Ο Μπερνάουερ οργώνει την Ελλάδα για να απαθανατίσει τις παραδοσιακές στιγμές των χωριών της – Μέσα από το βιβλίο του «Το ελληνικό χωριό μου», έκανε διάσημες τις μικρές κοιτίδες πολιτισμού σε όλο τον κόσμο
Μαγεμένος με την Ελλάδα
Ποιος από εμάς, άλλωστε, δεν διαθέτει ένα χωριό, δεν έχει ζήσει εικόνες συνδεδεμένες με πολύωρη παραμονή στο καφενείο, με το ζεστό, φρέσκο ψωμί από τον ξυλόφουρνο, με τις ατελείωτες γιορτές και τα αυτοσχέδια γλέντια την πλατεία; Ακόμα και σήμερα το ελληνικό χωριό συνιστά την πεμπτουσία της ταυτότητάς μας και έναν τρόπο καταγραφής της ελληνικότητας άμεσα συνυφασμένο με τον ελληνικό πολιτισμό.
Για τον Μπερνάουερ, που ακολουθεί την παράδοση του σπουδαίου συμπατριώτη του, φωτογράφου Φρεντερίκ Μπουασονά, που είχε έρθει στην Ελλάδα καταγράφοντας τις ομορφιές μιας άλλης εποχής, χωρίς διάθεση εξωραϊσμού αλλά με το καθαρό του βλέμμα, όπως και για τον μόνιμο εραστή της Ελλάδας Ρόμπερτ ΜακΚέιμπ, η παλιά εκείνη Ελλάδα με την αλήθεια των ανθρώπων με τη ζεστή καρδιά υπάρχει ακόμα, μέσα από την αθανασία των φωτογραφιών τους.
Κάτι ανάλογο προσδοκά να κάνει και ο Ελβετός οφθαλμίατρος, συγγραφέας και φωτογράφος, ο οποίος ήρθε στη χώρα μας, έμεινε αρκετές εβδομάδες στην Κάρπαθο, μαγεύτηκε, και μετά άρχισε να οργώνει την Ελλάδα για να απαθανατίσει τις πιο ωραίες στιγμές των χωριών της.

Ανέκαθεν, άλλωστε, σεβόταν τις εικόνες της παράδοσης, από τότε που μικρός ακόμα περιεργαζόταν τα εξαρτήματα του χημικού πατέρα του, ο οποίος ήταν εφευρέτης του πολωτικού φίλτρου: οι εκτεθειμένες γυάλινες πλάκες και τα παλιά μηχανήματα της οικογενειακής συλλογής ήταν το κίνητρο για τα πρώτα του φωτογραφικά πειράματα. Πάντα ταξίδευε με μια μηχανή, η οποία τον συνόδευε στις προσπάθειές του να καταγράψει τις ξεχασμένες στιγμές από τα χωριά των Αλπεων, που λειτούργησαν ως προοίμιο για την άκρως μελετημένη και οργανωμένη του δουλειά πάνω στα χωριά της Ελλάδας.
Αφότου λοιπόν ολοκλήρωσε με επιτυχία τις σπουδές του στην Ιατρική και δούλεψε ως οφθαλμίατρος, έβαλε μπροστά το σχέδιό του: εξάλλου το δυναμικό του βλέμμα ξεπερνούσε την περιέργεια της επιστήμης, θεωρώντας καθήκον του να λειτουργήσει ως αρχέγονος εξερευνητής και φυσιοδίφης.
Εξερευνώντας αρχικά τις περιοχές των Αλπεων άρχισε να ταξιδεύει στην Ευρώπη καταλήγοντας στη χώρα μας. Εδώ η διαρκής αναζήτηση για πιο παραδοσιακές κοινωνίες βρήκε απόλυτο στόχο, αφού η συνειδητή συμπερίληψη του πολιτιστικού περιβάλλοντος αλλά και οι πρωταγωνιστές αυτών των μικρών κοινοτήτων έμοιαζαν να προσφέρουν στον Μπερνάουερ ένα πρώτης τάξης υλικό.
