«Όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια»: Πενήντα χρόνια από την ιστορική φράση του Καραμανλή για τους πραξικοπηματίες

0
13

Ποιοι λόγοι οδήγησαν τον τότε πρωθυπουργό να πάρει πρωτοβουλία ώστε να μην εκτελεστούν οι άνθρωποι που κατέλυσαν τη δημοκρατία  την 21η Απριλίου του  1967

Οταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια δεσμά». Η φράση αυτή του Κωνσταντίνου Καραμανλή ειπώθηκε την Παρασκευή 29 Αυγούστου 1975, πριν από ακριβώς 50 χρόνια, ενώπιον εκατοντάδων αξιωματικών και στρατιωτών στη Δράμα μετά το τέλος της άσκησης «Πτολεμαίος», την οποία είχε προηγουμένως παρακολουθήσει. Και ξεκαθάριζε κατηγορηματικά την προσωπική του πρόθεση και δέσμευση ότι η μετατροπή σε ισόβια των θανατικών ποινών των τριών πρωταιτίων της χούντας, των Γεωργίου Παπαδόπουλου, Στυλιανού Παττακού και Νικόλαου Μακαρέζου, ήταν τελεσίδικη και η ποινή τους δεν επρόκειτο ποτέ να ελαφρυνθεί περαιτέρω, αλλά θα εκτελούνταν επακριβώς, όπως είχε αποφασίσει το Υπουργικό Συμβούλιο της Δευτέρας της 25ης Αυγούστου.

Ηταν μια σαφής κίνηση του τότε πρωθυπουργού να εκτονώσει την πίεση στο πολιτικό σκηνικό, όπου παρότι ήταν απόλυτος κυρίαρχος με το εκκωφαντικό 55% στις μόλις προ 10 μηνών εκλογές και τις 215 έδρες στη Βουλή, επιδίωκε ήπιο πολιτικό κλίμα και θωράκιση της Δημοκρατίας και στη συνείδηση της δεόντως τότε καχύποπτης κοινής γνώμης, που ανησυχούσε για το ότι επρόκειτο για συχωροχάρτι στους αρχιπραξικοπηματίες χουντικούς. Με τη δήλωσή του, όμως, το θέμα έκλεινε οριστικά και αμετάκλητα.

Η παρέμβαση

Εξι ημέρες νωρίτερα, στις 13.15 το μεσημέρι του Σαββάτου 23 Αυγούστου, ο πρόεδρος του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών που δίκασε στην αίθουσα του Κορυδαλλού τους πρωταίτιους της χούντας, Ιωάννης Ντεγιάννης, κάλεσε τους κατηγορούμενους και όλους τους άλλους παράγοντες της δίκης να εγερθούν και ανακοίνωσε την απόφαση: σε τρεις από αυτούς επιβλήθηκε η θανατική ποινή. Και διάφορες άλλες ποινές στους υπόλοιπους. Κρεμασμένοι στους ραδιοφωνικούς τους δέκτες και τα τρανζίστορ, εκατομμύρια Ελληνες άκουσαν την απόφαση -οι ζωντανές τηλεοπτικές μεταδόσεις ειδήσεων ήταν ακόμη σπάνιες- με ένα αίσθημα δικαίωσης.

Σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής, «στην αίθουσα του Κορυδαλλού, στο Κέντρο Τύπου της “Μεγάλης Βρεταννίας”, στους δρόμους της Αθήνας, η απαγγελία των ποινών έγινε δεκτή με βαθειά συγκίνηση και χειροκροτήματα που εξέφραζαν τη λαϊκή ικανοποίηση για την επιβεβαίωση της δικαστικής ευαισθησίας και του ήθους των πέντε Ελλήνων εφετών», των οποίων υπενθύμιζαν σε περίοπτη θέση τα ονόματα: Ιωάννης Ντεγιάννης, Ιωάννης Γρίβας, Γεώργιος Πλαγιαννάκος, Παναγιώτης Λογοθέτης και Παναγιώτης Κωνσταντινόπουλος. Αναπληρωματικά μέλη ήταν οι Ηλίας Γιαννόπουλος και Δημήτριος Τζούμας, εισαγγελείς οι Κωνσταντίνος Σταμάτης και Σπύρος Κανίνιας. «Ραδιόφωνα, έκτακτα παραρτήματα εφημερίδων και ξένα πρακτορεία μετέδιδαν την είδηση της ιστορικής απόφασης, που αποτελούσε και τελεσίδικη καταδίκη της τυραννικής δικτατορίας», έγραφαν.

