Ηλίας Πιπίνος: Ο καπετάνιος από τα Δωδεκάνησα που ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο

0
17

Ο κ. Ηλίας Πιπίνος του Ηρακλή είναι ένας από τους μεγάλους «καπεταναίους» της Δωδεκανήσου! Και έχει πάρει επάξια αυτό τον τίτλο που όσοι τον γνωρίζουν και τον συναντούν, του τον αποδίδουν με θαυμασμό μέχρι και σήμερα!
Και πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά δηλαδή, όταν παιδί ακόμη, 18 ετών, μπάρκαρε το 1955 και δε σταμάτησε να ταξιδεύει ανά το κόσμο για τα επόμενα 21 χρόνια, ως εξειδικευμένος καπετάνιος στα δεξαμενόπλοια!

Ακόμα και όταν παντρεύτηκε με την αγαπημένη του Ρίτα (Μαργαρίτα) και ήρθαν στον κόσμο τα δύο τους παιδιά, ο Ηρακλής και η Πελαγία, και θέλησε να γυρίσει πίσω, δεν αποχωρίστηκε τη θάλασσα! Μαζί με τα δύο του αδέλφια, καπετάνιοι και εκείνοι, αποφάσισαν να δραστηριοποιηθούν στη Ρόδο αγοράζοντας, στην αρχή, ένα ρυμουλκό που με τα χρόνια έγιναν τέσσερα! Προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες σε τούτο τον τόπο και όπως ο κ. Πιπίνος εξιστορεί μιλώντας στη «Ροδιακή», με κίνδυνο πολλές φορές ακόμα και της σωματικής τους ακεραιότητας! Υπηρεσίες που σε ορισμένες περιπτώσεις έσωσαν -κυριολεκτικά- το λιμάνι της Ρόδου!

Ο ίδιος μας μιλάει για αυτά τα περιστατικά, αλλά και για τα χρόνια που «ανθούσε» η κρουαζιέρα στη Ρόδο, τότε που μπορεί να προσέγγιζαν το λιμάνι της εκατοντάδες πλοία χειμώνα – καλοκαίρι και το νησί μας ανταγωνίζονταν στον τομέα αυτό μόνο τον Πειραιά.

Και μπορεί όλα όσα μας αφηγήθηκε για τη ζωή του ο κ. Ηλίας να ακούγονται σαν παραμύθι, στην πραγματικότητα, όμως, ήταν δύσκολες καταστάσεις τα όσα βίωσαν τα τρία αδέλφια από την Κάσο, αυτά τα 47 χρόνια που δραστηριοποιήθηκαν στα ρυμουλκά!

Όμως καμία δυσκολία, καμία αντιξοότητα δεν έχει αλλάξει την αγάπη του για τη θάλασσα, για την προσφορά σε τούτο τον τόπο, για αυτό και σήμερα, στα 88 του χρόνια, ερωτηθείς αν θα άλλαζε κάτι, κοιτώντας πίσω απαντάει με σιγουριά: «Το ίδιο θα έκανα!».

Πλοίαρχος του Εμπορικού Ναυτικού ο κ. Ηλίας Πιπίνος του Ηρακλή και στη συνέχεια ένας εκ των ιδιοκτητών των ρυμουλκών της Ρόδου, μαζί με τους αδελφούς του, τον Νικόλα και τον Λουκά που επίσης ήταν πλοίαρχοι όπως ο ίδιος, είχανε για 47 ολόκληρα χρόνια την εταιρεία των ρυμουλκών της Ρόδου.

Από πού είστε, κύριε Ηλία;
Η καταγωγή μου είναι από την Κάσο, εκεί γεννήθηκα και από τη Χάλκη που ήταν ο πατέρας μου και 12 ετών ήρθα στη Ρόδο γιατί δεν υπήρχε τότε Γυμνάσιο στην Κάσο και τελείωσα το Βενετόκλειο. Στη συνέχεια, στα 18 μου χρόνια, έφυγα στα καράβια και γύρισα ξανά στη Ρόδο μονίμως το 1976. Δηλαδή, έφυγα το 1955 και γύρισα, 1976. Ταξίδευα σε όλο τον κόσμο, ήμουν σε δεξαμενόπλοια. Όλη μου η καριέρα ήταν σε υπέρ δεξαμενόπλοια.

Σας άρεσε;
Πάρα πάρα πολύ! Ακόμα και σήμερα νοσταλγώ τα καράβια! Πραγματικά τα νοσταλγώ γιατί μου άρεσε, θέλω να πιστεύω ότι ήμουν γεννημένος να γίνω ναυτικός!

