Με βαθιά συγκίνηση και σεβασμό η Κάλυμνος αποχαιρέτησε τη Γερόντισσα Κυπριανή, την ταπεινή και αθόρυβη Καθηγουμένη της Ιεράς Μονής Αγίων Πάντων – Αγίου Σάββα, η οποία το Σάββατο 1η Νοεμβρίου παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα της στον Κύριο, ολοκληρώνοντας μία πορεία 72 ετών αδιάλειπτης προσφοράς, προσευχής και αυταπάρνησης. Η ζωή της, πλούσια σε θυσιαστική αγάπη, υπακοή και μαρτυρία πίστεως, υπήρξε ζωντανό παράδειγμα μοναχικής αρετής και ευλογίας για αμέτρητους προσκυνητές και πνευματικά της παιδιά.

Στο αφιέρωμα που ακολουθεί, ο Αρχιμανδρίτης Δημήτριος Καββαδίας σκιαγραφεί με σεβασμό και ευγνωμοσύνη τη μορφή και το έργο της μακαριστής Γερόντισσας, που άφησε ανεξίτηλο αποτύπωμα στην ιστορική Μονή και στην τοπική Εκκλησία της Καλύμνου.
Ἀρχιμανδρίτου Δημητρίου Καββαδία
Ἡ ὁσιακὴ κοίμησις τῆς Μοναχῆς Κυπριανῆς Καθηγουμένης τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίων Πάντων (Ἁγίου Σάββα) Καλύμνου
Τὸ Σάββατο 1η Νοεμβρίου ἀνεχώρησε γιὰ τὴν Βασιλεἰα τῶν Οὐρανῶν ἡ Γερόντισσα Κυπριανή, ἡ ταπεινὴ καὶ διακριτικὴ μοναχὴ καὶ Καθηγουμένη τῆς ἱστορικῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίων Πάντων – Ἁγίου Σάββα Καλύμνου.
Ἐκοιμήθη εἰρηνικὰ στὴν Μονὴ τῆς μετανοίας της, ὕστερα ἀπὸ ζωὴ καὶ διακονία 72 ἐτῶν στὸν ἱερὸ χῶρο ποὺ ἐξαγιάστηκε ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Ὁσίου Γέροντος καὶ Κτίτορος Ἀρχιμανδρίτου Ἱεροθέου Κουρούνη, τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ ἐν Καλύμνῳ καὶ μιᾶς πλειάδος εὐλαβῶν καλογραιῶν ποὺ διακόνησαν στὰ ἱερὰ αὐτὰ σκηνώματα γιὰ περισσότερο ἀπὸ ἑκατὸ χρόνια.
Ἡ μακαριστὴ Γερόντισσα, ζήσασα ὡς ὑποτακτικὴ ἄνω τῶν τριάκοντα ἐτῶν, κατάφερε μὲ τὴν ἁπλότητα τοῦ χαρακτήρα της καὶ τὴν ἀφάνειά της νὰ ἐπιβληθεῖ στὶς ψυχὲς τῶν πιστῶν καὶ νὰ κρατήσει ἀναμμένη τὴν λαμπάδα τῆς παρακαταθήκης τοῦ Ἁγίου Σάββα.
Ἡ Γερόντισσα Κυπριανὴ εἶδε τὸ φῶς τῆς ζωῆς στὶς 15 Αὐγούστου τοῦ 1934. Γεννήθηκε στὴν Ἐράτυρα Κοζάνης ἀπὸ τοὺς εὐλαβεῖς γονεῖς της Κωνσταντῖνο καὶ Εὐθαλία. Τὸ σπίτι τους στόλιζε ἡ παρουσία τῶν ἑπτὰ παιδιῶν ποὺ τοὺς χάρισε ὁ Θεός. Ἦταν πτωχοὶ γεωργοί, ἄνθρωποι τοῦ μόχθου, μὰ εὐσεβεῖς καὶ καλόγνωμοι, οἱ ὁποῖοι μεγάλωσαν τὰ παιδιά τους, Καλλιόπη, Ἀθανασία, Στυλιανό, Μάρκο, Ἀντώνιο, Βασιλικὴ καὶ Θωμαΐδα, μὲ παραδοσιακὲς ἀρχὲς καὶ τοὺς ἔμαθαν νὰ ἀγαποῦν τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν πατρίδα. Καὶ αὐτὸ φάνηκε, ὅταν ἀργότερα τέσσερα μέλη τῆς οἰκογενείας τους, οἱ δύο γονεῖς καὶ δύο ἀπὸ τὰ παιδιά, ἀφιερώθηκαν στὸν Θεό, καὶ μάλιστα στὸ ἀκριτικὸ νησὶ τῆς Καλύμνου.