Φρόντισε, μάλιστα, να δημοσιεύσει τις φωτογραφίες του σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες, έως ότου ο Γερμανός εκδότης Μάρτιν Μπρέουτμαν τον παρακίνησε να συλλέξει το υλικό από την έρευνά του πάνω στα ελληνικά χωριά σε έναν τόμο και με τη βοήθεια των κειμενογράφων Μαρκ Σβίτερ και Κλάους Μπότινγκ να προχωρήσει στην έκδοση του βιβλίου «Το ελληνικό χωριό μου», το οποίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Bildperlen σε Γερμανία, Αυστρία και Ελβετία.

Οπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο εκδότης του στο σημείωμα που συνοδεύει την έκδοση, «το ελληνικό χωριό μας είναι μια μεταφορά για ένα ιδανικό μέρος που ενσωματώνει πολλά από αυτά που λαχταρούμε στη ζωή: διαπροσωπικές σχέσεις, εγγύτητα, διαύγεια, αξιοπιστία, οικογένεια και ταυτότητα.
Επίσης, αποτυπώνει την απώλεια πολλών αξιών, που με θλίψη διαπιστώνουμε ότι έχουν χαθεί από τη ζωή μας. Μας δείχνει την παροδικότητα των υφιστάμενων κατασκευών και μας κάνει να ελπίζουμε ότι θα επιτύχουμε να διαχειριστούμε την πολιτιστική μας κληρονομιά με έναν προστατευτικό τρόπο γεμάτο σεβασμό, ενώ μας φανερώνει τις πιο σημαντικές, αυθεντικές αξίες στη ζωή, γιατί αυτό το ελληνικό χωριό δεν βρίσκεται μόνο στην Ελλάδα.
Είναι ένα μέρος που υπάρχει παντού στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο, ένα μέρος που λαχταράμε, ένα μέρος που πρέπει να το καταλάβουμε και να το διατηρήσουμε, να το προστατέψουμε και να το υπερασπιστούμε, ένα μέρος που υπάρχει πάνω απ’ όλα μέσα στην καρδιά μας». Και αυτά δεν τα γράφει χωρίς να πιστεύει ότι το βιβλίο δεν συνιστά απλώς μια καταγραφή του βίου και των συνηθειών του ελληνικού χωριού, αλλά και μια πολύτιμη παρακαταθήκη για τις γενιές που έρχονται.
Η έκδοση γνώρισε μάλιστα ενθουσιασμό και είχε πολύ καλή αποδοχή στη Γερμανία, με την έγκυρη «Frankfurter Allgemeine Zeitung» να γράφει χαρακτηριστικά στην κριτική της πως «το χωριό και οι κάτοικοί του φαίνονται οικείοι – παρά το γεγονός ότι ποτέ δεν δίνεται η δυνατότητα να ρίξουμε μια ματιά στην ιδιωτική ζωή των σπιτιών τους. Αυτό είναι που κάνει το έργο του φωτογράφου Βόλφγκανγκ Μπερνάουερ τόσο συναρπαστικό. Οχι πεζά απόμακρος, αλλά ούτε και παρεμβατικά οικείος, καταφέρνει να αποτυπώσει την αυθεντική ατμόσφαιρα της ζωής του χωριού».

Από τον Θανάση έως τον κυρ Δημήτρη
Οι φωτογραφίες του Μπερνάουερ από το ελληνικό χωριό αφορούν κυρίως πέντε κατηγορίες στις οποίες μοιράζεται το βιβλίο: το καφενείο, η αγορά, η ενδοχώρα, η Εκκλησία, η γιορτή, που συνιστούν και τις βασικές αρχές της ελληνικής εντοπιότητας, με την οποία είναι άμεσα συνυφασμένο το χωριό. Στον βαθμό που το χωριό είναι γι’ αυτόν μια ειδική συμβολική κατηγορία, δεν έχει σημασία να κατονομαστεί ο τόπος αλλά οι πρωταγωνιστές του, να αποτυπωθούν κατά κύριο λόγο τα πρόσωπα.
