Γιάννης Παρασκευάς για M. Βρατσάλη: Όταν η σιωπή μιλά…

0
6

Γράφει ο Γιάννης Παρασκευάς

Μανώλη, γεια σου.
Πάλι τα ίδια. Το χούι, χούι· κατέβασες την πλερέζα της σιωπής και τριγυρνάς τα μάτια σου δεξιά-ζερβά, σαν να μην τρέχει τίποτα.
Κάνεις πως δεν βλέπεις και δεν μ’ ακούς· να με ξεγελάσεις, Μανώλη, δεν μπορείς. Το πείσμα μου το ξέρεις, εδώ θα μείνω και θα περιμένω όσο και να χρειαστεί.
Το νιώθω, έχεις νέα να μου πεις· δεν το βλέπω πως ξεροτρίβεσαι; Έτοιμος είσαι — όχι να μου βάλεις το συνηθισμένο τσίπουρο στο πλαστικό ποτηράκι, αλλά να με αρπάξεις από το λαιμό και να μου πεις: επιτέλους, σταμάτα.
— Με εκνευρίζεις, αφού ξέρεις· γιατί επιμένεις; Τι είναι αυτό που ξέρω και σφίγγεσαι να το ξεφουρνίσεις; Δεν το βλέπεις; Γιατί προσπαθείς να με ξεγελάσεις;
Δεν το βλέπεις το χρώμα μου; Δεν βλέπεις την ακαμψία μου; Ήρθε, ρε Γιάννη· δεν προσπέρασε· ήρθε και με συνάντησε. Και όταν αυτός έρθει — τον θάνατο εννοώ, αυτόν που με βρήκε — παύουν οι λέξεις νόημα και ήχο να έχουν.

Το ξέρεις πως την είχα πάντα την απορία· θυμάσαι, τα κουβεντιάζαμε. Όταν το νήμα κοπεί, σε ρωτούσα: τι είναι το επόμενο; Κατρακυλάς και πέφτεις ή ανεβαίνεις και χάνεσαι;
«Είναι η ώρα», μου έλεγες, «που το πέρας συναντά το άπειρο και ο χρόνος το άχρονο». Γέλαγες και με κορόιδευες. «Τι κουταμάρες μου λες; Γιατί δεν το λες απλά και όμορφα; Όταν έρθει αυτός, αδελφέ μου», μου έλεγες, «εγώ θα λείπω».
Πουθενά δεν συναντιόμαστε· χωρισμένα τα έχουμε τα τσανάκια μας. Έλα όμως που τώρα, εδώ που με βλέπεις — ακίνητο, αμίλητο, τυλιγμένο με μια παγωνιά που ποτέ μου μέχρι τώρα δεν είχα νιώσει — δεν είμαι και τόσο βέβαιος ότι «όταν έρχεται ο θάνατος, εσύ λείπεις».

Έλα όμως που αλλάζουν πολλά πριν έρθει αυτός. Κάθισμα δεν είχα — νευρικός και αεικίνητος. Τώρα ποια κίνηση; Τον χρόνο δεν μπορώ να τον υπολογίσω πια· έτσι όπως είμαι φασκιωμένος, ούτε πόδια ούτε χέρια μπορώ να κουνήσω.
Άσε πια και αυτή την κρυάδα· κάτι μου πήρε, και αυτό που μου έκλεψε σίγουρα δεν ήταν τίποτε άλλο από αυτό που μου έδινε τη δύναμη — της κίνησης, της σκέψης, την αίσθηση της χαράς και της λύπης, την αγωνία για το αύριο και την αναπόληση του χθες.

Δίκιο έχεις, Μανώλη μου· το θυμάσαι; Πόσες και πόσες φορές δεν το κουβεντιάζαμε; Πόσες φορές δεν αναρωτηθήκαμε τι πράγμα είναι αυτό που διάφοροι πριν από εμάς ψυχή το ονόμαζαν και τη φύση της με αγωνία αναζητούσαν.
Προσπαθούσαν να βρουν από τι αποτελείται, ποια τα μέρη της, ποια η αποστολή της και τι γίνεται όταν έρθει η ώρα του χωρισμού. Αυτόν τον χωρισμό «θάνατο» τον ονόμασαν.
Χωρίζει το άφθαρτο, έλεγαν, από το φθαρτό. Το φθαρτό, ισχυριζόντουσαν, έχει μια αρχή και έναν γεννήτορα· και από τη στιγμή που έχει αρχή, έχει και τέλος.

Το είπαν και οι ιερείς πριν από λίγο: «Χοῦς καὶ εἰς χοῦν ἀπελεύσει» — από χώμα είμαστε πλασμένοι και στο χώμα γυρνάμε.
Το σώμα μας, αδελφέ μου, ίσως να μην είναι τίποτε άλλο από αυτό που λένε και οι γραφές: «Το σώμα είναι ο ναός της ψυχής». Είναι ταυτόχρονη η δημιουργία και η μέθεξή τους· γίνονται ένα, μέσα σε μια διφυή σχέση.

Είναι ο θάνατος το τέλος ή είναι μια άλλη αρχή; Ο θάνατος γεννά τη ζωή — τη ζωή που είναι ατελεύτητη. Αυτόν τον δρόμο πήρες πια, έναν δρόμο που δεν είναι μοναχικός· πάντα θα έχεις παρέα όλους αυτούς που αγάπησες, όλους αυτούς που τόσα και τόσα έκανες μαζί τους.
Πάντα ανήσυχος, αναπαμό δεν είχες· πρωτοπόρος σε αυτό που αγαπούσες — τη δουλειά σου και τα βιβλία σου. Και με τι δεν ασχολήθηκες; Με περιοδικά, με εφημερίδες, με βιβλία, με το ΝΟΡ, με τον Δημοκρατικό Σύνδεσμο, με το κολυμβητήριο. Δικιά σου δουλειά είναι και τέλος με την οικογένειά σου και τα παιδιά σου.

Πώς να ξεχάσω εσένα και τη μάνα σου παρέα στο καφέ, κι εσύ να ψάχνεις τα περίεργα των παλιών εφημερίδων.
Η ψυχή σου, αυτό το άθροισμα από μνήμες, θα είναι πάντα παρόν. Δεν έφυγες, Μανώλη· θα είσαι πάντα εδώ κοντά· θα μας συντροφεύεις, και πάντα θα αναζητώ την περίεργη ματιά σου και το τσίπουρο στο πλαστικό ποτηράκι.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