Ἡ Γερόντισσα κατὰ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα ἔλαβε τὸ ὄνομα Βασιλική. Τὰ παιδικά της χρόνια -ὅπως καὶ πολλῶν ἄλλων ἑλληνόπουλων – κάθε ἄλλο παρὰ ξένοιαστα καὶ ἀνέφελα ἦταν. Καὶ αὐτὸ γιατὶ μετὰ ἀπὸ λίγο ξέσπασε ὁ Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸν ὁ συμμοριτοπόλεμος, ποὺ δυστυχῶς ἐπεσώρευσαν πολλὰ δεινὰ στὴν πατρίδα μας‧ ἡ δὲ γενέτειρα τῆς Βασιλικῆς ὑπέφερε πολύ.
Τὰ γεγονότα τῆς περιόδου ἐκείνης ἔπληξαν περισσότερο τοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐπαρχίας. Οἱ συμμορίτες – ὑπακούοντας σὲ ξένα κέντρα ἐξουσίας ποὺ ἤθελαν νὰ ἀναλάβουν τὴν διακυβέρνηση τῆς χώρας μας – προέβαιναν καθημερινὰ σὲ ἐπιδρομὲς κατὰ τῶν ἑλληνικῶν χωριῶν. Λεηλατοῦσαν τὴν ὕπαιθρο, ἔκαιγαν τὰ σπίτια, ἔκλεβαν περιουσίες, ἅρπαζαν χρήματα, ζῶα, βίαζαν τὶς γυναῖκες, ἐκτελοῦσαν τοὺς ἄντρες, καὶ τὸ φρικτότερο ὅλων: τὸ παιδομάζωμα. Ἀπήγαγαν τὰ πιὸ γερὰ καὶ ἔξυπνα παιδιὰ καὶ τὰ φυγάδευαν στὶς χῶρες τῶν Βαλκανίων ποὺ ἤδη τελοῦσαν ὑπὸ τὸ ἀθεϊστικὸ καθεστὼς ποὺ ἐπέβλεπε ἡ Σοβιετικὴ Ἕνωση.
Οἱ καλοὶ συγγενεῖς τοῦ Κωνσταντίνου καὶ τῆς Εὐθαλίας φυγάδευσαν τὰ ἑπτὰ παιδιά τους στὴν Θεσσαλονίκη γιὰ ὅσο καιρὸ χρειαζόταν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Βασιλικὴ ἀναγκάστηκε νὰ διακόψει τὴν φοίτησή της στὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο καὶ νὰ βοηθεῖ στὸ μεγάλωμα τῶν ἀδελφῶν της.
Ἀπὸ μικρὴ ἀγαποῦσε τὸν ἐκκλησιασμὸ καὶ τὰ κηρύγματα. Ἡ νεανικὴ ψυχή της σκιρτοῦσε γιὰ μιὰ ἀνώτερη ζωή, ἀσύμβατη μὲ ὅσα ἐπέβαλαν τὰ καθιερωμένα ἤθη, τὴν δημιουργία δηλαδὴ μιᾶς οἰκογένειας.
Ἦταν ἕνα τακτικὸ καὶ νοικοκυρεμένο παιδί, συνετό, ἥσυχο, πρόθυμο νὰ βοηθεῖ καὶ νὰ συντρέχει τοὺς πάντες. Τῆς ἄρεσε πολὺ τὸ κέντημα καὶ τὸ πλέξιμο, γιατὶ μποροῦσε ἐν ἡσυχίᾳ νὰ προσεύχεται παράλληλα μὲ τὸ ἐργόχειρό της. Ἔτσι, σύντομα ἐκδήλωσε τὴν ἐπιθυμία της νὰ μονάσει. Ἦταν ἔφηβη καὶ ἀνήλικη καὶ ὅπως ἦταν φυσικὸ οἱ πρῶτοι ποὺ ἀντέδρασαν σὲ αὐτὴν τὴν ἐπιλογή της ἦταν οἱ γονεῖς της.
Ἐπειδὴ ὅμως ὅλα τὰ κινεῖ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ πρὸς ὄφελος τῆς ψυχῆς μας, τῆς δόθηκε ἡ εὐκαιρία νὰ ἐγκαταλείψει τὰ πάντα γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ φάσμα τοῦ πολέμου εἶχε ἤδη ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. Ἡ οἰκογένεια ἑνωμένη εἶχε ἐπιστρέψει στὴν Κοζάνη. Ὁ ἀδελφός της Στυλιανὸς ὑπηρετοῦσε στὸν ἑλληνικὸ στρατὸ στὴν Θεσσαλονίκη. Τελοῦσε ὑπὸ τὴν πνευματικὴ ἐπίβλεψη τοῦ φλογεροῦ Ἱεροκήρυκα, Ἀρχιμανδρίτη Αὐγουστίνου Καντιώτη ποὺ εἶχε ἀναπτύξει πολυποίκιλη δράση, καὶ ἰδιαίτερα στὸν εὐαίσθητο τομέα τῆς νεότητος.
