H υγεία δεν είναι εμπόρευμα για όσους μπορούν να την αγοράσουν, αλλά αναφαίρετο, καθολικό δικαίωμα για όλους.
Η μοναδική στιγμή που εξισώνει όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης ή οικονομικής επιφάνειας, είναι η στιγμή της διάγνωσης μιας σοβαρής ασθένειας. Είναι η στιγμή που η ασφάλεια της καθημερινότητας καταρρέει και η ζωή ενός ανθρώπου εξαρτάται από την πρόσβαση σε έγκαιρη και ποιοτική φροντίδα. Σε αυτή ακριβώς τη στιγμή, μια πολιτισμένη κοινωνία αποκαλύπτει τον πραγματικό της χαρακτήρα. Η απάντηση της μεταπολιτευτικής Ελλάδας σε αυτή την υπαρξιακή ανάγκη ήταν ένα από τα μεγαλύτερα κοινωνικά της επιτεύγματα: το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Το ΕΣΥ γεννήθηκε πάνω σε μια θεμελιώδη αρχή: η υγεία δεν είναι εμπόρευμα για όσους μπορούν να την αγοράσουν, αλλά αναφαίρετο, καθολικό δικαίωμα για όλους.
Σήμερα, η αρχή αυτή δέχεται τη σφοδρότερη επίθεση στην ιστορία της. Το ΕΣΥ, ο υπέρτατος πυλώνας του κοινωνικού κράτους, πλήττεται σημαντικά. Πλήττεται από μια συνειδητή πολιτική επιλογή: τη συστηματική υποχρηματοδότηση, την οργανωμένη απαξίωση και την ιδεολογική εχθρότητα. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ενός σιωπηλού, άτυπου απαρτχάιντ υγείας. Μιας κοινωνίας δύο ταχυτήτων, όπου οι έχοντες εξασφαλίζουν την υγεία τους στα ιδιωτικά θεραπευτήρια και οι μη έχοντες στοιβάζονται σε ατελείωτες λίστες αναμονής, ελπίζοντας σε ένα θαύμα.
Τα δεδομένα της εγκατάλειψης
Η υποβάθμιση του ΕΣΥ δεν είναι μια αφηρημένη αίσθηση, είναι μια μετρήσιμη πραγματικότητα. Τα επίσημα στοιχεία του ΟΟΣΑ και της Eurostat για τις δαπάνες υγείας είναι αδιάψευστα. Η Ελλάδα, κατά την περσινή περίοδο, συνέχισε να δαπανά για τη δημόσια υγεία ένα ποσοστό του ΑΕΠ της που μετά βίας αγγίζει το 5.5%, την ώρα που ο μέσος όρος στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκεται σταθερά πάνω από το 7.5-8%. Αυτή η διαφορά των δύο ποσοστιαίων μονάδων δεν είναι απλώς ένας αριθμός. Μεταφράζεται σε περίπου 4 δισεκατομμύρια ευρώ λιγότερα κάθε χρόνο για τα νοσοκομεία, τα κέντρα υγείας, το προσωπικό και τον εξοπλισμό.
Αυτό το χρηματοδοτικό κενό έχει ορατές συνέπειες. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΠΟΕΔΗΝ, οι κενές οργανικές θέσεις στο ΕΣΥ ξεπερνούν πλέον τις 30.000, εκ των οποίων περίπου 8.000 αφορούν γιατρούς και πάνω από 20.000 νοσηλευτικό και λοιπό προσωπικό. Αυτό σημαίνει υποστελεχωμένες κλινικές, εξαντλημένους γιατρούς και νοσηλευτές που καλούνται να κάνουν υπεράνθρωπες προσπάθειες, και τελικά, χαμηλότερη ποιότητα περίθαλψης για τον ασθενή.
Το κενό που αφήνει το κράτος, έρχεται να το καλύψει η τσέπη του πολίτη. Η Ελλάδα κατέχει τη θλιβερή ευρωπαϊκή πρωτιά στις απευθείας ιδιωτικές πληρωμές υγείας (out-of-pocket payments), οι οποίες αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 35-40% της συνολικής δαπάνης υγείας, ποσοστό διπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Ο Έλληνας πολίτης αναγκάζεται να πληρώνει ξανά και ξανά για υπηρεσίες που έχει ήδη προπληρώσει με τους φόρους του: για διαγνωστικές εξετάσεις σε ιδιωτικά κέντρα επειδή η αναμονή στο δημόσιο νοσοκομείο φτάνει τους 3-4 μήνες, για επισκέψεις σε ιδιώτες γιατρούς, και φυσικά, για το διαχρονικό και απεχθές φαινόμενο με το «φακελάκι».
Η πιο κυνική έκφραση αυτής της πολιτικής είναι η θεσμοθέτηση των απογευματινών χειρουργείων επί πληρωμή εντός του ΕΣΥ. Πρόκειται για μια πράξη που συνιστά την επίσημη ομολογία της αποτυχίας του κράτους να εγγυηθεί την ισότιμη πρόσβαση. Με τις λίστες αναμονής για ένα κρίσιμο χειρουργείο να ξεπερνούν συχνά τους 12-18 μήνες, το κράτος λέει πλέον ανοιχτά στον πολίτη: «Αν δεν θέλεις να περιμένεις και να κινδυνεύσεις, πλήρωσε».
