Ο Λούης. Ο Ροδίτης που ξεκίνησε στα 15 του ως σερβιτόρος και κατάφερε να χτίσει μια μικρή αυτοκρατορία γεύσεων

0
35

Από εκείνο το δεκαπεντάχρονο αγόρι που κράτησε για πρώτη φορά δίσκο σε ένα μικρό ξενοδοχείο της Ακτής Μιαούλη, μέχρι σήμερα, τον δημιουργό τριών από τα πιο γνωστά και αγαπημένα εστιατόρια της Ρόδου, ο Λούης (Ηλίας) Παλούκης, έχει διανύσει μια πορεία ζωής γεμάτη πάθος, δουλειά και πίστη.

Μεγάλωσε χωρίς πολυτέλειες, αλλά με αρχές, σε μια εποχή που ο λόγος του ανθρώπου είχε αξία. Από τότε μέχρι σήμερα δεν σταμάτησε ποτέ να ονειρεύεται, να αγωνίζεται και να εξελίσσεται, πάντα στον χώρο της εστίασης.

Χωρίς «πλάτες» και χωρίς «στηρίγματα», όπως ο ίδιος λέει στη συνέντευξη του στη «Ροδιακή», κατάφερε με μόχθο και διορατικότητα να χτίσει μια αυτοκρατορία γεύσης, να απασχολεί εκατό εργαζόμενους και να κρατά ζωντανό το όραμά του που δεν είναι άλλο, από το να προβάλλει τη Ρόδο μέσα από την ποιότητα, τη φιλοξενία και τον σεβασμό στον άνθρωπο.

Ο Λούης – όπως τον ξέρουν όλοι- δεν είναι απλώς ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας της εστίασης, είναι ένας άνθρωπος που κουβαλά μαζί του την «ψυχή» μιας άλλης εποχής — τότε που η δουλειά ήταν τιμή και η επιτυχία έβγαινε μέσα από τον ιδρώτα, όχι από την τύχη.

Σε εκείνες τις εποχές μας ταξιδεύει σήμερα ο Λούης, μοιράζεται μαζί μας σημαντικές στιγμές της ζωής του, δηλώνει περήφανος για τη Ρόδο, «το ομορφότερο νησί του κόσμου» όπως λέει, αρκεί «να το καταλάβουμε εμείς οι Ροδίτες. Ότι μας αξίζει αυτός ο τόπος και πρέπει να του δώσουμε ξανά την αίγλη που είχε παλιά»!

Ακολουθεί η συνέντευξη:

Ο μπαμπάς σας ήταν, είπατε, γεννημένος το 1908. Τι άνθρωπος ήταν;

Ο μπαμπάς ήταν γεννηθείς το 1908 και το πρώτο του μέλημα ήταν να βγω αρσενικό. Άνθρωπος καθαρός. Άνθρωπος που κρατάει τον λόγο του και την υπόσχεσή του. Κι εγώ μεγάλωσα σε αυτή την εποχή. Την έζησα, την άγγιξα. Μπορεί να μην επιχειρούσα εκείνη την εποχή, γιατί ήμουν πολύ μικρό παιδάκι, αλλά έζησα ανθρώπους οι οποίοι πατούσαν στο έδαφος και «έτριζε» το έδαφος! Έζησα ανθρώπους που με τον λόγο τους έκαναν τις δουλειές τους. Ούτε συμβόλαια υπήρχαν, ούτε τίποτα!

Και ζούμε τώρα σε αυτή την εποχή, το 2025, που ο καθένας προσπαθεί να σε εκμεταλλευτεί για τον αλφαβήτα λόγο. Προσπαθεί να αποκομίσει κάτι από σένα, είτε στη δουλειά σου, είτε στην οικογένειά σου. Ζούμε σε μια εποχή που το κακό επικρατεί κατά πολύ του καλού. Πάντα υπήρχε το κακό, αλλά τώρα είναι σε πολύ μεγάλο ποσοστό.

 

Με τι ασχολούνταν ο πατέρας σας;

Ο πατέρας μου ήταν αγρότης, αλλά ήταν και από τους πρώτους μετανάστες που έφυγε από το νησί μας και πήγε αρχικά στη Γαλλία και μετά στην Αμερική. Εξού και το όνομα Λούης. Το κανονικό μου όνομα έπρεπε να είναι Ηλίας, αλλά επειδή γεννήθηκα και βαφτίστηκα στην Αμερική, με έβγαλαν Λούη. Ο μπαμπάς Ροδίτης και η μαμά από Σύμη, από το γένος Ασπράκη, μείναμε στην Αμερική μέχρι τα τέσσερά μου χρόνια. Τότε επιστρέψαμε, όταν συνταξιοδοτήθηκε ο πατέρας μου.

