Στο νησί μας βρίσκεται ο έξαρχος του Παναγίου Τάφου στην Κύπρο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βόστρων. Ο κύριος Τιμόθεος επισκέπτεται το νησί μας με αφορμή την συμπλήρωση 40 ημερών από την κοίμηση του Δανιήλ Χαματζόγλου. Ο Έξαρχος του Παναγίου Τάφου έχει συγγενείς στην Κω καθώς αδερφή του είναι η κ. Κατερίνα Χαματζόγλου και ανίψια του ο Δημήτρης και η Μαρία.
Ο Σεβασμιότατος χοροστάτησε στην λειτουργία σήμερα στην Αγία Παρασκευή ενώ αύριο θα λειτουργήσει στον Άγιο Νικόλαο. Με το πέρας της λειτουργίας μίλησε με εγκάρδια λόγια για τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Κώου και Νισύρου κ.κ. Ναθαναήλ. Με αισθήματα αγάπης και σεβασμού αναφέρθηκε και ο κ. Ναθαναήλ ευχόμενος ο Μητροπολίτης Βόστρων να επισκέπτεται πιο συχνά την Κω.
Οι πιστοί που παραβρέθηκαν σήμερα στην Αγία Παρασκευή ενθουσιάστηκαν με την απλότητα του Μητροπολίτη Βόστρων καθώς συνομίλησε με όλους για αρκετή ώρα.
Ο Σεβασμιότατος Τιμόθεος είναι καθηγητής πανεπιστημίου, ομιλεί 5 γλώσσες και επί σειρά ετών καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες για ειρήνη στην Μέση Ανατολή. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο κ. Τιμόθεος υπήρξε υποψήφιος για την θέση του Πατριάρχη Ιεροσολύμων.
ΓΙΑ ΤΗΝ KOSVOICE ΣΑΝΤΥ ΛΑΔΙΚΟΥ
ΤΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ
Ὁ Μητροπολίτης Τιμόθεος, κατά κόσμον Θεόδωρος Μαργαρίτης, τοῦ Ἀνδρέου καί τῆς Σταματίας, ἐγεννήθη εἰς τήν Πάτρα τό ἒτος 1951. Τά πρῶτα γράμματα ἐδιδάχθη εἰς τήν γενέτειραν αὐτοῦ, ἐν συνεχείᾳ τό 1967, εἰσῆλθεν δι’ ἐξετάσεων εἰς τήν Ριζάρειον Ἐκκλησιαστικήν Σχολήν, ἐν Χαλανδρίῳ Ἀθηνῶν, ἐκ τῆς ὁποίας ἀνεχώρησεν μέ προορισμόν τήν Ἁγίαν Πόλιν Ἱερουσαλήμ, εἰς τήν ὁποίαν ἀφίχθη τήν 23ην Νοεμβρίου, τοῦ αὐτοῦ ἒτους καί ἐνεγράφη εἰς τήν πατριαρχικήν Σχολήν. Ἐκάρη Μοναχός ὑπό τοῦ Πατριάρχου Βενεδίκτου (1970), μετονομασθείς Τιμόθεος. Τό αὐτό ἒτος, Συνοδικῇ ἀποφάσει, ἐχειροτονήθη Διάκονος εἰς τόν Πανάγιον Τάφον ὑπό τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Γάζης Στεφάνου καί διωρίσθη ἐφημέριος Διάκονος εἰς τόν Πανίερον Ναόν τῆς Ἀναστάσεως, ὃπου ὑπηρέτησεν ἐπί ἓν ἒτος. Τό 1971 διωρίσθη βοηθός Βιβλιοφύλακος, ὃπου ἀργότερον, ὑπό τήν εὐθύνην τοῦ Βιβλιοφύλακος