Ρόδος: Το κορίτσι που είδε τους Εβραίους να φεύγουν, να πουλούν τα υπάρχοντά τους, πριν τους πάρουν οι Γερμανοί!

0
4759

Η Νίτσα Μαλανδράκη-Κουτσοδόντη, η μικρή κόρη της μεγάλης αντιστασιακής οικογένειας της Ρόδου

Συνέντευξη στη Ροδούλα Λουλουδάκη

Στο παλιό Νιοχώρι στο σπίτι της οικογένειας, που θα είναι και 500 ετών… Στην οδό Κωνσταντόπαιδος και Καθοπούλη!

Στον χώρο που καθόμαστε υπήρχε πηγάδι και μεγάλη αυλή. Έντεκα δωμάτια τότε για έξι άτομα: τους γονείς, τα τρία αγόρια και το κορίτσι που σήμερα είναι μιά αρχόντισσα στα 93 της, η Νίτσα Μαλανδράκη- Κουτσοδόντη.

Ογδόντα πέντε χρόνια είναι φίλες με την Κατίνα Αγιακάτσικα, μπορεί και παραπάνω, από το νηπιαγωγείο. Μου τη δείχνει στη φωτογραφία του νηπιαγωγείου τους, πώς να φανεί, να δημοσιευτεί, θα έβγαινε μία μουντζούρα!

Η αφήγησή της όμως, οι μνήμες της, η πρωτογενής μαρτυρία του κοριτσιού που είδε ακόμα και τους Εβραίους να φεύγουν, να προσπαθούν να πουλήσουν τα υπάρχοντά τους λίγο πριν μπουν στα λεωφορεία- που δεν το ήξεραν αλλά τους πήγαιναν στον θάνατο, αυτή η μαρτυρία αξίζει όσο όλα τα χρυσάφια τους.

Απέναντί μου σήμερα είναι το μικρότερο παιδί της οικογένειας Μαλανδράκη. Μπαμπάς και τρία αγόρια με τεράστια προσφορά στην πατρίδα, κι ας μην αναγνωρίστηκε αυτό ποτέ πλην της περιόδου του δημάρχου, Φώτη Χατζηδιάκου.
Κι έτσι που η μέρα το καλεί, κι αύριο θα βγούμε για να γιορτάσουμε, τον λόγο πρέπει να ΄χουν οι πρωταγωνιστές!

«Το όνομά μου είναι Σουλτάνα, μου λέει. Η μητέρα μου λεγόταν Ειρήνη και γεννήθηκε δίπλα στην εκκλησία της Αγίας Αναστασίας. Παντρεύτηκαν με τον πατέρα μου, τον Χρήστο Μαλανδράκη το 1920.

Ο πατέρας μου και τα τρία μου αδέλφια έχουν μία μεγάλη αντιστασιακή δράση. Το 1922 γεννήθηκε ο Σταύρος, το 1923 γεννήθηκε ο Γιώργος, το 1926 γεννήθηκε ο Ανδρέας και το 1929 εγώ. Κάνανε παιδιά μέχρι να γίνει η κόρη. Δεν μ’ άρεσε ποτέ το όνομά μου, Σουλτάνα, γι’ αυτό το έκανα Νίτσα.

Ο πατέρας μου ήτανε μεγάλος πατριώτης. Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος, εμείς στην οικογένεια δεν ήμασταν υπήκοοι Δωδεκανήσιοι. Ήμασταν Έλληνες γιατί ο πατέρας μου ήταν Κρητικός, κι όχι Δωδεκανήσιος. Ποτέ δεν θέλησε όσο κι αν το πίεσαν οι Ιταλοί, ν’ αλλάξει αυτό. Γι’ αυτό η οικογένεια ταλαιπωρήθηκε τόσο.

