Πώς τρία παιδιά που έχασαν νωρίς τον πατέρα τους κατάφεραν να γίνουν κραταιοί βιομήχανοι, προβάλλοντας στην ελληνική αγορά το ρύζι σε πρωτοποριακή οικολογική χάρτινη σακούλα.
Η ιστορία της Agrino συνδέεται άμεσα με τις προσωπικότητες των Ευστρατίου, Ευθυμίου και Γεωργίου Πιστιόλα, οι οποίοι ξεκίνησαν ως έμποροι ρυζιού και στη συνέχεια μεταμόρφωσαν την επιχείρησή τους σε βιομηχανία που έχει αφήσει ανεξίτηλο αποτύπωμα στην ελληνική αγορά.

Τα τρία αδέλφια μεγάλωσαν σε πολύ δύσκολες περιόδους, στον μεσοπόλεμο. Είχαν χάσει τον πατέρα τους σε σχετικά μικρή ηλικία, και η μητέρα τους Λουκία έπρεπε να μεγαλώσει 7 ψυχές: 3 αγόρια και 4 κορίτσια.
Πάντα έβλεπαν μπροστά, στη μικρή τότε κοινωνία του Αγρινίου. Το 1955 ξεκίνησαν την Εταιρία Αφοι Πιστιόλα, αγόρασαν το πρώτο φορτηγάκι της περιοχής και ξεκίνησαν να εμπορεύονται ρύζια και όσπρια που παρήγαγε το εύφορο δέλτα του Αχελώου στα χωριά Νεοχώρι και Κατοχή.

Ο Αγις Πιστιόλας μέλος του ΔΣ της εταιρείας Agrinο και επικεφαλής του τμήματος Marketing και Εξαγωγών αναφέρει «Το 1962 ο Πετζετάκης αγόρασε τις εγκαταστάσεις της εταιρίας «Ελληνικοί Ορυζόμυλοι» στον Πειραιά, αλλά χρειαζόταν μόνο το ακίνητο και όχι τις εγκαταστάσεις της επεξεργασίας του ρυζιού».
«Τα τολμηρά και διορατικά αδέρφια έμαθαν την κίνηση, αγόρασαν τον εξοπλισμό και τον μετέφεραν στο ανεγερθέν 1ο κτίριο στο Αγρίνιο, πάνω στην για πολλές δεκαετίες διάσημη Εθνική οδό Ρίου – Ιωαννίνων, εκεί που δεσπόζει και τώρα το ιστορικό εργοστάσιο που έκανε η Agrino τα πρώτα της βήματα και παραμένει η έδρα της εταιρίας με σεβασμό στην παράδοσή της».

Το 1969 είναι για την εταιρεία χρονολογία σταθμός:
Μαζί με το μεγάλο άλμα της εποχής, την προσελήνωση του Apollo 11 για 1η φορά στο φεγγάρι, τα αδέρφια Πιστιόλα προσεδάφισαν στην Ελληνική αγορά το brand Agrino, στην επαναστατική οικολογική χάρτινη συσκευασία, δείχνοντας από την 1η μέρα τη διάθεσή τους για το «κυνήγι» της διαφοροποίησης, της πρωτοπορίας, της καινοτομίας.
«Έδωσαν, μέχρι και τις μέρες μας, την απόλυτη λύση στους καταναλωτές και στα νοικοκυριά απανταχού στην Ελλάδα: ένας διαφορετικός τύπος ρυζιού για κάθε πιάτο. Τυποποίησαν, «τακτοποίησαν» τα είδη ρυζιού και τα συσχέτισαν απόλυτα με την σωστή χρήση του. «Οριοθέτησαν όλη την κατηγορία», όπως είχε πει ένας σημαντικός διαφημιστής χρόνια μετά».
Ο Αγις Πιστιόλας αναφέρει στο Lemon Social Eye «Εμείς, τα παιδιά, την εποχή εκείνοι περνάγαμε τα καλοκαίρια μας στο Αγρίνιο, δουλεύοντας στο εργοστάσιο στη συσκευασία και στον ορυζόμυλο, ή στην Αθήνα, ξεφορτώνοντας τα φορτηγά –με το χέρι– σε μια πολύ μικρή για τα σημερινά δεδομένα αποθήκη στην Δοϊράνης 46 στην Κυψέλη».
«Στην εποχή του δημοτικού οι γονείς μας μας έπαιρναν μαζί στα γραφεία τους, το καλοκαίρι, και μας έβαζαν να κάνουμε “μασούρια” τα κέρματα της εποχής και να τα τοποθετούμε με τάξη στο ημερήσιο ταμείο, υπολογίζοντας το σύνολο τους. Άλλες εποχές».