ἀρχιμ. Καλλίστου, συνειργάσθη διά τήν ταξινόμησιν καί καταλογογράφησιν τῶν ἐντύπων βιβλίων τῆς Πατριαρχικῆς Βιβλιοθήκης Ἱεροσολύμων. Τό 1974, ὁ Πατριάρχης Βενέδικτος, τόν συμπεριέλαβεν εἰς τήν πατριαρχικήν του ἀντιπροσωπείαν, ὑπό τόν Ἀρχιεπίσκοπον Ἐλευθερουπόλεως Χρύσανθον, ἡ ὁποία μετέβη εἰς Ρωσίαν πρός ἀνταπόδοσιν τῆς ἐπισκέψεως τοῦ Πατριάρχου Ποιμένος εἰς τά Ἱεροσόλυμα. Τό ἑπόμενον ἒτος 1975, Συνοδικῇ ἀποφάσει, ἐχειροτονήθη Πρεσβύτερος εἰς τόν Πανάγιον Τάφον, ὑπό τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Λύδδης (μετέπειτα Βόστρων) Ὑμεναίου καί ὡσαύτως, Συνοδικῇ ἀποφάσει, τό ἲδιον ἒτος ἀπεστάλη εἰς τήν Θεολογικήν Ἀκαδημίαν τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως (τότε Λένινγκραντ) διά νά σπουδάσῃ τήν Ἱεράν Ἐπιστήμην τῆς Θεολογίας. Τό 1978, ὁ Πατριάρχης Βενέδικτος, τοῦ ἀπένειμε τό ὀφφίκιον τοῦ Ἀρχιμανδρίτου, τό ὁποῖον κατ’ ἐντολήν τοῦ Πατριάρχου, τοῦ ἐπέδωκε κατά τήν θείαν λειτουργίαν, εἰς εἰδικήν ἱεροτελεστίαν, ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Λένινγκραντ Νικόδημος. Ὡς φοιτητής Θεολογίας, ὡρίσθη μέλος τῆς ἀντιπροσωπείας τῶν φοιτητῶν τῆς Ἀκαδημίας, διά συμμετοχήν εἰς τάς Συνελεύσεις τοῦ Συνδέσμου Ὀρθοδόξου Νεολαίας εἰς τό Χελσίνκι τῆς Φιλλανδίας καί ἐν συνεχείᾳ εἰς τό Λένινγκραντ καί εἰς Παρισίους. Ἀποπερατώσας τάς σπουδάς αὐτοῦ εἰς Ρωσίαν, μέ βαθμόν ἂριστα, τό 1980, ὑπέβαλε εἰς τήν ἓδραν τῆς Πατρολογίας, τήν ἐπί πτυχίῳ διατριβήν του, μέ τῖτλον «Τά «Ἀμφιλόχια» τοῦ Μεγάλου Φωτίου» καί ὠνομάσθη «Kandidat» Θεολογίας. Ἐπέστρεψεν εἰς Ἱεροσόλυμα τόν Ἰούλιον τοῦ 1980 καί διωρίσθη ὑπό τοῦ Πατριάρχου Βενεδίκτου, Γραμματεύς εἰς τήν Ἀρχιγραμματείαν τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, ὑπό τόν Μητροπολίτην Καισαρείας Βασίλειον, ἀφ’ οὗ προηγουμένως διετέλεσεν ἐπί μικρόν τι διάστημα ἀντικαταστάτης τοῦ Ἡγουμένου τῆς Μονῆς Τιβεριάδος. Μετά τήν τελευτήν τοῦ Πατριάρχου Βενεδίκτου, διωρίσθη ἰδιαίτερος Γραμματεύς τοῦ νεοεκλεγέντος Πατριάρχου Διοδώρου, καί τό ἲδιον ἒτος (1981), ἀνέλαβε τήν Διεύθυνσιν τῶν Πατριαρχικῶν Γραφείων. Τό ἲδιον ἒτος συνώδευσε τόν Πατριάρχην Διόδωρον εἰς τάς ἐπισήμους ἐπισκέψεις του πρός τάς Ἐκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, Ἑλλάδος, Ρωσίας καί Κύπρου.
