαιζε λύρα, εξ ου και το παρατσούκλι του και το βράδυ στο καφενείο έδινε το δικό του «ρεσιτάλ». Οι χωριανοί του έδιναν χρήματα, τον κερνούσαν και τον φίλευαν και αυτός για να τους ευχαριστήσει τους έλεγε μαντινάδες…
Άρχιζε πάντα τραγουδώντας:
Ένα τραγούδι θα σας πω στο Κώτικο λυρίον
ευχαριστώ σας φίλοι μου που ’στε στο καφενείον.
Μετά ρωτούσε τον καθένα που βρισκόταν στο καφενείο το όνομά του και του έλεγε μια σχετική μαντινάδα, που αφορούσε τη δουλειά του, την ομορφιά του και κάθε τι που θα τον ευχαριστούσε. Σε μια χωριανή με το όνομα Στέλια που του ζήτησε μαντινάδα, αμέσως, ευτύς όπως έλεγε, της απάντησε:
Ένα τραγούδι θε να πω να κάμει ο κόσμος γέλια,
να ζήσει ο Σωτήρης μας αντάμα με τη Στέλια.
Κάποια άλλη μαντινάδα.
Ακούσετέ το ρε παιδιά το Κώτικο λυράκι
να φύγουν πίκρες και καημοί και κάτω το φαρμάκι.
Κάποια φορά που ήρθε στο χωριό, πήγε το βράδυ να κοιμηθεί στο σπίτι του γιαρένη του, του Λυριστή, αλλά δυστυχώς ο Λυριστής είχε αποθάνει. Κτύπησε την πόρτα του σπιτιού, αλλά απάντηση δεν πήρε και γύρισε στο καφενείο.
Η Θεωνιά, βλέπετε χήρα πια, δεν μπορούσε να τον φιλοξενήσει σε ένα μονόχωρο σπίτι. Στενοχωρημένος άρχισε τις μαντινάδες και στην πρώτη εξέφρασε το παράπονό του:
Ένα τραγούδι θε να πω επάνω εις το θέρος
ο Λυριστής απέθανε, η Θεωνιά δεν έχει μέρος.
1 Μαντινάδα = το στιχουργημένο σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο ομοιοκατάληκτο δίστιχο ποίημα που τραγουδιέται στα γλέντια ή ακούεται έξω απ’ αυτά κι εκφράζει αυτοτελές ποιητικό νόημα. [Μακρής Μανόλης, Τα παραδοσιακά τραγούδια της Ολύμπου Καρπάθου, Β΄ τόμος, έκδ. Κέντρο Καρπαθιακών Ερευνών, Ρόδος, 2017, σ. 67.
2 Γιάννης Ζουμπάς (17.12.1930 – 23.6.2022), αγρότης, καφετζής, καλαθοπλέχτης. Η συνέντευξη δόθηκε στον Κυριάκο Παππούλη στις 27.12.2018.
3 πραίτορας ο [prétoras] = 1. τίτλος αιρετών, στρατιωτικών και πολιτικών, αρχόντων στην αρχαία Ρώμη. 2. ο προϊστάμενος των δικαστών ενός θέματος (νομού) στο Bυζάντιο. [https://www.greek-language.gr/ (24.4.2021)].
4 Η συνέντευξη δόθηκε στον Κυριάκο Παππούλη στις 28.1.2019.
5 Ζυές της Κως, Αντιμάχεια – Καρδάμαινα, εκδ. Κ.Ε.Π.Ε.Μ. Μουσικό Λαογραφικό και Φιλολογικό Αρχείο Σίμωνος και Αγγελικής Καρά, Αθήνα, 2018, σ. 71.
6 Ζυές της Κως, Αντιμάχεια – Καρδάμαινα, ό.π., σ. 72.
7 Κουνάρα, η = κάμνω κουνάρες στο χορό της σούστας = χτυπώ με τρόπο τεχνικό τον αντίχειρα με το μέσο δάχτυλο, ώστε να ακούγεται ένας δυνατός κρότος ρυθμικός. [Παπαχριστοδούλου Χριστόδουλος Ι., Λεξικό των Ροδίτικων Ιδιωμάτων, έκδ. Σ.Γ.Τ.Δ., Αθήνα, 1986, σ. 288].
8 Μιάλο = μεγάλο
9 Ζει σήμερα στην Κρεμαστή σε ηλικία 95 ετών
Πηγή: rodiaki.gr
Αυτός ήταν στο Ασφενδιού. Τον προλάβαμε μαθητουδια και τον θυμόμαστε. Σε παλαιότερη αναφορά σας σχολιάσαμε ότι ήταν παντρεμένος στην Αυστραλία. Τον παράτησε η γυναίκα του για τα μάτια του πρώτου της εξαδέλφου. Έκτοτε τα έχασε τα λογικά του και φορούσε όσα ρούχα του δίναν από την αμερικανική Γιούρα. Δύο παλτά δυο τρια πουκάμισα και παντελόνια
για να μην του τα κλέψουν . Τελευταία τυφλώθηκε αλλά γυρνούσε στα Δωδεκάνησα με το ταλέντο του λυράρη και του στιχουργού . Το παρατσούκλι του ήταν φακκος απο Μαμμης. Ερχοταν συχνά στο παπαδοσπιτο των Ασωμάτων στου μακαριστού παπά Δημήτρη. Γρύλλη.
H Ελλειπής αναφορά στους κατεξοχήν Πολιτιστικούς Συλλόγους Αντιμάχειας & Καρδάμαινας, «Η ΠΡΟΟΔΟΣ» & «Η ΑΡΓΩ» αντίστοιχα, ελπίζω να έγινε χωρίς κακοπροαίρεση, δεδομένου του γεγονότος ότι υπήρξαν αυτοί καθ’αυτοί οι φορείς οι οποίοι χρηματοδότησαν και παράλληλα υλοποίησαν, με την βοήθεια των τότε Διοικητικών Συμβουλίων και του κέντρου Κ.Ε.Π.Ε.Μ. την έκδοση του ανεπανάληπτου έργου <>.
Ευχαριστώ πολύ
Με εκτίμηση
Νικόλαος Ηλία Τάλλαρος