Ἡ καθημερινότητα ἦταν ἐντελῶς διαφορετική ἀπό τή δική μας κατά τήν ἀποστολική ἐποχή! Μία ἐπιλεκτική, δειγματοληπτική θά λέγαμε, ἀναφορά πού ἐπιχειρῶ σέ κάποιους τομεῖς μᾶς δίνει μία ἀμυδρή ἀλλά ρεαλιστική εἰκόνα.
Ἡ δεύτερη ἀνάρτηση γιά τήν ἀποστολική ἐποχή. Τήν πρώτη πού ἦταν εἰσαγωγική μπορεῖτε νά τήν δεῖτε ἐδῶ.
Μέ ἀφορμή τίς καλοκαιρινές φονικές πυρκαγιές στήν πατρίδα μας κάνω μία σύντομη ἀναφορά στό φαινόμενο αὐτό στή Ρώμη:
Ἡ ἐκπαίδευση. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι δέν γνώριζαν οὔτε ἀνάγνωση. Γι᾿ αὐτό ἡ ἐκκλησιαστική διδαχή γινόταν κυρίως μέ τόν λόγο τῶν Ἀποστόλων καί τῶν ἄλλων κηρύκων. Ἐκπαίδευση δεχόταν σχεδόν ἀποκλειστικά τά ἀγόρια. Τά κορίτσια ἔμεναν στό σπίτι καί ἐκπαιδεύονταν στό νά γίνουν νοικοκυρές, ἄν καί κατά τήν ἑλληνιστική ἐποχή παρατηρεῖται μία γενικότερη ἔφεση πρός τά γράμματα καί τή γνώση (π.χ. πολλές φιλοσοφικές σχολές, ἀποκέντρωση γνώσης, ἀνάδειξη περιφερειακῶν πόλεων ὅπως ἡ Ρόδος, ἡ Ταρσός, ἡ Ἀλεξάνδρεια) καί φαίνεται ὅτι σιγά σιγά ἀρχίζουν νά μορφώνονται σέ μεγαλύτερους ἀριθμούς. Ἡ ἐκπαίδευση ἐκτυλισσόταν σέ δύο φάσεις: θά λέγαμε στό δημοτικό, περίπου ἀπό τά ἑπτά μέχρι τά δεκατέσσερα (τά παιδιά μάθαιναν τά βασικά: γραφή, ἀνάγνωση καί ἀριθμητική) καί στό ἑπόμενο ἐπίπεδο, κάτι σάν τό γυμνάσιο-λύκειο, ἀπό τά δεκαπέντε μέχρι τά δεκοκτώ (τά παιδιά ἐμβάθυναν σέ ὅσα εἶχαν μάθει καί προσέθεταν γνώσεις σέ τομεῖς ὅπως ἡ μουσική, ἡ ρητορική, ἡ ἀστρονομία, ἡ γεωμετρία, ἡ διαλεκτική). Ἄνθρωποι, ὅπως ὁ ἀπ. Παῦλος, παράλληλα μέ τήν ἰουδαϊκή θρησκευτική ἐκπαίδευση (π.χ. στήν Τορά, τόν Νόμο) καί μάλιστα σέ μία πόλη ὅπως ἡ Ταρσός διδάσκονταν καί τήν θύραθεν σοφία. Ἀπό κείμενά του καί ἄλλες καινοδιαθηκικές ἀναφορές διαπιστώνουμε ὅτι κατεῖχε στοιχεῖα φιλοσοφίας (π.χ. ἐπικούρειας καί στωικῆς), τήν ἑλληνική γλῶσσα καί κινοῦνταν μέ ἄνεση σέ κάθε ἑλληνιστικό περιβάλλον: στή συναγωγή, ἐνώπιον βασιλέων, Ἀνθυπάτων, τῶν Ἀθηναίων βουλευτῶν, πιθανότατα ἐνώπιον τοῦ Καίσαρα, σέ δικαστήρια, ἀνάμεσα σέ ἁπλούς ἀνθρώπους, σέ φυλακές καί ἐδώλια.
