Η προσκυνηματική εκδρομή της ενορίας Αγίου Νικολάου Πυλίου σε Καλάβρυτα, Πάτρα, Άρτα, Κέρκυρα, Ιωάννινα & Καλαμπάκα

0
376

(Φωτογραφίες: Εμμανουήλ Κουρεμέτης)

Απόλυτα επιτυχημένη ήταν η προσκυνηματική εκδρομή της ενορίας Αγίου Νικολάου Πυλίου σε Καλάβρυτα, Πάτρα, Άρτα, Κέρκυρα, Ιωάννινα & Καλαμπάκα, με όλους τους εκδρομείς να δηλώνουν πολύ ικανοποιημένοι και ευχαριστημένοι από τα προσκυνήματα, τις εμπειρίες και το ταξίδι τους.

Πρώτος σταθμός ήταν η ιστορική Ιερά Μονή Μεγάλου Σπηλαίου στα Καλάβρυτα, στην συνέχεια η Παναγία Τρυπητή στο Αίγιο και τέλος ο εντυπωσιακός καθεδρικός Ιερός Ναός του Αγίου Ανδρέα στην Πάτρα.

Έπειτα πήγαν Άρτα από Ρίο-Αντίρριο, όπου επισκέφτηκαν την Ιερά Μονή Παναγίας Βλαχέρνας και το θρυλικό Γεφύρι της Άρτας. Διανυκτέρευσαν στην Ηγουμενίτσα και την επόμενη βρέθηκαν στην Κέρκυρα όπου επισκέφτηκαν: Την Ιερά Μονή Πλατυτέρας (όπου βρίσκεται ο Τάφος του Κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια), τον εντυπωσιακό Ιερό Ναό του Προστάτη και Πολιούχου των Κερκυραίων Θαυματουργού Αγίου Σπυρίδωνα με το χαριτόβρυτο ιερό λείψανο (έπεσαν στην εορτή της πρώτης Κυριακής του Νοεμβρίου που οι Κερκυραίοι γιορτάζουν για τρίτη φορά με μεγάλες τιμές τον Άγιο Σπυρίδωνα επειδή του έσωσε θαυματουργικά από την πανώλη το 1693).

Επίσης επισκέφτηκαν τον ΙΝ Αγίου Νικολάου των γερόντων, Παναγία Κρεμαστή και άλλα προσκυνήματα στην παλιά πόλη της Κέρκυρας (μνημείο UNESCO).

Στα Ιωάννινα μετέβησαν στην ιερά Μονή Παναγίας Ντουραχάνης που κτίσθηκε από τον Τούρκο Ντουραχάν Πασά μετά από θαυματουργική διάσωσή του από την Παναγία.

Έπειτα, στον εντυπωσιακό ΙΝ  του Νεομάρτυρος Αγίου Γεωργίου τοῦ ἐν Ἰωαννίνοις ἀθλήσαντος καὶ πολιούχου Ἰωαννίνων, καθώς και το θαυμαστό Σπήλαιο Περάματος, ένα τριώροφο παλάτι, με ασύγκριτες ομορφιές και θαυμαστά στολίδια, που συγκαταλέγεται ανάμεσα στα ομορφότερα των Βαλκανίων, το Μουσείο Επαναστάσεως και Αλή Πασά και το νησί της Κυρά Φροσύνης στη λίμνη Ιωαννίνων.

Επιστρέφοντας επισκέφτηκαν στην Καλαμπάκα την Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου με την μοναδική πρωτοτυπία όπου ο επιβλητικός άμβωνας υψώνεται στο κέντρο του ναού (φωτογραφίες Νίκου και Κωνσταντίνου Κίννα).

 

Ιερά Μονή Μεγάλου Σπηλαίου

undefined

Το Μέγα Σπήλαιο είναι ιστορικό μοναστήρι των Καλαβρύτων και ένα από τα σπουδαιότερα προσκυνήματα της Ορθοδοξίας στον Ελληνικό χώρο.

Τοποθεσία

Η Μονή βρίσκεται δέκα χιλιόμετρα βορειανατολικά των Καλαβρύτων κοντά στον δρόμο που ενώνει την Εθνική Οδό Πατρών – Αθηνών με τα Καλάβρυτα, και είναι κτισμένη στο άνοιγμα ενός μεγάλου φυσικού σπηλαίου (απ’ όπου και το όνομα της) της οροσειράς του Χελμού, επάνω από την απότομη χαράδρα του Βουραϊκού ποταμού, σε υψόμετρο περίπου 900 μέτρων, καθώς και σε κοντινή απόσταση και ψηλότερα του χωριού Κάτω Ζαχλωρού. Απόλυτα εναρμονισμένο με το άγριο και εντυπωσιακό τοπίο της περιοχής το οκταώροφο συγκρότημα της Μονής καθηλώνει και τον πιο αδιάφορο επισκέπτη. Το καθολικό της Μονής σκαμμένο στον βράχο, είναι ναός σταυροειδής, εγγεγραμμένος με δύο νάρθηκες. Ο κυρίως ναός έχει τοιχογραφίες του 1653, αξιόλογα μαρμαροθετήματα στο δάπεδο, ξυλόγλυπτο τέμπλο κ.λ.π. ενώ στον νάρθηκα οι τοιχογραφίες ανάγονται στις αρχές του 19ου αιώνα.

