1940 Το έπος της Παναγίας-Θαύματα & εμφανίσεις της Θεοτόκου στο μέτωπο

0
1239

Μάθαμε όλοι οι Έλληνες να μιλάμε για το έπος του 1940 στα Βουνά της Πίνδου.
Είναι όμως έπος των Ελλήνων η έπος τής Παναγίας; Από τις διηγήσεις των στρατιωτών που θα ακολουθήσουν θα δούμε ότι ήταν έπος της Παναγίας και σ’ Αυτήν έπρεπε οι Έλληνες να αποδίδουμε τιμή όπως μας λέει ένα τροπάριο των αίνων της Αγίας Σκέπης.

Ήχος α“. Των ουρανίων ταγμάτων.
Την Αειπάρθενον Κόρην και Θεοτόκον Αγνήν, την των πολεμουμένων, συμμαχίαν και σκέπην, ημών δε εξαιρέτως καταφυγήν, και ετοίμην βοήθειαν, ανευφημήσωμεν σύμπασα η Ελλάς, μεγαλύνοντες την Σκέπην αυτής.

Έπρεπε όλοι οι Έλληνες να γεμίζουμε τις Εκκλησιές μας και να τιμήσουμε την Υπεραγία Θετόκο όπως μας λέει το τροπάριο «σύμπασα η Ελλάς».

Γράμμα από τη  Μόροβα

Ὁ Τάσος Ῥηγόπουλος, στρατευμένος στήν Ἀλβανία το 1940, ἔστειλε ἀπό το μέτωπο παρακάτω γράμμα στόν αδελφό του.

«Ἀδελφέ μου Νίκο.

Σοῦ γράφω ἀπὸ μιά ἀετοφωλιά, τετρακόσια μέτρα ψηλότερη από την κορυφή της Πάρνηθας. Ἡ φύσῃ τριγύρω εἶναι πάλλευκη. Σκοπός μου ὅμως δέν εἶναι νά σοῦ περιγράψω τα θέλγητρα μιᾶς χιονισμένης Μόροβας με όλο το άγιο  μεγαλεῖο της. Σκοπός μου εἶναι νά σοῦ μεταδώσω αὐτό πού ἔζησα, που το ειδα με τα μάτια μου καί πού φοβᾶμαι μήπως, ἀκούγοντας το από άλλους δεν το πιστέψεις.

Λίγες στιγμές πριν ορμήσουμε για το οχυρά της Μόροβας σε απόσταση καμιά δεκαριά μέτρων, μια μηλή μαυροφόρα έστεκε ἀκινήτη.

– Τις  εἶ; Μίλα…

Ὁ σκοπὸς θυμωμένος ξαναφώναξε:

– Τις εἶ;

Τότε, σὰν νά μᾶς πέρασε ὅλους ἠλεκτρικὸ ῥεῦμα, ψιθυρίσαμε: Η ΠΑΝΑΓΙΑ!

Ἐκείνη ὄρμησε ἐμπρὸς σὰν νά εἶχε φτερὰ ἀετοῦ. Ἐ­μεῖς ἀπὸ πίσω της. Συνεχῶς τὴν αἰσθανόμασταν νά μᾶς μεταγγίζει ἀντρειοσύνη. Ὁλοκλήρη ἑβδομάδα παλαίψαμε σκληρά, γιά νά καταλάβουμε τὰ ὀχυρὰ Ἰβάν-Μόροβας.

Ὑπογραμμίζω πώς ἡ ἐπίθεση μας πέτυχε τοὺς Ἰτα­λοὺς στήν ἀλλαγή τῶν μονάδων τους. Τὰ παλιὰ τμημα­τα εἶχαν τραβηχθεῖ πίσῳ καὶ τὰ καινουργία… κοιμόνταν! Τό τί ἔπαθαν δέν περιγράφεται. Ἐκείνη ὀρμοῦσε πάντα μπροστά. Κι ὅταν πιὰ νικητὲς ῥοβολούσαμε πρὸς τὴν ἀνυπεράσπιστη Κορυτσά, τότε ἠ Υπέρμαχος ἔγινε ἀτμός, νέφος ἁπαλὸ καὶ χάθηκε».

 

Ένα θαύμα έζησαν και οι στρατιώτες του 51ου τάγματος στην κορυφογραμμή Ροντένη.