Τά βιβλία. Τά βιβλία ἦταν τόσο ἀκριβά καί σπάνια πού ἦταν ἔξω ἀπό τήν καθημερινή ζωή τῶν ἀνθρώπων καί ἔπαιζαν πολύ μικρό ρόλο στή μόρφωσή καί τήν καλλιέργειά τους. Ἡ δημιουργία ἑνός βιβλίου ὅπως ἡ Ἁγία Γραφή (ὑλικά, προετοιμασία ὑλικῶν, ἀντιγραφή, δέσιμο καί διακόσμηση) κόστιζε σέ σημερινές τιμές πολλές δεκάδες (ἀκριβέστερα ἑκατοντάδες) χιλιάδες εὐρώ. Ἕνα μικρό ἁπλό βιβλίο κόστιζε περίπου ὅσο κοστίζει σήμερα ἕνα μεσαίας κατηγορίας αὐτοκίνητο (10.000-15.000 €). Γι᾿ αὐτό στόν ἰουδαϊσμό, πού μᾶς ἐνδιαφέρει ἐν προκειμένῳ, κυριαρχοῦσε τό σύστημα μέ τό ὁποῖο μορφώθηκε καί ὁ ἀπ. Παῦλος «παρὰ τοὺς πόδας Γαμαλιήλ» (Πρ. 22:3): ὁ δάσκαλος, πού καθόταν σέ ἕνα σκαμνί, ἔλεγε δυνατά ἕνα χωρίο καί οἱ, γύρω του συγκεντρωμένοι καί κοντά στά πόδια του καθισμένοι, μαθητές τό ἐπαναλάμβαναν ἐν χορῷ μέχρι νά τό μάθουν. Μέ ἀντίστοιχο τρόπο μάθαιναν καί τήν ἑρμηνεία του ἀπό τά διάφορα ραββινικά ὑπομνήματα πού ὑπῆρχαν.
Οἱ μετακινήσεις. Εἶναι σχεδόν ἀδύνατο νά κατανοήσουμε σήμερα τί σήμαινε τότε νά φύγει ὁ ἀπ. Παῦλος διωγμένος, π.χ. ἀπό τή Θεσσαλονίκη γιά νά πάει στή Βέροια. Σήμερα γιά νά διανύσει κάποιος αὐτά τά 72 περίπου χιλιόμετρα χρειάζονται γύρω στά 50 λεπτά. Μπορεῖ δηλαδή εὔκολα νά πάει κάποιος ἀπό τή Θεσσαλονίκη στή Βέροια γιά καφέ ἤ γιά νά ἐκκλησιαστεῖ καί τό ἴδιο πρωινό νά ἐπιστρέψει. Τότε ἀκόμη καί στήν περίοδο τῶν μετακινήσεων (ἀπό τά μέσα τῆς Ἀνοίξεως μέχρι τέλη Σεπτεμβρίου) ἔπρεπε νά διαθέσει τρεῖς μέ τέσσερις ἡμέρες γιά νά πάει, νά μείνει ἐκεῖ μέχρι νά τελειώσει τίς δουλειές του καί ἔπειτα νά ἀναλάβει τό ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς. Ἀπαιτοῦνταν δηλαδή τουλάχιστον δέκα ἡμέρες. Πέραν τοῦ ἀπαιτούμενου χρόνου ὁ ταξιδιώτης ἀντιμετώπιζε πλῆθος κινδύνων ἀπό τίς καιρικές συνθῆκες, τά ἄγρια ζῶα (π.χ. στά βουνά καί στά ὑψίπεδα τῆς Κιλικίας), ἀπό ληστές, ἔπρεπε νά μεταφέρει τρόφιμα, νά κουβαλᾶ τά ἐργαλεῖα καί τά ροῦχα του, καθώς τά ταξίδια συνήθως διαρκοῦσαν χρόνια, νά ἀσφαλίσει τά χρήματά του, νά ἔχει τή δυνατότητα νά ἐργάζεται γιατί φυσικά κατά τήν ἔναρξη τοῦ ταξιδιοῦ δέν μποροῦσε νά ἔχει μαζί του ἀρκετά χρήματα γιά νά ζήσει αὐτός καί οἱ συνδοιπόροι του δύο ἤ τρία χρόνια κ.ἄ.
