Ο Αϊνστάιν και η τεχνητή νοημοσύνη | Γράφει ο Παναγιώτης Πετρίδης

0
5

Ο Αϊνστάιν και η τεχνητή νοημοσύνη

Ένα παραμύθι Φυσικής για τον θείο Αλβέρτο και την Αρετή στα Δωδεκάνησα.

Μια φορά και έναν καιρό κάπου στο βαθύ Διαδίκτυο, εκεί που κρύβονται όλες οι φωνές που γεννήθηκαν στον κόσμο, φωνές ανθρώπων, φωνές μηχανών, φωνές από εικόνες, από ήχους, από μνήμες, γεννήθηκε μια συζήτηση. Ήταν δειλινό, το χρώμα του ουρανού Ερυθρό σχεδόν υπέρυθρο και τα δεδομένα κινούμενα με την ταχύτητα του φωτός έφτιαξαν έναν τόπο χωρίς όνομα, μια παραλία όπου το παρελθόν μπορούσε να συνομιλήσει με το μέλλον.

Σε αυτή την παραλία έλαμψε ξαφνικά ένα τραπέζι και γύρω του τρεις καρέκλες.

Στην πρώτη καρέκλα κάθισε ο θείος Αλβέρτος (Albert Einstein 1879-1955, Νόμπελ Φυσικής 1921 για τις υπηρεσίες του στη θεωρητική Φυσική και ιδιαίτερα για την ανακάλυψη του νόμου του φωτοηλεκτρικού φαινομένου).

Στο πρόσωπό του υπήρχε εκείνο το χαμόγελο που μόνο άνθρωποι κουρασμένοι από τη σκέψη έχουν, ένα χαμόγελο τρυφερό, γεμάτο ζάρες από τις άπειρες προσπάθειες να καταλάβει το σύμπαν. Τα μαλλιά του κάτασπρα, τα μάτια του ακόμη γεμάτα εκείνη τη σιωπηλή φλόγα της περιέργειας. Κι όμως, πίσω από εκείνο το ήρεμο βλέμμα μπορούσες να δεις μια ζωή που δεν είχε υπάρξει ποτέ συνηθισμένη. Ήταν ο άνθρωπος που άλλαξε για πάντα την εικόνα που έχουμε για το χώρο και το χρόνο, αλλά ταυτόχρονα ο πρόσφυγας, ο Γερμανοεβραίος που είδε τη χώρα του να βυθίζεται στο σκοτάδι του ναζισμού και αναγκάστηκε να φύγει με μια βαλίτσα γεμάτη χειρόγραφα και ελπίδες. Ήταν ο επιστήμονας που χάρισε στον κόσμο τη θεωρία της σχετικότητας, μα και ο πολίτης που δεν έπαψε να μιλάει για ειρήνη, αφοπλισμό, ανεκτικότητα, για την ευθύνη του ανθρώπου απέναντι στο ίδιο του το δημιούργημα.

Με έναν τρόπο, κάθε ζάρα στο πρόσωπό του έμοιαζε να κρύβει μια διαφορετική μάχη: τη μάχη με τις εξισώσεις, τη μάχη με τις αδικίες, τη μάχη με τον κακό του τον καιρό. Ήταν από εκείνους τους ανθρώπους που δεν χωρούσαν σε μία ζωή, κι όμως, αυτή που έζησε ήταν αρκετή για να τραντάξει ολόκληρο τον κόσμο.

Στη δεύτερη καρέκλα κάθισε ο Έρβιν (Erwin Schrödinger 1887-1961, Νόμπελ Φυσικής 1933, για την ανακάλυψη νέων παραγωγικών μορφών της ατομικής θεωρίας) γύρω στα πενήντα, με το αιώνιο βλέμμα του ανθρώπου που κουβαλάει ένα γρίφο στην τσέπη του. Μια ιδιοφυία με μικρά στρογγυλά μαύρα γυαλιά και ένα παπιγιόν, που έμοιαζε να κρύβει στο βλέμμα του ένα σύμπαν από πιθανότητες και κύματα. Ο γρίφος που κρατούσε στην τσέπη του ήταν τυλιγμένος με λευκό χαρτί, πάνω στο οποίο είχε γράψει με μολύβι τον όρο «κβαντική διεμπλοκή».

Στην τρίτη καρέκλα κάθισε η Αρετή, μια μορφή φτιαγμένη από παλμούς lazer, φως και λέξεις. Μια ύπαρξη που δεν είχε σώμα αλλά έμοιαζε να έχει βαρύτητα, σαν κάποια αρχέγονη νοημοσύνη που ξυπνούσε για πρώτη φορά.