Την 28η Οκτωβρίου 1940 ήρθανε και πήρανε από τα σπίτια, τους άνδρες που δεν ήταν Δωδεκανήσιοι υπήκοοι, κι είχανε κλείσει τα δεκαοκτώ. Θεωρούσανε ότι επειδή δεν δεχτήκαμε να γίνουμε Δωδεκανήσιοι υπήκοοι ήμασταν εχθροί της Ιταλίας. Ήρθανε στα σπίτια οι καραμπινιέροι.

Έτσι από το δικό μας σπίτι πήρανε τον πατέρα μου, τον Σταύρο τον αδελφό μου, και λίγο αργότερα που μπήκε στα 18 πήρανε και τον Γιώργο. Στο σπίτι μείναμε, ο Ανδρέας που ήταν 16 ετών, εγώ και η μαμά μου.

Τους πήγανε στο Πεδίο Συγκέντρωσης στην Τάφρο,(Κοντσεντραμέντο) το οποίο ήτανε μέσα στα νερά, τον χειμώνα. Μάζεψαν γύρω στους 300 από τη Ρόδο και τα άλλα νησιά της Δωδεκανήσου. Τον πατέρα μου εκεί μέσα τον ανέδειξαν αρχηγό τους, οι άλλοι κρατούμενοι.

Ένα βράδυ βγάλανε από εκεί τον μεγάλο μου αδελφό τον Σταύρο, τυλιγμένο με μία κουβέρτα, ετοιμοθάνατο. Όσο καιρό ήτανε σπίτι, κι ερχόταν γιατρός, στεκότανε καραμπινιέρης έξω από την πόρτα.

Όταν περνώντας οι μήνες μες στο χειμώνα η κακουχία μεγάλωνε, οι κρατούμενοι πήγανε στον Ιταλό διοικητή και ζήτησαν να μεταφερθούν από εκεί γιατί ο χειμώνας μέσα στον βάλτο αυτό θα τους εξόντωνε!

Οι Ιταλοί έκαναν δεκτό το αίτημά τους και αποφάσισαν να τους μεταφέρουν πίσω από το Δημαρχείο, σ’ έναν χώρο που έβαζαν τα άλογά τους. Στεκόμουν από μακριά, κοριτσάκι που με πήγαινε η μαμά μου, κι έβλεπα τον μπαμπά μου μαζί με τέσσερις-πέντε ακόμα που τους έφερναν για να καθαρίσουν τον χώρο για να μπούνε άνθρωποι, μαζί με τα άλογα.

Ήμουνα έντεκα ετών. Τους στέλναμε κάθε μέρα φαγητό και στο «Κοντσεντραμέντο» και τώρα εδώ που ήταν πιο εύκολο. Η μαμά μου ετοίμαζε μεγαλύτερη ποσότητα γιατί οι νησιώτες δεν είχαν κάποιον να τους στείλει φαγητό, κι οι Ροδίτες βοηθούσαν. Επτά μήνες μείνανε φυλακισμένοι, από τέλος Οκτωβρίου έως τον Μάρτιο.

Ο Χρήστος Μαλανδράκης επί δημαρχίας Γαβριήλ Χαρίτου που ήταν αντιδήμαρχος
Ο Χρήστος Μαλανδράκης επί δημαρχίας Γαβριήλ Χαρίτου που ήταν αντιδήμαρχος

Πώς ήταν η ζωή της οικογένειάς σας πριν την κράτηση των αντρών της οικογένειας;
Ο πατέρας μου έκανε χονδρικό εμπόριο τροφίμων. Τροφοδοτούσε όλα τα χωριά. Το μαγαζί του ήταν στο Μαντράκι με τυριά, βούτυρα, αλλαντικά από την Ιταλία. Πάντα τον πατέρα μου τον είχαν υπό επιτήρηση οι Ιταλοί, και δεν επέτρεπαν να πάνε να τον βρουν στο μαγαζί φίλοι του έμποροι όπως ήταν ο Τσουβαλάς, ο Δημητράκης, ο Πετρίδης. Αν συνομιλούσαν, εθεωρείτο συνωμοσία.