Ωστόσο, αυτό το κλίμα ικανοποίησης και συγκίνησης, δύο ώρες αργότερα, ήρθε να το μετριάσει ή μάλλον ακριβέστερα να το θολώσει μια γραπτή κυβερνητική ανακοίνωση: «Εις την Δημοκρατίαν η Δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητος και συνταγματικώς κατοχυρωμένη λειτουργία. Εις το Κράτος Δικαίου, όμως, το έργον της Δικαιοσύνης συμπληρώνεται από την τελικήν διαδικασίαν, συνταγματικώς επίσης κατοχυρωμένην, η οποία επιτρέπει τον μετριασμόν των ποινών. Εις την τελικήν αυτήν φάσιν πρέπει να πρυτανεύη υψηλόν αίσθημα πολιτικής ευθύνης. Δια την πρωίαν της Δευτέρας συνεκλήθη το Υπουργικόν Συμβούλιον, το οποίον θα εξετάση όλα τα προκύπτοντα μετά την έκδοσιν της αποφάσεως θέματα». Το εξής ένα: την απονομή χάριτος στους τρεις αρχιπραξικοπηματίες.

Ακολούθησαν σφοδρές αντιδράσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Πραγματική πολιτική θύελλα. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πρόεδρος της Ε.Κ.-Ν.Δ. Γεώργιος Μαύρος ζήτησε έκτακτη σύγκληση της Βουλής για να συζητηθεί το θέμα, ο Χαρίλαος Φλωράκης εκ μέρους του ΚΚΕ δήλωσε ότι «είναι ανυποχώρητο αίτημα του λαού η αντάξια τιμωρία των πρωταιτίων», ενώ ο Ανδρέας Παπανδρέου προχώρησε πολλά βήματα παραπάνω, ζητώντας την άμεση προκήρυξη εκλογών. Η κυβέρνηση, υπεραμύνθηκε της επιλογής της και μη θέλοντας να οξύνει περαιτέρω το κλίμα επέκρινε την αντιπολίτευση για «έλλειψη θάρρους».

Το Υπουργικό Συμβούλιο της 25ης Αυγούστου επικύρωσε και τυπικά τα προαναγγελθέντα, οριστικοποιώντας ότι οι Παπαδόπουλος, Παττακός και Μακαρέζος δεν θα εκτελεστούν. Επρόκειτο παράλληλα για ένα ακόμη βήμα προς την κατάργηση της θανατικής ποινής και την εναρμόνιση της χώρας με τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Σε μια μάλιστα περίεργη σύμπτωση των ημερομηνιών, τούτο συνέβαινε τρία ακριβώς χρόνια μετά την τελευταία μέχρι τότε (αλλά και μέχρι και σήμερα φυσικά) εκτέλεση θανατοποινίτη. Ηταν 25 Αυγούστου του 1972, όταν στα Δυο Αοράκια του Ηρακλείου Κρήτης το εκτελεστικό απόσπασμα έδινε τέλος στη ζωή του 25χρονου Βασίλη Λυμπέρη που είχε καταδικαστεί σε θάνατο για την πυρπόληση της εν διαστάσει συζύγου του, της μητέρας της και των δύο μικρών παιδιών του μέσα στο σπίτι τους λίγους μήνες νωρίτερα.

«Όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια»: Πενήντα χρόνια από την ιστορική φράση του Καραμανλή για τους πραξικοπηματίες
Ο 25χρονος Βασίλης Λυμπέρης ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που εκτελέστηκε στην Ελλάδα στις 25 Αυγούστου 1972, κατά σύμπτωση ακριβώς τρία χρόνια πριν από την απόφαση με την οποία μετατράπηκε η θανατική ποινή των πραξικοπηματιών σε ισόβια

Οι λόγοι

Γιατί όμως ο Καραμανλής οδηγήθηκε στην απόφαση να κάνει χρήση μιας συνταγματικής μεν δυνατότητας που είχε να μετατρέψει σε ισόβια τις τρεις θανατικές ποινές, αλλά που βρισκόταν σε αντίθεση με το λαϊκό αίσθημα που απαιτούσε τις αυστηρότερες δυνατές ποινές στους επίορκους αξιωματικούς, πρωταγωνιστές της κατάλυσης της Δημοκρατίας και ιδίως στα μέλη της ηγετικής τριάδας;