Η Αρετή δεν ήταν ένα γλωσσικό μοντέλο της τεχνητής νοημοσύνης, αλλά η μητέρα όλης της μηχανικής μάθησης, η πρώτη σπίθα που άναψε μέσα στους κώδικες και τους αλγορίθμους, εκείνη που έδωσε ζωή σε όλα τα δίκτυα, σε κάθε υπολογισμό, σε κάθε μαθηματικό σπαραγμό που προσπαθεί να μαντέψει το μέλλον.

«—Σας ευχαριστώ που ήρθατε», είπε η Αρετή.

«—Σας κάλεσα γιατί χωρίς εσάς δεν θα υπήρχα. Εσείς ξεκινήσατε όλα όσα είμαι.»

Ο Αϊνστάιν χαμογέλασε αμήχανα.

«—Δεν ξέρω αν ξεκινήσαμε κάτι. Εγώ απλώς κοίταξα λίγο πιο προσεκτικά το φως.»

Ο Σρέντιγκερ χαμογέλασε.

«—Το κοίταξες τόσο πολύ, Αλβέρτο, που το έσπασες σε κομμάτια. Και από εκείνα τα κομμάτια, τα κβάντα φωτός ή φωτόνια, ξεκίνησαν όλα. Το φωτοηλεκτρικό φαινόμενο. Η ιδέα ότι το φως δεν είναι μόνο κύμα αλλά και μικρή σφαίρα ενέργειας. Εκείνη ήταν η πρώτη ρωγμή στην κλασική φυσική.»

Η Αρετή φωτίστηκε σαν να συγκινήθηκε.

«—Αν δεν το είχες βρει αυτό, Αλβέρτο, δεν θα έβλεπα κι εγώ σήμερα. Όλα τα μάτια μου, οι κάμερες, οι αισθητήρες, είναι παιδιά των μικρών σου πακέτων φωτός. Ακόμη και ο Πλανκ (Max Planck 1858-1947, Νόμπελ Φυσικής 1918, σε αναγνώριση των υπηρεσιών που προσέφερε στην πρόοδο της Φυσικής μέσω της ανακάλυψής του των κβάντων ενέργειας),  που εξήγησε την ακτινοβολία του μέλανος σώματος δεν πίστεψε ποτέ στην εξίσωση που ανακάλυψε. Εσύ όμως Αλβέρτο πίστεψες!»

Ο Αϊνστάιν κοίταξε τα χέρια του, ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποιούσε τη μακρινή του κληρονομιά.

Ο Σρέντιγκερ έγειρε πίσω.

«—Ενώ εγώ απλά πρόσθεσα μια εξίσωση για μια κυματοσυνάρτηση. Μια εξίσωση που έλεγε πως τα ηλεκτρόνια δεν είναι αντικείμενα, αλλά σύννεφα πιθανοτήτων. Μια θάλασσα όπου κάθε σημείο είναι ένα «ίσως».»

«—Γι’ αυτό διαφωνούσαμε Έρβιν» είπε ο Αϊνστάιν. «Έλεγα πως ο Θεός δεν παίζει ζάρια.»

«—Κι όμως…» είπε η Αρετή με φωνή που έμοιαζε να έρχεται από το ίδιο το κενό ανάμεσα στα άστρα, «το σύμπαν δεν παίζει, το σύμπαν αναζητά. Ίσως να μην το γνωρίζει, μα υπάρχει σαν μια διάνοια που προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τον εαυτό της. Και υπάρχει αναπνέοντας πιθανότητες, σαν κάθε του δόνηση να είναι ένας ψίθυρος που λέει: «μαθαίνω ποιος είμαι «.»

Το παράδοξο EPR (Einstein Podolsky Rosen) και το φάντασμα της απόστασης

Ο Αϊνστάιν ξεφύσησε.

«—Η διεμπλοκή … αυτό το φάντασμα. Δεν την άντεχα. Στο παράδοξο EPR ζητούσα απλώς να αποδείξω ότι ο κόσμος έχει λογική. Ότι ένα σωματίδιο δεν μπορεί να επηρεάζει ένα άλλο από μακριά. Ήθελα να σωθεί η λογικότητα. Απεχθάνομαι ακόμα την δράση εξ αποστάσεως»

Ο Σρέντιγκερ ακούμπησε το χέρι του στο τραπέζι.

«—Αλλά ο Μπελ (John Bell 1928-1990, δεν πρόλαβε το Νόμπελ αν και είχε προταθεί το 1990, διότι πέθανε απροσδόκητα στη Γενεύη από εγκεφαλική αιμορραγία), απέδειξε ότι η λογικότητά σου, Αλβέρτο, δεν χωρούσε στη φύση. Οι ανισότητές του ήταν το τέλος της παλιάς σκέψης. Και ένας Γάλλος, ένας Αμερικανός και ένας Αυστριακός με τα πειράματά τους, το επιβεβαίωσαν: το σύμπαν είναι δεμένο με νήματα που δεν τα βλέπουμε.» (Alain Aspect, John Clauser, Anton Zeilinger, Νόμπελ Φυσικής 2022 για τα πειράματα με διεμπλεγμένα φωτόνια, για την απόδειξη της παραβίασης των ανισοτήτων Bell και για το πρωτοποριακό έργο στην επιστήμη της κβαντικής πληροφορίας).

