Αρχική Ειδήσεις Εν Δωδεκανήσω «Το δικό μου ΑΝΤΙΟ σε έναν σιωπηλό κύριο, τον κύριο Μιχάλη Βαρδέλλη»

«Το δικό μου ΑΝΤΙΟ σε έναν σιωπηλό κύριο, τον κύριο Μιχάλη Βαρδέλλη»

0
2055

Γράφει η
Ρένα Παπακωνσταντίνου
Εκπαιδευτικός Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης

Τα χρόνια δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να τα σταματήσει. Μου έρχονται στο μυαλό σαν ασπρόμαυρη ταινία στιγμές από την παιδική μου ηλικία που τόσο τις αναπολώ.
Θυμάμαι κάτι σαββατόβραδα στο σπίτι στην Κέννεντυ κάπου 10 – 12 χρονών, να παίρνουμε οδηγίες να μην ανοίξουμε την τηλεόραση γιατί τα έργα είναι ακατάλληλα όταν τα τρία κορίτσια, υπό την προστασία της μεγάλης αδερφής, της Βαλασίας, θα μέναμε μόνα.

Τι γέλια που κάναμε και πόσο όμορφα περνούσαμε. Το σπίτι αυτό υπήρξε για εμένα πάντα οικογενειακή εστία με κάθε έννοια. Οι άνθρωποί του είναι για μένα κάτοικοι της καρδιάς μου όλα τα χρόνια που θυμάμαι τον εαυτό μου και είναι μαζί μου παντού, ανάλαφρο φορτίο στην πορεία της ζωής μου. Δύο μάτια μπλε, στο χρώμα της θάλασσας και τ’ ουρανού, θυμάμαι να με κοιτούν απέραντα κι αυτά….. λες και το χρώμα τους καθόρισε την ψυχοσύνθεση. Μία ζωή κοιτούσε με ανοχή γύρω του, προσέφερε με ανιδιοτέλεια ό,τι μπορούσε, έβαζε σε δεύτερη μοίρα ό,τι αγαπούσε για να μην δυσαρεστήσει τους ρυθμιστές της ιδιοσυγκρασίας του, τα μόρια που καθόριζαν την σκέψη και τη βούλησή του. Έμαθε από μικρός να υποτάσσεται και να καταπιέζει ασφυκτικά τα θέλω και τα όχι του. Πάντα σε μία οικογένεια βρίσκεται κάποιος ικανός να σηκώσει όλα τα βάρη, όχι γιατί το θέλει, αλλά γιατί τον κάνουν να πιστέψει πως έτσι πρέπει και ότι μόνο αυτός μπορεί.

Δούλεψε από 12 χρονών, γνώρισε τη μαυρίλα των ανθρώπων μέσα από τα γρανάζια και τις μηχανές των αυτοκινήτων και πάντα έδινε την ευκαιρία στον άλλον να πατήσει γκάζι και να φύγει, μένοντας εκείνος πίσω ν’ αγναντεύει. Υπήρξε μέλος ευκατάστατης οικογένειας,  ουδέποτε όμως ταυτίστηκε με την άνεση και την πολυτέλεια, την επιδειξιομανία και την μεγαλομανία. Υπήρξε σεμνός, λιτοδίαιτος, ολιγαρκής.

Τον θυμάμαι με το γκρι παντελόνι του και το θαλασσί πουκάμισο του να μου τραβάει  παιχνιδίζοντας το αυτί και να με πειράζει.

Τον θυμάμαι να με ανακρίνει σκληρά σε μία δύσκολη οικογενειακή του στιγμή, αφήνοντας στην άκρη την έμφυτη σιωπή του και αποζητώντας να βρει άμεσα ότι πιο πολύτιμο έχασε.
Εικόνες από την Βορείου Ηπείρου, εικόνες από τα Τριάντα, πάντα ίδιες, μία ύπαρξη ήρεμη, γαλήνια, σιωπηλή που μέσα της έκρυβε θύελλες και μπόρες και ανεμοστρόβιλους.
Όλα τα έπνιγε και τίποτα δεν άφηνε να φανεί, πάντα έλεγε ναι εκεί που θεωρούσε ότι το οφείλει και το αίμα του αγρίευε και θύμωνε και στριμωχνότανε στις φλέβες, ώσπου ένας Λύκος εμφανίστηκε να ρουφήξει τα καταπιεσμένα συναισθήματα του και να του αφήσει λίγο χώρο ν’ αναπνεύσει.

Τον θυμάμαι στο «Σωτηρία», ήρεμο και χαμογελαστό να κάθεται στο κρεβάτι του και να μας κοιτά όλες μία προς μία. «Θέλω να μου κάνετε παρέα»,» Κύριε Μιχάλη μου ποιος την χάρη σας; Τέσσερις γυναίκες εδώ και όλες γεμάτες γοητεία!!!» Πόσο, όσο όμορφος ήταν ακόμα και μέσα στην ταλαιπωρία του….. Κάτασπρο δέρμα καθαρό και μάτια ξεκάθαρα και φωτεινά… Του βάλαμε δροσερά ρούχα, πλυμμένα με φροντίδα από την αγαπημένη του και ένιωσε όμορφα, μας το ‘πε, χαιρότανε τα χέρια τα αγαπημένα να τον φροντίζουν. Κάποια στιγμή κάτι χρειάστηκε και η ευγενική νοσηλεύτρια έτρεξε να τον εξυπηρετήσει.