Τό 1982 συνώδευσεν τόν Πατριάρχην Διόδωρον εἰς τήν ἐπίσημον ἐπίσκεψιν αὐτοῦ πρός τήν Ὁμογένειαν τῶν Η.Π.Α. καί τήν συνάντησιν μετά τοῦ Προέδρου τῶν Η.Π.Α. Ronald Reagan. Τό ἲδιον ἒτος ἀνέλαβεν τάς διαπραγμετεύσεις μετά τῆς πολιτικῆς Διοικήσεως τοῦ Ἰσραήλ, πρός ἐπανάληψιν τῆς τελετῆς τοῦ Ἁγιασμοῦ τῶν ὑδάτων, εἰς τόν παραδοσιακόν τόπον τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου, ἐπί τῆς δυτικῆς Ὂχθης τοῦ Ἰορδάνου Ποταμοῦ, ἒθος, τό ὁποῖον εἶχεν ἀπαγορευθῆ ἀπό τοῦ 1969, λόγῳ τῆς ἐμπολέμου καταστάσεως Ἰορδανίας-Ἰσραήλ. Μετά ταύτας, ἐπανελήφθη ἡ ἀρχαία παράδοσις, ὡς καί ἡ ἐπίσκεψις καί προσευχή ἐντός τῆς παρακειμένης Μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου, δίς τοῦ ἒτους, ὑπό τῶν εὐλαβῶν προσκυνητῶν. Τό αὐτόν τό ἒτος, διωρίσθη Μέλος τῆς ἐπί τῶν Προσκυνημάτων Ἐπιτροπῆς, εἰς τήν ὁποίαν εἰργάσθη μετά ζήλου καί ἀόκνως διά τήν προάσπισιν τῶν δικαιωμάτων τῆς Ἀδελφότητος καί τοῦ Ἒθνους, ἐνῶ παραλλήλως ἀνετέθη εἰς αὐτόν ἡ ἐπιμέλεια τῆς ἀναδιοργανώσεως καί ἀναδείξεως τοῦ ἐγκαταλελειμένου Κοιμητηρίου τῆς Σιών (λόγῳ τοῦ ὃτι μέχρι τοῦ ἒτους 1967 εὑρίσκετο εἰς τήν νεκράν ζώνην) καί ἡ διεύθυνσις τῆς μετέπειτα συσταθείσης εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπί τῶν Κοιμητηρίων, τῆς ὁποίας ἐπί σειράν ἐτῶν ἐχρημάτισεν Πρόεδρος.
Τό 1983 ὠνομάσθη Γέρων Ἀρχιγραμματεύς καί συνώδευσε τόν Πατριάρχην Διόδωρον εἰς τάς κατ’ ἐκεῖνον τό ἒτος ἐπισήμους ἐπισκέψεις αὐτοῦ πρός τάς Ἐκκλησίας Σερβίας, Ρουμανίας καί Βουλγαρίας. Τό αὐτό ἒτος, διωρίσθη μέλος τῆς Ἐκπαιδευτικῆς Ἐπιτροπῆς, πρωτοστατήσας εἰς τήν διοργάνωσιν τῆς Σχολῆς τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, διά τούς ἀραβοφώνους ὀρθοδόξους νέους τῆς Ἁγίας Πόλεως καί τό 1990 ἀνέλαβε τήν προεδρίαν τῆς Ἐφορευτικῆς Ἐπιτροπῆς τῆς Σχολῆς.
Τό 1984 διωρίσθη Μέλος τῆς Διεθνοῦς Χριστιανικῆς Ἐπιτροπῆς, International Christian Committee (I.C.C.), ἡ ὁποία ἑδρεύει ἐν Ἱεροσολύμοις, διά τόν συντονισμόν παροχῆς βοηθείας πρός τούς Παλαιστινίους πρόσφυγας. Τό ἒτος 1985, διωρίσθη Μέλος τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου καί Μέλος τῆς Σχολικῆς Ἐφορείας τῆς ἐν Σιών Πατριαρχικῆς Σχολῆς.
