ΙστορIες και Άγραφοι κανόνες της Κάσου: «Στο Ολοκαύτωμα προσποιήθηκε τον νεκρό για να γλιτώσει»

0
27

Περισσότερες από 30 ώρες αφηγήσεων και ανέκδοτα φωτογραφικά τεκμήρια φέρνουν στο «φως» πολύτιμες πτυχές της ιστορίας του νησιού των Δωδεκανήσων, όπως διατηρήθηκαν από γενιά σε γενιά

ΣΤΗΝ ΚΑΣΟ τον περασμένο Νοέμβριο, μέσα σε ένα παλιό σπίτι, ο Νίκος και ο Ηλίας κάθονταν στο σαλόνι, μιλώντας για τον προπάππου τους, τον Ηλία Μαυρή. Στη γωνία του δωματίου βρισκόταν ο σοφάς, το υπερυψωμένο ξύλινο καθιστικό, στρωμένο με μαξιλάρια, που σε παλιότερες εποχές χρησίμευε και ως χώρος ύπνου. Πάνω από αυτόν, στον τοίχο, ήταν κρεμασμένα δύο κάδρα. Στο ένα, ένας γεροδεμένος ναυτικός. Στο άλλο, ο ίδιος άντρας, ντυμένος με ράσο. «Ο παππούς μας ήταν καπετάνιος και λένε πως ήταν τόσο δυνατός που μπορούσε να γυρίσει έναν μύλο μόνος του. Αλλά οι αδελφές του τον πίεσαν να εγκαταλείψει τη θάλασσα.

Είχαν χαθεί πολλοί ναυτικοί, φοβούνταν για τη ζωή του. Έτσι γύρισε στο νησί και έγινε παπάς, γνωστός ως παπα-Ζούλης». Τη συγκεκριμένη ιστορία οι δυο άντρες την έχουν διηγηθεί δεκάδες φορές. Αυτή τη φορά, όμως η αφήγησή τους είχε ένα διαφορετικό βάρος. Γιατί απέναντί τους καθόταν κάποιος που δεν άκουγε μόνο, αλλά και κατέγραφε.

Αφηγήσεις σαν αυτές, μικρές και μεγάλες, καθημερινές ή σχεδόν μυθικές, είναι η ζωντανή ιστορία της Κάσου. Μια ιστορία που δεν βρίσκεται σε αρχεία ή βιβλιοθήκες, αλλά ζει και φθείρεται μέσα από τις μνήμες των ανθρώπων της. Αυτήν ακριβώς την ανάγκη της διατήρησης προσπαθεί να καλύψει ένα νέο ερευνητικό πρόγραμμα του τμήματος Τεχνών Ήχου & Εικόνας του Ιονίου Πανεπιστημίου σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας, συγκεντρώνοντας, οργανώνοντας και αναδεικνύοντας τις προφορικές ιστορίες των Κασιωτών του 19ου και 20ού αιώνα.

«ΤΙ ΕΧΩ ΝΑ ΠΩ ΕΓΩ;»
«Πολλοί από τους Κασιώτες αιφνιδιάστηκαν όταν τους ζητήσαμε να μοιραστούν μαζί μας τις φωτογραφίες και τις αναμνήσεις τους», εξηγεί η Μαίρη Βιγλιράκη, υπεύθυνη για το ερευνητικό πρόγραμμα και υποψήφια διδάκτωρ του τμήματος Τεχνών Ήχου & Εικόνας του Ιονίου Πανεπιστημίου. «”Τι έχω να πω εγώ;” μας ρωτούσαν. Κι όμως, όταν ξεκίνησαν να μιλάνε, άρχισαν να ξετυλίγονται και οι ιστορίες τους, όπως αυτή του Ζαμαλή, του καπετάνιου που χάθηκε το 1925 στη Στρογγύλη προσπαθώντας να σώσει δύο Ιταλούς, ή του 17χρονου που, στο Ολοκαύτωμα του 1824, προσποιήθηκε τον νεκρό για να γλιτώσει». Ιστορίες που μεταφέρονται από στόμα σε στόμα, κομμάτια της προφορικής παράδοσης που συμπληρώνουν όσα δεν γράφτηκαν ποτέ στα ιστορικά αρχεία και που περιστρέφονται γύρω από τη ναυτιλία, το εμπόριο, τους αγώνες και τα έθιμα του νησιού.