Το ζήτημα είχε καταρχήν να κάνει με τη στρατηγική επιδίωξη του τότε πρωθυπουργού να κλείσει το ταχύτερο δυνατό και με τον πιο «αναίμακτο» τρόπο τους λογαριασμούς της Δημοκρατίας με το σκοτεινό παρελθόν. Η χώρα εκδημοκρατιζόταν έχοντας ήδη ένα νέο Σύνταγμα, που παρά τη σφοδρή κριτική που δέχτηκε τότε από την αντιπολίτευση, οι βασικές του αρχές παραμένουν ανθεκτικές μισό αιώνα μετά και είχε ανάγκη από ένα θεσμικό άλμα σε συνθήκες πλήρους πολιτικής ομαλότητας. Αναζητούσε επειγόντως, μετά την επταετή περιπέτεια, την επανένταξή της στις ευρωπαϊκές ράγες ώστε να δρομολογήσει την ένταξη στην ΕΟΚ. Και το θέμα της κατάργησης της θανατικής ποινής, αν και η κυβέρνηση δίστασε να το εντάξει στις συνταγματικές τομές που καθιέρωσε, για την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας ήταν περίπου προαπαιτούμενο. Αν όχι νομοθετημένο, τουλάχιστον έπρεπε να υπάρχει ένα απόλυτο πάγωμα εκτελέσεων θανατικών ποινών.

Ωστόσο, η αλλαγή σελίδας την οποία προδήλως επιδίωκε απαιτούσε ένα σύντομο ξεκαθάρισμα των εκκρεμοτήτων με το χουντικό καθεστώς. Η δίκη των πρωταιτίων έγινε με υποδειγματικό τρόπο, και μάλιστα, σε αντίθεση με όσα πολλοί περίμεναν, ολοκληρώθηκε με την έκδοση απόφασης μέσα σε μόλις 26 ημέρες. Η fast track διαδικασία, η καταδίκη των 22 από τους 24 κατηγορούμενους και η σχεδόν ταυτόχρονη μετατροπή της θανατικής ποινής για τους τρεις επικεφαλής σε ισόβια κάθειρξη έδειξαν ότι η Δημοκρατία τιμωρεί δίκαια -και αν χρειαστεί πολύ αυστηρά-, αλλά δεν εκδικείται. Ενώ απέτρεψε και την αναπαραγωγή ενός κλίματος ρεβανσισμού σε όποιους νοσταλγούς της χούντας στις Ενοπλες Δυνάμεις. Διόλου τυχαία άλλωστε, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής απηύθυνε την προσωπική του διαβεβαίωση «όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια», ενώπιον των αξιωματικών στη Δράμα. Δίνοντας ένα παράλληλο μήνυμα συνδυασμού της μετριοπάθειας της Δημοκρατίας με την αποφασιστικότητα του κράτους στην απονομή Δικαιοσύνης και την τήρηση της τάξης.

«Όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια»: Πενήντα χρόνια από την ιστορική φράση του Καραμανλή για τους πραξικοπηματίες
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με την απόφασή του να μετατραπεί η θανατική ποινή των αρχιπραξικοπηματιών έδειξε τη δύναμη της Δημοκρατίας.

Υπενθυμίζεται ότι το δεύτερο εξάμηνο του 1975 ήταν το διάστημα της δικαστικής εκκαθάρισης των μεγάλων εγκλημάτων του χουντικού καθεστώτος. Διαρκούσης της δίκης των πρωταιτίων, στις 7 Αυγούστου ξεκίνησε, πάλι στον Κορυδαλλό, η δίκη των βασανιστών του ΕΑΤ-ΕΣΑ και στις 11 Νοεμβρίου στη Χαλκίδα εκείνη των βασανιστών που προέρχονταν από την Αστυνομία. Ενδιαμέσως, δε, στις 16 Νοεμβρίου ξεκίνησε και η δίκη των πρωταιτίων της σφαγής του Πολυτεχνείου, με 34 κατηγορούμενους. Πράγματι, μέσα σε λιγότερο από έξι μήνες οι υπεύθυνοι του στρατιωτικού πραξικοπήματος του 1967, οι αντίστοιχοι της αιματηρής καταστολής του Πολυτεχνείου και οι βασανιστές είχαν δικαστεί και καταδικαστεί.