Εξ ου και ότι πρέπει να φτάσουμε στο τέλος του βιβλίου για να δούμε αναλυτικά τα μέρη όπου ελήφθησαν οι φωτογραφίες και τα οποία επισκέφτηκε ο Μπερνάουερ τόσο στην ηπειρωτική Ελλάδα όσο και στα νησιά: Μέτσοβο, Τζουμέρκα, Φωκίδα, Λευκάδα, Πελοπόννησος, Λέσβος, Κάρπαθος -απ’ όπου ξεκίνησε το ταξίδι του-, Σύμη, Πάτμος, Τήνος, Μύκονος, Νάξος, Αμοργός, Σίφνος είναι τα μέρη που επισκέφθηκε. Ο ίδιος λέει στο κείμενό του ότι όλα άρχισαν όταν διάβασε ως νεαρός φοιτητής ένα ταξιδιωτικό άρθρο σε μια γερμανική εφημερίδα όπου εξιστορούσε πώς γιορτάζεται το ορθόδοξο Πάσχα σε ένα απομακρυσμένο ορεινό χωριό στην Κάρπαθο.
Αυτό τον έκανε να επισκεφτεί το μέρος και να δει ότι οι κάτοικοι εκεί ζούσαν μια ζωή που «καθορίζεται από τον στοιχειώδη ρυθμό των εποχών του έτους, τις αγροτικές εργασίες, τις εκκλησιαστικές γιορτές, τις γεννήσεις, τον θάνατο». Ο ενθουσιασμός του έγινε ακόμα πιο έντονος όταν άρχισε να συναναστρέφεται τους ντόπιους, να μαθαίνει τα έθιμα, να συχνάζει ο ίδιος στα καφενεία και να ακούει τις διάφορες ιστορίες τους.
Αντρες στα καφενεία, γυναίκες στο σπίτι
Τα παλιά καφενεία, που εκείνη την εποχή διαχωρίζονταν ανάλογα με τις πολιτικές αντιλήψεις, και όπου ακόμα συχνάζουν οι κάτοικοι για να περάσουν την ώρα τους ή να αναλύσουν τα πολιτικά, έγιναν κεντρικός πόλος έλξης για τον φωτογράφο. Ειδικά τα καφενεία που μετατρέπονται αυτομάτως σε μπακαλοταβέρνες, σπάζοντας τα όρια των σύγχρονων κατηγοριών και γυρνώντας μας πίσω στο παρελθόν, είναι στοιχείο ενός αξέχαστου πολιτισμού που δεν έπαψε να τον εκπλήσσει.
Στα κείμενα που συνοδεύουν τις φωτογραφίες των ανθρώπων που είτε συχνάζουν στα καφενεία είτε είναι οι ιδιοκτήτες παραλαμβάνοντας συνήθως τη σκυτάλη από τους προγόνους τους τονίζεται πως τα καφενεία θεωρούνται κατεξοχήν προνομιακός χώρος των ανδρών, χωρίς να αποκλείεται η είσοδος στις γυναίκες, οι οποίες απλώς προτιμούν να παραμένουν στο σπίτι. Επίσης, σημειώνεται ότι δεν σερβίρουν φαγητό, αλλά μεζέδες, ούζο, τσίπουρο ή κρασί, σπάνια εμφιαλωμένο και συνήθως χύμα. Τα καφενεία που επιλέγει να απαθανατίσει με τον φακό του ο Μπερνάουερ έχουν ιστορία και συγκροτούν σύγχρονες νησίδες πολιτισμού.

