Πρόβες πολέμου στον Ειρηνικό: ΗΠΑ και Κίνα ακονίζουν τα ξίφη τους, «φονιάδες αεροπλανοφόρων» και ναυτικές ασκήσεις ανεβάζουν επικίνδυνα το θερμόμετρο

0
16

Για παιχνίδι ισχύος στον Ειρηνικό γράφει η Wall Street Journal – Η Ταϊβάν στο επίκεντρο αυτού του νέου πιθανού μετώπου – Οι ασκήσεις του Πεκίνου και η απάντηση της Ουάσινγκτον

Πρόβες πολέμου στον Ειρηνικό: ΗΠΑ και Κίνα ακονίζουν τα ξίφη τους, «φονιάδες αεροπλανοφόρων» και ναυτικές ασκήσεις ανεβάζουν επικίνδυνα το θερμόμετρο
Την ώρα που το μέτωπο του πολέμου στην Ουκρανία δεν λέει να κλείσει και η διένεξη στη Γάζα συνεχίζεται, με τις διαπραγματεύσεις για εκεχειρία να είναι πιθανό να καταρρεύσουν ανά πάσα στιγμή, οι αναλυτές έχουν ανοίξει μια νέα συζήτηση: μπορεί να είναι ο Ειρηνικός ένα νέο μέτωπο, μια νέα εστία πολέμου;

Όπως παρατηρεί η Wall Street Journal, ο στρατός της Κίνας απλώνει πλέον την εμβέλειά του βαθύτερα στον Ειρηνικό Ωκεανό, στέλνοντας πλοία και αεροσκάφη σε περιοχές που μέχρι πρότινος θεωρούνταν απροσπέλαστες για το Πεκίνο. Αυτή η στρατιωτική επέκταση δεν είναι απλώς μια επίδειξη ισχύος -αποτελεί ξεκάθαρο μήνυμα ότι η Κίνα είναι έτοιμη να υπερασπιστεί την «πίσω αυλή» της, αλλά και να προκαλέσει τους παραδοσιακούς συσχετισμούς δύναμης στην περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού.

Το Πεκίνο, που εδώ και χρόνια θεωρεί παρεμβολή τις κινήσεις των ΗΠΑ και των συμμάχων τους στην περιοχή, σκληραίνει τώρα τη στάση του. Με πολλαπλές ασκήσεις, ναυτικές περιπολίες και επιχειρήσεις κοντά στην Ταϊβάν, στο αρχιπέλαγος της Νότιας Σινικής Θάλασσας αλλά και στον Ινδικό, επιβεβαιώνει ότι προετοιμάζεται για κάθε ενδεχόμενο -ακόμη και για στρατιωτική σύγκρουση.

Από την άλλη πλευρά, οι ΗΠΑ «λαμβάνουν» το μήνυμα και οργανώνονται. Αναπτύσσουν «φονιάδες αεροπλανοφόρων» (σ.σ. πυραυλικά συστήματα σχεδιασμένα να καταστρέφουν μεγάλα ναυτικά σκάφη, μειώνοντας την ισχύ του αντιπάλου στη θάλασσα, όπως το Typhon Missile System) στις Φιλιππίνες, αναπτύσσουν και μοιράζουν δυνάμεις σε στρατηγικά νησιά, όπως το Γκουάμ, αυξάνουν την παρουσία τους στην Οκινάουα και εκπαιδεύουν στρατεύματα της Ταϊβάν. Παράλληλα, καλούν Ιαπωνία, Νότια Κορέα και Φιλιππίνες να αυξήσουν δραστικά τις αμυντικές τους δαπάνες.