Ὁ ἲδιος ἐνεπνεύσθη καί ἀνέλαβεν, ἀποφάσει τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, τήν διοργάνωσιν τοῦ πρώτου διορθοδόξου Συνεδρίου εἰς τήν Ἁγιωτάτην Ἐκκλησίαν Ἱεροσολύμων, τό 1986, μέ θέμα: «1600ή ἐπέτειος ἀπό τῆς Κοιμήσεως τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου, Ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων», ἀποκορύφωμα τοῦ ὁποίου ὑπῆρξεν τό Πανορθόδοξον Συλλείτουργον καί ἡ «Προσευχή ὑπέρ τῆς Εἰρήνης», εἰς τήν Βασιλικήν τῆς Ἁγίας Βηθλεέμ, εἰς τήν ὁποίαν συμμετέσχον οἱ Ἀντιπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί παρέστησαν οἱ Ἀρχηγοί καί Ἐκπρόσωποι τῶν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Γῇ χριστιανικῶν Κοινοτήτων καί πολιτικαί προσωπικότητες τοῦ Ἰσραήλ καί τῶν Παλαιστινίων. Τό αὐτό ἒτος 1986 μετέσχεν τῆς Γ΄ Πανορθοδόξου Προπαρασκευαστικῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης τῶν Ὀρθοδόξων Συνόδου ἐν τῷ Σαμπεζύ τῆς Γαλλίας καί τό αὐτόν ἒτος ἐξελέγη Μέλος τῆς Ἐκτελεστικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν Μέσης Ἀνατολῆς (M.E.C.C.), εἰς τό ὁποῖον ὑπηρέτησεν ἐπί 12ετίαν, μέχρι τῆς ἐκουσίου παραιτήσεώς του ἐκ τῆς θέσεως αὐτῆς. Τόν Ὀκτώβριον τοῦ αὐτοῦ ἒτους, μετέσχεν, ὡς συνοδός τοῦ Πατριάρχου Διοδώρου, τῆς τελετῆς ἐνθρονίσεως τοῦ Πατριάρχου Ρουμανίας κ. Θεοκτίστου.
Τό 1988, ὁμοφώνῳ ἀποφάσει τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Πορφυρουπόλεως καί ἐχειροτονήθη (28.2.) εἰς τό Καθολικόν τοῦ Πανιέρου Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως ὑπό τοῦ Πατριάρχου Διοδώρου, συλλειτουργησάντων τῶν ἀρχιερέων τοῦ Θρόνου, Καισαρείας Βασιλείου, Σκυθοπόλεως Κωνσταντίνου, Διοκαισαρείας Ἰακώβου, Σεβαστείας Κορνηλίου, Ἰορδάνου Παλλαδίου, Ἀσκάλωνος Ἀρκαδίου, Νεαπόλεως Ἀμβροσίου, Ἱεραπόλεως Εἰρηναίου, Γάζης Ἀθανασίου καί Τιβεριάδος Γρηγορίου.
Τό 1991 ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος Λύδδης. Τό αὐτό ἒτος, λόγῳ τῆς καταλήψεως τοῦ Ξενῶνος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου ὑπό ἰσραηλινῶν ἐποίκων, μετέβη, ὡς μέλος τῆς Πατριαρχικῆς Συνοδείας, πρός διεκδίκησιν τῶν δικαιωμάτων τοῦ Πατριαρχείου, εἰς τήν ἐν Στρασβούργῳ Γενικήν Συνέλευσιν τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως, τήν Ἰορδανίαν καί τήν Συρίαν. Μετέσχεν τῆς Μείζονος καί Ὑπερτελοῦς Συνόδου, ἐν Κύπρῳ καί τῆς Μείζονος Συνόδου, ἐν Βουλγαρίᾳ, πρός ἐξομάλυνσιν τῶν ἀναφυέντων ἐκεῖ σοβαρῶν ἐκκλησιαστικῶν προβλημάτων. Μετέσχεν ἐπίσης εἰς τήν προετοιμασίαν τῆς