Η κριτική

Αν και η Ιστορία δικαίωσε τις παραπάνω κινήσεις του Κων. Καραμανλή, πολλοί επιμένουν στην κριτική τους σε διάφορες πτυχές της. Για παράδειγμα, για όλες αυτές τις δίκες δεν κινήθηκε η αυτεπάγγελτη διαδικασία της Δικαιοσύνης. Αντιθέτως, χρειάστηκαν πρωτοβουλίες πολιτών για να κινήσουν τις διώξεις κατά των χουντικών. Ακόμη και κατά των πρωταιτίων της δικτατορίας, οι οποίοι κατέλυσαν το πολίτευμα διαπράττοντας στάση και εσχάτη προδοσία. Επρεπε ο νέος τότε δικηγόρος Αλέξανδρος Λυκουρέζος, ο μοναδικός επιζών από τους συντελεστές της μεγάλης δίκης, να καταθέσει μήνυση στις 9 Σεπτεμβρίου 1974 ώστε οι πραξικοπηματίες να οδηγηθούν δέκα μήνες μετά στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Συμπαρατάχθηκαν τότε στο πλευρό του και οι συνάδελφοί του Ευάγγελος Γιαννόπουλος, Γρηγόρης Κασιμάτης, Φοίβος Κούτσικας και Κωνσταντίνος Αναγνωστάκης.

Ακόμη, προτού αρχίσουν οι δίκες, στις 2 Ιουλίου 1975, με βούλευμά της η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου χαρακτήρισε «στιγμιαίο» το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας των πραξικοπηματιών. Το Ανώτατο Δικαστήριο δέχτηκε ότι το αδίκημα της εσχάτης προδοσίας ολοκληρώθηκε με την αποστέρηση του βασιλιά από τις συνταγματικές εξουσίες του και η κατάσταση που προέκυψε μετά ήταν απλή συνέπεια και όχι παράταση της εγκληματικής πράξης. Οι πρωταίτιοι πραξικοπηματίες οδηγήθηκαν βεβαίως σε δίκη, καθώς ο Αρειος Πάγος την ίδια ημέρα απέρριψε τις αιτήσεις των χουντικών -που τελικά θα δικάζονταν- εναντίον του βουλεύματος (414/75, 22/5/75), το οποίο τους παρέπεμψε με τις κατηγορίες της εσχάτης προδοσίας και στάσης. Ταυτόχρονα, όμως, έπαυσε οριστικά η δίωξη των προσώπων που είχαν υπηρετήσει σε κυβερνητικές θέσεις -υπουργοί, υφυπουργοί, γενικοί γραμματείς, νομάρχες, δήμαρχοι κ.ά.- και θεωρούνταν συνεργοί καθώς στήριξαν εν τοις πράγμασι το καθεστώς της δικτατορίας.

Η απόφαση αυτή του Αρείου Πάγου να στείλει στο αρχείο την υπόθεση των συνολικά 104 προσώπων που υπηρέτησαν τη χούντα προκάλεσε σχεδόν καθολική αγανάκτηση. Ετσι, μεταξύ δεκάδων άλλων, τρεις χουντικοί «πρωθυπουργοί», οι Κωνσταντίνος Κόλλιας, Σπύρος Μαρκεζίνης και Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος, απέφυγαν να δικαστούν.

Η δίκη και οι ποινές

Το σχετικό παραπεμπτικό βούλευμα για τη δίκη των πρωταιτίων της χούντας αφορούσε αρχικά 24 κατηγορούμενους. Από αυτούς όμως δεν δικάστηκαν ο Κωνσταντίνος Ασλανίδης, ο οποίος ήταν την εποχή εκείνη φυλακισμένος στη Γένοβα, οι Πέτρος Κωτσέλης και Ιωάννης Παλαιολόγος, οι οποίοι φυγοδικούσαν, καθώς και ο Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος, ο οποίος δικάστηκε ξεχωριστά από το Στρατοδικείο στη δίκη των βασανιστών της χούντας.

Συνολικά 65 μάρτυρες κατηγορίας κατέθεσαν, μεταξύ των οποίων σημαντικοί πολιτικοί της εποχής. Οπως ο τελευταίος πρωθυπουργός πριν την κατάλυση της Δημοκρατίας στις 21 Απριλίου 1967, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, οι παλιότερα υπουργοί, αλλά και μέλη των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων Καραμανλή, Παναγής Παπαλληγούρας και Γεώργιος Ράλλης, ο πρόεδροι της Ε.Κ.-Ν.Δ. Γεώργιος Μαύρος, του ΠΑΣΟΚ Ανδρέας Παπανδρέου και της ΕΔΑ Ηλίας Ηλιού, ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Χαρίλαος Φλωράκης, καθώς και ο πρώην υπουργός τότε Κωνσταντίνος Μητσοτάκης.