Μόλις έπιασα το δίσκο είπα: «Ευχαριστώ Θεέ μου, δεν θέλω να κάνω κάτι άλλο στη ζωή μου!»

Άρα ουσιαστικά δεν είχε σχέση με τις επιχειρήσεις ο πατέρας σας;

Καμία. Εγώ μεγάλωσα από μια οικογένεια που δεν πεινούσα, δεν πεινάσαμε ποτέ, αλλά ήταν μέχρι εκεί, τελεία. Θυμάμαι μια φορά, όταν ήμουν πιτσιρίκι, έχασα μισή δραχμή και έκλαιγα. Έκλαιγα!

Έζησα εποχές που, ας πούμε, εγώ είχα πέντε δραχμές στη τσέπη και οι άλλοι είχαν δέκα. Μετά όταν εγώ είχα δέκα, οι άλλοι είχαν εκατό. Όταν εγώ πήγαινα με τα πόδια, οι άλλοι είχαν ποδήλατο. Όταν πήρα ποδήλατο, οι άλλοι είχαν μηχανάκι. Όταν πήρα μηχανάκι, οι άλλοι είχαν αμάξι. Έχω άσχημα βιώματα από τα παιδικά μου χρόνια, διότι οι τότε πλούσιοι της εποχής έκαναν πως δεν με βλέπανε.

Τώρα, βέβαια, έχουν αλλάξει τα πράγματα, αλλά εγώ στον κύκλο της ζωής μου βάζω μόνο αυτούς που αγάπησα από παιδί, τους παιδικούς μου φίλους. Αυτούς που έχουμε περάσει καταστάσεις μαζί και έχω δει ότι μπορώ να τους εμπιστευτώ. Είναι πολύ σημαντικό να μπορείς να γυρίσεις την πλάτη σου και να νιώθεις ότι δεν τρέχει τίποτα, δεν σε κάρφωσε κάποιος.

Εγώ ζω με τα σκεπτικά του 1980 και προσπαθώ να επιβιώσω το 2025. Δόξα τω Θεώ, με έχει αξιώσει ο Θεός να το έχω καταφέρει. Και να ξέρεις ένα πράγμα: Όποτε βρίσκω έναν αληθινό άνθρωπο, τον αγκαλιάζω τόσο σφιχτά, γιατί είμαστε είδος προς εξαφάνιση, σαν την καρέτα-καρέτα (χαμογελάει). Πρέπει να βρισκόμαστε, γιατί είμαστε φάροι για την κοινωνία.

Τα νέα παιδιά μεγαλώνουν χωρίς όνειρα και ιδανικά. Αναγκάζονται τα περισσότερα να πηγαίνουν στο εξωτερικό.

 

Ποια ήταν η πρώτη σας δουλειά και σε ποια ηλικία;

Σερβιτόρος! Δεκαπέντε χρονών! Με πήρε ο θείος μου από το χέρι ένα καλοκαίρι, μόλις είχα τελειώσει το σχολείο, και με πήγε στο ξενοδοχείο Riviera, στην Ακτή Μιαούλη. Ήταν ιδιοκτησίας ενός ξαδέλφου του Γιώργου Ασπράκη. Ξεκίνησα δουλειά και μόλις έπιασα τον δίσκο είπα: «Ευχαριστώ Θεέ μου, δεν θέλω να κάνω κάτι άλλο στη ζωή μου!» Μου άρεσε η επικοινωνία με τον κόσμο. Αγάπησα πάρα πολύ αυτή τη δουλειά!

Έζησα ανθρώπους που με τον λόγο τους έκαναν τις δουλειές τους. Ούτε συμβόλαια υπήρχαν, ούτε τίποτα!

Και ζούμε τώρα σε αυτή την εποχή, το 2025, που ο καθένας προσπαθεί να σε εκμεταλλευτεί για τον αλφαβήτα λόγο.

Από εκεί λοιπόν ξεκίνησε μια μακρά πορεία στην εστίαση;

Ναι! Από τότε ξεκίνησε μια ασταμάτητη πορεία. Έχω περάσει από καφετέριες, μπουζούκια, σνακ μπαρ, κυριλέ εστιατόρια. Έχω σερβίρει με γραβάτα, με κουστούμι, με τζιν. Τα έχω κάνει όλα. Έχω μεγάλη εμπειρία και φλόγα για αυτή τη δουλειά.

Με στενοχωρεί που τα νέα παιδιά δεν έχουν στόχο να γίνουν σερβιτόροι. Την κάνουν τη δουλειά για δύο-τρία χρόνια και μετά πάνε αλλού.

Παλιά υπήρχαν σερβιτόροι με φράκο, παπιγιόν, κουταλο-πίρουνο, σουπιέρες… Ήταν άλλη εποχή. Τώρα είναι όλα πιο «χύμα», γιατί μπήκαν στον χώρο και άνθρωποι που νομίζουν ότι μέσα από την εστίαση θα γίνουν πλούσιοι.