Η Ταϊβάν βρίσκεται στο επίκεντρο αυτού του νέου πιθανού μετώπου. Για την Ουάσινγκτον, οι συνεχείς κινεζικές ασκήσεις γύρω από το νησί μοιάζουν όλο και περισσότερο με πρόβες για εισβολή. Στο Στενό της Ταϊβάν, τα κινεζικά αεροσκάφη παραβιάζουν πλέον σχεδόν καθημερινά τη γραμμή μέσης απόστασης και εισέρχονται στη ζώνη αεράμυνας της Ταϊβάν -σε αριθμούς που, πριν από λίγα χρόνια, θεωρούνταν αδιανόητοι.

Την ίδια ώρα, το Πεκίνο δείχνει αποφασισμένο να κάνει αισθητή την παρουσία του και σε περιοχές που λίγοι θα περίμεναν. Κινεζικός στόλος περιέπλευσε φέτος την Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, στέλνοντας μήνυμα ότι δεν υπάρχει «ασφαλής απόσταση». Δύο αεροπλανοφόρα πραγματοποίησαν για πρώτη φορά ταυτόχρονες ασκήσεις στον δυτικό Ειρηνικό, ενώ μαχητικά αεροσκάφη παρενόχλησαν ιαπωνικές περιπολίες.

Στο νέο γεωπολιτικό σκηνικό, η περιοχή μοιάζει όλο και περισσότερο με ένα εύφλεκτο μέτωπο που μπορεί να φτάσει στα όρια ενός πολέμου υπερδυνάμεων. Οι δηλώσεις του επικεφαλής της Διοίκησης Ινδο-Ειρηνικού των ΗΠΑ περί «καταστροφικών συνεπειών», αν η Κίνα επιχειρήσει εισβολή στην Ταϊβάν, δείχνουν ότι το ενδεχόμενο στρατιωτικής αναμέτρησης δεν είναι θεωρητικό σενάριο, αλλά υπαρκτή απειλή.

Παράλληλα, η διπλωματία της Ουάσινγκτον απαιτεί από τους συμμάχους της στην Ασία να μοιραστούν το κόστος και το ρίσκο. Όμως, η Ιαπωνία διστάζει να φτάσει τον στόχο του 5% του ΑΕΠ για άμυνα, ενώ η Νότια Κορέα δηλώνει ότι οι δικές της στρατιωτικές δαπάνες είναι ήδη «υψηλές».

Σε αυτό το σκηνικό πυγμής και προκλήσεων, το μόνο βέβαιο είναι ότι η γραμμή ανάμεσα στην αποτροπή και την κλιμάκωση γίνεται όλο και πιο λεπτή. Η Κίνα σπρώχνει τα όρια στα άκρα, οι ΗΠΑ απαντούν με αντεπίθεση συμμαχιών και ο Ειρηνικός καθίσταται το πιο επικίνδυνο σημείο τριβής του 21ου αιώνα.

«Too little, too late» η οργή -και οι δασμοί- του Τραμπ κατά της Ρωσίας: Ο Πούτιν αγνόησε όλες τις εκκλήσεις του, ορατός ο κίνδυνος κλιμάκωσης

Ο Τραμπ συνειδητοποίησε με σκληρό τρόπο ότι ο Πούτιν τον κορόιδευε, κερδίζοντας χρόνο και εδάφη – Τώρα μιλάει για τελεσίγραφο 50 ημερών και απειλεί με «δευτερεύοντες» δασμούς 100%, όμως η αλλαγή στάσης ίσως να μην είναι πλέον αρκετή

«Too little, too late» η οργή -και οι δασμοί- του Τραμπ κατά της Ρωσίας: Ο Πούτιν αγνόησε όλες τις εκκλήσεις του, ορατός ο κίνδυνος κλιμάκωσης
Ο Ντόναλντ Τραμπ φαίνεται πως μετά από μήνες πήρε με τον πλέον «οδυνηρό» τρόπο -για την Ουκρανία κυρίως- το μάθημά του αναφορικά με τον τρόπο που η Μόσχα στοχεύει να διαχειριστεί το ανοιχτό -τρία χρόνια τώρα- μέτωπο του πολέμου στην Ουκρανία. Ο Τραμπ επέλεξε να σπαταλήσει επί της ουσίας κρίσιμο για τη Δύση και το Κίεβο χρόνο μέχρι να συνειδητοποιήσει κάτι που όλοι οι πρόεδροι πριν από αυτόν γνώριζαν εξαρχής: δεν μπορείς να επαναφέρεις τις σχέσεις ΗΠΑ – Πούτιν σε νέα βάση.

