Γιατί αγαπάμε να μισούμε τους φτωχούς μετανάστες

Ένα κοινωνικό καθρέφτισμα φόβου, εξουσίας και ψευδαίσθησης ανωτερότητας
Υπάρχει ένα παράξενο φαινόμενο που επανέρχεται παντού και πάντοτε:
όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, όταν η φτώχεια και η ανασφάλεια απλώνονται, οι κοινωνίες στρέφουν το βλέμμα –και το μίσος– προς τα κάτω. Ποτέ προς τα πάνω.
Σαν να αγαπάμε να μισούμε εκείνους που έχουν λιγότερα από εμάς.
Στην Ευρώπη, και ειδικά στην Ελλάδα μετά την κρίση, αυτός ο “άλλος” έχει πρόσωπο: τον φτωχό μετανάστη.
Όταν οι άνθρωποι νιώθουν ότι χάνουν έλεγχο, ψάχνουν κάποιον φταίχτη. Είναι πιο εύκολο να κατηγορήσεις τον άνθρωπο που καθαρίζει το δρόμο ή δουλεύει στα χωράφια, παρά να αντιμετωπίσεις ένα αόρατο οικονομικό σύστημα.
Οι φτωχοί μετανάστες είναι ορατοί, διαφορετικοί, και συχνά σιωπηλοί. Γίνονται, έτσι, το ιδανικό θύμα: πάνω τους προβάλλουμε το άγχος μας, τον φόβο της δικής μας πτώσης, το φάντασμα της φτώχειας που μας απειλεί.
Από μαρξιστική σκοπιά, τίποτα από αυτά δεν είναι τυχαίο. Το σύστημα χρειάζεται τους μετανάστες για να κινεί την οικονομία – και ταυτόχρονα χρειάζεται να τους παρουσιάζει ως απειλή, για να διαιρεί την εργατική τάξη.
Ένας λαός διχασμένος σε “ντόπιους” και “ξένους” δεν μπορεί να ενωθεί για να απαιτήσει δικαιοσύνη.
Έτσι, την ώρα που ο εργοδότης μειώνει μισθούς, η κοινωνία μαλώνει για το αν “οι ξένοι παίρνουν τις δουλειές”. Είναι η πιο παλιά τακτική εξουσίας: στρέψε τον θυμό αλλού.
Στο νησί μας—όπως και σε πολλά άλλα νησιά του Αιγαίου— το αφήγημα ότι “οι μετανάστες μάς παίρνουν τις δουλειές” απλώς δεν επιβεβαιώνεται.
Ακόμη και με την παρουσία τους, η έλλειψη εργατικών χεριών παραμένει μεγάλη.
Η τοπική οικονομία, βασισμένη στον τουρισμό, τη γεωργία και τις εποχικές εργασίες, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από μετανάστες που καλύπτουν θέσεις δύσκολες, υποτιμημένες ή κακοπληρωμένες.
Χωρίς αυτούς, πολλά ξενοδοχεία, χωράφια και επιχειρήσεις θα υπολειτουργούσαν.
Η πραγματικότητα δείχνει, λοιπόν, ότι οι μετανάστες δεν “παίρνουν” δουλειές — τις κρατούν ζωντανές.
Κι όμως, η ρητορική της “απειλής” επιμένει.
Ίσως γιατί είναι πιο εύκολο να καλλιεργείς φόβο, παρά να παραδεχτείς μια μορφή εξάρτησης: ότι οι “ξένοι” στηρίζουν αυτό που εμείς θεωρούμε “δικό μας”.
Ο Μισέλ Φουκώ μας θύμισε ότι η εξουσία δεν χρειάζεται πάντα βία· αρκεί να παράγει “αλήθειες”.
Όταν οι κυβερνήσεις και τα μέσα ενημέρωσης επαναλαμβάνουν ότι “οι μετανάστες φέρνουν εγκληματικότητα”, “αλλοιώνουν τον πολιτισμό”, “απειλούν την ασφάλεια”, δεν περιγράφουν την πραγματικότητα — την κατασκευάζουν.
Ο φόβος γίνεται πολιτική στρατηγική.
Και πίσω από τον φράχτη ή το “κέντρο φιλοξενίας”, κρύβεται ένας τεράστιος μηχανισμός πειθάρχησης: του φόβου, της τάξης, της υπακοής.
Από ψυχαναλυτική σκοπιά, το μίσος για τον μετανάστη είναι μια αρρωστημένη μορφή αυτοάμυνας.
Ο “άλλος” μας θυμίζει αυτό που δεν θέλουμε να δούμε: τη δική μας ευαλωτότητα, τη φτώχεια, το γεγονός ότι η ζωή μας μπορεί να καταρρεύσει από τη μια στιγμή στην άλλη.
Αντί να κοιτάξουμε αυτόν τον φόβο κατάματα, τον προβάλλουμε έξω.
Μισούμε, δηλαδή, όχι τον μετανάστη, αλλά την εικόνα της δικής μας πιθανής πτώσης.
Ο φιλόσοφος Σλάβοϊ Ζίζεκ το έχει περιγράψει με τον δικό του, προκλητικό τρόπο:
“Δεν φοβόμαστε ότι ο μετανάστης θα μας πάρει τις δουλειές.
Φοβόμαστε ότι θα μας πάρει την ίδια μας την απόλαυση — το δικαίωμα να νιώθουμε οι ‘κανονικοί’, οι ‘νόμιμοι’, οι ‘ανώτεροι’.”
Το πιο σκοτεινό στοιχείο είναι ίσως αυτό: το μίσος παράγει απόλαυση.
Μας κάνει να νιώθουμε “καθαροί”, “ανώτεροι”, “δικαιωμένοι”.
Δίνει ταυτότητα εκεί που λείπει νόημα.
Κι όσο οι κοινωνίες μας χάνουν τη συνοχή τους, τόσο περισσότερο χρειάζονται έναν “άλλο” για να ορίσουν το “εμείς”.
Στο τέλος, ίσως το πραγματικό ερώτημα δεν είναι γιατί μισούμε τους φτωχούς μετανάστες, αλλά γιατί έχουμε τόσο ανάγκη να μισούμε κάποιον.
Ίσως γιατί μόνο έτσι νιώθουμε πως υπάρχουμε — μέσα από τον αποκλεισμό του άλλου.
Και τότε, το πιο ριζοσπαστικό πράγμα που μπορούμε να κάνουμε, δεν είναι να αγαπήσουμε τον “άλλο”, αλλά να αντέξουμε να δούμε τον εαυτό μας μέσα του.