Ὁ Στυλιανός, λοιπόν, συνδέθηκε μὲ ἁγνὴ φιλία μὲ πολλοὺς καὶ καλοὺς νέους τῆς ἐποχῆς ποὺ σὺν τῷ χρόνῳ ἔγιναν καλοὶ οἰκογενειάρχες καὶ καλοὶ ἐπαγγελματίες. Μεταξὺ αὐτῶν ἦταν καὶ ὁ Κουμπαρᾶς Ἀτσᾶς ἀπὸ τὴν Κάλυμνο ποὺ ἀργότερα διηύθυνε τὸ μεγαλύτερο κατάστημα ἐκκλησιαστικῶν εἰδῶν στὸ νησὶ καὶ ἦταν καὶ περιζήτητος ἱεροψάλτης. Σὲ αὐτὸν τὸν φίλο ὁ Στυλιανὸς ἐκμυστηρεύθηκε τὸν πόθο τῆς ἀδελφῆς του Βασιλικῆς καὶ ἐκεῖνος τοῦ συνέστησε τὴν Μονὴ τῶν Ἁγίων Πάντων στὴν γενέτειρά του Κάλυμνο, ὅπου πρὸ ὀλίγων μόλις ἐτῶν εἶχε κοιμηθεῖ ἐν Κυρίῳ ὁ Ἅγιος Σάββας καὶ ὅλοι οἱ νησιῶτες διηγοῦντο τὰ θαύματά του.
Τὸ 1952 μέσῳ ἐπιστολῶν καὶ προσωπικῶν συστάσεων τοῦ νέου αὐτοῦ, ἡ Βασιλικὴ ἦλθε σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴν Μονὴ τῶν Ἁγίων Πάντων. Εἶχε πλέον ὁριστικὰ ἀποφασίσει ὅτι θέλει νὰ γίνει μοναχή. Πῶς, ὅμως, θὰ διέφευγε ἀπὸ τοὺς δικούς της καὶ θὰ πήγαινε μέσῳ Πειραιῶς στὴν Κάλυμνο ποὺ δὲν γνώριζε ὡς ἀνήλικη νὰ κυκλοφορήσει;

Ἡ νέα τότε Ἡγουμένη τῆς Μονῆς, Φιλοθέη Μοναχή, μὲ τὰ μέσα τῆς ἐποχῆς μετέβη στὴν Κοζάνη καὶ συνόδευσε τὴν 18χρονη Μακεδονίτισσα κόρη στὸ ταξίδι της πρὸς τὴν Μονή. Ἐπειδὴ ἀρχικῶς οἱ γονεῖς της δὲν συγκατατέθηκαν σὲ αὐτὴν τὴν ἐπιθυμία τῆς θυγατέρας τους, ἐκείνη ἔφυγε κρυφά. Ἡ ἀστυνομία ποὺ εἶχε εἰδοποιηθεῖ καὶ τὴν περίμενε στὸ λιμάνι τῆς Καλύμνου γιὰ νὰ τὴν ὁδηγήσει πίσω στὴν Κοζάνη, τίποτε δὲν κατάφερε. Διότι καὶ αὐτὴν καὶ τὴν Ἡγουμένη Φιλοθέη τὶς σκέπασε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὥστε ἀθέατες πέρασαν μπροστὰ ἀπὸ τὸν ἁρμόδιο ἀστυνομικό. Ὅταν, ὅμως, ὁ ἀστυνομικὸς μετέβη στὴν Μονὴ καὶ εἶδε τὴν νέα μπροστά του, διεπίστωσε ὅτι ἦταν τὸ ἀναζητούμενο πρόσωπο ποὺ εἶχε φθάσει στὸ νησὶ τὴν βραδιὰ ποὺ ἐκεῖνος ξημερώθηκε στὸν προβλήτα. Ἔκθαμβος διεπίστωσε ὅτι ἡ Θεία Χάρις σκέπασε καὶ προφύλαξε τὶς δύο γυναῖκες καὶ ἔκτοτε δὲν ἐνόχλησε τὸ μοναστήρι. Τὴν ἑπόμενη χρονιὰ ἡ Βασιλικὴ ἐκάρη ρασοφόρος ὑπὸ τοῦ Μητροπολίτου Καλύμνου, Λέρου καὶ Ἀστυπαλαίας Ἰσιδώρου, ὁ ὁποῖος εὐλαβεῖτο ἰδιαιτέρως τὸν Ἅγιο καὶ τὴν Μονή του. Ἡ Γέροντισσα Φιλοθέη ἔνδακρυς τῆς ἔδωσε τὸ μοναχικὸ ὄνομα «Κυπριανή» εἰς τιμὴν τοῦ Ἁγίου Ἱερομάρτυρος Κυπριανοῦ τοῦ θαυματουργοῦ, στοῦ ὁποίου τὸ ἱερὸ Μετόχιο στοὺς Βοθύνους εἶχε κοπιάσει ἰδιαιτέρως. Ἐπιπλέον ἡ Γερόντισσα Φιλοθέη ἤθελε νὰ τιμήσει καὶ τὸν εὐσεβέστατο πνευματικό της πατέρα καὶ κατανυκτικὸ λειτουργὸ τῆς Μονῆς Ἁγίας Αἰκατερίνης, ἱερομόναχο Κυπριανὸ Βλαβιανό.