Η διαδρομή του Τραμπ από τους «ύμνους» για τον Ρώσο πρόεδρο μέχρι την επίθεση εναντίον του αποτελεί ουσιαστικά ένα «μελόδραμα» εξατομικευμένης γεωπολιτικής ή για την ακρίβεια ένα ακόμη στη μακρά λίστα με τα όσα έχει επιχειρήσει ο Αμερικανός πρόεδρος. Ωστόσο, αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία σήμερα περισσότερο από ποτέ είναι το τι θα ακολουθήσει.

«Aποκάλυψη τώρα»

Το sequel του «Αποκάλυψη τώρα» που επιχειρεί πλέον να στήσει ο Λευκός Οίκος αναφορικά με τη Ρωσία ανοίγει μεν νέες δυνατότητες για την Ουκρανία, τους επικριτές του Πούτιν στο Κογκρέσο και τους καταβεβλημένους συμμάχους των ΗΠΑ, ωστόσο παράγει παράλληλα και νέους κινδύνους -κυρίως τον κίνδυνο μιας σύγκρουσης επί προσωπικού ανάμεσα σε Τραμπ και Πούτιν, που ελέγχουν τα δύο μεγαλύτερα πυρηνικά οπλοστάσια του κόσμου.

Ο Τραμπ συνηθίζει να αυξάνει την ένταση με φίλους και εχθρούς μέσω ρητορικής και δασμών -πράγμα που έκανε και σήμερα, όταν, κατά τη διάρκεια των κοινών του δηλώσεων με τον ΓΓ του ΝΑΤΟ, Μαρκ Ρούτε, έδωσε «τελεσίγραφο» 50 ημερών στη Ρωσία να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία, λέγοντας ότι, σε αντίθετη περίπτωση, θα επιβάλει «δευτερεύοντες» δασμούς, όπως τους αποκάλεσε, ύψους 100%.

Τώρα, όμως, αντιμετωπίζει έναν αδίστακτο αντίπαλο που κλιμακώνει όχι με λόγια, αλλά με ανθρώπινες ζωές -όπως δείχνουν οι διαρκώς αυξανόμενες, σε αριθμό και ένταση, επιθέσεις με drones στο Κίεβο, στέλνοντας ξεκάθαρο μήνυμα στον Λευκό Οίκο.

Δεδομένης της «συναλλακτικής» φύσης του Τραμπ, είναι εύλογο να αναρωτηθεί κανείς πόσο θα διαρκέσει η εχθρότητά του προς τον πρώην «φίλο» του στο Κρεμλίνο. Και παρότι μιλά για υποστήριξη της Ουκρανίας, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι η μεταστροφή του θα φτάσει στο επίπεδο των δεκάδων δισεκατομμυρίων σε στρατιωτική και οικονομική βοήθεια που παρείχε το Κογκρέσο επί προεδρίας Μπάιντεν.

Ωστόσο, ο Αμερικανός πρόεδρος δήλωσε στο NBC News την περασμένη Πέμπτη ότι εξασφάλισε μέσω του ΝΑΤΟ συμφωνία για αποστολή νέων αντιαεροπορικών πυραύλων Patriot στην Ουκρανία, η οποία έχει άμεση ανάγκη να αποκρούσει ρωσικές επιθέσεις στα μεγάλα αστικά κέντρα της και σε κρίσιμες -κυρίως ενεργειακές- υποδομές. «Στέλνουμε όπλα στο ΝΑΤΟ και το ΝΑΤΟ πληρώνει το 100%», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Τραμπ, υπογραμίζοντας επίσης πως: «Θα στείλουμε Patriots στο ΝΑΤΟ και εκείνο θα τα διανείμει». Δεδομένα, οι λεπτομέρειες της συγκεκριμένης συμφωνίας στην οποία αναφέρεται ο Τραμπ δεν είναι ακόμη και σήμερα γνωστές, ενώ η Βορειοατλαντική Συμμαχία δεν έχει δώσει το παραμικρό στη δημοσιότητα.