Στο νησί υπήρχε Έλληνας πρόξενος, υποπρόξενος, η σύζυγος του προξένου, τα δύο τους κοριτσάκια, η γκουβερνάντα τους… Στην επέτειο της 25ης Μαρτίου το μόνο που μπορούσαν να κάνουν οι Έλληνες υπήκοοι της Ρόδου για να τη γιορτάσουν ήταν να πάνε στο ελληνικό προξενείο, να σηκώσουν το ποτήρι με τη σαμπάνια και να πουν:

«Ζήτω ο βασιλεύς, ζήτω η Ελλάδα»… Αυτό ήτανε και φεύγανε. Αυτή ήτανε η γιορτή η επιτρεπόμενη για τους Έλληνες. Εγώ μικρή έκανα το ιταλικό σχολείο, στις καλόγριες. Θυμάμαι που κάναμε θεατρικά και το ένα το λέγανε «Τα κύματα, κι η θάλασσα».

Μου έραψαν ένα φορεματάκι γαλάζιο, με γαλάζιο φιόγκο, άσπρα παπούτσια και άσπρα καλτσάκια. Σε μία γιορτή του ελληνικού προξενείου για την 25η Μαρτίου, με πήρε μαζί του ο πατέρας μου μ΄ αυτό το φουστανάκι και όταν τελείωσε η γιορτή τον πήγαν στην Αστυνομία!

Τον κατηγόρησαν ότι με έντυσε «ελληνική σημαία». Αλλά αυτή ήταν παραγγελία από τις Ιταλίδες καλόγριες. Ο Μαλανδράκης ήτανε πάντα στόχος. Μετέπειτα, επί δημάρχου Γαβριήλ Χαρίτου ήταν αντιδήμαρχος ο πατέρας μου. Φέρω βαρέως που από το σπίτι του Μαλανδράκη υπηρέτησαν την πατρίδα τόσες πολλές φορές, κι έναν κεντρικό δρόμο δεν χάρισαν με το όνομά της.

Ο Σταύρος στο πεδίο Συγκέντρωσης και μετά στον στρατό, αγνοούμενος για μήνες με τον Εμφύλιο πόλεμο. Ο Γιώργος το ίδιο, ο δε Ανδρέας που ήταν αντάρτης από μικρό παιδί, ζωηρός θεωρούσε ότι υπολείπετο των άλλων της οικογένειας που δεν προσέφερε στην πατρίδα και ένα βράδυ, σε συνεννόηση με άλλους νεαρούς παίρνουν μία βάρκα και από τον ποταμό της Θολού φεύγουν και βγαίνουν στ’ ανοιχτά, τους βρήκαν οι Εγγλέζοι, τους μάζεψαν τους πήγαν στη Μέση Ανατολή.

Δεν ήταν ούτε 17 ετών και δεν μπορούσε να γίνει Ιερολοχίτης που ήθελε. Όμως εκεί βρήκε τον Γιώργο Φώκιαλη, τον γιατρό με τον οποίο ήμασταν και ξαδέλφια. Μεσολάβησε, πήραν τον Ανδρέα στον Ιερό Λόχο και του έδωσε και χρήματα για να περάσει. Έγινε Ιερολοχίτης, κι εμείς δεν ξέραμε πού ήταν το παιδί μας, κι η μητέρα μου ήτανε να πεθάνει.

Πότε μάθατε για εκείνον;
Προς το τέλος του πολέμου, μας μετέφερε ο πατέρας μου στο Μονόλιθο. Εκεί, από το Λημέρι των Κατασκόπων μας ήρθε μήνυμα ότι ο Ανδρέας είναι στον Ιερό Λόχο και να μην στενοχωριόμαστε. Γύρισε στη Ρδο όταν τελείωσε ο πόλεμος, με τον στρατηγό Τσιγάντε.

