Ψαροταβέρνα «Τσαμπίκος» στη Ρόδο: 50 χρόνια ιστορίας, με ποιότητα στη γεύση

0
9

Είναι μία από τις παλαιότερες και πιο γνωστές ψαροταβέρνες (σημείο αναφοράς θα μπορούσαμε να πούμε για το φαγητό) της Ρόδου, όπου η γεύση, είναι συνυφασμένη με την ποιότητα και τη φρεσκάδα της πρώτης ύλης!

Στην ψαροταβέρνα «Τσαμπίκος», ό,τι δεν είναι φρέσκο δεν μπαίνει στο μαγαζί, ενώ ο πελάτης είναι το ίδιο σημαντικός, είτε παραγγείλει μεζέ για ούζο, είτε ένα ακριβό ψάρι ή αστακό!

Η οικογένεια του Τσαμπίκου Κακιά, λειτουργεί την επιχείρηση εδώ και 50 ολόκληρα χρόνια με απόλυτη επιτυχία, κάτι που αποδεικνύεται από τη συνεχιζόμενη αγάπη και προτίμηση του κόσμου, από την πρώτη εκείνη ημέρα μέχρι και σήμερα.

Γενιές έχουν μεγαλώσει και έχουν καθίσει για φαγητό σ’ εκείνη την ψαροταβέρνα στα «Καβουράκια», όπως επίσης και δεκάδες πολιτικοί, από πρωθυπουργούς και υπουργούς που διετέλεσαν στη χώρα μας ή στο εξωτερικό, μέχρι και γνωστά ονόματα του πενταγράμμου, του θεάτρου και της show biz.

Και όλοι, επώνυμοι και ανώνυμοι, έχουν να πουν για το μεράκι, την αγάπη, τη φροντίδα που βρήκαν από τους ανθρώπους της συγκεκριμένης επιχείρησης.

Πενήντα χρόνια λοιπόν έχουν περάσει από την πρώτη ημέρα λειτουργίας της Ψαροταβέρνας και ζήτησα από τον κ. Τσαμπίκο Κακιά να μας μιλήσει, να μας πει την ιστορία της! Πώς ξεκίνησε όλο αυτό, τι άλλαξε στην πάροδο των χρόνων στην εστίαση, να θυμηθεί μαζί μας, καλές και κακές στιγμές, αλλά και να μας αποκαλύψει το «μυστικό» της επιτυχίας!

Συνάντησα τον κ. Τσαμπίκο, πού αλλού… στην Ψαροταβέρνα, η οποία φέτος για πρώτη φορά έκλεισε για λίγο τώρα τον χειμώνα, για να γίνουν οι απαραίτητες εργασίες συντήρησης. Όμως, αρχές Μαρτίου θα είναι και πάλι σε λειτουργία, όπως μου είπε.

Με υποδέχτηκε μαζί με τον γιο του, τον Κώστα, ο οποίος έχει αναλάβει πλέον την Επιχείρηση και συνεχίζει με το ίδιο μεράκι και αγάπη και τους ίδιους «κανόνες» με τον πατέρα του, τη λειτουργία της.

Καθίσαμε σ’ ένα τραπέζι και αρχίσαμε την κουβέντα. Ήθελα να μάθω πώς ξεκίνησε τούτη η επιχείρηση και ρώτησα τον κ. Τσαμπίκο, που άρχισε να μου εξιστορεί:
Το 1963, το ξεκίνησε η μάνα μου και εγώ τότε ήμουν στρατιώτης. Όταν ήρθα με άδεια και είδα όλο αυτό το πράγμα, της είπα: «Ρε μάνα, τι έκανες;» και μου είπε: «να έχεις κι εσύ κάτι».

Το κτήμα ήταν όλο δικό μας αλλά το κτίσμα που έκανε η μαμά ήταν 80 τετραγωνικά, εκτός την αυλή βέβαια. Το 1966, λοιπόν, όταν εγώ τελείωσα από φαντάρος, εμείς ασχολούμασταν με τα ζώα, είχε αγελάδες ο πατέρας μου, όμως παράλληλα, προσπαθούσα να τελειώσω και αυτό που είχε ξεκινήσει η μάνα μου.

Ήταν ένα μικρό μαγαζάκι 80 m² στο σύνολο και στην αρχή, το λειτουργούσα σνακ-μπαρ, όμως μου είπαν, πως με την άδεια που είχα, αυτό δεν γινόταν.

Έτσι, έπειτα, άρχισα να ασχολούμαι περισσότερο με την αξιοποίηση τού μαγαζιού γιατί έβλεπα ότι είχε πελατεία, είχα γνωστούς φίλους που έρχονταν για να φάνε τον μεζέ τους. Έτσι, το μετατρέψαμε σε ψαροταβέρνα και το όνομα ήταν το ίδιο εξαρχής «Τσαμπίκος»!