Από τη μία, έχουμε τις οικογένειες που έζησαν και πέθαναν στη θάλασσα, τα ναυπηγεία που κάποτε λειτουργούσαν εδώ. Από την άλλη, ιστορικά γεγονότα που διαμόρφωσαν τον τόπο: το Ολοκαύτωμα του 1824, η Ιταλοκρατία μέχρι το 1948. Και φυσικά, τα σπίτια, οι εκκλησίες, οι παραδόσεις, οι άνθρωποι.

«Έλευσις πολεμικών ιταλικών εν Κάσω, 29/5/12». Φωτογραφικό αρχείο: Εμμανουήλ Εμίρη
«Έλευσις πολεμικών ιταλικών εν Κάσω, 29/5/12». Φωτογραφικό αρχείο: Εμμανουήλ Εμίρη

«Η Κάσος επιλέχθηκε ως πιλότος για την εφαρμογή του προγράμματος, ύστερα από πρόταση της διευθύντριας του Ινστιτούτου Μεσογειακών Σπουδών, Τζελίνας Χαρλαύτη, καθηγήτριας Ναυτιλιακής Ιστορίας. Και πράγματι, η Κάσος έχει πολλές ιστορίες να αφηγηθεί. Από τη μία, έχουμε τις οικογένειες που έζησαν και πέθαναν στη θάλασσα, τα ναυπηγεία που κάποτε λειτουργούσαν εδώ. Από την άλλη, ιστορικά γεγονότα που διαμόρφωσαν τον τόπο: το Ολοκαύτωμα του 1824, η Ιταλοκρατία μέχρι το 1948. Και φυσικά, τα σπίτια, οι εκκλησίες, οι παραδόσεις, οι άνθρωποι», εξηγεί η κα Βιγλιράκη.

Οι μνήμες αποτυπώνονται σε κάθε γωνιά του νησιού: στα αρχοντικά με τις περίτεχνες αυλές και τα βοτσαλωτά δάπεδα, στις 127 εκκλησίες, στα μονοπάτια που παλιά ένωναν τα χωριά και οδηγούσαν στα μαντριά των κτηνοτρόφων. Αλλά πάνω απ’ όλα, η ξενιτιά. «Η μετανάστευση είναι βαθιά ριζωμένη στην ταυτότητα των Κασιωτών», λέει η ερευνήτρια. «Είτε στη Διώρυγα του Σουέζ, είτε στη Ρουμανία, είτε πιο μακριά, στην Αμερική και την Αυστραλία, πάντα υπήρχαν Κασιώτες που έφευγαν και Κασιώτες που γύριζαν». Στη συλλογική μνήμη του νησιού, η ξενιτιά δεν είναι απλώς μια επιλογή, αλλά μια αναπόφευκτη πραγματικότητα. Σχεδόν κάθε οικογένεια έχει μια ιστορία κάποιου που έφυγε και κάποιου που έμεινε πίσω να κρατήσει το σπίτι, τη γη και τις παραδόσεις.

Αντίστοιχα, οι οικογενειακοί δεσμοί ήταν μεν ισχυροί, αλλά με ιδιαιτερότητες. Για παράδειγμα, η χρήση των επιθέτων δεν ήταν σταθερή και ήταν συχνό φαινόμενο ακόμα και για αδέλφια να έχουν διαφορετικά επώνυμα, καθιστώντας τη σημερινή ταυτοποίηση τους ιδιαίτερα δύσκολη. «Ανακαλύψαμε αρχεία που δείχνουν την κοινωνική και οικογενειακή ζωή των Κασιωτών στην Αίγυπτο – γάμους, βαφτίσια, ακόμη και στιγμές από τη δουλειά τους στα εργοστάσια και τα ναυπηγεία. Βρήκαμε ακόμα και έγγραφα μετά το 1900 όπου φαίνεται ότι σε πολλές περιπτώσεις οι Κασιώτες καταγράφονταν με το πατρώνυμο αντί για επίθετο, κάτι που συνέβαινε και στο ίδιο το νησί. Επίσης σε πολλές περιπτώσεις που υπήρχε επίθετο δεν ήταν του πατέρα, αλλά της μητέρας», λέει η κα Βιγλιράκη.