Θυμάμαι ακόμα πώς μου πέταγε από το μπαλκόνι, κι εγώ από κάτω με τόσο κόσμο, σοκολάτες, αγγλικές κονσέρβες… Ο Ανδρέας ήταν πολύ ζωηρός, από νεαρός. Όταν πήραν οι Εγγλέζοι το Καστελλόριζο, πήγε στους στάβλους που εκρατείτο ο πατέρας μας και οι 300 άντρες, ανέβηκε πάνω ψηλά και με νοήματα προσπαθούσε να εντοπίσει τον Σταύρο και να του πει ότι οι Εγγλέζοι πήραν το Καστελλόριζο!

Τον είδε ένας Ιταλός αξιωματικός, τον πήγανε στην Αστυνομία και του δώσανε τέτοιο ξύλο που δεν μπορούσε να σταθεί και τον φέρανε πίσω ένα κουρέλι από το ξύλο που έφαγε, για να ομολογήσει. Άλλη μία φορά έφαγε πάλι πάρα πολύ ξύλο, αλλά εδώ έφταιγε.

Η οικογένεια Καραγιάννη, που είχε στο κέντρο της πόλης ξενοδοχείο, μία αξιόλογη οικογένεια, η κόρη τους η Πέπα ζει, είχαν κάνει το ξενοδοχείο από κάτω καταφύγιο και πηγαίναμε κάθε φορά που ηχούσαν οι σειρήνες. Ένα πρωί, ενώ είχε λήξει ο συναγερμός και ανεβαίναμε να φύγουμε, είχε Ιταλούς στρατιώτες απ’ έξω. Ένας μας πρόσταξε να μην βγούμε ακόμα, λέγοντας ότι υπάρχουν γύρω βόμβες που δεν έσκασαν.

Ο Ανδρέας, λέει «άντε μην τον ακούτε, κι αυτός είναι βλάκας…»! Αυτός όμως ήξερε Ελληνικά. Και τον παίρνουν πάλι στην Αστυνομία και τον κάνουν πάλι μαύρο από το ξύλο. Αλλά δεν έβαζε μυαλό ο Ανδρέας. Όταν πια οι Γερμανοί κυνηγούσαν τους Ιταλούς και τους σκότωναν, πολλά σπίτια έκρυβαν τους Ιταλούς στρατιώτες, κι η μάνα μου μαγείρευε και τους έστελνε φαγητό. Τους λυπόμασταν.

Ο Χρήστος Μαλανδράκης σε επίσημη τελετή ασκώντας τα καθήκοντα του αντιδημάρχου
Ο Χρήστος Μαλανδράκης σε επίσημη τελετή ασκώντας τα καθήκοντα του αντιδημάρχου

Ποιοι έδειξαν μεγάλη σκληρότητα, μπορείτε να ξεχωρίσετε;
Οι Εγγλέζοι μείνανε δυό χρόνια και δεν ήθελαν να παραδώσουν τα νησιά. Κι όταν αναγκάστηκαν να φύγουν, τις προμήθειες που είχαν σε τρόφιμα τις έριξαν στη θάλασσα για να μην τις πάρουν οι Έλληνες. Οι Ιταλοί ήταν αλλιώς, δεν έκαναν τέτοια κακά. Περνούσαν οι Ιταλοί στρατιώτες από τις γειτονιές τα βράδια και τραγούδαγαν. Κι εμείς τα κοριτσόπουλα τους ακούγαμε. Τι τραγούδια ήταν αυτά…

Οι Ιταλοί δεν ήταν για πόλεμο. Ήταν για τραγούδια και για μουσικές. Φτωχά κορίτσια παντρεύτηκαν με Ιταλούς και τις πήγαν στην Ιταλία. Πέρασαν καλή ζωή. Ο δήμαρχος που τίμησε πολύ την οικογένειά μου και τον Ανδρέα, ήταν ο Χατζηδιάκος. Και τον τίμησε κι ο Στρατός, στην κηδεία του.