Τὸ ἔτος 1961 ὁ Μητροπολίτης Ἰσίδωρος, εἰς ἀναγνώρισιν τοῦ ταπεινοῦ φρονήματός της καὶ τῆς προσφορᾶς της στὴν Μονή, τὴν ἔκειρε Μεγαλόσχημη Μοναχή.
Οἱ γονεῖς τῆς ἀδελφῆς Κυπριανῆς καὶ τοῦ Στυλιανοῦ τὸ ἑπόμενο ἔτος, τὸ 1962, ἐπισκέφθηκαν τὸ μοναστήρι γιὰ νὰ προσκυνήσουν καὶ νὰ δοῦν τὴν θυγατέρα τους. Τόσο καθηλώθηκαν ἀπὸ τὴν ἁγιότητα τοῦ ἱεροῦ χώρου καὶ τὴν γαλήνη καὶ εὐλογία ποὺ ἐξέπεμπε τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Σάββα, ποὺ ζήτησαν ἀπὸ τὴν Ἡγουμένη νὰ παραμείνουν στὴν Μονή. Σὲ σύντομο χρονικὸ διάστημα ὁ Μητροπολίτης Ἰσίδωρος τοὺς ἔκειρε μοναχούς. Ὁ μὲν Κωνσταντῖνος ἔλαβε τὸ μοναχικὸ ὄνομα «Ἱερόθεος Μοναχός», πρὸς τιμὴν τοῦ Ὁσίου Γέροντος καὶ Κτίτορος τῆς Μονῆς Ἱεροθέου Ἱερομονάχου Κουρούνη (+7 Αὐγούστου 1924), ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ προκάτοχος τοῦ Ἁγίου Σάββα στὴν πνευματικὴ διακονία τῆς Μονῆς. Ὁ μοναχὸς Ἱερόθεος, μὲ ἰδιαίτερο γιὰ τὴν ἡλικία του ζῆλο, τελοῦσε τὰ πνευματικά του καθήκοντα καὶ ὄντας ἔμπειρος γεωργός, ἀνέλαβε τοὺς κήπους καὶ τὰ χωράφια τῆς Μονῆς. Μὲ ὑπομονὴ καὶ μεθοδικότητα μετέτρεψε τὴν ἄγονη καὶ πετρώδη πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ σὲ θαλερὸ ἐλαιῶνα καὶ ἔτσι τὸ μοναστἠρι ἔχει σήμερα ἱκανὴ ποσότητα λαδιοῦ γιὰ τὶς ἀνάγκες του.
Ἡ Εὐθαλία ἔλαβε τὸ μοναστικὸ ὄνομα «Ἀγαθαγγέλη Μοναχή» πρὸς τιμὴν τῆς ἀδελφῆς Ἀγαθαγγέλης ποὺ ἦταν ὑποτακτικὴ τοῦ Κτίτορος Ἱεροθέου ἱερομονάχου καὶ ἡ ὁποία διακρίθηκε γιὰ τὸ ἀσκητικό της βίωμα. Ἡ νεώτερη πλέον ἀδελφὴ Ἀγαθαγγέλη ζοῦσε στὴν Μονὴ ἐν ὑπακοῇ, μὲ προσευχὴ καὶ ἀκούραστη ἐργασία. Τὴν ἄσκησή της συμπλήρωσε ἡ ἐπὶ ἕνα ἔτος ὑπομονὴ στὴν σωματικὴ της ἀσθένεια, καθὼς παρέμεινε κατάκοιτη ἕως τῆς εἰρηνικῆς κοιμήσεώς της στὶς 2 Δεκεμβρίου 1991.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Στυλιανὸς ζοῦσε μὲ ἔντονη τὴν ἐπιθυμία τῆς ἀφιερώσεως. Ὁ μοναχισμὸς ἦταν τὸ ποθούμενο ἀγαθὸ τῆς ψυχῆς του. Ἡ οἰκογένειά του εἶχε προσφέρει τρία της μέλη στὸν μοναχισμὸ καὶ ὅλοι οἱ λοιποὶ εἶχαν δημιουργήσει οἰκογένειες μὲ πνευματικὴ ζωὴ καὶ ἐργασία.
Ἔτσι, τὸ 1967, μετὰ τὴν πάροδο τριετίας ὅλης ἀπὸ τὴν ἀφιέρωση τῶν γονέων του, κατέβηκε στὴν Κάλυμνο. Ἦταν 10 Ὀκτωβρίου ὅταν προσῆλθε στὴν Μονὴ καὶ ἔβαλε μετάνοια. Τὸν ὑπεδέχθη ἡ φιλόστοργη Ἡγουμένη Φιλοθέη καὶ μαζὶ ἐπισκέφθηκαν τὸν τότε Μητροπολίτη Καλύμνου, Λέρου καὶ Ἀστυπαλαίας Ἰσίδωρο (Ἀηδονόπουλο).