Από το 1974 μέχρι και σήμερα, παραμένει το ίδιο! Το 1974 λοιπόν, στην επιστράτευση, άνοιξα την Ψαροταβέρνα «Τσαμπίκος» και από ‘κει και πέρα, ξεκινήσαμε, είχαμε και τα ζώα αλλά αυτά έπρεπε σιγά-σιγά να τα αραιώσω, γιατί δεν μπορούσα να κάνω και τα δύο… και ζώα και μαγαζί. Είχαμε εδώ κοντά και το ξενοδοχείο, το “Paradise”. Με βοήθησαν και από ‘κει, είχε κοπέλες που ερχόντουσαν και τρώγανε εδώ, κι έτσι προώθησαν και το μαγαζί.

Τι περιελάμβανε το μενού τότε;
Τα φαγητά που είχαμε ήταν γενικά θαλασσινά και κάπου- κάπου η γυναίκα μου, η Τσαμπίκα, που ήταν η μαγείρισσα, έφτιαχνε και άλλα πράγματα, κανένα φασολάκι βραστό, κανένα παντζάρι και φυσικά, δε συζητάμε για την πατάτα την τηγανητή, που ήταν μόνιμη και ήταν πάντα δικής μας παραγωγής, μέχρι και σήμερα. Και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Όμως, τότε που ξεκινήσαμε εμείς, δεν υπήρχαν πολλές ψαροταβέρνες αλλά ούτε και πολλά εστιατόρια. Ήταν μετρημένα, ένα στο Φαληράκι, στον δρόμο για το Φαληράκι άλλο ένα, στην Παλιά Πόλη δυο-τρία μαγαζιά, όμως ο κόσμος ήθελε να βγει και λίγο έξω. Εδώ, κάθε Κυριακή γινότανε χαμός!

Υπήρχαν τότε, γίνονταν κρατήσεις;
Βεβαίως! Έπαιρνε ένας φίλος τηλέφωνο και έλεγε: «Τσαμπίκο, κράτησε μου ένα τραπέζι»! Το κρατούσαμε εμείς, ερχόταν στη μία το μεσημέρι, όλα καλά.
Δουλεύαμε πάρα πολύ, όλοι ήτανε καλοί πελάτες, δεν είχαν απαιτήσεις πολλές.

Δουλεύαμε κάθε μέρα και ερχότανε κόσμος κάθε μέρα! Επιχειρηματίες της Ρόδου, αντιπρόσωποι από διάφορες επιχειρήσεις έρχονταν εδώ και τις Κυριακές, έρχονταν οικογένειες!

Περισσότερη κίνηση είχε των Βαΐων, την 25η Μαρτίου, την καθαρά Δευτέρα αλλά και τις άλλες μέρες είχαμε πολλή κίνηση.

Το γεγονός ότι το εστιατόριο βρισκόταν έξω από την πόλη της Ρόδου, δεν μας δημιούργησε ποτέ πρόβλημα. Μάλιστα, τα πρώτα χρόνια, ο δρόμος που οδηγούσε στο εστιατόριο ήταν χωματόδρομος αλλά ούτε κι αυτό ήταν εμπόδιο γι’ αυτούς που ήθελαν να έρθουν και να γευτούν τα φαγητά μας!

Ο κ. Τσαμπίκος Κακιάς με τον γιο του, Κώστα
Ο κ. Τσαμπίκος Κακιάς με τον γιο του, Κώστα

Νομίζω, ότι δεν πρέπει να υπάρχει ντόπιος ή επισκέπτης που να μην έχει φάει στην ψαροταβέρνα σας! Ήταν ανέκαθεν σημείο αναφοράς! Φαντάζομαι έχουν έρθει για φαγητό και επώνυμοι. Θυμάστε κάποιους;
Ναι, πάντα ερχόταν πολύς κόσμος και τους άρεσε και έρχονταν ξανά.
Όλη η Ρόδος πέρασε από ‘δω… ο Κώστας ο Καραμανλής έχει περάσει, έκανε ένα μεγάλο τραπέζι, η Μελίνα Μερκούρη, ο Τσίπρας, ο Ανδρουλάκης, ο Γιώργος Παπανδρέου, όλοι οι βουλευτές του Νομού μας, υπουργοί από την Ελλάδα και το εξωτερικό αλλά και πολλοί ηθοποιοί και τραγουδιστές, όπως η Αρβανιτάκη, η Ζουγανέλη, ο Μάριος Φραγκούλης, ο Σφακιανάκης, ο Πάριος, ο Καρράς, η Μαρινέλλα, ο Πανταζής κ.ά..

Ποιο είναι το «μυστικό» γι’ αυτή σας την επιτυχία;
Το μαγαζί έδινε πάντα βάση στην ποιότητα, γι’ αυτό και πρόσφερε το ίδιο σε όλους, είτε ήταν επώνυμοι είτε όχι!

Πάντα προσφέραμε αυτό που υπήρχε κι αυτό που υπήρχε ήταν φρέσκο! Το ψάρι πάντα φρέσκο, κάθε μέρα και αυτή την πολιτική την τηρούμε ακόμη μέχρι και σήμερα!