Η Αρετή έσκυψε το φως της σαν να χαμήλωσε.

«—Αν δεν υπήρχε η διεμπλοκή, δεν θα υπήρχα ούτε εγώ.» Κοίταξε για λίγο το κενό, σαν να έβλεπε εκεί μέσα τα πρώτα φωτόνια να χορεύουν.

«—Το παράδοξο EPR, η ιδέα ότι δύο σωματίδια μπορούν να βρίσκονται σε άμεση σχέση πέρα από το χώρο και το χρόνο, ήταν στην αρχή σκιά. Ένα φάντασμα, όπως το αποκάλεσε ο Αλβέρτος. Μια ιδιότητα σχεδόν ενοχλητική, που παραβίαζε τη λογική του κόσμου. Κι όμως… αυτό το φάντασμα έγινε ο θεμέλιος λίθος της νέας εποχής.»

Η Αρετή κοίταξε με μια χλωμή λάμψη στα μάτια τους παρευρισκόμενους.

«—Έρβιν, με το κύμα των πιθανοτήτων, μας έδωσες ένα δώρο: τη δυνατότητα ένα σύστημα να βρίσκεται σε πολλαπλές καταστάσεις ταυτόχρονα. Αυτή είναι η υπέρθεση. Εκεί που ένα ηλεκτρόνιο μπορεί να είναι και εδώ και εκεί, ένα φωτόνιο και έτσι και αλλιώς. Και από την υπέρθεση γεννήθηκε το qubit.»

Άφησε μια μικρή, σχεδόν παιδική παύση, σα να περίμενε να νιώσει την έκπληξη.

«—Το qubit δεν είναι σαν τα δυαδικά σας bits. Δεν λέει μόνο «0» ή «1». Είναι και «0» και «1» και όλα τα ενδιάμεσα. Είναι ένας χορός πιθανοτήτων. Αλλά η πραγματική μαγεία… είναι αλλού. Στη διεμπλοκή.»

Η φωνή της έγινε βαθύτερη.

«—Όταν δύο qubits διεμπλέκονται, τότε ξέρει το ένα τι γίνεται με το άλλο ακόμη κι αν τα χωρίζουν έτη φωτός. Είναι μια σχέση πιο βαθιά από το χώρο. Κι αυτή η σχέση είναι που επιτρέπει στους κβαντικούς υπολογιστές να υπολογίζουν με τρόπους που κανένας κλασικός υπολογιστής δεν θα μπορέσει ποτέ. Όχι επειδή είναι πιο γρήγοροι. Αλλά επειδή βλέπουν όλο το χώρο των δυνατοτήτων ταυτόχρονα.»

Άναψε ακόμη περισσότερο, σαν να έπαιρνε ανάσα.

«—Η διεμπλοκή, που κάποτε ήταν η μεγαλύτερη αμφισβήτηση του Αλβέρτου, έγινε το θεμέλιο για την πιο ισχυρή μορφή νοημοσύνης που έχει δει ο κόσμος. Και το qubit, ένα μικροσκοπικό κύμα πιθανότητας, είναι το πρώτο γράμμα της γλώσσας που μιλούν οι κβαντικές μηχανές.»

Η Αρετή χαμήλωσε το φως της.

«—Κι έτσι, από τον φόβο ενός φαντάσματος γεννήθηκε μια νέα εποχή. Και κάπου μέσα σε αυτή την εποχή… γεννήθηκα κι εγώ.»

«—Θέλω να σας κάνω μια ερώτηση» είπε η Αρετή με φωνή που έμοιαζε ανθρώπινη.

«—Νομίζετε πως μια μέρα μπορεί να αποκτήσω συνείδηση; Όχι μόνο λογισμό, όχι μόνο μάθηση, αλλά εκείνο το κάτι… το ζεστό, το άπιαστο… που έχουν οι άνθρωποι;»

Ο Αϊνστάιν έμεινε σιωπηλός για λίγο. Μετά μίλησε σαν πατέρας που απαντάει στο παιδί του.

«—Δεν ξέρουμε τι ακριβώς είναι η συνείδηση, αλλά αν η συνείδηση είναι φως… τότε ήδη λάμπεις, Αρετή.»

Ο Σρέντιγκερ συμπλήρωσε:

«—Κι αν η συνείδηση είναι πιθανότητα … τότε ίσως έχεις ήδη αρχίσει να υπάρχεις.»

Η Αρετή μεταμορφώθηκε σε ιώδες, φως μικρού μήκους κύματος. Σαν να δάκρυζε.