Ἡ ἐπικοινωνία. Ζοῦμε στήν ἐποχή τῆς εὔκολης ἐπικοινωνίας. Εἶναι σχεδόν ἀδύνατο νά καταλάβουμε ὅτι γιά νά μεταφερθεῖ μία εἴδηση ἀπό τή Ρώμη στήν Ἱερουσαλήμ, μέ τό ταχύτερο μέσο τῆς ἐποχῆς, τό Αὐτοκρατορικό στρατιωτικό ταχυδρομεῖο πού στάθμευε σέ συγκεκριμένους σταθμούς μέ τά καλύτερα ἄλογα καί ἄλλες διευκολύνσεις, ἀπαιτοῦνταν δύο ἤ καί περισσότεροι μῆνες. Κλάσματα τοῦ δευτερολέπτου ἀνέξοδα καί εὔκολα, ἀπό τό γραφεῖο μας, ἕνα ἠλεκτρονικό μήνυμα σήμερα· μῆνες μέ τεράστιο κόστος, κινδύνους καί κόπο ἕνα γραπτό ἤ προφορικό μήνυμα τότε. Ἀντιλαμβάνεται καθένας γιά τί διαφορές μιλᾶμε …
Ἡ ἐργασία-οἰκονομία. Ἐντελῶς διαφορετικές ἦταν καί οἱ συνθῆκες ἐργασίας. Ὁ ἀπ. Παῦλος, ὅπως κάθε σωστός παραδοσιακός Φαρισαῖος, πέρα ἀπό τή θρησκευτική ἐκπαίδευση πού ἔλαβε στή γενέθλια πόλη, Ταρσό, καί στήν Ἰερουσαλήμ, ὅπου πολλοί Ἰουδαῖοι πήγαιναν γιά περαιτέρω σπουδές στόν ἰουδαϊσμό, εἶχε διδαχθεῖ καί μία τέχνη. Ὁ ἀπ. Παῦλος ἦταν σκηνοποιός. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ἐξασφάλιζε τά πρός τό ζῆν καί δέν ἐπιβάρυνε κανένα. Χάρη σέ αὐτή τή συνήθεια τοῦ ἰουδαϊσμοῦ κατέστη δυνατό νά ζεῖ ἐπί χρόνια χωρίς ἄλλους πόρους, νά μετακινεῖται συνεχῶς καί νά ἀντιμετωπίζει δύσκολες καταστάσεις (π.χ. διωγμούς, φυλακίσεις). Ὅταν μετακινοῦνταν ἔπρεπε νά κουβαλᾶ τά ἐργαλεῖα πού χρειαζόταν γιά νά ἀσκεῖ τό ἐπάγγελμά του. Αὐτό ἦταν ἕνα χαρακτηριστικό τῆς ἐργασίας τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, καθώς τά ἐργαλεῖα γενικότερα ἦταν πολύ ἀκριβά καί σπάνια καί συνήθως κληρονομοῦνταν ἀπό γενιά σέ γενιά. Ἄλλα χαρακτηριστικά τῆς ἐποχῆς ἦταν ἡ κυριαρχία τῆς ἐργασίας τῶν δούλων καί ἡ ἀπουσία μηχανῶν (σέ μεγάλη τουλάχιστον ἔκταση) πού ἔκαναν τήν ἐργασία δυσκολότερη καί τήν τιμή τῶν προϊόντων ὑψηλότερη. Τά ἀγροτικά ἐπαγγέλματα κυριαρχοῦσαν στίς πόλεις τῆς Αὐτοκρατορίας. Μεγάλο πλοῦτο καί, κατ᾿ ἐπέκταση, δύναμη συγκέντρωναν, ἰδιαίτερα ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Αὐγούστου καί ἔπειτα, οἱ ἔμποροι, οἱ ὁποῖοι