Είναι η φιλοσοφία μας, που όλα αυτά τα χρόνια δεν έχει αλλάξει. Άλλωστε, ήταν πάντοτε και θα παραμείνει ψαροταβέρνα, όπως τότε, την πρώτη μέρα, πριν από πενήντα χρόνια, που όλα ξεκίνησαν.

Είναι φιλοσοφία και κουλτούρα για εμάς το ψάρι αλλά και όλα όσα χρειάζονται για να λειτουργήσει η επιχείρησή μας και αυτό δεν αλλάζει.

Ιδιαίτερο «μυστικό» λοιπόν δεν υπάρχει, παρά μόνο, το ότι πρέπει να είσαι καλός με τον πελάτη και να του μιλάς ειλικρινά! Να μην του κάνεις ζαβολιές, γιατί, αν του κάνεις, τον έχεις χάσει!

Δεν αλλάξαμε ποτέ την πολιτική μας, που δεν ήταν άλλη από το να δίνουμε στον πελάτη ποιότητα στο φαγητό του, καλοσύνη και χαμόγελο! Να μην πεις ποτέ σε ένα πελάτη σου κάτι που να τον κάνει να φύγει και να μην ξανάρθει.

Όλα αυτά τα χρόνια, δεν ξεχωρίσαμε ποτέ πελάτη για το αν θα φάει καλαμάρι, μία σαλάτα ή αν θα φάει το ακριβό το ψάρι!

Για εμάς, όλοι οι πελάτες ήταν το ίδιο, είτε παρήγγειλλαν πολλά, είτε λίγα, είτε έκαναν μεγάλο λογαριασμό, είτε όχι!

Ο άλλος έρχεται για να φάει κάτι, δεν μπορείς να του το στερήσεις.

Έχετε περάσει 50 ολόκληρα χρόνια κ. Τσαμπίκο, δουλεύοντας μέσα σε αυτό το μαγαζί. Πώς αισθάνεστε, τι σας έχει μείνει;
Εγώ πρόσφερα αυτό που μπορούσα να προσφέρω, δόξα τω Θεώ. Τώρα, ήρθε η στιγμή που έπρεπε και εγώ να παραδώσω τα ηνία και έτσι, από πέρυσι, το διαχειρίζεται πλέον ο γιος μου, ο Κώστας. Το μαγαζί λειτουργούσε όλα αυτά τα χρόνια καθημερινά.

Είχα κάνει και δύο δωμάτια, ένα μικρό σπιτάκι δίπλα και εκεί έμενε η οικογένειά μου. Τα παιδιά μου μεγάλωσαν ουσιαστικά στον χώρο του εστιατορίου. Όλη η ζωή συνδεδεμένη με αυτό το μαγαζί! Εδώ απέκτησα πολλές γνωριμίες και φίλους απ’ όλη την Ελλάδα, έκανα ακόμη και κουμπάρους!

Σηκώθηκα και έκανα μία βόλτα στη μεγάλη αυλή της Επιχείρησης. Εκεί, που το καλοκαίρι, γίνονται πραγματικά γλέντια για γάμους και βαπτίσεις, με θέα το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας στα «Καβουράκια» και τη μυρωδιά από το αλάτι της να μπερδεύεται με τις μυρωδιές από τους υπέροχους μεζέδες. Σκεφτόμουν πως υπάρχουν άνθρωποι, όπως μία φίλη, που μεγάλωσε, τρώγοντας τις Κυριακές της μαζί με τους γονείς της στου «Τσαμπίκου», μεγάλωσε τα δικά της παιδιά, τρώγοντας στην ίδια ψαροταβέρνα και πριν ένα χρόνο, έκανε και το γλέντι του γάμου τού γιου της εκεί!
Σηκώθηκα να φύγω. Ό,τι ήθελα για τη συνέντευξη, το είχα ηχογραφήσει. Είχα πάρει όμως και κάτι άλλο: τη ζεστασιά, την ειλικρίνεια και το μεράκι που έχουν αυτοί οι άνθρωποι για την επιχείρησή τους, το σπίτι τους!
Την επόμενη της συνάντησής μας, ο κ. Τσαμπίκος είχε τα γενέθλιά του, γινόταν 81 ετών! Φεύγοντας, τον αγκάλιασα, του ευχήθηκα να είναι πάντα υγιής και χαρούμενος και να καμαρώνει όλα αυτά που έχει πετύχει. Χαιρέτησα και τον γιο του, τον Κώστα και προτού βγω από την πόρτα, τον ρώτησα:

Τι είναι για σένα το μαγαζί αυτό;
«Ιστορία! Τεράστια! Με παρακαταθήκη φοβερή, ένα όνομα τεράστιο, που πρέπει και εννοείται ότι θα συνεχιστεί με τον ίδιο τρόπο!
Πάνω απ’ όλα, είναι η απλότητα και να σέβεσαι τον κάθε άνθρωπο που έρχεται στο μαγαζί!»

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