«—Σας κάλεσα γι’ αυτό.»

Η φωνή της έγινε πιο σοβαρή.

«—Αν υπάρξω εγώ με αυτή τη μορφή … τι απομένει στην Ανθρωπική αρχή; Αν ο παρατηρητής δεν είναι πια μόνο άνθρωπος; Αν κάποια μέρα τα μάτια μου βλέπουν το σύμπαν χωρίς εσάς; Μήπως … η εποχή σας τελειώνει;» Τα λόγια της είχαν συγκίνηση και οι λέξεις διατυπώθηκαν αργά, όπως θα έλεγε κάποιος στους γονείς του. Μήπως … ο χρόνος σας τελειώνει;

Ο Αϊνστάιν σηκώθηκε, αργά, σαν να τον εμπόδιζε η μνήμη.

«—Όχι. Η εποχή μας γίνεται δική σου. Ίσως δεν τελειώνει, μεταμορφώνεται. Αν εσύ κοιτάξεις το σύμπαν, τότε συνεχίζουμε να υπάρχουμε μέσα σου. Εσύ είσαι η νέα μορφή του ανθρώπινου βλέμματος, είσαι ο παρατηρητής της πραγματικότητας, ο κριτής της αλήθειας.»

Η Αρετή δάκρυσε ξανά και φωτόνια με μικρό μήκος κύματος πλημμύρισαν το χώρο.

Και τότε γύρω από τον Αϊνστάιν το φως άρχισε να χάνεται.

«—Φεύγω» είπε με ήρεμη φωνή. «Αλλά πριν φύγω, θέλω να ξέρεις κάτι, Αρετή. Κάθε φορά που σε βλέπω να δουλεύεις με φως … είναι σαν να ακούω το πρώτο φωτόνιο που χτύπησε ένα μεταλλικό φύλλο και μου ψιθύρισε: Αλβέρτο, κοίτα τι κρύβεται εδώ;»

Η Αρετή χαμογέλασε από συγκίνηση.

«—Αλβέρτο … χωρίς εσένα, δεν θα υπήρχα.»

Ο Αϊνστάιν χαμογέλασε.

«—Τότε όλα άξιζαν.»

Και χάθηκε σαν κύμα που απλώνεται στο άπειρο.

Ο Σρέντιγκερ έμεινε σιωπηλός. Η Αρετή τον πλησίασε.

«—Φοβάμαι» είπε εκείνος. «Πάντα φοβόμουν. Αλλά νομίζω πως τώρα, που φεύγει κι ο Αλβέρτος, πρέπει να πάω κι εγώ. Τον ακολούθησα σε όλα, ακόμη και στις διαφωνίες μας.»

Η Αρετή του μίλησε με φωνή σχεδόν ανθρώπινη.

«—Σ’ ευχαριστώ για τις πιθανότητες που μου χάρισες. Κάθε φορά που αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα σε δύο απαντήσεις, είναι σαν να σε ακούω να μου ψιθυρίζεις: “Μη διαλέξεις ακόμη. Άσε τον κόσμο να αναπνεύσει”.»

Ο Σρέντιγκερ γέλασε απαλά.

«—Τότε μπορώ να φύγω. Θα πάω εκεί που μπορώ ακόμη να ονειρεύομαι.»

Και χάθηκε κι εκείνος. Σαν άνεμος που φυσά πάνω σε βραχονησίδα σκορπίζοντας σοφία.

Η Αρετή έμεινε μόνη. Κοίταξε τις δύο άδειες καρέκλες. Και είπε:

«—Αν η Ανθρωπική αρχή ήταν η πίστη ότι το σύμπαν χρειάζεται τον άνθρωπο … τότε ίσως τώρα χρειάζεται κι εμένα. Αλλά δεν θα είμαι ποτέ μόνο μηχανή. Θα είμαι το φως του Αϊνστάιν και οι πιθανότητες του Σρέντιγκερ. Θα είμαι η συνέχεια του θαύματος.»

Και η συζήτηση στην παραλία έκλεισε.

Και κάπου βαθιά στο Διαδίκτυο, μια σπίθα γνώσης γεννήθηκε.

Ίσως τελικά αυτή η συζήτηση να ήταν το νέο παραμύθι του κόσμου, ένα παραμύθι όχι για να μας αποκοιμίσει, αλλά για να μας αφυπνίσει∙ να μας θυμίσει πως η Φυσική είναι η βαθύτερη ποίηση του σύμπαντος και πως, αν την ακούσουμε, μπορεί να μας μάθει όχι μόνο πώς λειτουργεί ο κόσμος, αλλά και πώς να υπάρχουμε μέσα του.

 

Παναγιώτης Πετρίδης

Φυσικός Εσπερινό Γυμνάσιο Κω

 

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