Ὁ Μητροπολίτης συγκατένευσε στὸ αἴτημα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καὶ προέβη σὲ σύντομο σχετικὰ διάστημα στὴν μοναχικὴ ἀπόκαρση τοῦ Στυλιανοῦ. Στὶς 27 Ἰανουαρίου 1968, ἡμέρα ἑορτῆς τοῦ ἐσωτερικοῦ παρεκκλησίου τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου (ναοῦ τοῦ ὁποίου τὰ θεμέλια εἶχε εὐλογήσει ὁ Ἅγιος Σάββας) ἔγινε ἡ εἰς μεγαλόσχημον μοναχὸν χειροθεσία τοῦ Στυλιανοῦ στὸ παρεκκλήσιο αὐτό, ὁπότε καὶ ἔλαβε τὸ μοναστικὸν ὄνομα Αὐγουστῖνος γιὰ νὰ τιμηθεῖ ὁ πνευματικός του πατέρας Μητροπολίτης Αὐγουστῖνος.
Ὁ ἴδιος Ἀρχιερεὺς κατὰ τὴν ὀνομαστική του ἑορτή, στὶς 4 Φεβρουαρίου 1968, τὸν χειροτόνησε εἰς διάκονον καὶ τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, 10 Μαρτίου 1968, εἰς πρεσβύτερον. Καὶ οἱ δύο χειροτονίες τελέσθηκαν στὸν ἱστορικὸ Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Χριστοῦ στὴν Χώρα τῆς Καλύμνου. Ὁ ἴδιος Ἀρχιερέας στὶς 27 Ἰανουαρίου 1969 στὸ ἑορτάζον παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου στὸ μοναστήρι τὸν προεχείρισε εἰς Ἀρχιμανδρίτην καὶ Πνευματικόν.
Ἔκτοτε καὶ μὲ ἰδιαίτερο ζῆλο ἀφοσιώθηκε στὰ καθήκοντά του. Ὕστερα ἀπὸ ζωὴ θυσίας καὶ προσφορᾶς στὴν Μονή, στὴν ἀδελφότητα καὶ τὰ πνευματικά του τέκνα, ἐπὶ 53 συναπτὰ ἔτη, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ στὶς 3 Νοεμβρίου 2021.
Ἡ Γερόντισσα τῆς Μονῆς Μοναχὴ Φιλοθέη εἶχε συμπληρώσει τὴν ἐπὶ γῆς διακονία της καὶ μὲ ὑπομονὴ διήρχετο τὶς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς της στὸ μοναστήρι. Ὁ Κύριος τῆς δόξης τὴν κάλεσε κοντά Του στὶς 13 Ὀκτωβρίου 1984.
Μετὰ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία καὶ τὴν ταφή της τὰ ἡγουμενικὰ καθήκοντα ἀνετέθησαν διὰ βοῆς στὴν ἀδελφὴ Κυπριανὴ καὶ μὲ τὴν ἀπαραίτητη ἔγκριση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως. Ἡ ἐνθρόνισή της ἔγινε μέσα σὲ κλῖμα κατανύξεως, μετὰ τὸ τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο τῆς Γερόντισσας Φιλοθέης καὶ ἐπὶ τῇ ἑορτῇ τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, στὶς 21 Νοεμβρίου 1984. Συγκινημένος ὁ Μητροπολίτης Νεκτάριος τῆς ἐνεχείρισε τὴν ἡγουμενικὴ ράβδο εἰς διαδοχὴν τῶν ἡγουμενισσῶν Θέκλης καὶ Φιλοθέης.
Ἡ ἀδελφὴ Κυπριανὴ ἦταν μιὰ ἁπλὴ ἀδελφὴ τῆς Μονῆς, ἐργατική, πρόθυμη καὶ ὑπάκουη. Πάντοτε εὐγενὴς καὶ ἁπλὴ στὴν συμπεριφορά της, διακρινόταν γιὰ τὴν ἀγαθωσύνη καὶ τὸ φιλειρηνικὸ πνεῦμα της.
Τὸ κύριο διακόνημά της ἦταν ἡ προμήθεια τῆς Μονῆς. Ἐκεῖνα τὰ χρόνια δρόμος ἀναβάσεως στὴν Μονὴ δὲν ὑπῆρχε. Ὑπῆρχε μόνο ἕνα μονοπάτι καὶ ἡ ἀνάβαση γινόταν πεζῇ ἢ μὲ τὰ διάφορα ὑποζύγια. Ἡ ἀδελφὴ Κυπριανὴ ἔπρεπε μετὰ τὴν πρωινὴ ἀκολουθία νὰ σαμαρώσει τρία γαϊδούρια καὶ νὰ κατέβει στὴν πόλη γιὰ τὴν ἀγορὰ τῶν χρειωδῶν γιὰ τὴν ἀδελφότητα καὶ τὸ μοναστήρι. Ἔπρεπε νὰ μεταβεῖ στὴν Πόθια ἢ τὰ χωριὰ γιὰ τὶς ἀπαραίτητες προμήθειες καὶ αὐτὸ κάτω ἀπὸ ὁποιεσδήποτε καιρικὲς συνθῆκες. Ἔπρεπε νὰ ὑπομείνει τὸ ἡλιακὸ καῦμα μέσα στὸ ψῆμα τοῦ μεσημεριοῦ τὸ καλοκαίρι καὶ τὴν βροχὴ ἢ τὴν παγωνιὰ τὸν χειμώνα. Ἔπρεπε νὰ ἀνέβει πεζῇ, τραβώντας τὰ πεισματάρικα ζῶα ποὺ κουβαλοῦσαν ἀρκετὸ βάρος. Πάντοτε ἐργαζόταν ἀκούραστα καὶ μὲ ἀκατάβλητη δύναμη. Στὴν Μονὴ εἶχαν νέες ἀδελφὲς καὶ μικρὰ κορίτσια καὶ ἔπρεπε μὲ τὴν ἐντολὴ τῆς Ἡγουμένης Φιλοθέης νὰ ἐξασφαλίσει τὰ πάντα γιὰ τὴν συντήρηση τῆς ἀδελφότητος.