Τι ήταν αυτό που σας άρεσε σε αυτόν τον τρόπο ζωής του ναυτικού γιατί νομίζω ότι δε θα είχατε πολύ χρόνο να μείνετε στη στεριά από ό,τι αντιλαμβάνομαι.
Πολύ λίγο χρόνο, πράγματι. Αρκεί να σας πω ότι ως πρωτόμπαρκος είχα μείνει στο ίδιο πλοίο τέσσερα χρόνια και έξι μήνες συνεχόμενα, χωρίς να βγω για άδεια. Βεβαίως είχα πάρει προαγωγή, είχα γίνει ανθυποπλοίαρχος χωρίς δίπλωμα, για αυτό και έμεινα τόσο καιρό και έτσι θέλοντας να βοηθήσω την οικογένεια οικονομικά, ο μισθός ήταν μεγάλος, παρέμεινα μεγάλο διάστημα πέρα του δέοντος.

Κάνοντας μία αναδρομή στα χρόνια εκείνα, τι είναι αυτό που σας έχει μείνει στη μνήμη περισσότερο, ποια από τα μέρη που έχετε επισκεφθεί ταξιδεύοντας;
Τότε πραγματικά εθαυμάζαμε την Αμερική γιατί ήταν μία ωραία χώρα που εμείς δεν την είχαμε ζήσει. Η Ιαπωνία παράλληλα είναι πάρα πολύ ωραία χώρα και έχεις ελευθερία κινήσεων. Στην Ευρώπη μας άρεσε πάρα πολύ η Ολλανδία, το Ρότερνταμ, Άμστερνταμ και πάνω από όλα στους ναυτικούς άρεσε πολύ και η Αυστραλία. Γιατί υπήρχαν εκεί πολλοί Έλληνες, γίνονταν αρκετές συγκεντρώσεις συμπατριωτών μας που διασκέδαζαν ελληνικά, παράλληλα υπήρχαν – για εμάς- και πολλοί Κασιώτες. Νιώθαμε ότι ήμασταν ξανά στην πατρίδα! Ήταν ωραία εκεί, προπάντων Σίδνεϊ και Μελβούρνη, γιατί εκεί ήταν οι Έλληνες οι πολλοί.

Δε σας έλειπαν η πατρίδα, το σπίτι σας, οι δικοί σας;
Όχι, γιατί στο καράβι που ήμουνα, υπήρχαν πολλοί Κασιώτες. Μάλιστα σε αυτό που ήμουνα τα πρώτα χρόνια, από τα 42 άτομα πλήρωμα οι 28 ήταν Κασιώτες, ακόμα και ο καπετάνιος και ο εφοπλιστής. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν ότι δεν μου έλειπε η Κάσος, είχαμε και διασκέδαση στο καράβι με τις λύρες μας και τα λαούτα, όταν ήταν καλοσύνη και είχε μπουνάτσες. Επίσης, ήμουν συνήθως μαζί και με τα αδέλφια μου στα καράβια.

Πώς προέκυψε το ειδύλλιο με την κα Ρίτα (Μαργαρίτα);
Επισήμως το ειδύλλιο δεν είχε γίνει ποτέ! Αλλά μέσα στο μυαλό μας κυριαρχούσε ότι κάποια στιγμή θα πρέπει να πω στην κυρά Μαριγούλα (ήταν η μητέρα της) ότι ξέρεις αφού είμαστε και πάρα πολύ γνωστοί και με τον Παύλο τον αδελφό της, θα πρέπει να παντρευτώ με τη Ρίτα. Ήταν μέσα στο μυαλό μου. Σε ένα ταξίδι που τυχαίως βρεθήκαμε τα δυο καράβια, στο ένα ήταν καπετάνιος ο αδελφός της (ένα Liberty) και σε ένα τάνκερ ήμουν εγώ.

Είδα το πλοίο, βγήκα σιγά – σιγά έξω, μπήκα μέσα στο καράβι και βλέπω τον Παύλο να ασχολείται εκεί κρεμασμένος επάνω σε μία σωλήνα. Του φώναξα να κατέβει κάτω. Συγκίνηση μετά από τόσο καιρό που είχαμε να βρεθούμε, πήγαμε στο δικό μου καράβι, μείναμε εκεί, ήπιαμε και μερικές μπίρες και φεύγοντας ο Παύλος, μου λέει: «Ξέρεις, ρε Ηλία, ήθελα να σου πω κάτι»
Λέω «αυτό που ήθελες να μου πεις, μου το έχεις πει ήδη! Ναι, συμφωνώ. Θα γίνει». Αυτός ήταν ο αρραβώνας μας με τη Ρίτα! Δεν άργησα να ξεμπαρκάρω και παντρευτήκαμε το 1967.