Ιστορική αναδρομή

Μονή Μεγάλου Σπηλαίου

Η Μονή, η οποία θεωρείται η αρχαιότερη στην Ελλάδα, κτίστηκε το 362 μ.Χ. από τους Θεσσαλονικείς αδερφούς μοναχούς, Συμεών και Θεόδωρο. Ενώ οι δύο αδελφοί βρίσκονταν στα Ιεροσόλυμα, είδαν ο καθένας ξεχωριστά μια οπτασία με την εντολή να μεταβούν στην Αχαΐα και να βρουν την Ιερή Εικόνα της Παναγίας από μαστίχα και κερί, φιλοτεχνημένη από τον Ευαγγελιστή Λουκά. Υστέρα από αλλεπάλληλες περιπλανήσεις και αποκαλυπτικά όνειρα, συνάντησαν εδώ το 362 μ.Χ. την κόρη Ευφροσύνη, βοσκοπούλα από το χωριό Γαλατά (Ζαχλωρού). Η Ευφροσύνη τους οδήγησε στο σπήλαιο που βρισκόταν η αναζητούμενη Ιερή Εικόνα, την οποία είχε ανακαλύψει νωρίτερα η ίδια «Θεία Βουλή», και με την οδηγία ενός τράγου από το κοπάδι της, που πήγαινε στο σπήλαιο για να πιει νερό από την πηγή που βρισκόταν εκεί. Η πηγή αυτή του σπηλαίου – μαρμάρινη κατόπιν – αποτελεί σήμερα, το γνωστό με το όνομα «η Πηγή της Κόρης», άγιασμα, ενώ η Ευφροσύνη τιμάται ως Αγία. Η Ιερή Εικόνα, σύμφωνα με την παράδοση, βρισκόταν δίπλα στην πηγή και φυλασσόταν από ένα φοβερό δράκο ο οποίος σκοτώθηκε από κεραυνό όταν επιτέθηκε στους δύο μοναχούς που προσπαθούσαν να καθαρίσουν τον ιερό χώρο από την πυκνή βλάστηση. Στη συνέχεια οι δύο μοναχοί κατασκεύασαν μικρό ναό και μερικά μικρά κελιά με τη συνδρομή του πλήθους των πιστών, που συνέρρεαν δια να προσκυνήσουν τη θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου. Πολλοί μάλιστα από τους πιστούς παρέμεναν για άσκηση. Σιγά – σιγά η Μονή έγινε μία από τις πλέον «πολυμονάχους Μονάς» και γνώρισε μεγάλη ακμή και αίγλη. Ο αρχικός ναός σωζόταν μέχρι το 1934, οπότε και καταστράφηκε από πυρκαγιά. Στην περιουσία της Μονής περιλαμβάνονταν ακίνητα στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη, στη Θεσσαλονίκη, και μεγάλες εκτάσεις στην Αχαΐα και την Ηλεία, τα λεγόμενα «Μετόχια». Η Μονή καταστράφηκε τουλάχιστον τέσσερις φορές από πυρκαγιές, το 840, το 1400, το 1640 και το 1934. Πάντοτε όμως η Αγία Εικόνα σωζόταν με τρόπο θαυμαστό. Ο Αυτοκράτορας Ανδρόνικος ο Γέρων φέρεται να ξανάχτισε το μοναστήρι το 1285 μετά από καταστροφική πυρκαγιά.

Το Μέγα Σπήλαιο έπαιξε σημαντικό ρόλο στις εξεγέρσεις κατά των Τούρκων. Το 1770 ο Μητροπολίτης Πατρών Παρθένιος επικεφαλής ενόπλων πολιόρκησε τα Καλάβρυτα. Τότε ο ηγούμενος της Μονής του Μεγάλου Σπηλαίου με άλλους μοναχούς και με τον σταυρό ανά χείρας πήγε στα Καλάβρυτα όπου μεσολαβώντας κατόρθωσε να παύσει η πολιορκία και να αποχωρήσουν ασφαλείς οι Τουρκικές οικογένειες. Χάρη σ’ αυτή την πράξη του ηγουμένου, όταν κατόπιν κατεστάλη η επανάσταση και ορδές Αλβανών λεηλατούσαν την Πελοπόννησο, η Μονή κατόρθωσε να διασωθεί και ταυτόχρονα να σώσει και πολλές ζωές Ελλήνων.[1]

Το μοναστήρι το 1830

Κατά την Επανάσταση του 1821 η Μονή αποτέλεσε φάρο της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού αλλά και κέντρο αντίστασης κατά των κατακτητών και παρότι δέχτηκε πολλές επιθέσεις, ποτέ δεν κατακτήθηκε. Το γεγονός που ξεχώρισε ήταν η απόκρουση της επέλασης του Ιμπραήμ τον Ιούνιο του 1827. Την 21η Ιουνίου οι Οθωμανοί Σαμή Εφέντης και Σεχνετζίπ Εφέντης, υπό τις διαταγές του Ιμπραήμ, κάλεσαν τους μοναχούς να του παραδώσουν το Μοναστήρι γράφοντας μεταξύ άλλων:

«Ηγούμενε θέλει στοχασθής τούτο το κίνημα των Ρωμαίων δεν θέλει έυγη σε κεφάλι, λοιπόν σαν φρόνιμος όπου είσαι στοχάσου βαθιά πως δεν ευρίσκεις καλό τέλος και θα είσαι νικημένος».

Την 22 Ιουνίου δόθηκε η ιστορική απάντηση του τότε ηγούμενου Δαμασκηνού στους Τούρκους: «… δια να προσκυνήσωμεν είναι αδύνατον διότι είμεθα ωρκισμένοι εις την πίστιν μας, ή να ελευθερωθούμεν ή να αποθάνωμεν πολεμούντες, και κατά το αϊνί μας δεν γίνεται να χαλάση ο ιερός όρκος της Πατρίδος μας. … αν έλθεις εδώ να μας πολεμήσης και μας νικήσης, δεν είναι μεγάλο κακόν, διότι θα νικήσης παπάδες, αν όμως νικηθής… θα είναι εντροπή σου και τότε οι Έλληνες θα εγκαρδιωθούν και θα σε κυνηγούν πανταχού. …».[2] Και πραγματικά ο στρατός του Ιμπραήμ που είχε και την υποστήριξη Ελλήνων προσκυνημένων υπό τον Νενέκο, αναγκάσθηκε να αποσυρθεί μετά από σκληρή μάχη στις 24 Ιουνίου, χάρη στη γενναία άμυνα από τους Πετμεζαίους και τον Φωτάκο. Το μοναστήρι όπου είχαν βρει καταφύγιο και πολλοί άμαχοι, οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να το καταλάβουν και μετά τη σύγκρουση είχαν πολλούς νεκρούς και τραυματίες εν αντιθέσει με το Ελληνικό στρατόπεδο. Μετά την έκβαση της μάχης που ήταν νικηφόρα για τους Έλληνες, οι κατακτητές αποχώρησαν από την ευρύτερη περιοχή των Καλαβρύτων.