Συνάξεως τῶν Προκαθημένων καί αύτήν ταύτην τήν Σύναξιν αὐτῶν, τό 1992. Τό 1994 προήχθη εἰς Μητροπολίτην Λύδδης καί τό 1998 ἐξελέγη Μητροπολίτης, τῆς τετάρτης κατά σειράν εἰς τήν ἱεραρχίαν Μητροπόλεως Βόστρων καί προσηγορεύθη, τιμῆς ἓνεκεν, μέ τόν τίτλον Γέρων. Ἐξεπροσώπησε τό Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων εἰς τήν τελετήν Ἐνθρονίσεως τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κ. Χριστοδούλου. Ἒλαβεν μέρος εἰς Πανορθοδόξους διασκέψεις καί ἐκδηλώσεις, ὡς καί εἰς διάφορα διαχριστιανικά καί διαθρησκειακά συνέδρια, μεταξύ τῶν ὁποίων καί εἰς τήν, ἐν Ζιμπάμπουε, Γενικήν Συνέλευσιν τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν (W.C.C.), ὃπου ἐξεπροσώπησε τό Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων, εἰδικώτερον εἰς τήν τοποθέτησίν του ἐπί τοῦ Καθεστῶτος τῶν Ἁγίων Τόπων καί τῆς κρίσεως εἰς τάς σχέσεις Ἰσραηλινῶν-Παλαιστινίων. Τό ἒτος 1999, ἀνήγειρε τό παρά τόν ἀρχαῖον Σπήλαιον τῆς θεραπείας τῶν Λεπρῶν οἲκημα. Τό αὐτό ἒτος μετέσχεν ὡς ἐκπρόσωπος τοῦ Πατριαρχείου, εἰς τάς ἐπί τῇ 2000 χιλιετίᾳ ἐκδηλώσεις τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν εἰς τό Βατικανόν, ὃπου ἒσχεν προγραμματισμένην συνάντησιν μετά τοῦ Πάπα Ρώμης Ἰωάννου-Παύλου Β΄, τόν ὁποῖον ἐξ’ ὀνόματος τοῦ Προκαθημένου τῆς Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων, προσεκάλεσε τόν Ποντίφικα νά ἐπισκεφθῇ τά Ἱεροσόλυμα, διωργάνωσε δέ τήν μετά ἓν ἒτος συνάντησιν αὐτοῦ μετά τοῦ Πατριάρχου Διοδώρου εἰς τήν αἲθουσαν τοῦ Θρόνου τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων, ἐπί παρουσίᾳ καί τῶν ἂλλων Ἀρχηγῶν τῶν Χριστιανικῶν Κοινοτήτων τῆς Ἁγίας Γῆς. Διωργάνωσε τάς ἱστορικάς Πανορθοδόξους Ἐκδηλώσεις καί τούς Ἑορτασμούς, τῆς Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων, ἐπί τῇ συμπληρώσει 2000 ἐτῶν ἀπό τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, κατά τάς ὁποίας προσῆλθον, ἢ ἐξεπροσωπήθησαν ἃπαντες οἱ Πατριάρχαι καί Προκαθήμενοι τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ὡς καί οἱ περισσότεροι τῶν Ἀρχηγῶν τῶν Ὀρθοδόξων Κρατῶν, ἐπί κεφαλῆς τῶν ὁποίων ἐτέθη ὁ Πρόεδρος τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας. Εἰς τά πλαίσια τῶν ἑορταστικῶν αὐτῶν ἐκδηλώσεων διεδραμάτισε σημαντικόν ῥόλον εἰς τήν διοργάνωσιν δύο Πανορθοδόξων Θεολογικῶν Συνεδρίων εἰς τήν Ναζαρέτ, (Ἀπρίλιος 1999) καί εἰς τήν Ἁγίαν Πόλιν Ἱερουσαλήμ (Ἰούνιος 2000), ὃπου ἒλαβον χώραν καί πανορθόδοξα συλλείτουργα. Ὁ Μητροπολίτης Τιμόθεος