Χαρακτηριστικό είναι το καφενείο «Πανελλήνιον» που δεσπόζει στην πλατεία της Αμφισσας, με τον ιδιοκτήτη του, τον Θανάση, να λέει με περηφάνια ότι σκηνές από τον «Θίασο» του Θόδωρου Αγγελόπουλου γυρίστηκαν εκεί το 1974. Εντυπωσιακό και αναλλοίωτο στον χρόνο είναι επίσης το «Καφενείο του Πρέκα» στα Κατάπολα της Αμοργού, το παλιότερο στο λιμάνι, όπου προσφέρονται όχι μόνο ούζο, μεζέδες και καφές, αλλά εκδίδονται και εισιτήρια για τις τοπικές διασυνδέσεις, με τους θαμώνες να είναι κατά κόρον εργάτες από τα πλοία ή ξέμπαρκοι τουρίστες που περιμένουν το πλοίο που θα τους μεταφέρει στα γύρω νησιά.
Συγκινητική και η ιστορία της μαυροφορούσας Πελαγίας από τα Βασιλικά της Λέσβου, η οποία ακόμα πενθεί τον σύζυγό της Γιάννη. Ως κόρη βοσκού και έχοντας στην κατοχή της πενήντα πρόβατα, φρόντισε να ανοίξει και το καφενείο που κληρονόμησε από εκείνον. Μεγάλο ενδιαφέρον δείχνει ο Ελβετός φωτογράφος και για τα παντοπωλεία, τα οποία αποφασίζει να εντάξει στην κατηγορία της «Αγοράς» μαζί με τα τοπικά κρεοπωλεία, τους παραδοσιακούς φούρνους και τα μανάβικα, τα δερματοποιεία, τα κουρεία αλλά και κάθε λογής παντοπωλεία. Για παράδειγμα, μοναδικό είναι το κουρείο του κυρ Δημήτρη στην Κίσσαμο Χανίων. Ο ίδιος, παρότι έχει συνταξιοδοτηθεί προ πολλού, συνεχίζει να κουρεύει στο τοπικό κουρείο που παραμένει αναλλοίωτο στον χρόνο.
Στα εκκλησάκια
Από το πέρασμά του στην ενδοχώρα, ο Ελβετός φωτογράφος προτιμά να καταγράψει τον τρόπο που η γη συντηρείται μέσω της γεωργίας, πληροφορώντας τους ξένους αναγνώστες του ότι λόγω της κρίσης πολλοί είναι οι νέοι που αποφάσισαν να επιστρέψουν στα χωριά τους και να καλλιεργήσουν τη γη, θεωρώντας ότι αυτό είναι «ένα προμήνυμα γεμάτο ελπίδα για το μέλλον».
Παλιά εκκλησάκια, κολπίσκοι, γεωργικές εκτάσεις πρωταγωνιστούν στις φωτογραφίες του, όπως και τοπικά παρεκκλήσια όπως αυτό του Αγίου Νικολάου, όπου στεγάζεται σε ένα παλιό πέτρινο σπιτάκι, όπου προσέτρεχαν οι ναυτικοί για να ανάψουν ένα κερί στον σωτήρα τους, τον Αϊ-Νικόλα, δίπλα στον Γερολιμένα στην Ανατολική Μάνη. Δεν μπορεί ως εκ τούτου να μην τονίσει τον απαράμιλλο ρόλο που διαδραματίζει για την ντόπια κοινωνία και κοινότητα η Εκκλησία με τις ψαλμωδίες, τα τελετουργικά, τις εικόνες: η φωτογραφία από το «Καφενείο του Κώστα» στο χωριό Σίβας στη Μεσαρά του Νομού Ηρακλείου με τους τοίχους γεμάτους εικόνες κλέβει σίγουρα τις εντυπώσεις.