Από τις 22 Ιανουαρίου και κάθε βράδυ στις εννέα και είκοσι ακριβώς, το βαρύ πυροβολικό των αντιπάλων άρχιζε βολή εναντίον του τάγματος. Ο εκνευρισμός και οι απώλειες ήταν πολλές. Οι τολμηροί ανιχνευτές δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τα εχθρικά πυροβόλα, προφανώς γιατί κάθε βράδυ οι αντίπαλοι τα μετακινούσαν. Η κατάσταση ήταν πιεστική. Ένα βράδυ του Φεβρουαρίου ακουστήκανε πάλι τα εχθρικά κανόνια.
«Παναγιά μου, βοήθησέ μας, σώσε μας», φώναξε εντελώς αυθόρμητα ο ταγματάρχης Πετράκης. Αμέσως στο βάθος πρόβαλε ένα φωτεινό σύννεφο και σιγά-σιγά δημιουργήθηκε κάτι σαν φωτοστέφανο και εμφανίστηκε η μορφή της Παναγίας, η οποία άρχισε να γέρνει προς τη γη και στάθηκε σε ένα φαράγγι. Όλοι στο τάγμα μόλις είδαν το θαύμα, ρίγησαν.
«Θαύμα!», φώναξαν και έκαναν το σταυρό τους. Αμέσως στάλθηκε μήνυμα στην ελληνική πυροβολαρχία, τα ελληνικά κανόνια βρόντηξαν και λίγο μετά τα αντίπαλα σίγησαν. Οι οβίδες των Ελλήνων είχαν πετύχει τον απόλυτο στόχο .

«Η πίστη κατά την διάρκεια του πολέμου, το σίγουρο είναι ότι βοηθάει τον δοκιμαζόμενο στρατιώτη. Και η εικόνα της προστάτιδας του φέρνει ελπίδα και αισιοδοξία. … οι Αρτινοί στο μέτωπο μπροστά στην εικόνα της Παναγιάς δεν φοβόνταν ούτε όλμους, ούτε τις εχθρικές σφαίρες…» .
Αριθ. Δ.Υ.
Εν Τ.Τ. 712 τη 3η Μαρτίου 1941
Ο Ανθυπασπιστής Γκάτζαρος Νικόλαος
Προς
Το 1/40 Τάγμα Ευζώνων Ενταύθα

«Περί εμφανίσεως της Παναγίας και των δοθεισών μοι υπ’ Αυτής εντολών».
«Λαμβάνω την τιμήν να αναφέρω υμίν, ότι χθες Κυριακήν, 2 Μαρτίου έ.έ. και περί ώραν 8ην μ.μ. μετέβην εις τι παρακείμενον του καταυλισμού 2ου Λόχου Τάγματος Υμών μικρόν ύψωμα απέχον περί τα 300μέτρα, χάριν περιπά του, αισθανθείς την ανάγκην κινήσεως. Μία μυστηριώδης δύναμις ωσάν να με ώθη προς τα εκεί. Ο αήρ έχει ήδη παύσει να φυσά και ο ουρανός ήτο αστερόης. Κατά την επιστροφήν μου εις την σκηνήν, δεν έχω αριθμήση 10 βήμα τα, ότε αιφνιδίως ενεφανίσθη εμπρός μου και μου ανέκοψε τον δρόμον μία γυνή μαυροφόρα έχουσα σεμνήν, την εμφάνισίν της. Το πρόσωπόν της διεκρίνετο χαρακτηριστικώς εις το βραδυνό ημίφως. Εις το θέαμα τούτο καταληφθείς εξ απροόπτου, κατ’ αρχάς εξεπλάγην, κατόπιν όμως αυτοστιγμεί συνήλθον εκ του τρόμου, επειδή εγνώριζον, ότι πολλάκις η Παναγία ενεφανίσθη είτε ως όραμα, είτε καθ’ ύπνον κατά τας πολεμικάς επιχειρήσεις του Στράτου μας.
Εγώ όλως μηχανικώς έλαβονθέσινημιγονυπετή, ίνα ασπασθώ την δεξιάν Της. Εκ της συγκινήσεως οι οφθαλμοί μου εδάκρυζον, οι πόδες και τα χείλη μου έτρεμον επί πολλήνώραν. Ήκουσα να ομιλή: «Είμαι η Παναγία. Μη φοβείσαι παιδί μου, είπε! Εγώ ενεφανίσθην να σου είπω τρεις λόγους, τους οποίους να μη λησμονήσης:
1) Ο παρών πόλεμος εκηρύχθη απροκαλύπτως και αναιτίως υπό της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδος. Θελήματί μου η Ελλάς θα εξέλθη τούτου νικηφόρως.
2) Ο πόλεμος ούτος εκηρύχθη εναντίον της Ελλάδος, ίνα γνωρίση ο κόσμος, ότι αφορμή τούτου είναι η απομάκρυνσίς του εκ της Χριστιανικής θρησκείας, καθ’ ην ύβριζεν, εβλασφήμει τα θεία της και έρρεπε προς τον εκφυλισμόν και την ακολασίαν και ούτως συμμορφωθή, ίνα μάθη ότι υπάρχει και προΐσταται ο Θεός. Τρανώτατα δε τεκμήρια της υπάρξεως ταύτης είναι τα συχνά θαύματα των Αγίων της Εκκλησίας του Χριστού.
3) Έπρεπε να μάθη ο κόσμος, ότι ο δίκαιος πάντοτε υπερισχύει της βίας.
Ανάφερε, λοιπόν, ταύτα και εγγράφως εις τον Διοικητήν σου, ίνα μη πτοηθή προ ουδενός κωλύματος, καθότι υπό την προστασίαν Μου ο Ελληνικός Στρατός θα νικήση!».
Μεθ’ ο εν τη εξαφανίσει Της οι οφθαλμοί μου εθαμβώθησαν.
Εν τέλει συνήλθον εν μέρει και κατηυθύνθην αμέσως εις την σκηνήν υμών, όπου έξωθι ταύτης ανέφερονυμίν το συμβάν προφορικώς.
Νικόλαος Γκάτζαρος
Μετά από την εμφάνισι αυτή, όλοι μας οι στρατιώτες εδώσαμε τον φτωχό όβολό μας και με προθυμία κτίσθηκε στο μέρος αυτό ο ναός της Παναγίας.