Αλλά μετά ξαναφύγατε!
Ναι, μέσα σε 15 ημέρες αφότου παντρευτήκαμε γιατί δυστυχώς προέκυψε ένα πρόβλημα με το πλοίο και έπρεπε να φύγω να πάω στο Καράτσι στο Πακιστάν. Πράγματι, έτσι έγινε και επέστρεψα μετά από 14 μήνες στην Κάσο και τότε αποκτήσαμε τον Ηρακλή μας πρώτα, στη συνέχεια ήρθε η Ρίτα μου σε μία επισκευή που κάναμε το πλοίο στην Αμβέρσα, έμεινε ένα – ενάμιση μήνα με τον Ηρακλή μαζί και αποκτήσαμε την Πελαγία μας.

Πώς και αποφασίσατε να επιστρέψετε και να σταματήσετε να ταξιδεύετε;
Μου έλειπαν πάρα πολύ τα παιδιά μου και η Ρίτα μου! Τότε παρουσιάστηκε μία ζήτηση για να εγκατασταθεί ρυμουλκό στη Ρόδο. Έγιναν κάτι ζημιές στο λιμάνι με τα κρουαζιερόπλοια που τότε, γύρω στο 1970, άρχιζαν να έρχονται στο νησί. Και έτσι είπα στα δύο μου αδέλφια: «Τι λέτε, παίρνουμε την απόφαση να αγοράσουμε ένα ρυμουλκό οι τρεις μας και να το φέρουμε και να μπούμε στον διαγωνισμό;».

Γιατί τότε γινόταν διαγωνισμός για τη θέση εδώ στη Ρόδο, την οποία τότε την εποφθαλμιούσαν δύο μεγάλες εταιρείες. Τότε ρυμουλκά είχαν μόνο ο Πειραιάς και μερικά η Θεσσαλονίκη. Τα άλλα λιμάνια δεν είχαν. Επειδή, όμως, είχαν γίνει ζημιές στη Ρόδο, αποφασίστηκε από το Υπουργείο και μετά από αίτημα του Λιμεναρχείου του νησιού να εγκατασταθεί ρυμουλκό, το οποίο θα μπορούσε να βοηθήσει τα πλοία να μην προκαλούν ζημιές και προς τα ίδια τα πλοία, αλλά προς τις εγκαταστάσεις.

Πράγματι το αποφασίσαμε με τα αδέλφια μου, πήγαμε στη Μασσαλία που τότε επωλείτο ένα ρυμουλκό, το επιθεωρήσαμε, το βρήκαμε κατάλληλο και το αγοράσαμε. Και οι τρεις μας το πήραμε και ήρθαμε στην Ελλάδα για να συμμετάσχουμε στον διαγωνισμό τον Μάρτιο του 1974. Οι δύο μεγάλες εταιρείες είχαν κάνει προσφορά για να λαμβάνουν από το κράτος 80.000 δραχμές μηνιαίως επιδότηση, συν το τιμολόγιο.

Και εμείς είπαμε: «Τίποτα, επιδότηση και μόνο ό,τι πάρουμε από τα πλοία, από τα τιμολόγια!».
Αντιλαμβάνεστε ότι ήταν μεγάλη η διαφορά, πήραμε εμείς τα ρυμουλκά με κόντρα, όμως, μεγάλη με τους άλλους των εταιρειών, αλλά και των πρακτόρων. Έτσι ξεκινήσαμε το 1974 αυτή τη δουλειά με πάρα πολλές κόντρες και δυσκολίες, που δεν θα τα είχαμε καταφέρει, αν δεν είχαμε αποφασίσει να παραμείνουμε.

Τότε, όμως, αναγκάστηκα εγώ να γυρίσω ξανά στα πλοία, σαν καπετάνιος που είχα ένα πολύ καλό μισθό για να χρηματοδοτώ τους αδελφούς μου εδώ γιατί δεν έπαιρναν χρήματα, καθώς οι δουλειές που έπαιρναν με το ρυμουλκό ήταν λίγες με μεγάλη δυσκολία και ένα ξεφτιλισμένο τιμολόγιο.