Στο Σχολαρχείο που λειτουργούσε στη Μονή φοίτησε το 1895 ο τότε Γεώργιος Παρασκευόπουλος, τώρα Άγιος Γερβάσιος των Πατρών.

Στους νεότερους χρόνους καταστράφηκε πάλι από πυρκαγιά και ανοικοδομήθηκε το 1937, έχοντας τεθεί υπό την αιγίδα του Βασιλέως Γεωργίου Β΄ που θεμελίωσε και τη νέα πτέρυγά της. Τον Δεκέμβριο του 1943 τα Ναζιστικά στρατεύματα κατοχής λεηλάτησαν το μοναστήρι και εκτέλεσαν 16 άτομα, επισκέπτες, υποτακτικούς αλλά και μοναχούς. Ακόμη εννέα μοναχοί εκτελέστηκαν στη θέση «Ψηλός Σταυρός». Τα εναπομείναντα κελιά από την πυρκαγιά του 1934, πυρπολήθηκαν. Μετά τον πόλεμο ανεγέρθηκαν νέα κτίρια.

Κειμήλια

Το Μουσείο της Μονής εκτός από τα σημαντικά κειμήλια της Ελληνικής Επανάστασης, διαθέτει ένα σπάνιο λάβαρο με τις μορφές τριών βυζαντινών αυτοκρατόρων, σιγγίλια, χειρόγραφα με εξαίρετες μικρογραφίες, πολύτιμους χρυσούς σταυρούς με Τίμιο Ξύλο, χαλκογραφίες, προσωπογραφίες, Ευαγγέλια σε περγαμηνές, το ωμοφόριο του Χρύσανθου Νοταρά, χρυσοκέντητους Επιτάφιους, αντιμήνσια, βυζαντινές εικόνες μεγάλης αξίας κ.α. Μεγάλης αξίας είναι και η βιβλιοθήκη της με περισσότερους από 3.000 τόμους βιβλίων και πλήθος παλαιοτύπων. Σε ειδικό παρεκκλήσιο φυλάσσονται, λειψανοθήκες με οστά πολλών Αγίων και οι κάρες των ιδρυτών της Μονής.

Η Ιερή Εικόνα της Παναγίας της Μεγαλοσπηλαιώτισσας

Η Ιερή Εικόνα της Παναγίας της Μεγαλοσπηλαιώτισσας

Εξέχουσα θέση μεταξύ των ιερών κειμηλίων της Μονής κατέχει η Θαυματουργή Ιερή Εικόνα της «Παναγίας της Μεγαλοσπηλαιώτισσας», που είναι έργο του Ευαγγελιστή Λουκά (μία εκ των τριών που δημιούργησε και σώζονται μέχρι σήμερα). Σύμφωνα με αξιόπιστες ιστορικές μαρτυρίες, ο Ευαγγελιστής Λουκάς, μετά τον θάνατο του Απ. Παύλου, έδρασε, όπως και ο Απόστολος Ανδρέας, στην Αχαΐα, όπου πιθανότατα συνέγραψε το θαυμάσιο Ευαγγέλιό του και τις αριστουργηματικές «Πράξεις των Απόστολων». Όταν λοιπόν ήρθε στην Αχαΐα έφερε μαζί του από την Παλαιστίνη και τη συγκεκριμένη Ιερή Εικόνα (ευλογημένη από την ίδια την Παναγία) την οποία αργότερα δώρισε στους πρώτους χριστιανούς. Την εποχή των διωγμών αυτοί κατέφυγαν για ασφάλεια στο Σπήλαιο όπου και την έκρυψαν. Όταν οι ίδιοι πέθαναν ή φονεύθηκαν για τον Χριστό, η Εικόνα παρέμεινε στο Σπήλαιο μέχρι που ανακαλύφθηκε κατά τον θαυμαστό τρόπον από την Αγία Ευφροσύνη. Είναι ανάγλυφη, πάχους τριών πόντων και πλασμένη από κερί, μαστίχα και άλλες ύλες. Φέρει εσθήτα (φόρεμα) χρωματισμένη και χρυσά διαγράμματα. Από τις πολλές πυρκαγιές έχει αμαυρωθεί. Το σώμα της Παναγίας είναι στραμμένο δεξιά, με κεκλιμένη την κεφαλή προς τον Υιόν της, κρατώντας τον στο δεξί χέρι (Δεξιοκρατούσα), ο οποίος με το αριστερό του χέρι κρατεί ελαφρά την αριστερή παλάμη της Μητρός Του, ενώ με το δεξιό κρατάει το Ευαγγέλιο. Δεξιά και αριστερά της κηρόπλαστης Εικόνας παρίστανται, μετά φόβου άγγελοι. Στις τέσσερις γωνιές της Εικόνας δεξιά εξαπτέρυγα Σεραφείμ και αριστερά πολυόμματα Χερουβείμ.

Παναγία Τρυπητή Αίγιο

undefined

H Παναγία Τρυπητή είναι ένα ιστορικό ιερό προσκήνυμα της Θεοτόκου στην πόλη του Αιγίου. Είναι ένα από τα σημαντικότερα ορθόδοξα προσκυνήματα στην Ελλάδα.[1] Το ιερό είναι αφιερωμένο στη Μητέρα Θεοτόκο της Ζωοδόχου Πηγής.