Αλλά αυτή η δουλειά είναι μεράκι, είναι πάθος. Πρέπει να δίνεσαι! Εγώ μπορεί να τελειώσω στις 3 το πρωί και να είμαι ακόμα εκεί, γιατί θέλω να είμαι σίγουρος ότι ο καφές που πίνεις είναι ο καφές που ήθελες να πιεις, το φαγητό που έρχεται είναι αυτό που ήθελες να φας.

Έχω αναγνωριστεί ως ένας από τους κορυφαίους προορισμούς φαγητού στη Ρόδο και έχω δημιουργήσει φιλίες με πελάτες απ’ όλο τον κόσμο. Μερικοί έχουν έρθει στο νησί πάνω από 80-90 φορές!

Στον γάμο της κόρης μου κάλεσα και αρκετούς ξένους πελάτες, φίλους του νησιού μας. Τους αγαπάω γιατί αγαπάνε τη Ρόδο. Για μένα δεν έχει σημασία πόσες φορές θα έρθουν στο μαγαζί μου, αλλά πόσες φορές θα έρθουν στο νησί μου.

Παλιά υπήρχαν σερβιτόροι με φράκο, παπιγιόν, κουταλο-πίρουνο, σουπιέρες… Ήταν άλλη εποχή. Τώρα είναι όλα πιο «χύμα», γιατί μπήκαν στον χώρο και άνθρωποι που νομίζουν ότι μέσα από την εστίαση θα γίνουν πλούσιοι.

Πόσα χρόνια δουλέψατε ως σερβιτόρος πριν ανοίξετε τη δική σας επιχείρηση;

Πολλά. Ήμουν από τους καλοπληρωμένους σερβιτόρους, γιατί ήμουν πολύ καλός. Θα μπορούσα να μείνω έτσι, αν δεν είχα διορατικότητα και αυτό το «αρχηγικό» μέσα μου. Σε όποιο μαγαζί δούλευα, ήθελα να είναι το νούμερο ένα. Όταν δεν ήταν, με «έτρωγε» το στομάχι μου.

Όταν έφτασα σε σημείο να είμαι εγώ το μαγαζί, αλλά ο επιχειρηματίας να μην καταλαβαίνει, προσευχήθηκα στον Θεό να κάνω ένα δικό μου μαγαζί. Ξεκίνησα από το μηδέν, παντρεμένος με παιδί. Στην αρχή συνεταιρικά, μετά μόνος μου.

Χρεώθηκα και άνοιξα το πρώτο μου μαγαζί, το εστιατόριο «Λούης», το 2008. Ήταν 75 καθισμάτων και κάθε βράδυ είχε αναμονή για να κάτσει ο κόσμος. Οι εποχές ήταν καλύτερες, ο κόσμος έβγαινε.

Μετά επεκτάθηκα, πήρα το μαγαζί δίπλα και το μεγάλωσα (το πρώην Ελληνικό). Το 2016 άνοιξα το Memphis, απέναντι από το Λούης — κάτι πρωτοποριακό για το νησί, με καθαρά αμερικάνικη κουζίνα.

Και το 2023 ξεκινήσαμε το “Opera Grande”, στον ιστορικό χώρο του πρώην «Καβαλιέρε». Το έκανα καθαρά από αγάπη για τη Ρόδο.

Πόσους εργαζόμενους έχετε σήμερα στα καταστήματά σας;

Έχουμε περίπου 100 εργαζόμενους — δηλαδή 100 οικογένειες! Αν μου το έλεγες πριν 20 χρόνια, θα σου έλεγα είσαι τρελή. Ένα παιδί που ξεκίνησε κάτω από το μηδέν, σήμερα να έχει 100 άτομα προσωπικό και να είναι βιώσιμος, δόξα τω Θεώ.

Όλα αυτά τα κατάφερα μόνος, χωρίς «μπροστινούς», χωρίς «πλάτες». Και είμαι ευγνώμων που ο Θεός μού δίνει τη δύναμη.

Υπάρχει πρόβλημα με την εύρεση προσωπικού σήμερα;

Ναι. Έχουν γίνει πάρα πολλές ξενοδοχειακές μονάδες που απορροφούν το εργατικό δυναμικό. Πολλά παιδιά δεν ενδιαφέρονται να εξελιχθούν μέσα από την εστίαση. Άλλοι φεύγουν στο εξωτερικό. Το πρόβλημα θα συνεχίσει να μεγαλώνει, γιατί κάθε χρόνο ανοίγουν νέες μονάδες.