Και έτσι αυτό συνεχίστηκε από το 1974 έως το 1976, οπότε και κόπασαν τα πράγματα, ήρθαμε και εμείς οικογενειακώς στη Ρόδο και εγκατασταθήκαμε εδώ. Αναγνωριστήκαμε πλήρως, αγοράσαμε και ένα δεύτερο ρυμουλκό και προχωρήσαμε πλέον ας πούμε καλά. Τα ρυμουλκά ήταν: Ηρακλής Ι, Ηρακλής ΙΙ, Ηρακλής ΙΙΙ και Ηρακλής Star.
Ήταν πολύ καλά ρυμουλκά και ειδικά το Ηρακλής Star πιστεύω ότι ήταν από τα τελειότερα ρυμουλκά στην Ελλάδα και ένα από τα μεγαλύτερα σε ιπποδύναμη λιμένος!

Τι συνέβη με τα ρυμουλκά το 1976
Τέθηκε ένα αίτημα από τους πλοιοκτήτες και τους πράκτορες να καταργηθεί η ρυμούλκηση για τα ελληνικά κρουαζιερόπλοια και να διατηρηθεί για τα υπό ξένης σημαίας. Και πράγματι έγινε δεκτό από το υπουργείο. Αντιλαμβανόμενοι λοιπόν εμείς τον κίνδυνο, διότι το 90% των κρουαζιεροπλοίων που προσέγγιζαν το λιμάνι μας ήταν ελληνικά, έφυγα και πήγα στο υπουργείο, δε βρήκα ανταπόκριση εκεί, όμως, κυκλοφορώντας στους διαδρόμους του με φώναξε ένας πλοίαρχος Λιμενικός (δε ζει πια) και μου λέει: «Έλα μέσα».

Μπήκα στο γραφείο του και τότε μου είπε: «Ξέρω την αδικία που πάει να γίνει σε βάρος σας. Μην προσπαθείς να βρεις δικαίωση εδώ» και μου υπέδειξε να πάω σε έναν από τους δύο πλοιοκτήτες που δραστηριοποιούνταν στην κρουαζιέρα και τύχαινε να είναι και πρόεδρος των Ελλήνων εφοπλιστών των κρουαζιεροπλοίων. Τον ρώτησα τι να κάνω εκεί και μου απάντησε: «Θα σου πει αυτός».

Φεύγω και πάω πράγματι στον πρόεδρο των Ελλήνων εφοπλιστών.
«Καλημέρα σας, είμαι από τα ρυμουλκά της Ρόδου» του λέω και μου απάντησε «σε περίμενα».
«Το ιστορικό μας το γνωρίζετε» του είπα.

«Ναι, και σου έχω έτοιμη την απάντηση που χρειάζεσαι. Θα κάνεις έκπτωση στα ελληνικά κρουαζιερόπλοια 70% και στα ξένα κάνε ό,τι θέλεις, κράτα το τιμολόγιο». Το τιμολόγιο ήταν εθνικό, δεν μπορούσαμε να το παραβιάσουμε. Μπορούσαμε όμως να κάνουμε αυτή την έκπτωση.

«Δεν είναι μεγάλη η έκπτωση;» ρώτησα για να λάβω την απάντηση: «Να το τηλέφωνο, ή το δέχεσαι και παίρνω τηλέφωνο να ισχύσει ο κανονισμός ή δεν το δέχεσαι και παίρνω τηλέφωνο να καταργηθεί ο κανονισμός. Διάλεξε»
Δεν είχα λοιπόν καθόλου περιθώρια και δέχτηκα την πρόταση να ισχύσει ο κανονισμός. Δώσαμε τα χέρια και τότε μπροστά μου πήρε τηλέφωνο και ενημέρωσε ότι είχε γίνει η συνεννόηση μεταξύ μας.

Εμείς μέχρι τότε ήμασταν σε αργία και αμέσως μου είπε ο πρόεδρος των Ελλήνων εφοπλιστών να ενημερώσω τα αδέλφια μου, το σήμα έχει πάει στο Λιμεναρχείο της Ρόδου για να ξεκινήσουν να εργάζονται.
Ίσχυσε ο κανονισμός, μπορέσαμε τότε με το ζόρι να κρατηθούμε: Όμως, με την πάροδο του χρόνου αυτή η κατάσταση βελτιωνότανε και τελικά κάποια στιγμή το τιμολόγιο για ξένα και ελληνικά κρουαζιερόπλοια έφθασε στο ίδιο επίπεδο.

