π. Νεκτάριος Ζορμπαλάς: Δικαίως λοιπόν, του απόκειται ο της δικαιοσύνης στέφανος | Γράφει η Κ. Παπαθωμά-Μαστοροπούλου

1
63

Πρόσφατα έφυγε από την ζωή ο Ζαχαρίας Ζορμπαλάς, ο μετέπειτα πατήρ
Νεκτάριος.

Η Κωακή εκκλησία μας τον τίμησε δεόντως και εις την χώρα και εις
την γενέτειρά του την Αντιμάχεια και συγκεκριμένα εις την ενορίαν των Αγίων
Αποστόλων, όπου μεγάλωσε και ανδρώθηκε.

Θα ήθελα να του αφιερώσω δυό λόγια καρδιάς ως το ύστατο χαίρε. Και αυτό, γιατί όχι μόνον τον γνωρίζαμε από παιδιά, αλλά ήταν και ο πρώτος, θα έλεγα, εκκλησιαστικός φωτιστής μας.

Τον βλέπαμε στην εκκλησία με σεβασμό, σαν μεγαλύτερο βέβαια και επί πλέον σαν
άνθρωπο πολύ ξεχωριστό. Στα παιδικά μας μάτια φάνταζε σαν ένας άγιος, σαν
ένας νέος Χριστός επί της γης. Σεμνός, σοβαρός, ολιγόλογος, μειλίχιος,
καλωσυνάτος, ήρεμος και προπαντός αθόρυβος, ταπεινός, χωρίς ίχνος
εγωπάθειας και αυτοπροβολής.

Ένα κόσμημα στο ψαλτήρι της εκκλησίας μας, κυρίως στους καθημερινούς εσπερινούς της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, που μας καθοδηγούσε να μάθομε το «Κύριε των Δυνάμεων», το «Άσπιλε», το «Εν παντί καιρώ» και ά.π.

Η όλη του παρουσία σου ενέπνεε ένα θρησκευτικό σεβασμό, μια ιερότητα κι ας μη φορούσε ράσο τότε. Παιδί της αγροτο-ποιμενικής Κω, της Πανελληνίου μεταπολεμικής φτώχειας, ξενιτεύτηκε μαζί με άλλους συγχωριανούς μας για την μακρινή Αυστραλία, κουβαλώντας
στις αποσκευές του όλο το ήθος της φυλής του και όλη την πνευματική
αρματωσιά της εποχής του.

Μα ο νους του Ζαχαρία δεν ήταν να γυρίσει πίσω παραλής σαν τον «Αμερικάνο» του Παπαδιαμάντη. Άλλος τον καλούσε.
Αρνήθηκε όντως εαυτόν, ήρε τον Σταυρόν αυτού και τον ηκολούθησε,
θεόκλητος ων, αλλά και αυτόκλητος. Το δημόκλητος το κατέκτησε και εις την
αλλοδαπήν, όπως απεδείχθη με την κοσμοσυρροή που προσήλθε να τον
αποχαιρετήσει, να πάρει την ευλογία του, αλλά και με τις βουρκωμένες
περιγραφές συμπατριωτών και φίλων: «δεν πρόκειται να ξαναγνωρίσομε όμοιόν
του, σαν τον παπα-Νεκτάριο κανείς!…»

Όντως ένας ταπεινός λευΐτης που
τίμησε εν ζωή το ελληνορθόδοξο ράσο και κράτησε ψηλά την δάδα της
ιερωσύνης. Ζούσε με αυτοσκοπό μόνον το ποίμνιόν του. Ένας αληθινός
ποιμενάρχης με όλα τα ουσιαστικά προσόντα. Αν τύχαινε να διαθέτει και τα τυπικά, θα ήταν άριστος οιακοστρόφος στο παραπαίον σκάφος της εκκλησίας μας.

Δεν παρασύρθηκε στην άμετρη εκκοσμίκευση, ούτε στην προκλητική
υπαλληλοποίηση της ιερωσύνης, που, μαζί με την υπαλληλοποίηση της
παιδείας, της δικαιοσύνης, της υγείας κ.λ.π., αποτελούν τα κορυφαία δείγματα
της αποδομημένης και παρηκμασμένης κοινωνίας μας.

Ο πατήρ Νεκτάριος αγάπησε και διακόνησε τον ανώνυμο ΑΝΘΡΩΠΟ, γιατί ακριβώς έκανε πράξη το «εφ’ όσον εποιήσατε τούτο ενί των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί
εποιήσατε».

Αγκάλιασε το ποίμνιό του, ημετέρους τε και αλλοδαπούς. Αγάπησε
και αγαπήθηκε. Στάθηκε βράχος ακλόνητος, πόλος έλξης, σταθερή αξία σ’
όλους εκεί στην μακρινή ξενιτειά.

Τους άκουγε, αφουγκραζόταν τις καρδιές τους, τον πόνο τους, τα προβλήματά τους, τους στήριζε, τους παρηγορούσε, για να κρατηθούν όρθιοι, ώστε να μη χαθή η μαγιά …. σπέρνοντας έτσι πολύ σπόρο. Και το «αντίδωρον» μέγιστον.

Όταν προ ετών γύρισε στην πατρίδα για τελικό αποχαιρετισμό, τον ρώτησα γιατί
δεν επιστρέφει οριστικά στον τόπο μας για να προσφέρει το «άλας» στην δική
μας εκκλησία, «δεν μπορώ τώρα πια, Κατέ μου, να τους αφήσω, με χρειάζονται» ήταν η απάντησή του.

Προέταξε την ωφέλεια των άλλων και όχι την δική του επιθυμία, υπερβαίνοντας έτσι ακόμα και τους Καλβικούς στίχους:
«Ας μη μου δώση η μοίρα μου εις ξένην γην τον τάφον. Είναι γλυκύς ο θάνατος,
μόνον όταν κοιμώμεθα εις την πατρίδα».

Δικαίως λοιπόν, του απόκειται ο της δικαιοσύνης στέφανος.
Χαίρε αγαπητέ Ζαχαρία.
Αιωνία η μνήμη σου, πατέρα Νεκτάριε.

Κατερίνα Παπαθωμά-Μαστοροπούλου

1 ΣΧΟΛΙΟ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