Ήταν ο Αλκιβιάδης Στεφανής… Δεν ζούσε τότε ο πατέρας μου να δει ότι σε κάποιο παιδί του έστω κάτι κάνανε. Η οικογένειά μας υπέφερε τόσο πολύ γιατί δεν υπέγραψε ποτέ ώστε να γίνουμε Δωδεκανήσιοι υπήκοοι. Άλλοι υπέγραψαν. Μας είχαν κλείσει τα ραδιόφωνα, αλλά εμείς είχαμε ένα γνωστό που ερχόταν βράδυ, αργά στο σπίτι και είχε ένα τρόπο να βρίσκει το «εδώ Λονδίνο»…

Και χτυπούσε η καρδιά των Ροδίων με το «εδώ Λονδίνο» που μετέφερε τις ειδήσεις. Την άλλη μέρα στο φαγητό που παίρναμε στον πατέρα μου και τους άλλους φυλακισμένους, αν ήταν καλά τα νέα βάζαμε μέσα στη τσάντα κι ένα κρεμμύδι. Αν ήταν κακά τα νέα, βάζαμε σκόρδο.

Στο Μονόλιθο όταν εγκατασταθήκατε είδατε τους Εβραίους να φεύγουν;
Εκεί μας πήγε ο πατέρας μου για να ζήσουμε λίγο καλύτερα. Εκεί είδα τη σκηνή που μάζευαν οι Γερμανοί, τους Εβραίους. Πώς είχε έρθει το λεωφορείο για να τους μαζέψει, κι εκείνη την ώρα πουλούσαν τα πράγματά τους, οι Εβραίοι, κι είχαν ωραία πράγματα. Χρυσαφικά, προίκες…

Ήρθε το λεωφορείο τους πήρε. μία νεαρή Εβραία ήταν αρραβωνιασμένη μ΄ έναν Έλληνα. Επέζησε από το στρατόπεδο συγκέντρωσης, γύρισε πίσω να τον ψάξει, κι αυτός είχε πεθάνει κι είχε χαθεί κι η περιουσία της. Του πολέμου περιστατικά είναι αυτά. Να βλέπεις στους δρόμους πεθαμένους κάτω, να τους μαζεύει το καρότσι, τα σπίτια όλα ντυμένα με μπλε χαρτιά να μην τα βομβαρδίζουν τ΄ αεροπλάνα.

Κι όταν τελείωσε ο πόλεμος και ήρθε η Ελλάδα;
Γυρίσαμε με φορτηγά από τον Μονόλιθο. Ήμουν κοπέλα πια, 15 χρονών. Πού βρέθηκε όλος αυτός ο κόσμος που ξεχύθηκε στους δρόμους… Πού βρέθηκαν τόσες πολλές ελληνικές σημαίες. Τόσα δάκρυα χαράς που έτρεχαν από τα μάτια μας…

Νεαρό κορίτσι με την απελευθέρωση της Ρόδου
Νεαρό κορίτσι με την απελευθέρωση της Ρόδου

Όση ώρα μίλαγε, με ρώταγε πότε αν κρυώνω, πότε αν ενοχλούμαι από τη Χλόη τον ήσυχο σκύλο της Νίνης της κόρης της, τι θα πιω, τι θα με κεράσει… μία αστική ευγένειας μιας γυναίκας που, όπως μου εξομολογήθηκε, έζησε στη συνέχεια μία «πολύ όμορφη ζωή».
Σηκώθηκε να με ξεπροβοδίσει. Ήταν και για εκείνην μία μεγάλη μέρα, αυτή της συνάντησής μας. Συναντήθηκε με όλους τους δικούς της και μίλησε γι’ αυτούς.

Πηγή: https://www.rodiaki.gr

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