Στην αρχή η επιχείρησή μας είχε ένα μικρό γραφειάκι μέσα στο λιμάνι: Όταν βελτιώθηκε η κατάσταση, πήραμε μαζί μας τα παιδιά μας και μεταφερθήκαμε σε ένα δικό μας κτήριο, στην οδό Ξάνθου και κάναμε ένα γραφείο αξιοπρεπές. Συνεχώς αλλάζαμε τα ρυμουλκά μας και τα βελτιώναμε και σε ιπποδυνάμεις αλλά και καινούρια, ποτέ δεν κάναμε ζημιά, πάντα ήμασταν πρόθυμοι να εξυπηρετήσουμε και τις ανάγκες του Λιμεναρχείου αφιλοκερδώς, για αυτό και είχαμε πάρει αρκετές τιμητικές πλακέτες και από το Πολεμικό Ναυτικό.
Και έτσι φθάσαμε να «μεγαλώσουμε» πολύ και το 2020, ετέθη τότε το ερώτημα: «Από εδώ και πέρα, τι κάνουμε»;

Η απάντηση από τα παιδιά μας ήταν πως δεν ήθελαν να συνεχίσουν, αν έφευγα εγώ από το γραφείο.
Όμως, εγώ ήδη ήμουν 85-86 ετών. Έπρεπε να ξεκουραστώ. Μέχρι τότε δούλευα κανονικά και πρωί και απόγευμα. Έτσι αποφασίσαμε να πουλήσουμε τα ρυμουλκά και τα πήρε ο Γερασάκης από τη Σούδα στα Χανιά.

Πώς ήταν η κρουαζιέρα τότε στη Ρόδο και ποιες χρονιές θυμάστε ότι είχαμε πραγματική άνθιση;
Το 2006- 2008 ήταν πραγματικά οι χρονιές με το μεγαλύτερο αριθμό κρουαζιεροπλοίων στη Ρόδο. Φθάσαμε να έχουμε σε ένα χρόνο και εκατοντάδες κρουαζιερόπλοια να προσεγγίζουν το νησί. Οι καλύτεροι μήνες ήταν φυσικά οι καλοκαιρινοί, όμως, είχαμε προσεγγίσεις κρουαζιεροπλοίων και τον χειμώνα. Βέβαια τότε τα κρουαζιερόπλοια ήταν μικρότερα και είχε μέρα που βρίσκονταν στο λιμάνι μας και 8 πλοία. Μάλιστα εβάζαμε πολλά κρουαζιερόπλοια τότε «πρυμάτσες», δηλαδή με την πρύμνη για να μην καταλαμβάνουν πολύ χώρο.

Όταν ξεκινήσαμε υπήρχαν πολλά ελληνικά και λίγα ιταλικά, η COSTA μόνο ερχότανε με μικρά πλοία.
Η κρουαζιέρα στη Ρόδο άρχισε από το 1974 και τότε δεν υπήρχαν άλλα νησιά με ανάλογη δραστηριότητα στον τομέα αυτό.

Ποιο ήταν το δυσκολότερο περιστατικό που είχατε να διαχειριστείτε με τα ρυμουλκά στο νησί μας όλα αυτά τα χρόνια που δραστηριοποιηθήκατε;
Η δυσκολότερη περίπτωση που υπήρξε στη σταδιοδρομία μας αυτά τα 47 χρόνια ήταν ένα καράβι εβραϊκών συμφερόντων το “DREAM”, το οποίο είχε έρθει εδώ στη Ρόδο και κατασχέθηκε, διότι είχε κάνει ρύπανση και το πλεύρισαν στην Ακαντιά. Ήταν τον Σεπτέμβριο του 2007 και τότε οι καιροί ήταν διαφορετικοί, είχαμε σοροκάδες, γραίκους, και λεβάντηδες που προσβάλλουν παρά πολύ το λιμάνι της Ακαντιάς. Τα τελευταία χρόνια δεν έχουμε αυτούς τους καιρούς, έχουν αλλάξει.

«Ρίχνουν» λοιπόν το “DREAM” στο λιμάνι της Ακαντιάς και με δική μας πρωτοβουλία, υποχρεώνουμε το Λιμεναρχείο να πει στους υπευθύνους του πληρώματος, να βγάλουμε το καράβι με τα ρυμουλκά έξω και να «φουντάρουμε» και τις δύο άγκυρες, ώστε στην περίπτωση που πιάσει μία κακοκαιρία να μπορέσει το καράβι να κρατηθεί στις άγκυρές του επάνω. Γιατί δεν είχε μηχανές. Επίσης ζητήσαμε να πάρουν καινούργιους κάβους και να το δέσουν όπως θα τους υποδεικνύαμε. Τότε είχε πάρει και το Λιμενικό Ταμείο τα «μπαλόνια» και βάλαμε ένα στην μπάντα του πλοίου.