Ο Τραμπ φαίνεται να βρίσκεται σε σημείο καμπής σήμερα. Πέρασε από το να κατηγορεί την Ουκρανία -το θύμα- στο να κατηγορεί τη Ρωσία -τον θύτη- για την άσκοπη παράταση του πολέμου. Το ερώτημα είναι πώς αυτή η αλλαγή επηρεάζει την πολιτική των ΗΠΑ απέναντι στον πόλεμο και τη Ρωσία, καθώς και τις ίδιες τις προσπάθειες του Τραμπ να ασκήσει ηγεσία και να ελέγξει τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις γύρω από την Ουκρανία. Ο Λευκός Οίκος δεν παίρνει καθόλου αψήφιστα, όπως φαίνεται, τις δημοσκοπήσεις, που δείχνουν τον πυρήνα των οπαδών του Τραμπ να είναι από «προβληματισμένοι» μέχρι «ανήσυχοι» για το γεγονός ότι ο πρόεδρος της χώρας, αρχικά με την επέμβαση των ΗΠΑ στα εδάφη του Ιράν και σήμερα με την αλλαγή στάσης στην Ουκρανία, δεν «κλείνει τη στρόφιγγα» των πολέμων όπως είχε προεκλογικά -κατηγορηματικά- δεσμευτεί.

Ο Πούτιν αγνόησε όλες τις εκκλήσεις Τραμπ

Η δήλωση του Τραμπ την περασμένη εβδομάδα ότι έχει βαρεθεί τις «μ@λ@κίες» του Πούτιν ήταν μια εντυπωσιακή ανατροπή. Τέτοια που ακόμη και ο απόλυτα ελεγχόμενος από το Κρεμλίνο ρωσικός Τύπος, στο σύνολό του, φιλοξένησε ως πρωτοσέλιδο χτύπημα. Για να είμαστε «τίμιοι», κανείς δεν προσπάθησε περισσότερο από τον Τραμπ να πείσει τον Πούτιν προσωπικά να τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ακόμη και η αλλαγή της αμερικανικής ρητορικής και το ξέσπασμα σε παγκόσμια μετάδοση στο Οβάλ Γραφείο ενάντια στον Ζελένσκι δεν έδωσαν το παραμικρό…

Από τη δυτική σκοπιά, ο Πούτιν ίσως έχει βάλει τεράστιο «αυτογκόλ». Θα μπορούσε να είχε μια ειρηνευτική συμφωνία με την υποστήριξη των ΗΠΑ, η οποία θα κατοχύρωνε τα εδαφικά του κέρδη, θα απέκλειε την Ουκρανία από το ΝΑΤΟ και επί της ουσίας θα έδινε ένα «ελευθέρας» σε ασύγκριτη βία την οποία η Ρωσία έχει ασκήσει έναντι των Ουκρανών. Ομως, η επιβολή της δυτικής λογικής στις αποφάσεις του Πούτιν είναι σχεδόν πάντα σφάλμα -ένα που έκανε και η κυβέρνηση Ομπάμα πριν από την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014.

Ο Πούτιν είχε ξεκαθαρίσει πριν από την εισβολή ότι βλέπει τον πόλεμο ως αποκατάσταση μιας ιστορικής αδικίας -τόσο για τις παραδοσιακές ρωσικές διεκδικήσεις στην Ουκρανία όσο και για τα ευρύτερα «παράπονά» του από τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης. Οι «βαθύτερες αιτίες» του πολέμου που επικαλείται συχνά είναι ένας κώδικας για τις ρωσικές ενστάσεις, όπως η ύπαρξη δημοκρατικής κυβέρνησης στο Κίεβο, η επέκταση του ΝΑΤΟ και η παρουσία συμμαχικών στρατευμάτων σε χώρες όπως η Πολωνία και η Ρουμανία.