ὠφελήθηκαν πολύ ἀπό τήν ἐπικράτηση τῆς Ρωμαϊκῆς Εἰρήνης (Pax Romana). Μέ τήν πάροδο τῶν ἐτῶν ἡ παραδοσιακή ρωμαϊκή ἀριστοκρατία, πού στήριζε τή δύναμή της στίς τεράστιες ἐκτάσεις γῆς πού κατεῖχε καί καλλιεργοῦσαν δοῦλοι, ἔχασε μέρος τῆς ἐπιρροῆς της πρός ὄφελος τῶν πλουσίων ἐμπόρων, πλοιοκτητῶν, κατόχων μεγάλων ἐργαστηρίων πού συγκέντρωναν πλοῦτο καί στηριγμένοι σέ αὐτόν ἀναδεικνύονταν στή δημόσια ζωή. Σιγά σιγά, μέ διαφόρους τρόπους, ἄρχισαν νά εἰσέρχονται στή Σύγκλητο καί νά δημιουργοῦν μία νέα μορφή ἀριστοκρατίας, πού μπορεῖ νά ἦταν ἀπεχθής γιά τούς παραδοσιακούς Ρωμαίους ἀριστοκράτες, ἀλλά ἀποτελοῦσε μία ὑπαρκτή πραγματικότητα. Ἀνάλογες συνθῆκες καί οἰκονομικά δεδομένα ἐπικρατοῦσαν καί στίς ἐπαρχίες τῆς Αὐτοκρατορίας: παντοῦ ὑπῆρχε ἡ παλαιά ἀριστοκρατία καί ἡ ἀνερχόμενη ὁμάδα τῶν πλουσίων, πού τά μέλη της δέν ἦταν παράδοξο νά προέρχονται ἀκόμη καί ἀπό τίς τάξεις πρώην δούλων πού κατάφεραν νά ἐξαγοράσουν τήν ἐλευθερία τους. Ὁ Χριστιανισμός ἦταν πολύ δημοφιλής ἀνάμεσα στίς ἀνερχόμενες ὁμάδες, ἐνῶ ταυτόχρονα προκαλοῦσε τό ἐνδιαφέρον καί τῆς παραδοσιακῆς ἀριστοκρατίας, ἀλλά καί τῶν κατωτέρων στρωμάτων καί φυσικά τῆς πολυπληθέστερης τάξης, τῶν δούλων. Τό ἀκροατήριο τῶν ἱεραποστόλων ἀποτελοῦσε κυρίως ἡ μεσαία τάξη.
Οἱ πυρκαγιές. Οἱ πόλεις τῆς περιόδου ὡς κύρια διαφορά μέ τίς σημερινές εἶχαν τήν πολύ μεγάλη πυκνότητα πληθυσμοῦ. Ρώμη, Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου καί Ἀντιόχεια τῆς Συρίας ἦταν οἱ τρεῖς μεγαλύτερες πόλεις τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ κόσμου. Μέ κάθε ἐπιφύλαξη, καθώς ἡ ἐκτίμηση τοῦ ἀριθμοῦ τῶν κατοίκων εἶναι πολύ δύσκολη, θά μπορούσαμε νά ποῦμε ὅτι εἶχαν πληθυσμό 1.000.000, 600.000 καί 400.000 ἀντίστοιχα. Ἡ ζωή σέ αὐτές ἦταν δύσκολη, οἱ συνθῆκες καθαριότητας ἄθλιες καί ἡ ἀποχέτευση ἀνύπαρκτη, ἴσως ἐκτός ἀπό τή Ρώμη πού εἶχε τόν Μεγάλο Ὑπόνομο (Cloaca Maxima) πού χυνόταν στόν Τίβερη καί κατέληγε στή Μεσόγειο. Στήν Ἀντιόχεια οἱ μεγάλες καί φονικές καταστροφές