Το αδέσποτο μουλάρι

Ο Ν. Ντραμουντιανός διηγείται μία θαυμαστή εμπειρία του από τον πόλεμο του ’40:

«Ο λόχος μας πήρε διαταγή να καταλάβει ένα προχωρημένο ύψωμα νια προγεφύρωμα. Στήσαμε ταμπούρι μέσα στα βράχια. Μόλις τακτοποιηθήκαμε, άρχισε να πέφτει πυκνό χιόνι. Έπεφτε αδιάκοπα δύο μερόνυχτα κι έφτασε σε πολλά μέρη τα δύο μέτρα. Αποκλειστήκαμε από την επιμελητεία. Καθένας είχε τροφές στο σακίδιο του για μία ήμερα. Από την πείνα και το κρύο δεν λάβαμε πρόνοια «δια την αυριον» και τις καταβροχθίσαμε.
Από κει και πέρα άρχισε το μαρτύριο. Τη δίψα μας τη σβήναμε με το χιόνι, αλλά η πείνα μας θέριζε. Περάσαμε έτσι πέντε μερόνυχτα. Σκελετωθήκαμε.
Το ηθικό μας το διατηρούσαμε ακμαίο, αλλά η φύση έχει και τα όρια της.
Μερικοί υπέκυψαν. Το ίδιο τέλος περιμέναμε όλοι «υπέρ πίστεως και πατρίδος».
Τότε μία έμπνευση του λοχαγού μας έκανε το θαύμα! Έβγαλε απ’ τον κόρφο του μία χάρτινη εικόνα της Παναγίας, την έστησε στο ψήλωμα και μας κάλεσε γύρω του:
— Παλικάρια μου! είπε. Στην κρίσιμη αυτή περίσταση ένα θαύμα μόνο μπορεί να μας σώσει. Γονατίστε, παρακαλέστε την Παναγία, τη μητέρα του Θεανθρώπου, να μας βοηθήσει!
Πέσαμε στα γόνατα, υψώσαμε τα χέρια, παρακαλέσαμε θερμά. Δεν προλάβαμε να σηκωθούμε κι ακούσαμε κουδούνια. Παραξενευτήκαμε και πιάσαμε τα όπλα. Πήραμε θέση «επί σκοπόν».
Δεν πέρασε ένα λεπτό και βλέπουμε ένα πελώριο μουλάρι να πλησιάζει κατάφορτο. Ανασκιρτήσαμε! Ζώο χωρίς οδηγό να περνά το βουνό, μ’ ένα μέτρο χιόνι — το λιγότερο – ήταν εντελώς αφύσικο. Καταλάβαμε: Το οδηγούσε ή Κυρία Θεοτόκος. Την ευχαριστήσαμε όλοι μαζί ψάλλοντας σιγανά, μα ολόκαρδα, το «Τη υπερμάχω» και άλλους ύμνους της. Το ζώο είχε πάνω του μία ολόκληρη επιμελητεία από τρόφιμα: κουραμάνες, τυριά, κονσέρβες, κονιάκ και άλλα.

 Θαῦμα στό Μπούμπεση

Ἕνα ζωντανό  θαῦμα τῆς Παναγίας ἔζησαν στόν Ἑλληνοϊταλικό πόλεμο οἱ στρατιῶτες τοῦ 51ου ανεξαρτήτου τάγματος, με διοικητή τον ταγματάρχῃ Πετράκη, στήν κορυφογραμή  τοῦ Ῥοντένη, δεξιὰ τῆς θρυλικῆς Κλει­σούρας.