Αυτή η δουλειά είναι μεράκι, είναι πάθος. Πρέπει να δίνεσαι! Εγώ μπορεί να τελειώσω στις 3 το πρωί και να είμαι ακόμα εκεί, γιατί θέλω να είμαι σίγουρος ότι ο καφές που πίνεις είναι ο καφές που ήθελες να πιεις, το φαγητό που έρχεται είναι αυτό που ήθελες να φας.

Έχετε ζήσει τη Ρόδο στις καλές της εποχές. Πώς τη βλέπετε σήμερα;

Πολύ διαφορετική. Τη δεκαετία του ’80, στη disco “Space” στην Ηρώων Πολυτεχνείου — τότε Bar Street της Ρόδου — έβγαζα μεροκάματο ακόμα κι από τα χρήματα που βρίσκαμε στο πάτωμα όταν άναβαν τα φώτα!

Έβρισκα κάτω 200, 500, 1000 δραχμές, γιατί η ζωή τότε στη χώρα μας για τους ξένους ήταν πολύ φτηνή. Ερχόντουσαν με τις κορώνες τα αλλάζανε η δραχμή ήταν πολύ χαμηλή, δεν τους άρεσε ο μουσακάς σε ένα εστιατόριο πήγαιναν σε ένα άλλο! Δεν τους άρεσε το ποτό σε ένα μπαρ, θα πήγαιναν αλλού δεν υπήρχε πρόβλημα! Έχω ζήσει εποχές που μας άνοιγαν τα πορτοφόλια και μας λέγανε «πάρτε πληρωθείτε». Άλλες εποχές τότε και άλλες εποχές τώρα βιώνουμε. Οι ξένοι άφηναν λεφτά, η ζωή στην Ελλάδα ήταν φτηνή, η δραχμή χαμηλή. Σήμερα όλα έχουν αλλάξει. Οι πελάτες δυσκολεύονται, ακόμα και αυτοί που έρχονται χρόνια στη Ρόδο. Κάθε χρόνο ρίχνουν λίγο τον πήχυ. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αγαπάνε το νησί — απλώς ζούμε δύσκολες εποχές παντού, και στην Ευρώπη.

 

Πώς θα θέλατε να δείτε τη Ρόδο στο μέλλον;

Θα ήθελα ένα διαφορετικό μοντέλο. Έχω ταξιδέψει πολύ και πιστεύω πως είμαστε το ομορφότερο νησί στον κόσμο. Γενικά είμαστε η πιο ωραία χώρα στον κόσμο. Το θέμα είναι να το καταλάβουμε εμείς οι Έλληνες και ειδικά εμείς οι Ροδίτες να καταλάβουμε σε ποιο νησί ζούμε. Ότι μας αξίωσε ο Θεός να ζούμε σε ένα τέτοιο τόπο και να προσπαθεί ο καθένας από τη μεριά του να κάνει ότι είναι δυνατό ώστε να του δώσουμε την αίγλη που είχε το νησί, πριν αρκετά χρόνια.

Άμα με σχίσεις αυτή τη στιγμή, το μόνο πράγμα που θα δεις μέσα μου είναι η Ρόδος! Θα μπορούσα να δώσω και την ψυχή μου για αυτό το νησί. Νιώθω ευλογημένος που είμαι Ροδίτης, που μεγάλωσα εδώ, που μεγαλώνω την οικογένειά μου και το εγγόνι μου εδώ.

Δεν έχω τίποτα με τη Σαντορίνη ή τη Μύκονο — μπράβο τους που έγιναν brand name. Αλλά και εμείς έχουμε ήλιο, ηλιοβασιλέματα, απίστευτη φύση! Πού να πας;! Στην καλδέρα του Μόντε Σμιθ, στην Ακτή Μιαούλη, να δεις το ηλιοβασίλεμα της Κρητηνίας ή της Μονολίθου; Χάνεσαι! Αυτά τα έχουμε προβάλλει; Αυτά πρέπει να τα προβάλλουμε!

Θέλω να δούμε με αγάπη το νησί μας, τους δρόμους, τα κτήρια, την πόλη.

Και να σου πω κάτι τελευταίο:

Άμα με σχίσεις αυτή τη στιγμή, το μόνο πράγμα που θα δεις μέσα μου είναι η Ρόδος! Θα μπορούσα να δώσω και την ψυχή μου για αυτό το νησί. Νιώθω ευλογημένος που είμαι Ροδίτης, που μεγάλωσα εδώ, που μεγαλώνω την οικογένειά μου και το εγγόνι μου εδώ.

Όπως κοιτάω το καλό του παιδιού και του εγγονιού μου, έτσι θέλω να το δούμε όλοι μας. Να δημιουργήσουμε ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά μας. Γιατί οι προϋποθέσεις υπάρχουν σε αυτό το νησί.

Πηγη: https://www.rodiaki.gr

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