Πιάνει τότε κακοκαιρία, 12 μποφόρ με τις μετρήσεις του αεροδρομίου! Χαλασμός Κυρίου! Αρχίζει το καράβι να σπάει κάβους και σε μία στιγμή ακούγεται ένας κρότος, σαν κανονιά! Είχε σπάσει το «μπαλόνι»! Τρέχουμε να πιάσουμε το καράβι και με τα τέσσερα ρυμουλκά. Το πλοίο άρχισε να φεύγει από τον προβλήτα και να πηγαίνει προς τους Μύλους!

Βεβαίως αντιλαμβάνεστε την καταστροφή που θα γινόταν στη Ρόδο, θα αχρηστευόταν το λιμάνι για χρόνια! Όλος ο κόσμος ήταν μαζεμένος στους «Αγγέλους» στο τουριστικό λιμάνι!

Δένουμε το καράβι και με τα τέσσερα ρυμουλκά όμως παρά τις όποιες προσπάθειες και με τόση ιπποδύναμη δεν μπορούσε να κρατηθεί. Συνεννοούμαστε και οι τέσσερις που είμαστε μέσα στα ρυμουλκά, να το κρατήσουμε όσο μπορούμε να μην μπορεί να μετακινηθεί από τη θέση μεταξύ Ακαντιάς και του Φάρου Αγίου Νικολάου.

Μετά την παρέλευση τεσσάρων ωρών, άρχισε ο καιρός να κόβει λίγο και τότε ξεκινήσαμε να το μετακινούμε προς την Ακαντιά. Προσπάθεια μεγάλη, το φέραμε τραβώντας μαζί και τις δύο άγκυρες του πλοίου γιατί δεν είχε κίνηση, δεν είχε μηχανές. Τελικά καταφέραμε και το μεταφέραμε στο λιμάνι της Ακαντιάς, το δέσανε με κάτι παλιούς κάβους που είχε και του δώσαμε και εμείς τους δικούς μας, το «σιγουράραμε» το καράβι.

Εμείς τότε διακινδυνεύσαμε την περιουσία και τη σωματική μας ακεραιότητα – ασφάλεια για να σώσουμε τη Ρόδο, αλλιώς θα το αφήναμε το καράβι. Δεν υπήρχε περίπτωση να σωθεί αυτό το πλοίο.

Τελικά το καράβι (κάναμε και εμείς αναφορά) πήγε σε διαλυτήριο, εμείς δεν πληρωθήκαμε ποτέ για αυτήν την υπηρεσία που προσφέραμε και τον κίνδυνο που διατρέξαμε.

Όπως ως καπετάνιος και ως άνθρωπος που έζησε τόσα χρόνια μέσα στο λιμάνι, πιστεύω ότι αν δεν γινόταν αυτή η προσπάθεια, ακόμα και σήμερα η Ρόδος δεν θα είχε λιμάνι!

Τι αίσθηση σας έχει μείνει από αυτά τα 47 χρόνια προσφοράς στο νησί της Ρόδου;
Εγώ είμαι ικανοποιημένος σαν Δωδεκανήσιος, σαν καπετάνιος και σαν συνιδιοκτήτης των ρυμουλκών της Ρόδου!
Πιστεύω πραγματικά ότι οι υπηρεσίες που προσφέραμε στο νησί θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο, να γίνουν από άλλους ανθρώπους που δε θα είχαν την αγάπη και την εκτίμηση που είχαμε εμείς για την προβλήτα μας.

Αν κάποιος σας έλεγε να ξαναπάτε στο 1974, τότε που έπρεπε να αποφασίσετε αν θα κάνατε αυτή τη δουλειά με τα αδέλφια σας, θα παίρνατε την ίδια απόφαση;
Το ίδιο θα έκανα! Το ίδιο γιατί θέλαμε να είμαστε κοντά στις οικογένειές μας! Ήταν μεγάλη η επιθυμία μας να είμαστε κοντά στην οικογένειά μας.
Παρά τις δυσκολίες!

πηγη: https://www.rodiaki.gr/article/519271/hlias-pipinos-o-kapetanios-apo-ta-dwdekanhsa-poy-taxidepse-se-olo-ton-kosmo
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