Όταν ο καιρός και οι καρδιές παγώνουν… Σπονδή στον αξέχαστο άτυχο και άστεγο Μιχαλάκη | Γράφει η Ξανθίππη Αγρέλλη

0
136
Ψαλίδι / Άγ. Γαβριήλ / Εξοχή, Κως

Όταν ο καιρός και οι καρδιές παγώνουν…..
Αφιερωμένο στους 25 χιλ. άστεγους των πόλεων….
Γράφει η Ξανθίππη Αγρέλλη (Κως -22/2/2025)
Καθημερινά ο άστεγος, έψαχνε τους μεγάλους κάδους, για να βρει στην απέναντι πιτσαρία, καμιά μισοφαγωμένη πίτσα και ζητιάνευε αποφάγια στα εστιατόρια, από αυτά που άφησαν οι χορτάτοι. Τράβηξε μερικά χαρτόκουτα, από το κοντινό παντοπωλείο, για να φτιάξει το βραδινό του καταφύγιο, για να προστατευθεί από το μανιασμένο βοριά. Ήταν μια χαρτονένια καλύβα, εκεί στο ακάλυπτο οικόπεδο, πίσω από το μικρό Εξωκλήσι. Αφιλόξενος ο Χειμώνας, παγώνει τις καρδιές με χιόνι και ρίχνει ανελέητη βροχή, παρέα με τρομερές βροντές, φοβερούς κεραυνούς και εκτυφλωτικές αστραπές. Το κρύο περονιάζει και τρυπά βασανιστικά, τα κόκκαλα του άτυχου άστεγου. Εκείνος ντυμένος με παλιόρουχα, που βρήκε στα σκουπίδια και μια φθαρμένη κουβέρτα, προσπαθεί να ζεστάνει το ταλαίπωρο σώμα του, σε ένα μεταχειρισμένο στρώμα, από αυτά που πετάνε τα Ξενοδοχεία και οι πλούσιοι. Μερικά αδέσποτα σκυλιά και γατιά, του κρατάνε παρέα και μοιράζονται τα αποφάγια, που μαζεύει. Κάθε πρωί μαζί με τους φτερωτούς αλήτες, τα σπουργίτια, έρχεται και τον βλέπει και ο κοκκινολαίμης, ο προάγγελος του χιονιά, το αγαπημένο πουλάκι του Χειμώνα. Γιαννακά, τον φωνάζουν στα χωριά της Κω. Το αθώο πουλάκι, τιτιβίζει ευχαριστημένο, από τα ψυχουλάκια, από την μπαγιάτικη πίτσα και απολαμβάνει ξέγνοιαστο την ελευθερία του. Ο άστεγος, του λέει τον πόνο του και εκείνο μοιάζει να τον ακούει απορημένο.
-Εγώ που λες φιλαράκι, δεν είμαι ένας κοινός τεμπέλης. Πριν λίγα χρόνια, ήμουν μεγάλος και τρανός, σπουδαγμένος Οικονομολόγος και γερός Επιχειρηματίας. Είχα Εταιρείες με εμπόριο, αλλά ξανοίχτηκα οικονομικά και με την κρίση του χρέους του 2010, καταστράφηκα ολοκληρωτικά. Με κατάπιαν οι τοκογλύφοι και οι Τράπεζες, που τα κοφτερά τους δόντια τα λένε δάνεια και ανατοκισμούς. Με έφαγε η μεγάλη και γλυκιά ζωή, συνέχιζε να ακούει τον άστεγο, με προσοχή ο κοκκινολαίμης. Το ξέρω φίλε, ότι δεν συμφωνείς για τις βλακείες, που έκανα στη ζωή μου και τις ανάποδες, ζαριές που έπαιξα και έχασα. Μια στραβοτιμονιά και το καράβι έπεσε έξω. Τώρα αυτά πληρώνω, παραδέχτηκε ο άστεγος. Έβγαζα εκατό και ξόδευα διακόσια. Χωρίς να το καταλάβω έχασα επιχειρήσεις, δουλειά, περιουσία, σπίτι, οικογένεια, γυναίκα και παιδιά και όλους τους συγγενείς και φίλους, που με έκαναν πέρα. Φταίω το παραδέχομαι φίλε Γιαννακά, γιατί με ρούφηξε το Καζίνο, με ξεζούμισαν τα μπουζούκια, τα ποτά και τα ξενύχτια, αυτά που κλείνουν τα καλύτερα τα σπίτια. Έκανα φιγούρα, κάπνιζα ακριβά πούρα Αβάνας και έπινα το πιο ακριβό ουίσκι. Έκανα επίδειξη πλούτου, με πανάκριβα αυτοκίνητα, για τις βόλτες μου