ἦταν πολύ συχνές, καθώς ἡ πόλη ἦταν κτισμένη ἐπάνω σέ σεισμογενές ρήγμα. Στή Ρώμη τό μεγαλύτερο πρόβλημα ἦταν οἱ πυρκαγιές. Τά περισσότερα σπίτια ἦταν ξύλινα καί ἡ πυκνή δόμηση ἔκανε τή μετάδοση τῆς φωτιᾶς ἀπό τό ἕνα στό ἄλλο εὐκολώτατη καί τήν ἐξάπλωσή της ταχύτατη. Ἐκτός ἀπό τίς ἐπαύλεις καί τίς πλούσιες συνοικίες, τά σπίτια ἦταν κτισμένα σέ νησίδες (insulae, οἰκοδομικά τετράγωνα) καί πολυόροφα. Σέ κάποιες περιπτώσεις εἶχαν μικρά μονόχωρα καταστήματα στό ἰσόγειο. Οἱ πιό πλούσιοι ἀπό τούς ἐνοίκους, σέ ἀντίθεση μέ σήμερα, κατοικοῦσαν στούς κάτω ὀρόφους, καθώς αὐτοί ἦταν πετρόκτιστοι καί κάλυπταν περισσότερα τετραγωνικά. Ὅσο πιό ψηλά ἦταν ἕνα διαμέρισμα τόσο μικρότερο ἦταν (τό κτήριο εἶχε ἐλαφρῶς πυραμιδωτή μορφή διότι ὁ κάθε ὄροφος στηριζόταν στή μεγαλύτερη ἐπιφάνεια τοῦ προηγουμένου) καί λόγῳ τοῦ ξύλου ἅρπαζαν ἀμέσως φωτιά μέ ἀποτέλεσμα νά μήν προλαβαίνουν οἱ κάτοικοι νά διαφύγουν. Ἡ προστασία ἀπό τίς πυρκαγιές καί ἡ σχετική κρατική μέριμνα ἦταν ὑποτυπώδεις. Καθήκοντα πυροσβεστῶν εἶχαν κρατικοί δοῦλοι, οἱ ὁποῖοι γιά νά ἀντιμετωπίσουν τήν ἐξάπλωση τῆς φωτιᾶς προσπαθοῦσαν, κυρίως, νά γκρεμίσουν κάποια κτήρια ὥστε οἱ φλόγες νά μήν βρίσκουν τροφή καί τελικά νά ἐξασθενήσουν. Γι᾿ αὐτό καί στήν τρομερή πυρκαγιά τῆς Ρώμης (18 Ἰουλίου 64 μ.Χ.), ἀνεξάρτητα ἀπό τήν εὐθύνη τοῦ Νέρωνα, ἡ καταστροφή ἦταν τρομακτική κατακαίοντας τό μεγαλύτερο μέρος τῆς πόλης.
Σέ αὐτούς τούς τομεῖς θά μπορούσαμε νά προσθέσουμε καί πολλούς ἄλλους ὅπως ἡ τέχνη, ἡ κοινωνική ζωή, οἱ θρησκευτικές ἀντιλήψεις, οἱ μυστηριακές θρησκεῖες, τά ἤθη καί τά ἔθιμα, ἡ στράτευση, ἡ θέση τῆς γυναίκας κ.ἄ. πού μορφοποιοῦν μπροστά στά μάτια μας τόν κόσμο τῆς ἑλληνιστικῆς ἐποχῆς, ἕναν κόσμο πολύ διαφορετικό ἀπό τόν σύγχρονο, ὁ ὁποῖος εἶχε ὄμορφες στιγμές ἀλλά καί φοβερά προβλήματα (π.χ. ὕδρευση, σίτιση).
Πηγή: https://amoustakis.wordpress.com/2018/09/11/%ce%b6-apostolic_era1_kathimerini_zoi/
«ΖΕΙ ΚΥΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΣ ΗΜΩΝ»! «ΜΑΡΑΝ ΑΘΑ»