Τα πολλά και εντυπωσιακά θαύματα που γίνονται με τις μεσιτείες της Παναγίας έχουν καθαγιάσει την εκκλησία στη συνείδηση των πιστών ως εθνικό ιερό. Χιλιάδες πιστοί, από όλη την Ελλάδα, καταφθάνουν κάθε χρόνο τη Παρασκευή της Διακαινησίμου στο Αίγιο, για να πάρουν τη χάρη της Παναγίας και να πάρουν την ευλογία Της. Στον 14ο τόμο του γαλλικού μηνιαίου περιοδικού Revue des deux Mondes του έτους 1876 αναφέρεται ότι ήταν μια μεγάλη γιορτή για τους Αιγιώτες.[2] Αναφέρει μάλιστα τη χρήση κροτίδων εκείνη την ημέρα. Αυτή την ημέρα κάθε χρόνο γίνεται λιτάνευση της Αγίας Εικόνας στους δρόμους του Αιγίου και είναι επίσημη θρησκευτική εορτή (αναγνωρισμένη ως επίσημη αργία με βασιλικό διάταγμα της 8ης Μαΐου 1933).

Το όνομα Τρυπητή προέρχεται από την λέξη «Τρύπα», επειδή η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας βρέθηκε σε μια τρύπα στο βράχο. Στο νάρθηκα της εκκλησίας (που βρίσκεται στο ισόγειο) υπάρχει μια πηγή με νερό. Οι πιστοί πίνουν αυτό το νερό ως ευλογία μιας και τελεί ακατάπαυστα θαυματουργές θεραπείες.

Πάτρα: Καθεδρικός Ιερός Ναός Αγίου Ανδρέα

undefinedΣτην τοποθεσία που μαρτύρησε ο Άγιος Απόστολος Ανδρέας ο Πρωτόκλητος κτίστηκε λαμπρός Ναός από τον 5ο αιώνα, ο οποίος μετά από καταστροφές ανοικοδομήθηκε εκ νέου το 19ο αιώνα.

Ο Ιερός Ναός Αγίου Ανδρέα Πατρών ή Καθεδρικός Ναός Αγίου Ανδρέα Πατρών είναι χριστιανική βασιλική στη δυτική πλευρά του κέντρου της Πάτρας. Μαζί με τον διπλανό παλαιό ναό του Αγίου Ανδρέα, αποτελούν έναν χώρο προσκυνήματος για Χριστιανούς από όλο τον κόσμο. Ο ναός είναι αφιερωμένος στον πρωτόκλητο απόστολο του Χριστού, Άγιο Ανδρέα. Η κατασκευή του βυζαντινού ρυθμού ναού ξεκίνησε το 1908 υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Αναστάσιου Μεταξά, τον οποίο ακολούθησε ο Γεώργιος Νομικός. Εγκαινιάστηκε 66 χρόνια αργότερα, το 1974. Καλύπτει εμβαδόν περίπου 2.600 τετραγωνικών μέτρων[3]. Πάνω στον κεντρικό θόλο υπάρχει ένας επίχρυσος σταυρός μήκους 5 μέτρων, και στους υπόλοιπους θόλους υπάρχουν 12 μικρότεροι σταυροί. Αυτοί οι σταυροί συμβολίζουν τον Ιησού και τους Αποστόλους του. Το εσωτερικό του ναού είναι διακοσμημένο με βυζαντινής τεχνοτροπίας τοιχογραφίες και μωσαϊκά.

Θεωρείται ο μεγαλύτερος ορθόδοξος ναός στην Ελλάδα[4] και από τους μεγαλύτερους στα Βαλκάνια.[5] Σύμφωνα με άλλες απόψεις ωστόσο πρόκειται για τον δεύτερο μεγαλύτερο ορθόδοξο ναό στην Ελλάδα, επόμενος του ναού του Αγίου Παντελεήμονα Αχαρνών στην Αθήνα.[6]

Λείψανα

Λείψανα του Αποστόλου Ανδρέα βρίσκονται στον ναό. Αποτελούνται από το μικρό δάκτυλο, μέρος του πάνω μέρους του κρανίου του Αποστόλου, και μικρά τμήματα του σταυρού στον οποίο μαρτύρησε, όλα τοποθετημένα σε ειδική λειψανοθήκη. Το άγιο σκήνωμα του Αποστόλου δόθηκε στο ναό από τη Βασιλική του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη το Σεπτέμβριο του 1964, υπό τις οδηγίες του Πάπα Παύλου ΣΤ΄. Ο Καρδινάλιος Μπέα ήταν ο αρχηγός της ομάδας 15 καρδιναλίων που παρέδωσαν τα λείψανα στον Μητροπολίτη Πατρών, Κωνσταντίνο στις 24 Σεπτεμβρίου 1964.[7] Εκατοντάδες πιστών (μεταξύ τους και ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου) και πολλοί Μητροπολίτες συμμετείχαν στη τελετή υποδοχής του λειψάνου.[8][9] Μετά από λιτάνευση στους δρόμους της πόλης, το λείψανο τοποθετήθηκε σε ειδική ασημένια μήτρα στο εσωτερικό του ναού. Ο σταυρός του Αγίου Ανδρέα είχε παρθεί από την Ελλάδα κατά τη διάρκεια των Σταυροφοριών του Δούκα της Βουργουνδίας. Τμήματα του σταυρού είχαν διαφυλαχθεί από τον Μεσαίωνα στην εκκλησία του Αγίου Βίκτωρος στη Μασσαλία. Επεστράφησαν στη Πάτρα στις 19 Ιανουαρίου 1980. Ο σταυρός του Αποστόλου παραδόθηκε στον Μητροπολίτη Πατρών Νικόδημο από την αντιπροσωπεία της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας υπό την καθοδήγηση του Καρδινάλιου Ρότζερ Ετσεγκαράι.

