Με τις πιο γλυκές και τρυφερές αναμνήσεις αποχαιρετούμε την ευγένεια, την καλοσύνη και τη γλυκιά αγκαλιά της Μαρίκας Γρηγοριάδη, μητέρας του Δημήτρη.
Όταν φεύγει μια μάνα, είναι σαν να φεύγει ξανά και η δική σου μάνα. Τα συναισθήματα βαραίνουν, γιατί κάποια παιδιά χάνουν τις ρίζες τους.
Η κυρία Μαρίκα ήταν μια πλουσιοπάροχη μάνα.
Η καλοσύνη της, η πάντα ανοιχτή αγκαλιά της, το διάπλατο χαμόγελό της και τα γλυκά της λόγια συνέθεταν μια από τις πιο ευγενικές και δοτικές γυναίκες της Ρόδου.
Την γνώρισα για λίγο, την είδα λίγες φορές, μα οι στιγμές μαζί της ήταν τόσο γεμάτες, τόσο βαθιές, που έμοιαζαν με χρόνια. Ήταν ανοιχτή, εκφραστική, με μια ζεστασιά που αγκάλιαζε την ψυχή. Κάθε φορά που πήγαινα στη Θολό, ανέβαινα την ανηφορίτσα και έστριβα αριστερά για να χτυπήσω την πόρτα της. Περίμενα τη χαρούμενη υποδοχή, την έκπληξή της. Ήταν σαν να έβλεπε το γιο της, τον Δημήτρη. Κι εγώ, σαν να ξανάβρισκα τη δική μου μάνα. Ένα ισχυρό δέσιμο — που, φαίνεται, το είχαμε ανάγκη και οι δυο μας.
Αγαπούσε πολύ τον Δημήτρη της. Κι εγώ τη δική μου μάνα.
Της άρεσε να μιλάει “πολίτικα”, με ευαισθησία και σκέψη για τον κόσμο γύρω μας, για το τι θα παραδώσουμε στις επόμενες γενιές. Κι όμως, μέσα σε αυτές τις αγωνίες υπήρχε πάντα η ελπίδα. Όπως μου είχε πει κάποτε:
«Δεν μπορεί να υπάρξει αγάπη χωρίς ελπίδα.»
Κυρία Μαρίκα, σ’ ευχαριστώ που μου ξυπνούσες τέτοια συναισθήματα κάθε φορά που σε έβλεπα, κάθε φορά που σε αγκάλιαζα.
Δημήτρη, θερμά συλλυπητήρια σε όλη την οικογένεια.
Εύχομαι να βρείτε κουράγιο και δύναμη μέσα από τη μνήμη της, την αγάπη της και τη μεγάλη αγκαλιά που άφησε πίσω της η γλυκύτατη μητέρα σας