«Κοπέλα μου χίλια συγνώμη σου ζητώ, δεν ήθελα καθόλου να σε τυραννήσω».
Πάντα οι άνθρωποι έχουν τον τρόπο να δείχνουν στους γύρω τους ότι δεν τους ξέρουν απόλυτα καλά. Πόση ευγένεια κρυβόταν σε αυτή τη φράση, πόση καλοσύνη! Βράδιασε και έπρεπε να φύγω…..» Κύριε Μιχάλη μου, θα ‘ρθω πάλι αύριο να σε δω, να γίνεις γρήγορα καλά και να φύγεις από εδώ, να πας σπίτι σου.»
«Θα σε περιμένω Ρένα μου, σίγουρα να ‘ρθεις, Θέλω να μου κάνεις παρέα…»
Πάλεψες με κύματα και δράκους, κάπου τα κατάφερνες, κάπου η αναπνοή δεν έφτανε την μπόρα να περάσεις».
Πόσους βοήθησες μη φανερά, πόσοι νέοι σ’ ένιωθαν φίλο τους, πόσο σωστός στάθηκες σε δύσκολες ώρες των παιδιών σου.

Το χρήμα υπήρχε πάντα στη ζωή σου, όμως ποτέ δεν το υπηρέτησες.
Την ώρα που έπρεπε να πεις στον πατρικό τον λόγο σε μία δύσκολη στιγμή, δεν έκρινες μ’ αυτό, μα με τα μάτια ενός ανθρώπου με ψυχή, που έκρινε την ύπαρξη, τη διάσταση στην ζωή των άλλων και όχι το χρήμα. Ήσουν σωστός κι ευαίσθητος και ας μην το έδειχνες. Δεν αγανάκτησες ποτέ από τα αίσχη γύρω σου. Ίσως κλεφτό κοιτούσες αυτό που είχες δίπλα σου και σκεφτόσουν ότι για αυτό και μόνο δεν πρέπει να βλέπεις την έξω ασχήμια.

Αγαπούσες το ταίρι σου και ας μην το έλεγες. Το θαύμαζες! Έτσι έμαθες να κάνεις, να προσπερνάς το συναίσθημα και να είσαι σωστός με το στανιό. Πιστεύω πως όλη σου η καταπίεση κληροδοτήθηκε σε φωνή της αλήθειας στην πρωτοκόρη σου, που ψέματα δεν μπορεί να πει και κοιτά κατάματα και καμαρωτά την ωμή πραγματικότητα.
Κι όλη η κρυφή σου ευαισθησία, ο ρομαντισμός και καλοσύνη σου, κληροδοτήθηκαν στη δεύτερη, που δεν μπορεί να κρύψει τη λύπη ή την χαρά της, που κλαίει για τον συνάνθρωπο της είτε πονά, είτε έχει χαρά και σκορπίζει ζεστασιά.

Στην τρίτη και μεγαλύτερη, μέσα από τη σιωπή σου, της έμαθες να μην σιωπά. Να γίνει πιο επιλεκτική στο μοίρασμα της αγάπης της και να τσιγκουνευτεί την καλοσύνη της εκεί όπου το χάρισμα της δεν το κατέχουν.
Κύριε Μιχάλη μου η μέρα χάραξε και εγώ έτοιμη πια για τη δουλειά. Μεγαλώσαμε κύριε Μιχάλη, κάναμε και παιδιά. Θα εντάξω μέσα στη διδασκαλία λίγα λεπτά να μάθω στα νεα βλασταράκια, πως η σιωπή δεν είναι χρυσός και είναι μέγας ψεύτης, όποιος αυτό πρεσβεύει. Η σιωπή είναι πνιγμός και όσοι μείναμε εδώ και σ’ αγαπάμε, αποτάσσουμε τη σιωπή….απεταξάμην!!!

«Όμως τα μάτια μου σου έδειξαν εσένα
γιατί είμαι σιωπηλός και η λύρα μου ακούρδιστη
πριν γίνει ο χωρισμός μας μοιραίος
και πριν μας αναγκάσει να φύγουμε
Εσύ για άλλα χείλη που τραγουδούν με αρμονία
Και εγώ εδώ να αναπολώ μάταια
Φιλιά που δεν έδωσα, τραγούδια που δεν είπα»
» η σιωπή του έρωτα»

Oscar Wilde

Ίσως και να θελες
να το αφιερώσεις στην αγαπημένη σου…..
Αντίο Κύριε Μιχάλη…..
Πάντα θα είσαι στην παρέα μας!!!!

 


Πηγή : rodiaki.gr

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