Άρτα: Παναγία της Βλαχέρνας

undefined

Η Μονή Βλαχερνών, ένα από τα σημαντικότερα βυζαντινά μνημεία της ευρύτερης περιοχής της Άρτας, υπήρξε ονομαστό μοναστήρι, βρίσκεται στο χωριό Βλαχέρνα, απέναντι από την Άρτα, και πήρε το όνομα από την ξακουστή Παναγία των Βλαχερνών της Κωνσταντινούπολης.

Συνδέεται με την οικογένεια των Πετραλείφων, στην οποία ανήκει η Θεοδώρα Πετραλείφα, βασίλισσα και πολιούχος της Άρτας, σύζυγος του Μιχαήλ Β΄, ηγεμόνα του Δεσποτάτου της Ηπείρου.

Κτισμένο στους πρόποδες της λοφοσειράς της Κουκουναριάς και σε μικρή απόσταση από την Άρτα, την πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου, το μνημείο εξακολουθεί και σήμερα να βρίσκεται σε λειτουργία, αφού αποτελεί τον ενοριακό ναό του ομώνυμου οικισμού. Έως και το 1814 ήταν αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, σήμερα όμως τιμάται στην κατάθεση της Τιμίας Εσθήτος της Παναγίας και εορτάζει στις 2 Ιουλίου.

Η πρώτη μαρτυρία για το μνημείο χρονολογείται στο α μισό του 13ου αιώνα, ενώ η αρχαιολογική έρευνα έφερε στο φως αρκετά στοιχεία που πιστοποιούν ότι στην ίδια θέση υπήρχε ναός ήδη από τα τέλη του 10 ου αιώνα. Στα τέλη του 12ου ή στις αρχές του 13ου αιώνα κτίστηκε στη σημερινή του μορφή, δηλαδή ως τρίκλιτη βασιλική, και τοιχογραφήθηκε στα μέσα του ίδιου αιώνα. Στο β΄ μισό του ίδιου αιώνα προστέθηκε ο νάρθηκας, ο οποίος τοιχογραφήθηκε λίγα χρόνια αργότερα.

Ο ναός έφερε πλούσιο μαρμάρινο διάκοσμο, όπως κολώνες, παρμένες από ρωμαϊκά κτίρια ή παλαιοχριστιανικές εκκλησίες, και κορινθιακά και ιωνικά κιονόκρανα που φέρουν ανάγλυφες παραστάσεις σταυρών, φυλλωμάτων, κ.ά.

Από το παλιό μαρμάρινο δάπεδο σώθηκαν αρκετά κομμάτια, εκ των οποίων ξεχωρίζουν για την υψηλή αισθητική του το ψηφιδωτό ομφάλιο στο μεσαίο κλίτος. Μαρμάρινο ήταν και το αρχικό τέμπλο εντυπωσιακής καλλιτεχνικής άποψης, το οποίο όμως καταστράφηκε στα χρόνια της τουρκοκρατίας και αντικαταστάθηκε από άλλο ξύλινο. Κομμάτια απ’ το παλιό τέμπλο σώζονται εντειχισμένα στις εξωτερικές θύρες του νάρθηκα, ενώ μερικά εκτίθενται στη Γλυπτοθήκη.

Οι τοιχογραφίες, έργο δύο διαφορετικών ζωγράφων, διακρίνονται για την αίσθηση του μνημειώδους και της αντίληψης του δραματικού στοιχείου. Ξεχωρίζει η μοναδική για το θέμα της -παράσταση της λιτάνευσης της εικόνας της Παναγίας της Οδηγήτριας στην Κωνσταντινούπολη, όπως γράφει σχετική επιγραφή.

Κοντά στις δυτικές γωνίες του κυρίως ναού υπάρχουν οι δύο μαρμάρινοι κιβωτιόσχημοι τάφοι με ανάγλυφη διακόσμηση και επιγραφές, που αποτελούν το ιδιαίτερο γνώρισμα του μνημείου. Εκεί κείτονται οι Κομνηνοδουκάδες και κατά μία άλλη άποψη μέλη της οικογένειας Πετραλείφα.

Από το βυζαντινό μοναστήρι, εκτός του καθολικού, σώζονται σήμερα δύο πτέρυγες κελίων που περικλείονται από ψηλό περιβολότοιχο. Το νοτιοδυτικό συγκρότημα των κελιών λειτούργησε για ένα διάστημα ως Δημοτικό σχολείο του οικισμού, ενώ το δυτικό, ολοσχερώς κατεστραμμένο έως πρόσφατα, υπήρξε κωτσέκι, δηλαδή, αποθήκη σιτηρών και διατηρούσε επίσης χώρους φιλοξενίας. Έχει γίνει σήμερα αποκατάσταση των ανατολικών και δυτικών κτιρίων του οικοδομικού συγκροτήματος της μονής, τα οποία είναι πλέον σε θέση να στεγάσουν πολλές λειτουργίες του μνημείου και της ενορίας του οικισμού.

Το θρυλικό γεφύρι της Άρτας, ορόσημο της πόλης πήρε την τελική του μορφή το 1612. Ωστόσο τα θεμέλια του γεφυριού δείχνουν ότι στη θέση αυτή υπήρχε γέφυρα ήδη από τους κλασσικούς ή ελληνιστικούς χρόνους. Η τελευταία προσθήκη έγινε στους χρόνους της Τουρκοκρατίας, όταν ανυψώθηκε το οδόστρωμα, οπότε το γεφύρι πήρε τη σημερινή του όψη.

Θρύλος και μαστοριά συναντιούνται πάνω στο υπέροχο αυτό κτίσμα, που αποτελεί και την πιο εντυπωσιακή υποδοχή της πόλης στον επισκέπτη που έρχεται απ’ τα δυτικά, όπως και το εντυπωσιακότερο αντίο της για κείνον που τη γνώρισε και την αποχαιρετάει.