«Στο Αγρίνιο, στα κεντρικά γραφεία που για πολλά χρόνια βρίσκονταν στο κέντρο της πόλης απέναντι από την Μητρόπολη, τα αδέρφια έκαναν και γενικό χονδρεμπόριο. Αξέχαστες θα μας μείνουν οι βαριές 20κιλες κούτες Νουνού που εμπορευόμασταν και συχνά καλούμασταν να τις μεταφέρουμε πάνω στα μεταλλικά τετράγωνα καρότσια της εποχής. Το δε, φορτηγάκι VOLKSWAGEN, καρτερικά περίμενε έξω από τα κεντρικά γραφεία – αποθήκες για να φορτωθεί, να ζωντανέψει και να ξεκινήσει τη διανομή στα στενά σοκάκια του Αγρινίου και στα χωριά του Νομού».

Με κόπο και θυσίες
Ο ένας από τους τρεις ιδρυτές έμενε Αθήνα ενώ οι άλλοι 2 στο Αγρίνιο. Ο Θύμιος είχε μετατρέψει την απόσταση των 5-6 ωρών Αθήνα – Αγρίνιο σε «Παγκράτι – Κολιάτσου». Πολλές φορές τύχαινε ακόμα και μέσα στην ίδια μέρα να κάνει το ταξίδι πήγαινε-έλα. Οι θυσίες ήταν μεγάλες για τους ιδρυτές και τους εργαζομένους με πολλές ώρες να δεσμεύονται στο τιμόνι και στα χιλιόμετρα, για να ελέγξουν, να αναπτύξουν, να σχεδιάσουν όλοι μαζί τα επόμενα βήματα.
Στα τέλη του 80 ξεκίνησε δειλά να εισέρχεται και η 2η γενιά στην δουλειά, πάντα κάνοντας στην αρχή διάφορες δουλειές και σιγά – σιγά αναλαμβάνοντας αρμοδιότητες και ευθύνες.
«Ξεκινήσαμε τις πιο μοντέρνες και «προχωρημένες» δημιουργικά διαφημίσεις της εποχής , όπως η Βίκυ Κουλιανού το 1995 που μας έλεγε «Agrino κι επαυξάνω», φέραμε το πρώτο εισαγόμενο φυσικά αρωματικό ρύζι στην Ελλάδα, το Jasmine από την Ταϊλάνδη , και αργότερα το Basmati από την Ινδία. Την ίδια περίοδο εισήλθαμε και στην κατηγορία των οσπρίων σε όρθια, πρωτοποριακή συσκευασία σε σχέση με το μαξιλάρι – σακουλάκι που κυκλοφορούσε έως τότε, και με πίστη πάντοτε την Ελληνικότητα και την αυθεντικότητα προβάλαμε τους Γίγαντες – Ελέφαντες Καστοριάς, βάζοντας 1οι στον κόσμο το όνομα και την περιοχή του καλλιεργητή»
Η διορατικότητα των ιδρυτών αποδείχθηκε καίρια στα τέλη της δεκαετίας του 90 , οπότε και ολοκληρώθηκε στο 2ο μεγάλο εργοστάσιο στην Βιομηχανική Περιοχή της Σίνδου. Τότε ξεκινά η περίοδος απογείωσης της εταιρίας με στενότερη συνεργασία με τους καλλιεργητές, αύξηση της δυναμικότητας και παραγωγή νέων, καινοτόμων προϊόντων.
Οι Πιστιόλες αναγνώρισαν την ανάγκη για εκσυγχρονισμό και επέκταση. Αποφάσισαν να επενδύσουν σε νέες τεχνολογίες και να επεκτείνουν τη δραστηριότητά τους σε βιομηχανική παραγωγή. Η Agrino έγινε έτσι μια από τις πρώτες ελληνικές εταιρείες που συνδύασαν την παράδοση με την καινοτομία, προσφέροντας προϊόντα υψηλής ποιότητας που κατακτούν την ελληνική και διεθνή αγορά. Τελευταία λάνσαραν τις ρυζογκοφρέτες και τα τσιπς ρυζιού.
Σήμερα χάρη στην τεχνογνωσία και το μεράκι των συνεχιστών, το δημοφιλές brand κατέχει το 50 τοις εκατό της ελληνικής αγοράς στο επώνυμο-συσκευασμένο ρύζι το οποίο εξάγουν σε περισσότερες από 30 χώρες.
Η μετατροπή από έμποροι σε βιομήχανοι της οικογένειας Πιστιόλα δεν ήταν μόνο μια επιχειρηματική κίνηση, αλλά και μια δέσμευση για τη διατήρηση των ελληνικών γεύσεων και παραδόσεων. Η Agrino, έχει δημιουργήσει μια κληρονομιά που συνεχίζει να εμπνέει και να επηρεάζει την ελληνική γαστρονομία, συνδυάζοντας τη μακροχρόνια παράδοση με τις σύγχρονες απαιτήσεις της αγοράς.
πηγη: https://www.newmoney.gr/