Ο (κατά)ποντισμός του καλωδίου Ελλάδας – Κύπρου

Του Αργύρη Αργυριάδη
Δικηγόρου
Αποτελεί κοινό τόπο η διαπίστωση ότι η κυβέρνηση διαχειρίζεται με εξαιρετικό τρόπο την επικοινωνία, ιδίως σε ευαίσθητα ή πολύπλοκα θέματα που απαιτούν ιδιαίτερη επεξεργασία. Στο πλαίσιο αυτό δεν ξενίζει ότι μέσα ενημέρωσης και δημοσιολογούντες έσπευσαν να θριαμβολογήσουν την περασμένη εβδομάδα παρουσιάζοντας ως δεδομένο την ύπαρξη αμερικανικού επενδυτικού ενδιαφέροντος για την ολοκλήρωση της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας – Κύπρου μέσω του περιλάλητου «καλωδίου» (GSΙ – Great Sea Interconnector).
Σημειωτέον ότι για την ολοκλήρωση του συγκεκριμένου έργου έχει συσταθεί από τον Ιανουάριο του 2024 θυγατρική εταιρεία ειδικού σκοπού του ΑΔΜΗΕ, ως φορέα υλοποίησης και χρηματοδότησης του έργου (ο οποίος θεωρητικά καλείται να υπηρετήσει ακόμη πιο φιλόδοξο στόχο επεκτείνοντας τη σύνδεση αυτή και με το Ισραήλ).
Μάλιστα, το σκέλος που αφορά τη σύνδεση της Κύπρου με την Ελλάδα (και συγκεκριμένα την Κρήτη) χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση με στόχο την ενσωμάτωση της Κύπρου, ήτοι του τελευταίου μη διασυνδεδεμένου κράτους – μέλους της ΕΕ, στο ευρωπαϊκό σύστημα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Στο πλαίσιο αυτό, το έργο είναι ενταγμένο στον κατάλογο των Έργων Κοινού Ενδιαφέροντος (Projects of Common Interest – PCI) της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Γιατί θεωρούμε τις κυβερνητικές διαρροές περί «Αμερικανών επενδυτών» – για τους οποίους μάλιστα καμία σχετική αναφορά δεν υπήρξε στο κοινό ανακοινωθέν Ελλάδας – Κύπρου μετά τη συνάντηση του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκου Χριστοδουλίδη, μετά το πέρας των εργασιών της 3ης Διακυβερνητικής Συνόδου Ελλάδας-Κύπρου – ως επικοινωνιακή «φούσκα»; Διότι στην ουσία θέλει να αποκρύψει την, προσωρινή θέλουμε να πιστεύουμε, εγκατάλειψη του έργου. Τούτο διότι το μόνο βέβαιο που αποφασίστηκε είναι η «επικαιροποίηση» των μελετών βιωσιμότητας του έργου και των τεχνικών χαρακτηριστικών του. Στην πράξη, η αναθεώρηση των «οικονομοτεχνικών παραμέτρων» παραπέμπει το έργο στις … καλένδες.
Καταρχάς, αναθεώρηση των ανωτέρω χαρακτηριστικών συνιστά «επανασχεδιασμό» του και θέτει σε αμφισβήτηση και την ήδη εγκεκριμένη χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δεύτερον, αποδεικνύει ότι δεν υπάρχουν βέβαιοι επενδυτές. Δεν μπορεί να έχει αποφασίσει κάποιος που θα επενδύσει όταν δεν ξέρει τις βασικότερες παραμέτρους του έργου. Το σχεδιασμό και το κόστος του. Από εκεί θα προκύψει και το πιθανόν κέρδος του. Και επενδυτής δίχως κέρδος δεν υπάρχει.
Τρίτον, η – έστω προσωρινή – «εγκατάλειψη» του έργου ισχυροποιεί γεωπολιτικά την Τουρκία, τονίζοντας εμφατικά τη «νίκη» της στο πεδίο. Μη λησμονούμε το επεισόδιο που φαίνεται να έβαλε στον «πάγο» το φιλόδοξο σχέδιο της ηλεκτρικής διασύνδεσης. Τον Ιούλιο του 2024 τουρκικά πολεμικά πλοία εμπόδισαν το Ιταλικό ερευνητικό «Ievoli Relume» να ολοκληρώσει την έρευνα βυθού (όπου θα έπρεπε να περάσει το καλώδιο) στα διεθνή ύδατα νοτίως της Κάσου και της Καρπάθου. Ο προκλητικός ισχυρισμός των Τούρκων ήταν ότι η θαλάσσια περιοχή νότια, ανατολικά και νοτιοδυτικά της Κάσου βρίσκεται εντός των ορίων της τουρκικής υφαλοκρηπίδας!!!
Μπορεί να αρνηθήκαμε τις τουρκικές αιτιάσεις, να υποστηρίξαμε ότι το Ιταλικό πλοίο ολοκλήρωσε την αποστολή του μόλις σε έξι ώρες (ενώ είχαμε εκδώσει τη NAVTEX 718/24 με διάρκεια τριών ημερών), αλλά η έμπρακτη αμφισβήτηση του έργου άφησε το αποτύπωμά της. Μια αμφισβήτηση που ήταν αναμενόμενη και ο τρόπος και χρόνος απάντησής της έπρεπε να είχε σχεδιαστεί προσηκόντως. Κάτι που ουδέποτε έγινε με αποτέλεσμα ο … καταποντισμός να είναι αναπόφευκτος. Θα ήταν πιο σώφρων κάποιοι επαΐοντες να κάνουν την αυτοκριτική τους αντί να πανηγυρίζουν…