Η ιστορία του γεφυριού της Άρτας είναι πολύ παλαιότερη απ’ ό,τι ίσως θα νόμιζε κανείς, επηρεασμένος απ’ το γνωστό δημοτικό τραγούδι και την εποχή που αυτό αντιπροσωπεύει. Η σημερινή του όψη είναι η κατάληξη πολλών κατά καιρούς συμπληρώσεων και ανακατασκευών του αρχικού κτίσματος. Η ίδια η δομή και ο τρόπος κατασκευής του μαρτυρούν για τις διάφορες φάσεις ολοκλήρωσης του έργου και μας οδηγούν στην αφετηρία της ιστορίας του.

Περιγραφή και ιστορικό του γεφυριού

Είναι φυσικό, αφού σ’ αυτά τα μέρη αναπτύχθηκε αξιόλογος πολιτισμός απ’ τα προχριστιανικά ακόμη χρόνια, να είχαν φτιάξει και οι αρχαίοι Αμβρακιώτες σ’ αυτό το σημείο κάποιο πέρασμα, έργο που ασφαλώς θα βελτιώθηκε στα Ελληνιστικά χρόνια, όταν ο Πύρρος έκανε την Αμβρακία πρωτεύουσα του κράτους του, κι ακόμη αργότερα – στα ρωμαϊκά χρόνια –  με την άνθηση της Νικόπολης και την αύξηση της εμπορικής κίνησης. Δυστυχώς τα στοιχεία που μας παρέχουν οι αρχαίες πηγές είναι ελάχιστα και γι’ αυτό είμαστε αναγκασμένοι να στηριχθούμε για τη μελέτη του στο ίδιο το κτίσμα.

Τα βάθρα του είναι κτισμένα με μεγάλους κανονικούς λίθους κατά το ισοδομικό σύστημα, με επίστεψη, έτσι που θυμίζουν τοιχοποιία ελληνιστικών μεγάρων. Αυτή λοιπόν η δομή των βάθρων μαρτυρεί ότι το γεφύρι θεμελιώθηκε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, και -κατά την άποψη του μελετητή Γιάννη Τσούτσινου- πιθανότατα είναι έργο του Πύρρου (3ος π.χ. αιώνας). Σύμφωνα με διαπιστώσεις του Φ. Πέτσα (αρχαιολόγου που παρακολούθησε τις εκσκαφές για τη στήριξη σιδερένιας γέφυρας πλάι στην παλιά στα χρόνια της κατοχής) το ίδιο χτίσιμο συνεχίζεται μέχρι τα κατώτατα θεμέλια του γεφυριού.

Πάνω σ’ αυτά τα βάθρα -κατά την άποψη ορισμένων μελετητών -κτίστηκαν κατά τη Βυζαντινή εποχή (πρώτη περίοδος του Δεσποτάτου της Ηπείρου) ή κατά την άποψη άλλων στην πρώτη μεταβυζαντινή περίοδο, τέσσερις μεγάλες καμάρες, μεταξύ των οποίων παρεμβλήθηκαν στα ποδαρικά τους καθώς και στα ακρινά σκέλη του σεφυριού 8 συνολικά μικρά τοξωτά ανοίγματα, για να διοχετεύονται τα νερά σε περίπτωση πλημμύρας. Η τοιχοποιία της ανωδομής είναι ομοιόμορφη με μικρούς κανονικούς λίθους.

Φαίνεται ότι η μεγαλύτερη καμάρα -που λόγω του ανοίγματός της ήταν περισσότερο επισφαλής- από άγνωστη αιτία γκρεμίστηκε και ξαναχτίστηκε στην τουρκοκρατία, και είναι ακριβώς αυτή η ανακατασκευή της ψηλής καμάρας που γέννησε το θρύλο της στοίχειωσης της γυναίκας του πρωτομάστορα και το αντίστοιχο δημοτικό τραγούδι. Σύμφωνα με σωσμένες γραπτές μαρτυρίες η κατασκευή αυτή έγινε το 1612, οι εργασίες κράτησαν τρία χρόνια και η νέα καμάρα έγινε ακόμη ψηλότερη, για μεγα Το γεφύρι μετά την απελευθέρωση

Το 1881, όταν απελευθερώθηκε η Άρτα, το γεφύρι ήταν το σύνορο της ελεύθερης με την τουρκοκρατημένη Ελλάδα. Το διώροφο νεοκλασικό κτίριο στο δυτικό άκρο του γεφυριού – που κτίστηκε το 1864 από αυστριακό αρχιτέκτονα και σήμερα στεγάζει το λαογραφικό μουσείο – αρχικά χρησιμοποιήθηκε ως φυλάκιο της Γέφυρας και αργότερα – μετά το 1881- ως μεθοριακός σταθμός – τελωνείο των Τούρκων. Στο τέλος της δεκαετίας του 1930 πλάι στα αρχαία βάθρα προστέθηκαν και τσιμεντένια – αισθητικά εκτρώματα – για τη στήριξη ξύλινης αρχικά γέφυρας, την οποία οι Γερμανοί κατακτητές, ενίσχυσαν με σιδηροδοκούς για τη διέλευση των οχημάτων τους. Το 1945 κατασκευάσθηκε κανονική σιδηρογέφυρα η οποία σε συνδυασμό με τις χονδροειδείς τσιμεντοβάσεις της κατέστρεψε τη βόρεια όψη του Παλιού γεφυριού. Μόλις πριν λίγα χρόνια απαλλάχτηκε το μνημείο απ’ αυτούς τους «κακοήθεις όγκους του και με τις εργασίες στερέωσης ξαναβρήκε την αρχική του λάμψη.

Κέρκυρα: Ιερά Μονή Πλατυτέρας (Τάφος Ι. Καποδίστρια)

Η Ιερά Μονή Πλατυτέρας ιδρύθηκε από τον Ιερομόναχο Χρύσανθο Συρόπουλο, ο οποίος καταγόταν από την Λευκάδα και ήρθε στην Κέρκυρα με τον αδερφό του επίσης Ιερομόναχο για να ιδρύσει μοναστήρι αφιερωμένο στην Υπεραγία Θεοτόκο. Η ήσυχη περιοχή μέσα σε ελαιώνες  και αμπελώνες σήμερα , με την επέκταση της πόλεως, βρίσκεται σε κεντρικό σημείο της Κέρκυρας.