και με πολυτελή γιότ, για τα ταξίδια μου. Έμενα σε διάσημα Ξενοδοχεία και πλήρωνα ακριβές γυναικείες συντροφιές, για το κέφι μου. Όμως υπάρχει και το ‘Άλλο’. Διότι δεν υπολόγισα τον μπαμπέση τον χρόνο, που αυτός κυβερνά τη ζωή μας. Κατρακύλησα και χωρίς να το καταλάβω, βρέθηκα εδώ. Με το χρόνο τα λεφτά λιγόστεψαν, οι δανειστές αγρίεψαν, οι φίλοι και οι ευεργετηθέντες εξαφανίστηκαν, ενώ τα γηρατειά και οι αρρώστιες με πλησίασαν. ‘Οι άνθρωποι συνηθίζουν να κλωτσούν όποιον πέσει και δεν σκύβουν να τον σηκώσουν’. Έτσι δεν λέει ο συμπατριώτης μας ο γιατρός ο Ιπποκράτης; Πέρασα και το κατώφλι του Νόμου της Πολιτείας, της ηθικής και τους κανόνες της Θρησκείας. Έτσι με ένα μακροβούτι βρέθηκα στη φυλακή, για μικρό ληστείες και κλοπές. Ήρθα απέναντι από το Νόμο για τα ναρκωτικά, που τους γύρεψα παρηγοριά, αφού έτσι τουλάχιστον νόμιζα. Παρέα με το αλκοόλ, εξαρτημένος πια ζητιάνευα για τη δόση μου, ώστε να ξεχάσω, ότι εγώ που είχα ατράνταχτη επιχείρηση και ήμουν το πρώτο όνομα στην αγορά, κατέληξα να σέρνω τα κουρέλια μου, αληθινό ερείπιο ψυχής και σώματος. Όλοι πια με θεωρούν απόβλητο της κοινωνίας και με διώχνουν, γιατί χαλώ την αισθητική τους. -Δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται.’ Έλεγαν οι Αρχαίοι μας πρόγονοι και εγώ πρέπει να βρω μερικά σκόρπια ξερόκλαδα, μήπως τα ανάψω και ζεσταθώ, μονολόγησε ο ηλικιωμένος άστεγος τουρτουρίζοντας. Βράδιασε και ο κοκκινολαίμης πέταξε, γιατί έπρεπε να βρει κάποιο καταφύγιο, για να κουρνιάσει. Ο άστεγος με μια γόπα, από αποτσίγαρο στο στόμα, άνοιξε πόλεμο με τον βασανιστικό βήχα, που τον τυραννούσε. Ξημέρωσε και ο πρωινός ‘ήλιος με δόντια’, χαμογελούσε, αναγγέλλοντας μια ακόμη πιο παγωμένη ημέρα. Πάγωσε η γύρω φύση, πάγωσε και η κάρδια του άστεγου, που έμοιαζε Χιονάνθρωπος. Ο οδοκαθαριστής της γειτονιάς, βρήκε τον άστεγο ασάλευτο, κρυμμένο πίσω από τα μπάζα του ακάλυπτου χώρου, ανάμεσα σε χαρτόνια και παλιόρουχα. Η ψυχή του πέταξε μακριά, σαν το φτερούγισμα του κοκκινολαίμη.-‘ Άτιμη ζωή μύλος είσαι και γυρίζεις, σκάλα είσαι που ανεβοκατεβαίνεις.’ Ψιθύρισε, με φιλοσοφική διάθεση ο οδοκαθαριστής. Αφού θα ειδοποιήσει τους αρμόδιους για τις τυπικές διαδικασίες, ο οδοκαθαριστής θα γυρίσει πίσω στο φτωχικό του σπίτι, στο λιτό του τραπέζι, στη ζεστή αγκαλιά της οικογένειάς του και θα ψιθυρίσει ξανά, πως ‘έχει ο καιρός γυρίσματα και καραβοτσακίσματα’.
20-25 χιλ άστεγοι στη χώρα μας Έλληνες και μετανάστες, δεν θα γυρίσουν σπίτι. Χωρίς δουλειά, χωρίς στέγη και οι περισσότεροι εξαρτημένοι, από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, παλεύουν να επιβιώσουν, υπό άθλιες συνθήκες, αβοήθητοι αντιμετωπίζοντας παράλληλα και τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Υ.Γ. Σπονδή στον αξέχαστο άτυχο και άστεγο Μιχαλάκη της Κω.
Ξανθίππη Αγρέλλη

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