Κάθε βραδύ, ἀπό τίς 22-1-41 και ἔπειτα, στίς 9.20 ἀκριβῶς, το Βαρύ  Ἰταλιό πυροβολικό ἄρχιζε βολή ἐ­ναντίον τοῦ τάγματος Πετράκη καὶ τοῦ δρόμου, ἂπ’ ὄ­που περνοῦσαν τὰ μεταγωγικά. Πέρασαν ἡμέρες καὶ τὸ κακὸ συνεχιζόταν, δημιουργώντας ἐκνευρισμὸ καὶ ἀ­πώλειες. Τολμηροὶ ἀνιχνευτὲς τῶν ἐμπροσθοφυλακῶν καὶ ἀεροπόροι ἐξαπολύθηκαν μέχρι βαθιὰ στίς Ἰταλικὲς γραμμές, ἀλλὰ ἐπέστρεψαν ἄπρακτοι. Δέν μποροῦσαν νά ἐντοπίσουν τὰ Ἰταλικὰ πυροβόλα, ἴσως γιατὶ οἱ Ἰτα­λοὶ κάθε βραδὺ τὰ μετακινοῦσαν.

Ἦταν ὅμως ἀπολύτη ἀνάγκη νά ἐντοπισθοῦν οἱ ἐχ­θρικὲς θέσεις. Ἕνα βράδυ τοῦ Φεβρουαρίου ἀκούστη­καν πάλι οἱ ὁμοβροντίες τῶν Ἰταλικῶν κανονιῶν.

— Παναγία μου, φώναξε τότε ὁ ταγματάρχης ἐντε­λῶς αὐθόρμητα, βοήθησέ μας! Σῶσε μας ἂπ’ αὐτοὺς τοὺς δαίμονες.

Ἀμέσως στό βάθος πρόβαλε ἕνα φωτεινὸ σύννεφο.

Σιγά-σιγά σχηματισε κάτι σὰν φωτοστέφανο. Καὶ κάτω ἂπ’ αὐτὸ μερικὰ ἀσημένια συννεφάκια σχημάτισαν τή μορφὴ τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία ἄρχισε νά γέρνει πρὸς τή γή καὶ στάθηκε σ’ ἕνα φάραγγι, ἀνάμεσα σὲ δύο ὑ­ψώματα τοῦ Μπούμπεση. Τὸ ὅραμα τὸ εἶδαν ὅλοι στό τάγμα καὶ ῥίγησαν.

— Θαῦμα! βροντοφώναξε ὁ ταγματάρχης.

— Θαῦμα! Θαῦμα! ἐπανέλαβαν οἱ στρατιῶτες καὶ σταυροκοπήθηκαν.

Ἀμέσως ἔφυγε ἕνας σύνδεσμος μὲ σημείωμα τοῦ Πετράκη γιά τὴν πυροβολαρχία τοῦ Τζήμα. Σὲ δέκα λε­πτὰ βρόντησαν τὰ ἑλληνικὰ κανόνια καὶ σὲ εἴκοσι ἐσίγησαν τὰ ἰταλικά. Οἱ ὀβίδες μας εἶχαν πετύχει ἀπόλυτα τὸν στόχο.

Ἕνας στρατιωτικὸς ἱερέας λέει τὰ ἐξῆς:

Λίγο αργότερα, συγκεντρώνεται όλος ο λόχος. Τους μιλάει μ’ αγάπη και ενδυναμώνει το πατριωτικό τους αίσθημα.
«Σε σας έλαχε η μεγάλη τιμή, να υπερασπίζετε σήμερα τα ιερά και τα όσια της Πατρίδας μας…».
Τους προετοιμάζει ακόμα για την αυριανή Θ. Λειτουργία και Θ. Κοινωνία. Τα παλικάρια αποθέτουν στα πόδια του Εσταυρωμένου ότι βάραινε τη νεανική τους ψυχή.
Την άλλη μέρα πρωί-πρωί, ετοι­μάζονται για το Ιερό Μυστήριο.
-Να πάμε στο ξέφωτο, λέει στο Λοχαγό ο π. Αλέξιος. Εκεί θα είμαστε ασφαλείς.
Ο αξιωματικός τρόμαξε.
-Όχι πάτερ μου, θα γίνουμε στόχος στα αεροπλάνα. Είναι πολύ επικίνδυνο. Να μείνουμε εδώ, ανάμεσα στ’ αντί­σκηνα.
Όμως παράξενο, ο πατήρ Αλέξιος δεν υποχώρησε.
Άρχισε η Θ. Λειτουργία.
Πλησίαζε να τελειώσει. Λίγο πριν τα παλικάρια προσέλθουν στο Ποτήριο της Ζωής, φάνηκε στον ορίζοντα ένα σμήνος από εχθρικά αεροπλάνα.
«Θεέ μου», προσευχήθηκε σιωπηλά ο ιερέας, «πρόλαβε το κακό, μην πάρω στο λαιμό μου τόσα παλικάρια».
Τ’ αεροπλάνα έφτασαν και άρχισαν μανιακά να βομβαρδίζουν τ’ αντίσκηνα. Στο ξέφωτο απλώθηκε ένα λευκό σύν­νεφο, που σκέπασε τα πάντα. Τις στιγμές αγωνίας διαδέχτηκαν στιγμές χαράς
Ένας λόχος ολόκληρος γονατιστός προσευχόταν πάνω στο χιόνι. Τώρα ευχαριστούσε για την ανέλπιστη σω­τηρία του.
Ακόμα ευχαριστούσε θερμά τον Πλάστη και Πατέρα του για τον άγιο αυτό λευίτη που του ‘χε στείλει, σαν θείο δώρο, για να του συμπαρασταθεί στις δύσκολες αυτές στιγμές του πο­λέμου.
Όταν απομακρύνθηκαν τ’ αερο­πλάνα, η Θ. Λειτουργία συνεχίστηκε.
Με απέραντη ευγνωμοσύνη στον Θεό πλησιάζουν τα ηρωικά παλικάρια και κοινωνούν.
Σε λίγο θα χυθούν σαν λιοντάρια στον εχθρό και θα θριαμβεύσουν ακόμα μια φορά!!!

Στον πόλεμο του῾40

Στο μέτωπο, σ᾿ όλη τη γραμμή, από τη γαλανή θάλασσα τούΙονίου μέχρι ψηλά τις παγωμένες Πρέσπες, ο ελληνικός στρατός άρχιζε να βλέπει παντού το ίδιο όραμα: Έβλεπε τις νύχτες μία γυναικεία μορφή να Βαδίζει ψηλόλιγνη, άλαφροπερπάτητη, μέτήν καλύπτρα της άναριγμένη από το κεφάλι στους ώμους. Την αναγνώριζε, την ήξερε από παλιά, του την είχαν τραγουδήσει όταν ήταν μωρό κι ονειρευόταν στην κούνια. Ήταν η μάνα η μεγαλόψυχη στον πόνο και στην δόξα, η λαβωμένη της Τήνου, η υπέρμαχος Στρατηγός.

Στις 10-4-1941, είχε σταλεί στο περιοδικό «Ζωή», επιστολή από ανώτερο αξιωματικό με τα στοχεία Ι.Β. Παραθέτουμε αποσπάσματα: Η φράσις «Μας βοηθεί η πληγωμένη Παναγία μας» μυριάκις ἔχει λεχθεί μέχρι σήμερον … Είναι άπειρα τα παραδείγματα των υπερφυσικών παρεμβάσεων εις τον αγώνα μας. Επί χιλίων οβίδων του εχθρικού πυροβολικού, αι 500 δεν εκρήγνυται, πίπτουσαι δ’ εν μέσω ομίλων εκ 2,3,5,10 ἀξιωματικών ή οπλιτών ουδέναθίγουσι! Οβίςβαρέου πυροβολικού αφού ετρύπησε την στέγην ενός σταθμού επιδέσεως, έπεσεν εντός της αιθούσης όπου ενοσηλεύοντο 15 τραυματίες και δεν εξερράγη! Άλλη ομοίαέπεσεν έξω από την σκηνήν του διοικητού του Συντάγματός μας, εντός της οποίας διέμενεν αυτός και άλλοι 5 ανώτεροι αξιωματικοί συσκεπτόμενοι, και δεν εξερράγη! Τους εβοήθησε η Παναγία μας. Μου απεκρίθη: Άς είναι δοξασμένο το όνομά Της.

Ο π. ΑχίλειοςΠαπαθανασόπουλος στρατιωτικός ιερέας του 29ου Συντάγματος στο ημερολόγιό του γράφει:

«Μεγάλο κακό ο πόλεμος. Εφθάσαμε εις τον αυχένα Μετζικοράνης περί τα ξημερώματα. Μα πουθενά δεντράκι ή θάμνος για κάλυψη. Οι περισσότεροι εκτεθειμένοι είμεθα όσοι εμείναμεν εις τον αυχένα Μετζικοράνης ως στήριγμα των δύο πυροβόλων που έδρων εντός της χαράδρας. Μας αντελήφθησαν οι Ιταλοί από τα κορυφογραμμάς του Σεντέλι και άρχισαν καταιγιστικόν πυρ εναντίον μας. Όλοι εμείς κρυμμένοι –ας είπωμενκαλλίτερον εκτεθειμένοι – μέσα εις μανδράκια, που προχείρως εφτιάσαμε.
Δύο χιλιάδες περίπου οβίδες βαρεός όλμου ερρίφθησαν εναντίον μας από το πρωί έως το βράδυ επάνω μας και επεριμέναμε τη νύκτα, δια να μετρήσωμεν τους νεκρούς, να περισυλλέξουμε τους τραυματίας, να φάμε κάτι και να πιούμε όλίγο νερό. Επεριμέναμεν από στιγμής εις στιγμήν τον θάνατον. Ήλθε η νύκτα και εβγήκαμε από τα μανδράκια. Και ω του μεγάλου θαύματος. Μα κανενός δεν του είχε λυθεί η μύτη κατά το δη λεγόμενον».
Και αρκετοί στρατιώτες που δεν πίστευαν στην Παναγία και τα θαύματά της μετά τις εμπειρίες που είχαν έγιναν πιστά τέκνα της Εκκλησία μας.
Μερικά παραδείγματα από το μέτωπο: Ενας στρατιώτης μέσα στο Νοσοκομείο έλεγε: εγώ δεν ήμουνα θρήσκος. Δεν πίστευα σε θαύματα. Η γριά μάνα μου θυμιάτιζε καμμιά φορά τα βραδάκια το εικόνισμα της Παναγίας, κι εγώ μέσα μου την κορόιδευα. Αλλά τώρα, κύριε, αν μου τα πεί άλλος αυτά, θα τον θεωρήσω εχθρό μου. Αυτά που είδα εκεί επάνω στην Αλβανία, δεν είναι ένα θαύμα, είναι χίλια θαύματα. Κάθε ύψωμα που παίρνουμε, είναι ένα θαύμα. Κάθε μάχη, κάθε εξόρμηση δική μας, ένα θαύμα. Κάθε μέρα του πολέμου που περνά, ένα μεγάλο θαύμα.

Περιοδικό Ζωή 1941.

«… Σάββατο απόγευμα σ’ ένα χωριό της Μεσσηνίας. Στην πλατεία του χωριού συγκεντρωμένη αρκετοί χωριανοί. Εδώ και ο Μανώλης τραυματίας του αλβανικού μετώπου. Τους διηγείται σκηνές από τη πολεμική ζωή. Έπειτα από την εξιστόρησι κάθε θαυμαστού κατορθώματος, επαναλαμβάνει: – Αλλά, να ξέρετε ένα πράγμα. Εμείς δεν πολεμάμε μοναχοί μας. Έχομε το Θεό με το μέρος μας. Η Παναγία πάει μπροστά και πίσω εμείς.
– Εσύ, Μανώλη, το πιστεύεις αυτό;
– Την ερώτηση την έκανε ένας χωριανός.
– Ο Μανώλης τον κύτταξε καλά, ύστερα κύτταξε κάτω συλλογισμένος. Έπειτα με ένα ύφος σοβαρό είπε. Έχεις δίκηο να μου κάνης αυτή την ερώτησι κυρ Δημητρό. Γιατί με ήξερες κι εσύ, όπως με ήξερε όλο το χωριό, τι άπιστος και βλάστημος άνθρωπος ήμουνα πριν από τον πόλεμο. Αλλά αυτή τη στιγμή σας εξομολογούμαι. Το χέρι μου είναι μισό. Το άλλο έχει μείνει πάνω στα βουνά της Αρβανιτιάς. Λοιπόν, στο όνομα αυτού του χεριού που τώδωκα θυσία στην Πατρίδα, σας βεβαιώνω όλους σας αυτή τη στιγμή, πως ο σημερινός Μανώλης δεν είναι ο Μανώλης που ξέρατε μια φορά. Εκείνος έσβυσεπιά. Τα θαύματα που κάνει ο Θεός στο στρατό μου άνοιξαν τα μάτια και κατάλαβα πόσο μεγάλη είναι η θρησκεία μας που την περιφρονούσα. Επίστεψα. Εξωμολογήθηκα. Εκοινώνουσα. Έγινα καινούργιος άνθρωπος. Από δω και μπρός θα ζήσω όπως θέλει ο Θεός μας …»

Γράμμα ενός στρατιώτη στη σύζυγο:

«Δεν θέλω να μου στείλεις φανέλλες και κάλτσες. Προτιμώ να μου φτιάξεις και να μου στείλεις μια σημαία. Στο μέσον της θα βάλης τον Ντίνο να μου ζωγραφίσει μια Παναγιά της Τίνου. Θέλω να την χαρίσω στον Λόχο μου. Θα παραξενεύεσαι γιατί δεν με ήξερες για θρήσκο, αλλά από όσα βλέπουν τα μάτια μου, πιστεύω κι εγώ ότι μια θεική δύναμις συντροφεύει τον στρατό μας.
(Από την Εφ. «Εκκλησία». Αρ. 24)»