Στο τέλος, όμως, εμφανίζεται το απαραίτητο ελληνικό στοιχείο της γιορτής. Εντύπωση προκαλεί η αυθορμησία αλλά και η αλήθεια του εκάστοτε τελετουργικού, η άμεση σχέση με την Εκκλησία και τις μεγάλες γιορτές της. Τα τραπέζια που στήνονται και γύρω από τα οποία μαζεύονται μουσικοί με παραδοσιακά όργανα, όπως λύρα, λαούτο και τσαμπούνα, που θα συνοδέψουν τον χορό, αναλύονται με ακρίβεια, όπως και το είδος των γιορτών και οι παραδοσιακοί χοροί. Η φωτογραφία από την Ολυμπο στην Κάρπαθο, όπου ο φωτογράφος και συγγραφέας έμεινε για αρκετά μεγάλο διάστημα, μαρτυρά του λόγου το αληθές.
Το ελληνικό γλέντι
Οπως επισημαίνει χαρακτηριστικά στο σημείωμά της η δημοσιογράφος Κατερίνα Λυμπεροπούλου, που αποτέλεσε τον συνδετικό κρίκο γι’ αυτήν την έκδοση, υπάρχει κάτι πολύ ουσιαστικό που παρακίνησε τον Ελβετό φωτογράφο ώστε να γυρίσει αυτά τα μέρη: «Κάτι τον ώθησε να επιστρέψει σε αυτόν τον τόπο ξανά και ξανά, να γευθεί ό,τι είχε να του προσφέρει, να αντλήσει υλικό, να ακούσει τις ιστορίες των απλών ανθρώπων του και να τους φωτογραφίσει στην καθημερινότητά τους: τον Ναπολέοντα στο προς εξαφάνιση καφεπαντοπωλείο του, τον Νίκο να εξασκεί το σπάνιο, παραδοσιακό επάγγελμα του σελοποιού αλλά και υποδηματοποιού, ξεσηκώνοντας, μάλιστα, σχέδια από τις μπότες των Γερμανών της εποχής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Παναγιώτη να μην μπορεί να εγκαταλείψει τους πελάτες με τους οποίους έχει γεράσει, τον Δημήτριο να μεταφέρει κλουβιά με ωδικά πτηνά, τη μοναχή γερόντισσα Μαρία, φύλακα άγγελο χιλιόχρονου μοναστηριακού συγκροτήματος, τον Αλέκο και τη Σωτηρία που έδεσαν τη ζωή τους με το καφενείο της πλατείας του χωριού, σήμερα σε προχωρημένη ηλικία, να χαίρονται όταν ένας επισκέπτης έρχεται για ένα φλιτζάνι καφέ».
Η απάντηση είναι η ψυχή που κρύβει καθένας από τους πρωταγωνιστές του και κάθε Ελληνας με τον οποίο ήρθε σε επαφή με σεβασμό ο φωτογράφος. Μάλιστα, το έργο του συνετέλεσε ώστε σε πολλές περιπτώσεις οι άνθρωποι αυτοί να διατηρήσουν την παραδοσιακή φυσιογνωμία πηγαίνοντας κόντρα στα σημάδια των καιρών: «Επεισα τον πατέρα και τον θείο μου να μην το πουλήσουν!» γράφει χαρακτηριστικά η Θωμαή στον Βόλφγκανγκ στον λογαριασμό του στο Instagram, με μεγάλη συγκίνηση για το παλιό παντοπωλείο του παππού της στην Ανδρίτσαινα του Νομού Ηλείας. «Μπορεί, μάλιστα, να το αναβιώσουμε μια μέρα. Ποιος ξέρει;». Αυτό το ερώτημα το αφήνει ανοιχτό ο φωτογράφος, μαζί με την ευχή η Ελλάδα να μη χάσει την ψυχή της, τον αυθεντικό χαρακτήρα της και την ταυτότητά της, αποδεικνύοντας ότι ξέρει να προασπίζεται τις πραγματικές και ουσιαστικές νησίδες πολιτισμού που συνδέονται με το ελληνικό χωριό.