Τελικά, αποδεικνύεται στην πράξη πως ο Πούτιν δεν είχε ποτέ πρόθεση να τελειώσει τον πόλεμο. Ισως η πεποίθηση του Τραμπ ότι θα μπορούσε να πετύχει μια συμφωνία να ήταν εντελώς λανθασμένη από την αρχή. Κανένας Αμερικανός πρόεδρος άλλωστε δεν φαίνεται να κατανοεί πως για τον Ρώσο ομόλογό του, δεδομένων των σημαντικών απωλειών στις μάχες, ο συγκεκριμένος πόλεμος είναι πρωτίστως υπαρξιακός…

Η αλλαγή στάσης

Αναλυτές επισημαίνουν ότι ο Τραμπ καθυστέρησε πολύ να φτάσει στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα. Το «είναι πάντα ευγενικός, αλλά τελικά αυτό δεν έχει καμία σημασία» που ειπώθηκε επίσης τις τελευταίες ημέρες μοιάζει να είναι ό,τι πιο κοντά σε ένα «mea culpa». Οσοι επιθυμούν μια πιο σθεναρή αμερικανική πολιτική για την Ουκρανία ίσως πρέπει να μετριάσουν τις προσδοκίες τους. Η απογοήτευση του Τραμπ από τον Πούτιν δείχνει να είναι πραγματική αυτή τη φορά, αν και δεν είναι η πρώτη φορά.

Η συνειδητοποίηση από την πλευρά του Αμερικανού προέδρου πως η Ρωσία του Πούτιν είναι επί της ουσίας αδύνατο να παραγάγει κάτι απτό αναφορικά με τον πόλεμο, θα πρέπει να δούμε εάν θα συνοδεύεται και με ανάλογα αντίμετρα στην αδιαλλαξία. Αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν ενίσχυση της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας και στήριξης από ευρωπαϊκές χώρες. Η διαφορά, εάν οι ΗΠΑ δεσμευτούν πραγματικά, μπορεί να είναι τεράστια και να ανατρέψει την πεποίθηση του Πούτιν ότι μπορεί να αντέξει περισσότερο από τη Δύση.

Ο Λευκός Οίκος θα μπορούσε επίσης να υποστηρίξει πλήρως ένα διακομματικό νομοσχέδιο για νέες αυστηρές κυρώσεις κατά της Ρωσίας, καθώς και κατά της Κίνας και της Ινδίας που αγοράζουν μαζικά ρωσικό πετρέλαιο. Το «μπαλάκι» των επιλογών και της βούλησης είναι ξανά στην Ουάσινγκτον και το ερώτημα είναι: πώς επηρεάζει αυτή η αλλαγή την αμερικανική πολιτική έναντι του πολέμου και της Ρωσίας, αλλά και την επιδίωξη του ίδιου του Τραμπ να ηγηθεί των διεθνών εξελίξεων και να διαχειριστεί την εσωτερική πολιτική γύρω από την Ουκρανία;

Ο Τραμπ μίλησε επίσης -το έχει κάνει αρκετές φορές από τη στιγμή που ανέλαβε τα καθήκοντά του- για το ανθρώπινο κόστος του πολέμου και την ανδρεία των Ουκρανών. Αλλά μένει να φανεί αν η αλλαγή στάσης του είναι στρατηγική ή οφείλεται απλώς στην απογοήτευσή του επειδή δεν κατάφερε να κλείσει μια «μεγάλη συμφωνία» που θα του έδινε Νόμπελ Ειρήνης.