Ο πρώτος ναός θεμελιώθηκε τον Νοέμβριο του 1743, και αφιερώθηκε στην Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου. Παράλληλα τοποθετήθηκε προσκυνητάρι, αφιερωμένο στους Αγίους Μάρτυρες Χρύσανθο και Δαρεία. Οι εργασίες για την ανέγερση του συγκροτήματος ολοκληρώθηκαν το 1746. Τότε άρχισαν οι εργασίες για την ίδρυση του μετοχίου της Μονής στο χωριό  Ευρωπούλοι, που αφιερώθηκε στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου.

Στα δύο  μοναστήρια αναπτύχθηκε αξιόλογη μοναστική αδελφότης. Κατά γραπτή παραγγελία του Χρυσάνθου υιοθετήθηκε και διατηρήθηκε πολύ αυστηρό και μοναστικό τυπικό, απαγόρευση κρεατοφαγίας και εισόδου γυναικών στη μονή. Το άβατο διατηρήθηκε για διακόσια και πλέον χρόνια. Καταργήθηκε την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν κατά τους βομβαρδισμούς  οι κάτοικοι των γειτονικών περιοχών ζήτησαν προστασία εκεί, κοντά στην Παναγία.

Ιωάννης Καποδίστριας

Στις προσπάθειες ανοικοδόμησης συνέβαλε  η οικογένεια Καποδίστρια, η οποία είχε στενές πνευματικές σχέσεις με την αδελφότητα. Την ευσέβεια του κόμη Αντωνίου Καποδίστρια και της οικογένειας του ενίσχυσε η κατά θαυματουργικό τρόπο σωτηρία το 1792 του γιού τους Ιωάννη, μετέπειτα Κυβερνήτη της Ελλάδας, οποίος συρόταν στο λιθόστρωτο από το αφηνιασμένο άλογό του. Ένας μοναχός  της Πλατυτέρας είδε προσευχόμενος  ως όραμα τη σκηνή αυτή, βγήκε από το μοναστήρι τη στιγμή που περνούσε απ’έξω το άλογο και το σταμάτησε. Η θαυμαστή αυτή διάσωση ιστορήθηκε και σε δυο εικόνες της εποχής, που φυλάσσονται στο μοναστήρι. Μια από αυτές φέρει την αφιέρωση << ΔΕΗΣΙΣ ΤΟΥ ΔΟΥΛΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ >>.

Ο Ιωάννης Καποδίστριας συνδέθηκε με τον ιερομόναχο Συμεών, τέταρτο κατά σειρά ηγούμενο, στον οποίο εξομολογείτο και τον οποίο συμβουλευόταν για κάθε πνευματικό του ζήτημα, σχέση που συνεχίστηκε, όταν ο Ιωάννης έφυγε το 1808 για την Ρωσία. Δώρισε στο μοναστήρι, μεταξύ άλλων, το περίτεχνο περίβλημα της κτιτορικής εικόνας της Γλυκοφιλούσας, καθώς και δυο μεγάλες εικόνες των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, έργα του Πολυτεχνείου της Μόσχας.

Ο Κυβερνήτης δολοφονήθηκε στο Ναύπλιο το 1831 και τάφηκε εκεί. Ο αδελφός του Αυγουστίνος, εκπληρώνοντας την επιθυμία του να ταφεί στην Κέρκυρα, έξι μήνες μετά μετέφερε τη σορό του με πλοίο στην Κέρκυρα και την έθαψε στον εσωνάρθηκα της Πλατυτέρας. Στον ίδιο χώρο λίγα χρόνια πριν είχε ταφεί ο πατέρας του και αργότερα τάφηκε και ο ίδιος ο Αυγουστίνος.

Άγιος Σπυρίδων –  ο εντυπωσιακός ναός και η αγάπη των Κερκυραίων

Ο Πολιούχος & Προστάτης της Κέρκυρας θαυμαστός Αγιος Σπυριδωνας

Οι παλιοί έλεγαν ότι από του Αγίου Σπυρίδωνα και μετά η μέρα μεγαλώνει σπυρί-σπυρί. Άλλοι λέγανε ότι ο Άγιος Σπυρίδωνας θεράπευε τα σπυριά (για αυτό και στη γιορτή του οι πιστοί φέρνουν κόλλυβα στην εκκλησία) και έδιωχνε την πανούκλα, σε μια εποχή που μαστιζόταν από τη συγκεκριμένη νόσο. Συγκεκριμένα, το 1825, αναφέρεται η παρουσία ενός καλόγερου να κυνηγά ένα θηρίο με ένα σταυρό στο χέρι, όταν οι Κερκυραίοι υπέφεραν από την πανούκλα, αναγκάζοντας το θηρίο να ορκιστεί να φύγει από το νησί των Φαιάκων δια παντός. Εκείνος ο καλόγερος πιστεύεται ότι ήταν ο Άγιος Σπυρίδων. Πολλοί επίσης υποστηρίζουν ότι ο Άγιος Σπυρίδωνας είναι βοηθός του Αϊ-Νικόλα σε θάλασσες και στεριές και βοηθάει όσους κινδυνεύουν, είτε στα ανοιχτά πέλαγα είτε στην στεριά. Για αυτό και κάθε τόσο, οι κάτοικοι τη Κέρκυρας αλλάζουν τα παπούτσια στο λείψανο του Αγίου, αφού φθείρονται ενόσω εκείνος γυρίζει για να βοηθήσει όσους τον επικαλεστούν.