διετέλεσεν στενός συνεργάτης τοῦ Πατριάρχου Διοδώρου, ἐπί τῆς πατριαρχίας τοῦ ὁποίου ἀνεγέρθησαν σχολεῖα διά τούς ἀραβόφωνας Ὀρθοδόξους μαθητάς, εἰς τάς πόλεις Ἀμμάν καί Ἂκαμπα Ἰορδανίας, Μπετσαχούρ καί Ρέμλης, ἐνῶ μετά πολλάς καί σκληράς διαπραγματεύσεις κατώρθωσε νά ἐπαναφέρῃ εἰς τήν χρῆσιν τοῦ Πατριαρχείου κτηριακόν συγκρότημα, τό ὁποῖον εὑρίσκεται εἰς τήν πόλιν Ἰόππην (Γιάφφα) καί ἐπί δεκαετίας ἦτο ὑπό τόν ἒλεγχον τοῦ Ὑπουργείου Ἁμύνης τοῦ Ἰσραήλ, εἰς τήν ἀνακαίνισιν τοῦ ὁποίου ἐδαπανήθη ὑπό τοῦ Ἱεροῦ Κοινοῦ τοῦ Παναγίου Τάφου, ποσόν ἂνω τῶν 300.000 Εὐρώ καί τό ὁποῖον ἀνακαινισθέν διετέθη διά τήν στέγασιν σχολείου, πρός κάλυψιν τῶν ἐκπαιδευτικῶν ἀναγκῶν τῆς ἐκεῖ ὀρθοδόξου Κοινότητος. Ὁ Μητροπολίτης Τιμόθεος ἐξησφάλισε οἰκονομικούς πόρους, διά τήν ἀποπεράτωσιν σχολικῶν κτηρίων εἰς τάς πόλεις Ραμάλλα καί Τάϋμπε καί ἰδιαιτέρως διά τήν ἐκ βάθρων ἀνέγερσιν σχολείου εἰς τό Κόφρ Γιασίφ, πρός ἐξυπηρέτησιν τῶν ἐκπαιδευτικῶν ἀναγκῶν τῶν ὀρθοδόξων τέκνων καί τῶν λοιπῶν μαθητῶν τῆς κωμοπόλεως. Εἰς ταῦτα καί ἃπαντα γενικῶς τά σχολεῖα τοῦ Πατριαρχείου εἰσήχθη ἡ διδασκαλία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης καί ἡ γνωριμία τῶν Παλαιστινίων μετά τῶν ἠθῶν καί ἐθίμων τῶν ἑλλήνων, εἰς μίαν προσπάθειαν προσεγγίσεως αὐτῶν πρός τήν Ἑλλάδα καί τά ἐθνικά συμφέροντα αὐτῆς εἰς τήν περιοχήν τῆς Μέσης Ἀνατολῆς. Ἐξησφάλισεν καί διέθεσεν μεγάλα χρηματικά ποσά, προερχόμενα ἀπό εὐσεβεῖς χριστιανικάς πηγάς, διά τήν ἐκ μωσαϊκοῦ διακόσμησιν τοῦ τρούλου τοῦ Καθολικοῦ τοῦ Πανιέρου Ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως καί τόν προορισθέντα διά τοῦτον νέον μαρμαρόγλυπτον Εἰκονοστάσιον (ὓψους $ 700.000,00), τό ὁποῖον ἐφιλοτεχνήθη εἰς τό ἐργαστήριον τοῦ κ. Φιλιππότου, ἐν Ἀθήναις. Ἐξησφάλισε ὡσαύτως ἱκανήν χρηματικήν βοήθειαν, ἐκ τῶν αὐτῶν εὐσεβῶν χριστιανῶν, διά τήν ἐπιβεβλημένην ἀναπαλαίωσιν πολλῶν ἱστορικῶν Μονῶν καί τήν ἀποπεράτωσιν Ναῶν εἰς διαφόρους περιοχάς τῆς πνευματικῆς δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων. Ἠγόρασε κτηματικήν ἒκτασιν εἰς τό χωρίον Ράμπα Ἰορδανίας καί διέθεσεν ταύτην διά ποιμαντικούς σκοπούς τῆς αὐτόθι ἀραβοφώνου ὀρθοδόξου Κοινότητος. Ἀποκορύφωμα τῶν ἒργων αὐτοῦ τυγχάνει ἡ, πρωτοβουλίᾳ καί ἐπιμελείᾳ αὐτοῦ, ἀνέγερσις ἐκ βάθρων τῆς νέας πτέρυγος τοῦ Πατριαρχικοῦ Μεγάρου ἐν Ἱεροσολύμοις, τήν ὁποίαν ἐπί σειράν δεκαετιῶν ὡραματίζετο ἡ Ἀδελφότης, συνολικῆς ἐκτάσεως 1.800 τ.