Στο παρελθόν έβλεπε τον πόλεμο ως εμπόδιο για καλύτερες σχέσεις με τη Ρωσία. Οπως είπε τον Απρίλιο: «Θα μπορούσα να έχω εξαιρετικές σχέσεις με τη Ρωσία και τον Πούτιν, και αυτό θα ήταν υπέροχο». Το μεγάλο ρίσκο -υπαρκτό δυστυχώς- έχει να κάνει με τον τρόπο που ο Αμερικανός πρόεδρος επιλέγει να εμπλέκει τα προσωπικά ακόμη και με τα πιο περίπλοκα και σύνθετα παγκόσμια ζητήματα. Κανένας δεν μπορεί, για παράδειγμα, να αποκλείσει ως ανυπόστατο το σενάριο ο Τραμπ μετά την επιβολή κυρώσεων, να αλλάξει και πάλι στάση και να εστιάσει σε μέτρα άμεσης βελτίωσης των διμερών οικονομικών σχέσεων με τη Ρωσία.

Μετά τη συνάντηση του υπουργού Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο με τον Σεργκέι Λαβρόφ στη Μαλαισία υπήρξαν ενδείξεις ότι η Μόσχα προτείνει μια «νέα και διαφορετική προσέγγιση». Ο Ρούμπιο μετέφερε τη «δυσαρέσκεια» του Τραμπ, αλλά άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο διαλόγου.

Είναι ειλικρινής αυτή η αλλαγή ή μια νέα τακτική καθυστέρησης εκ μέρους της Ρωσίας; Είναι ένα ακόμη από τα μεγάλα ερωτήματα που σήμερα δεν ζητούν αλλά απαιτούν απάντηση.

Κίνδυνος κλιμάκωσης

Ενας μεγάλος κίνδυνος είναι το ενδεχόμενο κλιμάκωσης μεταξύ Τραμπ και Πούτιν -και όχι μόνο ανάμεσα σε ΗΠΑ και Ρωσία. Κανένας δεν φαίνεται να επιθυμεί μια μετωπική σύγκρουση, αλλά και οι δύο έχουν επενδύσει σημαντικά στη μεταξύ τους σχέση. Οι οπαδοί του Τραμπ βρίσκουν κοινό έδαφος με τον Πούτιν, κυρίως ως προς την καταγγελία της «woke» κουλτούρας και την επιστροφή στις παραδοσιακές αξίες. Αν οι εντάσεις κορυφωθούν, ο Πούτιν ίσως ξαναπαίξει το «χαρτί» του πυρηνικού εκβιασμού, κάτι που ο Τραμπ έχει δείξει ότι δεν παίρνει καθόλου αψήφιστα.

Στο τέλος της διαδρομής σήμερα, περισσότερες από 170 ημέρες μετά την ανάληψη της προεδρίας των ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ είναι ένας ακόμη πρόεδρος από την άλλη άκρη του Ατλαντικού που δεν καταφέρνει να αλλάξει δομικά τόσο τις σχέσεις με τη Ρωσία όσο και τη ροή των γεγονότων σε μια σύρραξη που μαίνεται επί τρία χρόνια.

Εάν η αλλαγή στάσης και τα μέτρα που θα λάβουν οι ΗΠΑ του Τραμπ πληγώσουν τον πυρήνα των ρωσικών επιδιώξεων, δεν είναι απαραίτητο πως η αλλαγή στα μέτωπα θα μεταφραστεί σε ρωσική υποχώρηση και διαλλακτικότητα – κάτι τέτοιο άλλωστε δεν κατάφερε ούτε και ο Τζο Μπάιντεν. Μέσα στη συγκεκριμένη δίνη, το Κίεβο παραμένει σταθερά στην πλευρά όσων διακινδυνεύουν καθημερινά τα πάντα χωρίς κανένα δεδομένο, κι αυτό θα έχει επίσης κόστος όχι μόνο για την ίδια την Ουκρανία, αλλά και για την Ευρώπη.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