ΕΙΣ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ
Η πρακτική της χρήσης του μητρωνυμικού επιθέτου συνδέεται με τον σημαντικό ρόλο των γυναικών στην κοινωνία του νησιού. Αυτή η κοινωνική δομή, που ενίσχυε τη θέση των γυναικών, αποτυπωνόταν και στην οικονομική διαχείριση του νοικοκυριού, η οποία παραδοσιακά βρισκόταν στα χέρια τους. Κατά την κα Βιγλιράκη πιο λογική εξήγηση είναι ότι οι περισσότεροι άνδρες ήταν ναυτικοί και δεν ζούσαν στο νησί, οπότε η κοινωνία αναγνώριζε ως πιο σταθερή αναφορά τη μητέρα.

«Επίσης, όταν οι Κασιώτες εργάζονταν στη Διώρυγα του Σουέζ, οι κανονισμοί απαγόρευαν την πρόσληψη συγγενών στην ίδια δουλειά. Έτσι, αρκετοί άλλαζαν το επώνυμό τους για να αποφύγουν τους περιορισμούς. Αλλά και στην περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γνωρίζουμε πως μπορεί ένα παιδί να επέλεγε το επίθετο της μητέρας του, για να διαφοροποιηθεί από τα αδέρφια του και να αποφύγει τυχόν αντίποινα. Παράλληλα συναντάμε και πολλούς Κασιώτες που δεν καταγράφτηκαν ποτέ με το επίθετό τους, παρά μόνο με το όνομα του πατέρα τους. Αυτό φυσικά κάνει το δικό μας έργο της ταυτοποίησης προσώπων ακόμα πιο απαιτητικό και χρονοβόρο. Ευτυχώς, έχουμε στη διάθεσή μας ένα πρόγραμμα ταυτοποίησης προσώπων που μας διευκολύνει».

ΑΓΡΑΦΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ
Μέχρι σήμερα, η ερευνητική ομάδα έχει πραγματοποιήσει 59 συνεντεύξεις, συγκεντρώνοντας περισσότερες από 30 ώρες αφηγήσεων, ενώ στα χέρια τους έχουν και πολύτιμα φωτογραφικά τεκμήρια: γυάλινες πλάκες με αρνητικά από το 1907 έως το 1945 του φωτογράφου Εμμανουήλ Εμίρη, αλλά και το φωτογραφικό αρχείο του Μιχάλη Φιλιππή με χιλιάδες αρνητικά φιλμ. Ο επιστημονικός υπεύθυνος για τον τεχνολογικό τομέα του προγράμματος είναι ο επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Τεχνών Ήχου & Εικόνας, Βασίλειος Κομιανός.

«Κάτι που μας έχει κάνει εντύπωση είναι πως στα ιδιωτικά αρχεία συναντάμε συχνά φωτογραφίες όπου απεικονίζονται μέλη της οικογένειας μετά τον θάνατό τους. Καταλαβαίνουμε πως το πένθος στην Κάσο είχε δικούς του άγραφους κανόνες. Οι γυναίκες έντυναν τους καθρέφτες στα σπίτια με μαύρα υφάσματα ύστερα από έναν θάνατο και τα μοιρολόγια τραγουδιούνταν με τρόπο σχεδόν τελετουργικό», σχολιάζει η κα Βιγλιράκη.

Η ίδια συμπληρώνει ότι ξεχωριστή θέση στην οικογένεια είχαν οι κανακάρηδες και οι κανακαρές, οι πρωτότοκοι δηλαδή γιοι και κόρες που προορίζονταν να συνεχίσουν την οικογενειακή παράδοση, να κρατήσουν την περιουσία ενωμένη και να παντρευτούν κάποιον ή κάποια αντίστοιχης οικονομικής άνεσης. «Αν κάποιος αρνιόταν να τηρήσει αυτό το έθιμο, πολλές φορές η οικογένειά του τον αποκήρυσσε», σχολιάζει η κα Βιγλιράκη, προσθέτοντας ένα ακόμα κομμάτι στο παζλ της ιστορίας της Κάσου.

Η προφορική ιστορία άλλωστε δεν είναι απλώς αναμνήσεις του παρελθόντος, αλλά ένα νήμα που συνδέει γενιές. Και όσο οι αφηγήσεις καταγράφονται, δεν χάνονται, αλλά παραμένουν ζωντανές, έτοιμες να ταξιδέψουν στον χρόνο και να βρουν νέους ακροατές.

Πηγή: «Η Καθημερινή»

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