Ο βίος του …

Υπάρχει κάτι αξιοσημείωτο σχετικά με τον Άγιο. Στην πραγματικότητα, ο Άγιος Σπυρίδωνας, αν και είναι πολιούχος και προστάτης της Κέρκυρας, ουδέποτε έζησε στο νησί όσο ήταν εν ζωή. Πριν γίνει κληρικός και κατόπιν επίσκοπος Κύπρου (Τριμυθούντα) περί τον 4ο μ.Χ. αιώνα, ο Άγιος Σπυρίδων ήταν βοσκός. Αγαπήθηκε πολύ όμως για το έργο του και ανακηρύχθηκε Άγιος λίγο μετά την κοίμησή του, το 358 μ.Χ. Το πώς κατέληξε ο Άγιος Σπυρίδων (το σκήνωμά του) στην Κέρκυρα είναι μια μεγάλη ιστορία που θέλει τον Κερκυραίο κληρικό Γεώργιο Καλοχαιρέτη να φυγαδεύει το σκήνωμα από την Κύπρο, όταν εκείνη κυριεύτηκε από Σαρακηνούς, γύρω στα μέσα του 1400μ.Χ.. Η αρχική τοποθεσία του ναού του Αγίου Σπυρίδωνα ήταν το προάστιο του Αγίου Ρόκκου (Σαρρόκος), όπου και παρέμεινε μέχρι το 1577 μ.Χ.. Η ανοικοδόμηση του Νέου Φρουρίου οδήγησε στην κατεδάφιση της εκκλησίας. Ο Άγιος Σπυρίδων και το άφθορο λείψανό του βρήκαν νέο “σπίτι” όταν ο ναός του ξαναχτίστηκε στα Καντούνια αυτή τη φορά (περιοχή επίσης γνωστή και ως Καντούνι του Αγίου Σπυρίδωνα), το 1589μ.Χ..

Η εκκλησία…

Ο ναός του Αγίου Σπυρίδωνα είναι από τα πιο σημαντικά βυζαντινά μνημεία του νησιού. Πρόκειται για μια εκκλησία χτισμένη με ρυθμό Μονόκλιτης Βασιλικής, με εντυπωσιακό μαρμάρινο τέμπλο φτιαγμένο από μάρμαρο Πάρου, ένα πυργοειδές καμπαναριό που ξεχωρίζει από τα στενά καντούνια της Κέρκυρας και 17 υπέροχα χρυσοποίκιλτα φατνώματα (ζωγραφιές) στην οροφή που αναπαριστούν σκηνές από τα Ευαγγέλια και τον βίο του Αγίου. Το σκήνωμα του Αγίου φυλάσσεται σε ασημένια λάρνακα που είναι τοποθετημένη μέσα σε κρύπτη.

Οι εορτασμοί…

Ο Άγιος Σπυρίδων γιορτάζεται τέσσερις φορές το χρόνο, όπου και γίνεται λιτανεία του σκηνώματός του. Αν κάνετε Πάσχα στην Κέρκυρα, θα μπορέσετε να παρευρεθείτε ίσως και σε δύο λιτανείες του σκηνώματος (το Μεγάλο Σάββατο και την Κυριακή των Βαΐων). Οι άλλες δυο λαμβάνουν χώρα στις 11 Αυγούστου και την πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου, προς ανάμνηση της απόκρουσης των τουρκικών δυνάμεων που πολιορκούσαν την Κέρκυρα και τη δεύτερη φορά που γλίτωσε το νησί από την πανώλη. Αν και καμία από τις παραπάνω ημερομηνίες δεν είναι η ημέρα εορτασμού την μνήμης του Αγίου, σύμφωνα με την εκκλησία, τόσο μεγάλη είναι η αγάπη των Κερκυραίων για τον προστάτη του νησιού τους που τον μνημονεύουν καθημερινά.

1/4

Ο Ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου των Γερόντων στο Καμπιέλο, γνωστός και ως Άγιος Νικόλαος ντε Βέκια (San Nicolo dei Vecchi), είναι μία από τις παλιότερες εκκλησίες της Παλαιάς Πόλης. Ο ναός απαντά από το 1497 ως συναδελφικός. Από το 1581 αναφέρεται αφιερωμένος στον Άγιο Νικόλαο και Άγιο Λάζαρο, μετά την κατεδάφιση του ναού του Αγίου Λαζάρου. Υπήρξε Καθεδρικός Ναός των Μεγάλων Πρωτοπαπάδων μέχρι το 1712. Σύμφωνα με την παράδοση, το 1575 μεταφέρθηκε στον ναό το ιερό λείψανο της Αγίας Θεοδώρας της Αυγούστας και παρέμεινε μέχρι το 1725. Ο ναός είναι μονόχωρος στον τύπο της μονόκλιτης βασιλικής. Το κτηριακό σύνολο του ναού περιλαμβάνει και την κατοικία του ιερέα στο βόρειο τμήμα του. Στο εσωτερικό, το λίθινο τέμπλο κοσμείται με σημαντικές εικόνες του 16ου και 17ου αιώνα. Στον ναό φυλάσσεται τμήμα του Τιμίου Ξύλου καθώς και λείψανα του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Λαζάρου και άλλων αγίων. Στον ναό βαπτίστηκε στις 11 Φεβρουαρίου 1776 ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας, Ιωάννης Καποδίστριας. Κατά το Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την εγκατάσταση του σερβικού στρατού στην Κέρκυρα, ο ναός παραχωρήθηκε προσωρινά για λειτουργία στους Σέρβους. Πηγές / Βιβλιογραφία – Καρύδης Σ., Δημουλάς, Γ., Πουλής, Γ., Χώροι λατρείας και κλήρος στην Κέρκυρα του 17ου αιώνα. Αρχειακά τεκμήρια, Αναγνωστική Εταιρία Κέρκυρας 2018, σ. 84. – Αγοροπούλου – Μπιρμπίλη Α., Η αρχιτεκτονική της πόλεως της Κέρκυρας κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας, Αθήνα 1976. – Λυκίσσας Μ., Η Κέρκυρα Εστία Μεταβυζαντινής Αγιογραφίας, Αθήνα 1960.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