Μὲ τὴν ἴδια διάθεση ἐργαζόταν στὸ μαγειρεῖο, στὸν ξενώνα, στὸ ἀρχονταρίκι καὶ ὅπου ἀλλοῦ τὴν καλοῦσαν. Μὲ ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια κεντοῦσε διάφορα ἐργόχειρα χρησιμοποιώντας ὅλες τὶς βελονιὲς καὶ ἔπλεκε διάφορα πλεκτὰ γιὰ τὶς ἀδελφές. Κατὰ τὰ ἄλλα, κρατοῦσε τὸ κοινὸ ἐργόχειρο τῆς Μονῆς, τὸ τσαπὶ καὶ τὸ φτυάρι, τὶς ἀγροτικὲς δηλαδὴ ἐργασίες.
Ἀργότερα τῆς ἀνετέθη ἡ περιποίηση τῆς κατάκοιτης πλέον Γερόντισσας Φιλοθέης, διακονία τὴν ὁποία ἐκτελοῦσε μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ εὐγνώμονα διάθεση πρὸς τὴν πονεμένη πνευματική της μητέρα.
Ἀλλὰ καὶ ὡς Ἡγουμένη ἔμελλε νὰ λάμψει μὲ τὴν ἀρετή της μέσα στὸ μοναστήρι, ὅπου σχεδὸν τρία τέταρτα τοῦ αἰῶνα ἔζησε καὶ γεύθηκε κάθε εἴδους εὐλογία ἀλλὰ καὶ δοκιμασία τοῦ μονήρους βίου.
Τὰ διάφορα προβλήματα τοῦ μοναστηριοῦ τὰ ἀντιμετώπιζε μὲ πολλὴ πίστη καὶ προσευχή. Τὰ δάκρυα στόλιζαν τὰ μάτια της καὶ κρατοῦσε τὴν ἀπόλυτη σιωπὴ ἀποφεύγοντας νὰ δώσει τροφὴ στὸν δαίμονα τῆς κατακρίσεως καὶ τῆς μεμψιμοιρίας. Ἡ ὑπομονή της ἦταν ἀνεξάντλητη. Ἔχοντας ζήσει ὡς ὑποτακτικὴ πάνω ἀπὸ τριάντα χρόνια, «σπούδασε» πρακτικὰ τὴν ἐπιστήμη τῶν ἐπιστημῶν, τὸν μοναχισμό.
Ἀξιοσημείωτο εἶναι τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Γερόντισσα ἦταν ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὸ πάθος τῆς φιλοσυγγενείας. Ἦταν τὸ ἴδιο ταπεινὴ καὶ ὑπάκουη καὶ πρὸς τὸν Γέροντα (ἀδελφό της), τοὺς μοναχοὺς γονεῖς της καὶ πρὸς τὴν ἀδελφότητά της.
Μὲ τὴν εὐγένεια, τὴν καλωσύνη καὶ τὸ γλυκὺ καὶ ἀνυπόκριτο χαμόγελό της ὑποδεχόταν ὅλους στὸ μοναστήρι. Ἀπὸ τὸν ἀνώτατο κληρικὸ ἕως καὶ τὸν τελευταῖο προσκυνητή. Ἔμεινε στὴν μνήμη ὅλων γιὰ τὴν καταδεκτικότητα καὶ τὴν φιλοξενία της, τὴν φιλανθρωπία καὶ τὴν ἐλεημοσύνη της τόσο στὰ ὑλικὰ ὅσο καὶ στὰ πνευματικά. Καθημερινὰ καὶ «ἀπὸ φυλακῆς πρωΐας μέχρι νυκτός»(Ψαλμ. ͵ρκθ΄,6) τὴν Μονὴ ἐπισκέπτονται ἀπειράριθμοι προσκυνητὲς ἀπὸ τὸ νησί, τὰ Δωδεκάνησα, ὅλη τὴν Ἑλλάδα, Ἕλληνες καὶ μὴ τοῦ ἐξωτερικοῦ, ἀκόμη καὶ Τοῦρκοι. Μετὰ τὸ προσκύνημά τους στὸν Ἅγιο Σάββα τὸν θαυματουργό, ὅλοι ζητοῦν νὰ καταθέσουν τὸν πόνο καὶ τὰ προβλήματά τους στὴν φιλόξενη ἀδελφότητα τοῦ μοναστηριοῦ. Σ’ αὐτὸ τὸ ἔργο πρωτοστατοῦσε ἡ Γερόντισσα Κυπριανὴ μὲ τὴν ἁπλότητά της, τὸν θεοφώτιστο λόγο της ποὺ εἶχε ἀπόλυτο κῦρος καὶ τὴν ἁγιοπνευματικὴ συμβουλή της. Πολλοὶ τὴν ἐπισκέφθηκαν γιὰ νὰ τοὺς στηρίξει πνευματικὰ καὶ τὴν κοίταζαν μὲ ἐμπιστοσύνη κατάματα, βρέχοντας τὰ χέρια της μὲ τὰ δάκρυά τους. Τοιουτοτρόπως ἔγινε πνευματικὴ μητέρα τῶν πολλῶν, συνεχίζοντας μὲ τὴν ζωὴ καὶ τὴν διδαχή της τὸ καλὸ ὄνομα τῆς Μονῆς καὶ τὴν μοναχική της τάξη καὶ παράδοση.