Αυτό το μέτρο δεν «λύνει» το πρόβλημα των λιστών. Απλώς δημιουργεί μια νόμιμη “fast lane” για όσους έχουν την οικονομική δυνατότητα, αφήνοντας τους υπόλοιπους να περιμένουν ακόμα περισσότερο, καθώς ο ίδιος γιατρός και το ίδιο χειρουργείο θα είναι πλέον απασχολημένα το απόγευμα με επί πληρωμή περιστατικά. Είναι η επιτομή της λογικής των δύο ταχυτήτων: η υγεία παύει να είναι δικαίωμα και γίνεται υπηρεσία που η τιμή της καθορίζεται από την απόγνωση του ασθενούς.
Θα ήταν λάθος να αποδώσουμε αυτή την κατάσταση σε απλή αμέλεια ή ανικανότητα. Η απαξίωση του ΕΣΥ είναι μια συνειδητή πολιτική στρατηγική. Όταν το δημόσιο σύστημα υπολειτουργεί, όταν οι πολίτες ταλαιπωρούνται και χάνουν την εμπιστοσύνη τους, τότε η στροφή προς τον ιδιωτικό τομέα μοιάζει αναπόφευκτη και λογική. Οι ιδιωτικές ασφάλειες, τα ιδιωτικά νοσοκομεία και οι μεγάλες διαγνωστικές αλυσίδες εμφανίζονται ως οι “σωτήρες” που έρχονται να καλύψουν το κενό που το ίδιο το κράτος δημιούργησε.
Είναι μια στρατηγική που στοχεύει στη σταδιακή μετατροπή του συστήματος υγείας από ένα μοντέλο κοινωνικής αλληλεγγύης σε ένα μοντέλο ατομικής ευθύνης, όπου η υγεία σου εξαρτάται από το πάχος του πορτοφολιού σου.
Τρεις πυλώνες για την αναγέννηση του Εθνικού Συστήματος Υγείας
Η αναστροφή αυτής της πορείας είναι εφικτή, αλλά απαιτεί πολιτική βούληση για σύγκρουση και μια νέα, γενναία επένδυση στο Εθνικό Σύστημα Υγείας. Οι προτάσεις μου για την αναγέννηση του ΕΣΥ στηρίζονται σε τρεις αδιαπραγμάτευτους πυλώνες.
- Αύξηση της χρηματοδότησης στον ευρωπαϊκό μέσο όρο: Δέσμευση για σταδιακή, αλλά ταχεία, αύξηση των δημοσίων δαπανών για την υγεία ώστε μέσα στην επόμενη τριετία να συγκλίνουν με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, φτάνοντας το 7% του ΑΕΠ. Αυτοί οι πρόσθετοι πόροι πρέπει να κατευθυνθούν με απόλυτη διαφάνεια στην ανανέωση του ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού, στην αναβάθμιση των υποδομών και στην πλήρη μηχανοργάνωση του συστήματος.
- Κάλυψη κενών και μισθολογικά κίνητρα: Άμεση προκήρυξη του συνόλου των κενών οργανικών θέσεων γιατρών, νοσηλευτών και λοιπού προσωπικού με διαφανείς, αξιοκρατικές διαδικασίες. Ταυτόχρονα, θέσπιση ενός νέου, ειδικού και γενναιόδωρου μισθολογίου για το προσωπικό του ΕΣΥ, το οποίο θα αναγνωρίζει το λειτούργημά τους και θα λειτουργεί ως ισχυρό κίνητρο για την παραμονή των γιατρών στη χώρα και την αντιμετώπιση του brain drain. Η πλήρης και αποκλειστική απασχόληση των γιατρών του ΕΣΥ πρέπει να γίνει ξανά ο κανόνας.
- Επανάσταση στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας: Ένα σύστημα υγείας που στηρίζεται μόνο στα νοσοκομεία είναι ένα σύστημα ακριβό και αναποτελεσματικό. Η μεγάλη μεταρρύθμιση είναι η δημιουργία ενός πυκνού, δημόσιου δικτύου Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας. Αυτό σημαίνει τη δημιουργία και πλήρη στελέχωση σύγχρονων Κέντρων Υγείας και Τοπικών Μονάδων Υγείας σε κάθε προάστιο πόλης, σε κάθε νησί, σε κάθε χωριό, με επίκεντρο τον θεσμό του Οικογενειακού Γιατρού, ο οποίος θα είναι υπεύθυνος για την πρόληψη, την παρακολούθηση των χρόνιων παθήσεων και την πρώτη αντιμετώπιση των ασθενειών. Ένα ισχυρό πρωτοβάθμιο σύστημα θα αποσυμφορήσει δραστικά τα νοσοκομεία και θα προσφέρει στους πολίτες μια πιο ανθρώπινη και αποτελεσματική φροντίδα.
Η μάχη για το ΕΣΥ είναι η μητέρα των μαχών για την κοινωνική δικαιοσύνη. Είναι η επιλογή ανάμεσα σε μια κοινωνία-ζούγκλα όπου ο καθένας σώζεται μόνος του και μια κοινωνία αλληλεγγύης όπου κανείς δεν μένει αβοήθητος. Το χρωστάμε στην ιστορία αυτού του τόπου, στους ανθρώπους του και στις επόμενες γενιές.
*Ο Μηνάς Λυριστής είναι υπ. Διδάκτορας στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου
πηγη: https://www.tovima.gr