Δεν είναι μόνο μαρτυρίες των Ελλήνων για την Παναγία αλλά και των Ιταλών στρατιωτών και τον ξένων μέσων.
Από σημειώματα αξιωματικών και φαντάρων: Δεν είναι μόνο οι στρατιώτες μας, που βλέπουν την Παναγία να τους οδηγεί στη νίκη. Ιταλοί αιχμάλωτοι ανακρινόμενοι, κατέθεσαν ότι βλέπουν, από το μέρος το δικό τους μια μαυροφορεμένη γυναίκα να προχωρεί εμπρός από τις τάξεις του Ελληνικού στρατού και να το οδηγεί εναντίον τους.

Αλλά και ξένος τύπος έγραψε για την επίδραση της θρησκείας σ’αυτόν τον πόλεμο … έχουν μια ιδιαίτερη ευλάβεια για την Παναγία. Από την αρχή του αγώνα, ακούγαμε για περίεργα συμβάντα που αναφέρονται σε εμφανίσεις της Παναγίας».
«Νο 306
Από τη Βρετανική Πρεσβεία
ΑΘΗΝΑΙ Δεκέμβριος 9, 1940

Κύριέ μου,
Εις την επιστολήν μου Νο 293 της 23ης Νοεμβρίου, ανέφερα την ευρέως παραδεχομένηνπίστιν εδώ ότι ο ελληνικός· στρατός απολαμβάνειτης ιδιαιτέρας προστασίας της Παναγίας της Τήνου και ότι οι νίκες του, οι οποίες δύνανται ασφαλώς να ονομαστούν θαυματουργικές, οφείλονται εις την επέμβασίν της.
Αυτή η πίστις έχει γίνει τώρα πεποίθησις και υπάρχουν αναρίθμητες ιστορίες της πα­ρουσιάσεων της Ευλογημένης Πα
ρθένου εις στρατιώτας εις το μέτωπον ενθαρρύνοντάς τους εις την μάχην, με υποσχέσεις ότι η ιερο­συλία που έγινε από τους Ιταλούς εις τον Να­ό της κατά την εορτή της Κοιμήσεως θα ετιμωρείτο από μία μεγάλη ήττα… […]
Φαίνεται ασύνηθες ν’ αφιερώνω μία επίση­μη επιστολή σε τοιούτο θέμα, αλλά, δεν υπάρ­χει αμφιβολία ότι η πεποίθησις ότι υποστηρίζεται από υπερφυσική βοήθεια έχει συμβάλει πολύ εις την ενθάρρυνσιν του Έλληνος στρα­τιώτου, εις την ακούραστη επιδίωξη του διά νίκη, και του Ελληνικού λαού εις τον ενθουσιασμό του διά τον πόλεμον…
Η επίθεσις κατά της «Έλλης» στην Τήνο απεδείχθη πράγματι ένα σοβαρό λάθος, διά το οποίον πρέπει να μετανοούν οι Ιταλοί τώρα σκληρά.
Όχι μόνον ένωσε την Ελλάδα, την εβοή­θησε από την αρχή με την πεποίθησιν ότι τα όπλα της εβοηθούντοθαυματουργικώς – μία πεποίθησις η οποία εις αυτήν την χώραν των ισχυρών και βαθέων θρησκευτικών παραδό­σεων έχει ανεκτίμητη αξία.
Έχω την τιμήν να παραμένω με τον μεγαλύτερονσεβασμόν, Κύριε μου,
Ο πλέον ταπεινός και πλέον πιστός υπη­ρέτης Σας.
«MichaelPalairet».

Μετά από αυτές τις Μαρτυρίες δεν μπορούμε να ομολογήσουμε ότι το έπος του 1940 ήταν έπος της Παναγίας μας αγαπητοί αναγνώστες;

Ὁ βλάσφημος ἀνθυπασπιστής 

Ὁ Χρῆστος Βέργος, ἐπιστρατευμένος στόν πόλεμο τῆς Κορέας, διηγεῖται:

«Ἤμουν ἀνθυπασπιστὴς στό τάγμα τῆς Κορέας. Δέν πίστευα πουθενά, παρὰ μόνο στή δύναμη τῶν βαρέων ὅπλων πού κατεύθυνα. Ἐπὶ πλέον ἤμουν ἀδιόρθωτα βλάσφημος. Ὅλες οἱ βλασφημίες μου συγκεντρωνον­ταν στήν Παναγία. Ὅσοι μὲ ἄκουγαν ἀνατρίχιαζαν. Οἱ φαντάροι μου ἔκαναν τὸν σταυρὸ τους, γιά νά μὴν τοὺς βρεῖ κακό. Οἱ ἀνώτεροί μου διαρκῶς μὲ παρατηροῦ­σαν καὶ μὲ τιμωροῦσαν. Ὥσπου μιά νύχτα ἔζησα ἕνα ὁλοφάνερο θαῦμα.