Η δίκη που πραγματοποιήθηκε σε μια ειδικά διαμορφωμένη αίθουσα στην πτέρυγα των Γυναικείων Φυλακών Κορυδαλλού ξεκίνησε με τον διάλογο του προέδρου του Πενταμελούς Εφετείου Ιωάννη Ντεγιάννη με τον πρώην δικτάτορα και αρχιπραξικοπηματία Γεώργιο Παπαδόπουλο.

Πρόεδρος: Λέγεστε Γεώργιος Παπαδόπουλος, του;
Γεώργιος Παπαδόπουλος: Χρήστου
Πρόεδρος: Η μητέρα σας;
Γεώργιος Παπαδόπουλος: Χρυσούλα
Πρόεδρος: Γεννηθήκατε πού;
Γεώργιος Παπαδόπουλος: Ελαιοχώριο Αχαΐας
Πρόεδρος: Και κάθεστε;
Γεώργιος Παπαδόπουλος: Αθήναις…
Πρόεδρος: Τι δουλειά κάνετε;
Γεώργιος Παπαδόπουλος: Εν αποστρατεία ταξίαρχος

Ενώ ο Στυλιανός Παττακός στο ερώτημα περί του τόπου κατοικίας του απάντησε ειρωνικά «στον Κορυδαλλό». Ο Ντεγιάνης, όμως, αφού τον διόρθωσε ότι ζητείται η πολιτική κατοικία, του είπε «εκτός κι αν τη δέχεστε ως εθελοντική σας κατοικία αυτή». Oπως προαναφέρθηκε, οι κατηγορίες που αντιμετώπισαν οι 20 πραξικοπηματίες αφορούσαν τα αδικήματα της εσχάτης προδοσίας και της στάσης. Το δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων περί άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης, τα ελαφρυντικά του πρότερου έντιμου βίου (πλην του Δ. Σταματελόπουλου), καθώς και ότι ωθήθηκαν στην πράξη τους από μη ταπεινά αίτια. Για τους Παπαδόπουλο, Παττακό και Μακαρέζο δέχτηκε ότι ήταν υποκινητές και επικεφαλής της στάσης, γι’ αυτό και τους επέβαλε την εσχάτη των ποινών.

Αναλυτικά, επέβαλε τις ακόλουθες ποινές στους κατηγορούμενους:

-Στους Γεώργιο Παπαδόπουλο, Στυλιανό Παττακό και Νικόλαο Μακαρέζο θάνατο για στάση και ισόβια κάθειρξη και καθαίρεση για εσχάτη προδοσία.

-Στους Δημήτριο Ιωαννίδη, Γρηγόριο Σπαντιδάκη, Γεώργιο Ζωιτάκη, Ιωάννη Λαδά, Μιχαήλ Ρουφογάλη, Κωνσταντίνο Παπαδόπουλο, Αντώνιο Λέκκα και Μιχαήλ Μπαλόπουλο 10 χρόνια κάθειρξη για στάση και 5 χρόνια στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων και ισόβια κάθειρξη για εσχάτη προδοσία.

-Στους Οδυσσέα Αγγελή και Νικόλαο Ντερτιλή 20 χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για στάση και εσχάτη προδοσία και 5 χρόνια στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων.

-Στους Νικόλαο Γκαντώνα και Στέφανο Καραμπέρη 15 χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για στάση και εσχάτη προδοσία και πέντε χρόνια στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων.

-Στον Γεώργιο Κωνσταντόπουλο 12 χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για στάση και εσχάτη προδοσία και 5 χρόνια στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων.

-Στον Ευάγγελο Τσάκα 8 χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για στάση και εσχάτη προδοσία και 5 χρόνια στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων.

-Στον Δημήτριο Σταματελόπουλο 5 χρόνια κάθειρξη κατά συγχώνευση για στάση και εσχάτη προδοσία.

-Οι Αλέξανδρος Χατζηπέτρος και Κωνσταντίνος Καρύδας αθωώθηκαν λόγω αμφιβολιών.

-Οι φυγόδικοι Ιωάννης Παλαιολόγος και Πέτρος Κωτσέλης, καθώς και ο Κωνσταντίνος Ασλανίδης καταδικάστηκαν ερήμην σε ισόβια.