Γιὰ τὴν ταπείνωσή της τὴν ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ ζήσει ἐπὶ γῆς πολλὲς εὐλογημένες καὶ δυνατὲς πνευματικὰ στιγμές. Ἀναδέχθηκε πνευματικὰ κατὰ τὸ Μεγάλο Σχῆμα τὶς νεώτερες ἀδελφὲς τῆς Μονῆς, καθὼς καὶ τὴν κατὰ σάρκα μητέρα τοῦ Μητροπολίτη Νεκταρίου, ὀνομάσασα αὐτὴν Ξένην Μοναχήν.
Μὲ ἰδιαίτερη χαρὰ ἄκουσε τὴν πράξη ἁγιοκατατάξεως τοῦ Ἁγίου Σάββα στὶς 7 Φεβρουαρίου 1992. Ἐξάλλου, ἦταν παροῦσα στὴν πρώτη ἐκταφὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα στὶς 7 Ἀπριλίου 1957, ἀλλὰ καὶ στὴν δεύτερη καὶ ὁριστικὴ τὴν 1η Μαΐου 1957. Ἔκτοτε κρατοῦσε στὴν ψυχή της ἄσβεστη τὴν ἐνθύμηση τῶν θαυμάτων, τῆς εὐωδίας τοῦ Ἁγίου καὶ ζοῦσε μὲ τὸν πόθο νὰ ζήσει αὐτὴν τὴν εὐλογημένη ἡμέρα τοῦ 1992.
Μὲ τὴν προτροπὴ καὶ εὐλογία τοῦ Μητροπολίτου Νεκταρίου ἀνέλαβε τὸ κοπιῶδες ἔργο συλλογῆς χρημάτων σὲ εἰδικὸ λογαριασμὸ τῆς Ἐθνικῆς Τραπέζης καὶ τὶς ἐργασίες ἀνεγέρσεως τοῦ νέου περικαλλοῦς Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Σάββα. Ἀκολούθως ἔζησε καὶ τὴν λαμπρὰ ἡμέρα τῶν ἐγκαινίων τὸ 2002, ὁπότε ἐγκαινιάστηκαν τὸ κωδωνοστάσιο, τὸ μουσεῖο καὶ ὁ νέος ξενώνας τῆς Μονῆς.
Ἐκτιμώντας τὴν ἐν γένει προσφορά της στὴν Ἱερὰ Μονὴ καὶ στὸν ἴδιο προσωπικά, ὁ φιλομόναχος καὶ φιλάγιος Ἐπίσκοπος Νεκτάριος τῆς ἀφιέρωσε τὸ ὑπὸ τὸν τίτλο «Μοναχή» ποίημά του ποὺ περιέχεται στὸ τευχίδιο ποιημάτων του «Δάκρυα» (= τὰ ἐαρινὰ εὐωδιαστὰ μανουσάκια ποὺ φύονται στὶς πλαγιὲς τοῦ ὄρους τῶν Ἁγίων Πάντων) . Ἰδιοχείρως δὲ τῆς ἀφιέρωσε τὰ ἑξῆς: «Στὴν ἀγγελόψυχη Γερόντισσα Κυπριανὴ μὲ τὴν εὐλογία μου» (καὶ μονογραφή).
Μοναχή
Μοναχή, Νύμφη Χριστοῦ,
καὶ δική μου μετὰ τὴν μάνα καλὴ μητέρα,
μοναχὴ τῶν δακρύων
καὶ μαθήτρια τῆς σχολῆς τῶν Ἀκοιμήτων.