Ξημέρωνε ἡ 7η Ἀπριλίου 1951. Μὲ τήν διμοιρίᾳ μου εἶχα καταλάβει μιά πλαγιά σὲ ὕψωμα κοντὰ στόν 38ο παράλληλο. Μέχρι τὰ ξημερώματα ἔμεινα ἄγρυπνος στό ὄρυγμά μου μαζὶ μὲ τὸν στρατιώτῃ Σταῦρο Ἀδαμάκο. Ὅταν ῥόδιζε ἡ αὐγή, ὁπότε δέν ὑπῆρχε φόβος αἰφνιδιασμοῦ, ἀποκοιμήθηκα. Εἶδα τότε ἕνα ὄνειρο πού μὲ συνετάραξε:

Μία γυναῖκα στά μαῦρα ντυμένη, μὲ ἁγνὴ ὀμορφιὰ καὶ γλυκύτατη φωνή, μὲ πλησιάζει καὶ μὲ ῥωτᾶ ἀκουμ­πώντας τὸ χέρι στον ὦμο μου:

– Θέλεις νά βρίσκομαι κοντὰ σου Χρῆστο; Ἔνοιωσα τότε μιΆ βαθειά ἀγαλλίαση.

– Καὶ ποία εἶσαι σύ; τήν  ῥώτησα.

Τότε ἐκείνη ἄλλαξε ἔκφραση καὶ μὲ παρατήρησε αὐστηρά:

– Γιατί, Χρῆστο, διαρκῶς μὲ βρίζεις;

– Πρώτη φορὰ σὲ βλέπω! διαμαρτυρήθηκα. Πῶς εἶναι δυνατὸ νά βρίζω μιά ἄγνωστή μου;

– Ναί, Χρῆστο, ἐπέμεινε ἐκείνη πιὸ αὐστηρά. Μὲ βρίζεις. Ἐγὼ ὅμως εἶμαι πάντα κοντὰ σὲ σένα καὶ σ’ ὄ­λους τοὺς στρατιῶτες τοῦ τάγματος. Γιατὶ δέν πηγαίνετε στό Πουσάν, ν’ ἀνάψετε κεριὰ στ’ ἀδέλφια σας ποῦ ἔ­χουν ταφεῖ ἐκεῖ;

Μ’ αὐτὴ τή φράσῃ ξύπνησα τρομαγμένος. Ὁ Σταῦ­ρος δίπλα μου μὲ κοίταζε σαστισμένος.

– Κύριε ἀνθυπασπιστά, κάτι ἔχεις, μοῦ εἶπε. Βογγοῦσες καὶ παραμιλοῦσες στόν ὕπνο σου.

Τοῦ διηγήθηκα τὸ ὄνειρό μου καὶ καταλήξαμε πώς ἦταν ἀποτέλεσμα κοπώσεως καὶ συζητήσεων γύρω ἀπὸ τοὺς νεκροὺς τοῦ Πουσάν.

Ἐνῶ ὅμως λέγαμε αὐτά. ξαναβλέπω τή γυναῖκα τοῦ ὀνείρου μου μπροστά μου.

— Ἀδαμάκο! βάζω μιά φωνή. Ἡ γυναῖκα… Αὐτή… Νά… τή βλέπεις;

Ἐκεῖνος προσπαθοῦσε νά μὲ καθησυχάσει, ἀλλά πού ἐγώ! Ἡ μαυροφορεμένη γυναῖκα μὲ τὴν ἁγνὴ ὀ­μορφιὰ καὶ τή γλυκύτατη φωνή στάθηκε κοντά μου καί μοῦ εἶπε:

– Μὴ φοβᾶσαι… Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου. Εἶμαι ἡ Παναγία. Σᾶς προστατεύω ὅλους παντοῦ καὶ πάντοτε. Ἀλλά θέλω ἀπὸ σένα νά μὴ μὲ βρίσεις οὔτε στίς δυ­σκολότερες στιγμὲς τῆς ζωῆς σου.

Πέφτω ἀμέσως ταραγμένος νά φιλήσω τὰ πόδια της. Ἐκείνη ὅμως εἶχε γίνει ἀφάντη. Ἔκλαψα τότε ἂπ’ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου ἕνα κλάμα ἀνακουφίσεως καὶ χαρᾶς, ἐγώ πού δέν εἶχα κλάψει ποτὲ στή ζωή μου».

TOY ΘΕΟΛΟΓΟΥ κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΡΕΝΤΑΚΗ

Πηγή: agriniosite.gr

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