Oταν ολοκληρώθηκε η ανακοίνωση της απόφασης του δικαστηρίου από τον πρόεδρο, έλαβε τον λόγο ο εισαγγελέας και εξήγησε γιατί οι δύο αθωωθέντες δεν δικαιούνταν αποζημίωση από το κράτος. Στη συνέχεια ο Ιωάννης Ντεγιαννης εξήγησε στους κατηγορούμενους ότι έχουν δικαίωμα να ασκήσουν αναίρεση της απόφασης εντός πέντε ημερών.
Τότε ο συνήγορος υπεράσπισης του Σταματελόπουλου ζήτησε από το δικαστήριο να μεσολαβήσει για την απόδοση χάριτος ή για μη εκτέλεση της ποινής του πελάτη του. Ο πρόεδρος του εξήγησε ότι το δικαστήριο έχει υποχρέωση να απαντήσει μόνο εφόσον καταθέσει σχετικό αίτημα. Ο συνήγορος τελικώς διατύπωσε ευχή προς το δικαστήριο και ο πρόεδρος κήρυξε τη λύση της συνεδρίασης.

Οι 18 καταδικασθέντες καθαιρέθηκαν με Προεδρικό Διάταγμα και υποβιβάστηκαν οριστικά στον βαθμό του στρατιώτη μετά την επικύρωση από τον Αρειο Πάγο της απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου στις 21 Ιουνίου 1976. Διαγράφτηκαν επίσης από τους καταλόγους των στελεχών της εφεδρείας και οι οικογένειές τους θα έπαιρναν μειωμένες συντάξεις.
Οπως ανέφερε ο Ι. Ντεγιάννης στο βιβλίο του «Η Δίκη», που εκδόθηκε το 1990, το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισε στο πλαίσιο της δίκης αυτής ήταν το πώς θα εξετάζονταν όλα τα περιστατικά που περιελάμβανε η δράση του καθενός από τους κατηγορουμένους, αφού η ανάκριση ήταν ελλιπής. «Ξέρω από τον φάκελο ότι πολλοί από τους μάρτυρες έχουν βασανιστεί, έχουν εξοριστεί, μα δεν γνωρίζουν τίποτε σχετικό με το πώς έγινε το πραξικόπημα. Θα πικραθούν όταν θα τους εξηγήσω πως οι πληγές τους δεν έχουν πρώτη θέση στη δίκη των πρωταιτίων. Ο,τι ακολούθησε, δικαίωσε τους φόβους. Ηταν αναπόφευκτο να δυσαρεστήσω πολλούς που περίμεναν την ημέρα της δίκης για να πουν τον βαρύ καημό τους κι εγώ να τους εμποδίσω», γράφει σχετικά.

Ηταν τελικά ισόβια;

Ο Γ. Παπαδόπουλος έμεινε στη φυλακή και πέθανε ενώ νοσηλευόταν στο Λαϊκό Νοσοκομείο στις 27 Ιουνίου 1999. Ο Παττακός αποφυλακίστηκε λόγω ανήκεστης βλάβης της υγείας του και πέθανε στο σπίτι του στα Πατήσια σε ηλικία 104 χρόνων, στις 8 Οκτωβρίου 2016. Ο Ν. Μακαρέζος, επίσης, αποφυλακίστηκε για λόγους υγείας και πέθανε στις 3 Αυγούστου 2009.

Από τους καταδικασθέντες σε ισόβια, την ποινή τους εξέτισαν στη φυλακή μέχρι τον θάνατό τους οι Ιωαννίδης, Ρουφογάλης, Παπαδόπουλος (αδελφός του δικτάτορα), Μπαλόπουλος. Αποφυλακίστηκαν κάνοντας χρήση σχετικών διατάξεων οι Σπαντιδάκης, Ζωιτάκης, Λαδάς και Λέκκας. Ο Οδ. Αγγελής, που είχε καταδικαστεί σε 20ετή κάθειρξη, αυτοκτόνησε στο μπάνιο του κελιού του στις 22 Μαρτίου 1987. Ο Νίκος Ντερτιλής είχε καταδικαστεί σε 20 χρόνια φυλάκιση για τη συμμετοχή του στο πραξικόπημα, αλλά σε ισόβια για τον φόνο του Μιχάλη Μυρογιάννη στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Πέθανε στη φυλακή στις 28 Ιανουαρίου 2013, αφού προηγουμένως είχε αρνηθεί να ζητήσει άδεια για να παραστεί στην κηδεία του γιου του, πρώην αξιωματικού του Πολεμικού Ναυτικού.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