μ., εἰς τήν ὁποίαν περιλαμβάνονται Ναΐδριον, αἲθουσα Θρόνου-ὑποδοχῆς, αἲθουσα συσκέψεων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, αἲθουσα ἀναμονῆς προσκυνητῶν, ξενῶνες καί ἂλλαι εὑρύχωροι αἲθουσαι, ἐκθέσεων καί συνεδρίων. Εἰς μίαν τῶν αἰθουσῶν, τῇ προτάσει τοῦ Μητροπολίτου Τιμοθέου, συνεδρίασαν οἱ Ὀρθόδοξοι Βουλευταί τῶν Εὐρωπαϊκῶν Χωρῶν, τόν Ἰούνιον τοῦ 2000, εἰς τά πλαίσια τῶν Πανορθοδόξων ἑορτασμῶν. Ὁ Μητροπολίτης Τιμόθεος ὑπεδέχθη καί συνώδευσεν ἃπαντας τούς Προκαθημένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπεσκέφθησαν τό Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων ἀπό τοῦ ἒτους 1981-2000, καί ὠργάνωσε τό πρόγραμμα αὐτῶν, ἐπίσης ὑπεδέχθη εἰς τήν Ἱερουσαλήμ καί πολλάς ἐξεχούσας πολιτικάς προσωπικότητας, κατά τάς ἐπισήμους ἢ τάς κατ’ ἰδίαν ἐπισκέψεις αὐτῶν εἰς τήν Ἁγίαν Πόλιν, μεταξύ τῶν ὁποίων τόν Καγκελάριον τῆς Δυτικῆς Γερμανίας Helmut Kohl, τόν Δήμαρχον Παρισίων καί μετέπειτα Πρόεδρον τῆς Γαλλίας Jack Shirac, τόν Πρόεδρον τῆς Ρωσίας Boris Yeltsin, τόν πρ. Πρόεδρον τῆς Γαλλίας Ziskar d’ Esten, δίς τόν Πρόεδρον τῆς Ρουμανίας Ion Iliescu, τόν Πρόεδρον τῆς Γεωργίας Edward Sevarnardze, δίς τόν Πρόεδρον τῆς Οὐκρανίας Koutshma, τόν πρ. Γενικόν Γραμματέα τῆς Σοβιετικῆς Ἑνώσεως, μετέπειτα πρόεδρον αὐτῆς καί ἐμπνευστήν τῆς «περεστρόϊκα», Michael Gorbatsov, τόν πρόεδρον τῆς Κίνας, Λευκορωσίας, Γεωργίας, κ.λ.π. Ἐπί εἰκοσαετίαν, εἰς τήν κατ’ ἒτος καθορισμένην συνάντησιν τῶν θρησκευτικῶν Ἀρχηγῶν μετά τοῦ Προέδρου τοῦ Ἰσραήλ, ἐπί τῷ νέῳ ἒτει, ἐξεφώνη τόν χαιρετισμόν πρός τόν Πρόεδρον τοῦ Κράτους, ἐξ’ ὀνόματος πάντων τῶν παρισταμένων Ἀρχηγῶν τῶν χριστιανικῶν Κοινοτήτων τοῦ Ἰσραήλ. Ἐξεπροσώπησεν ὡσαύτως τό Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων εἰς πλεῖστα ὃσα γεγονότα καί ἱστορικάς ἐπετείους τῶν ἀδελφῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί τῶν ἑτεροδόξων. Εἶναι συγγραφεύς πολλῶν ὁμιλιῶν, ἐκθέσεων, χρονικῶν, ἂρθρων καί ἂλλων συγγραμμάτων. Ἀπό τοῦ ἒτους 2000 συνέστησε Ταμεῖον Ὀρθοδόξου Φιλανθρωπίας, (Altoushkin Foundation for Christian Orthodox Charity-A.F.C.O.C.), ἐκ τοῦ ὁποίου μεγάλα ποσά διετέθησαν εἰς ἐνίσχυσιν εὐαγῶν Ὀρθοδόξων Ἱδρυμάτων, ὡς καί διά τάς ἀνάγκας ἀπόρων καί ἐν δεινῇ καταστάσει εὑρισκομένων ὀρθοδόξων οἰκογενειῶν καί ἐν γένει ἀσθενῶν ἐν Παλαιστίνῃ, ἐνῶ ἰδιαιτέραν μέριμναν ἐπιδεικνύει διά τοῦ ἰδίου Ταμείου, εἰς τήν παροχήν ὑποτροφιῶν πρός ὀρθοδόξους καί μή, ἀπόρους ἰθαγενεῖς φοιτητάς. Ἐμερίμνησε διά τήν ἒκδοσιν λειτουργικῶν καί θρησκευτικῶν βιβλίων, λευκωμάτων καί μηνιαίων περιοδικῶν.