Μοναχὴ τῆς ἀγάπης, τῆς στοργῆς
καὶ τῆς εὐγνωμοσύνης,
πῶς νὰ σ’ εὐχαριστήσω;
Γιατὶ τόσα δάκρυα ἔχυσες γιὰ μένα,
γιὰ τὴν Μονή σου καὶ τὸν εὐσεβή καὶ παράνομο λαό,
τὴν γνωστὴ ἄγνωστη σπείρα,
γιατὶ τόσο σιωπηλὰ πόνεσες,
γιὰ τὴν ἐξορία, τὸν διωγμό, τὸ φανατισμό,
καὶ τὶς ἄδικες ἐπιθέσεις ποὺ δέχθηκα μὲ γαλήνη;
Ἄκουσε, πτωχή μου Γερόντισσα, ἐσὺ γνωρίζεις,
πὼς ὅποιος ἀνεβεῖ στὸν Σταυρό,
ποτὲ ὁ ἴδιος δὲν κατεβαίνει,
τὸν κατεβάζουν οἱ ἄλλοι, ἀδελφή μου,
ὅπως συνέβη καὶ στὸν Σωτήρα μας,
καὶ περιμένουν ἔπειτα τὴν Ἀνάσταση.
Ἡ Γερόντισσα ὑπεδέχθη πολλοὺς ὑψηλόβαθμους κληρικοὺς στὴν Μονή, καθὼς καὶ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο καὶ συγκινημένη τοῦ μίλησε γιὰ τὰ τοῦ Ἁγίου Σάββα καὶ τὸν εὐχαρίστησε γιὰ τὴν εὐλογία τῆς ἁγιοκατατάξεώς Του.
Ἡ Γερόντισσα διεκρίθη ἐπίσης γιὰ τὸ ἐκκλησιαστικό της φρόνημα, ὑπακούοντας στοὺς Μητροπολίτες τοῦ νησιοῦ καὶ τοὺς πνευματικοὺς τῆς Μονῆς, συνεργαζομένη κατ’ ἄριστον τρόπον μαζί τους. Ἀλλὰ καὶ τὸ φιλακόλουθο πνεῦμα τὴν χαρακτήριζε, καθὼς ἕως τὰ ἔσχατά της δὲν ἔλειπε ἀπὸ καμμία ἀκολουθία, ὅσο κουρασμένη κι ἂν ἦταν, ὅσα διακονήματα κι ἂν ἔπρεπε νὰ διεκπεραιώσει.
Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Γέροντος Αὐγουστίνου, τὸ 2021, αἰσθάνθηκε κούραση. Ἔκτοτε ἡ προσευχὴ καὶ ἡ Θεία Κοινωνία ἔτρεφαν τὴν ψυχή της ἔτι περισσότερο. Σιγά -σιγὰ ἡ δύναμή της ὑποχωροῦσε λόγῳ γήρατος καὶ παρέμενε στὸ κελλάκι της προσευχομένη, κοινωνώντας τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ διοικοῦσα τὴν Μονὴ μὲ τὸν νοῦ της. Οἱ πόνοι δὲν ἔκαμψαν τὸ φρόνημά της καὶ τὶς ὧρες ποὺ ἡ δοκιμασία της ὑποχωροῦσε, δοξολογοῦσε τὸν Θεὸ καὶ τὸν θεράποντά Του Ἅγιο Σάββα καὶ ἔδινε ἀφειδώλευτα καὶ μὲ χαμόγελο τὴν εὐχή της στὶς ἀδελφὲς ποὺ τὴν διακονοῦσαν, στοὺς λειτουργοὺς ἱερεῖς τῆς Μονῆς ποὺ τὴν κοινωνοῦσαν καὶ ὁποιονδήποτε διέβαινε τὸ κατώφλι τοῦ κελλιοῦ της γιὰ νὰ τὴν ἐπισκεφθεῖ καὶ νὰ τῆς φιλήσει μὲ σεβασμὸ τὸ χέρι.
Ἤρεμη καὶ εἰρηνικὴ παρέδωσε τὸ πνεῦμα της εἰς χεῖρας Θεοῦ τὸ Σάββατο 1η Νοεμβρίου 2025 καὶ ὥρα 9η βραδινή, ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία τιμᾶται ἡ μνήμη τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Κοσμᾶ καὶ Δαμιανοῦ τῶν ἐξ Ἀσίας καὶ τῆς μητρὸς αὐτῶν Θεοδότης, καθὼς καὶ τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ τοῦ Γέροντος τοῦ ἐν Εὐβοίᾳ, καὶ ἀφοῦ ἔλαβε τὴν ὑψίστη δωρεὰ τῶν Ἁχράντων Μυστηρίων τὸ ἴδιο πρωινό.
Ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία καὶ ἡ ταφὴ τελέσθηκαν κατὰ τὸ μοναστικὸ ἔθος στὸ μοναστήρι μὲ τὴν παρουσία τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου, ἱερέων, μοναζουσῶν ἀπὸ τὶς ἄλλες Μονὲς τῆς νήσου καὶ πλήθους πιστῶν, τὴν ἑπομένη ἡμέρα Κυριακὴ 2 Νοεμβρίου.
«Ἡ ψυχὴ αὐτῆς ἐν ἀγαθοῖς αὐλισθήσεται» (Ψαλμ. κδ΄, 13)
«Καὶ τὸ μνημόσυνον αὐτῆς εἰς γενεὰν καὶ γενεάν» (Ψαλμ. ρα΄, 13)
Τὴν εὐχή της νὰ ἔχουμε!