Ἐτιμήθη μέ τά διάσημα ἀνωτέρων τιμητικῶν διακρίσεων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, μέ τόν Ἀνώτερον Ταξιάρχην τοῦ Τάγματος τῆς Τιμῆς, ὑπό τοῦ Προέδρου τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας κ. Στεφανοπούλου καί μέ τά διάσημα παρασήμων καί μεταλλίων ἀδελφῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καί ἂλλων χριστιανικῶν Ταγμάτων. Ὑπῆρξεν ὑποψήφιος διά τόν Πατριαρχικόν Θρόνον τῶν Ἱεροσολύμων. Ἐπί πατριαρχίας Εἰρηναίου, διωρίσθη Πρόεδρος τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Ἐφετείου (2002). Μετά τήν ἐκλογήν τοῦ πατριάρχου Θεοφίλου, διωρίσθη ὑπεύθυνος διά τήν ἀνασυγκρότησιν τῆς Ἐξαρχίας, ἐν Κύπρῳ (2005), ἒνθα καί ἐπί τό πλεῖστον διαβιοῖ. Ἐξεπροσώπησε τό Πατριαρχεῖον Ἱεροσολύμων εἰς τήν ἐνθρόνισιν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου κ. Χρυσοστόμου τοῦ Β΄ου, (2006), εἰς τάς ἑορταστικάς ἐκδηλώσεις τῆς Ἐκκλησίας Αἰθιοπίας (2007). Τῇ ἀδείᾳ τοῦ Πατριάρχου κ. Θεοφίλου καί δαπάναις τῆς Ἐξαρχίας, ἀνήγειρεν εἰς τό ἀπό δεκαετιῶν ἐγκαταλελειμμένον οἰκόπεδον, ἐπί τῆς ὁδοῦ Ρηγαίνης, κτήριον καί ἢρχισεν τό ἒργον τῆς ἀνεγέρσεως τοῦ συγκροτήματος τῆς Ἐξαρχίας, εἰς τήν παλαιάν Λευκωσίαν, παρά τήν Ἀρχιεπισκοπήν, τό ὁποῖον περιλαμβάνει Ναΐδριον, χώρους ὑποδοχῆς καί φιλοξενίας, ὡς καί Γραφεῖα.
Ὁ Μητροπολίτης Τιμόθεος, ὁμιλεῖ εὐχερῶς τήν ρωσικήν γλῶσσαν, τήν ἀγγλικήν, τήν ἀραβικήν καί τήν γαλλικήν.
kosvoice.gr
http://exarhiaptcy.com/index.php?option=com_content&view=article&id=31&Itemid=37
Αυτο ειναι βιογραφικο οχι ποιμαντικο στα τριαντα…………………………………………………..
Ας παρουν και δικους μας ιεραρχες να τους κανουν μαθημα τι σημαινει ποιμαντορια κλπ. αυτα ειναι τα παραδειγματα!