Θεοφάνης Μαλκίδης*
Γιατί η Ελλάδα δεν έχει πολιτική για την αναγνώριση της Γενοκτονίας;
- Η απουσία
Πλησιάζοντας οι ημέρες όπου η συλλογική μας μνήμη θα επαναφέρει τη Σμύρνη και την καταστροφή του 1922- η εγκύκλιος του αρμόδιου Υπουργείου συνεχίζει να αναφέρεται σε «εορτασμούς» (!!!!)- και πλησιάζοντας οι ημέρες κατά τις οποίες θα μνημονεύσουμε τα θύματα, εν πολλοίς τους προγόνους μας, το ερώτημα συνεχίζει να υπάρχει έναν αιώνα και πλέον μετά το μαζικό έγκλημα: γιατί η Ελλάδα δεν έχει πολιτική για την αναγνώριση της Γενοκτονίας;
Για περισσότερο από δεκαπέντε χρόνια, από το 1908 έως το 1922- 1923 ο Ελληνισμός υπέστη τη βαρβαρότητα του οργανωμένου σχεδίου των Νεότουρκων και του Κεμάλ, σχέδιο το οποίο είχε στόχο την εξαφάνιση των Ελληνίδων και των Ελλήνων της Μικράς Ασίας. Πάνω από ένα εκατομμύριο θύματα και πάνω από ενάμιση εκατομμύριο πρόσφυγες, ήταν το αποτέλεσμα της Γενοκτονίας, την οποία όπως ήταν αναμενόμενο αρνείται η Τουρκία. Από την άλλη πλευρά όμως η Ελλάδα δεν είχε και δεν έχει πολιτική για την αναγνώριση της Γενοκτονίας.
Τι είναι αυτό που εμποδίζει ένα κράτος που εκπροσωπεί ένα έθνος, που έχει υποστεί ένα ολοκαύτωμα να μην έχει πλήρη πολιτική ανάδειξης της Γενοκτονίας, από την διπλωματία μέχρι την εκπαίδευση;
Τι είναι αυτό που εμποδίζει την Ελλάδα να θέσει στο διεθνές επίπεδο την αναγνώριση της Γενοκτονίας, που αφορά ένα κρίσιμο ζήτημα διεθνούς δικαίου, αλλά και προϋπόθεση για μία ειλικρινή φιλία και συνεργασία με την Τουρκία;
Γιατί η αναγνώριση του εγκλήματος απουσιάζει από την πολιτική συζήτηση και τα προαπαιτούμενα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις;
Γιατί ενώ όλοι γνωρίζουν τον καταστροφικό ρόλο του Μουσταφά Κεμάλ στο ελληνικό Ολοκαύτωμα, με άλλα λόγια είναι ο υπεύθυνος για τη Γενοκτονία εναντίον του Ελληνισμού, συνεπώς, η απόδοση στο μαυσωλείο του θεωρείται πράξη προσβλητική για την ιστορική μνήμη των θυμάτων, έχει γίνει κατάθεση στεφάνων από Έλληνες πολιτικούς, συμπεριλαμβανομένων Υπουργών Εξωτερικών και Πρωθυπουργών;
Πως μία μια ενέργεια που συνιστά Ύβρη και ακυρώνει την πράξη αναγνώρισης της Γενοκτονίας από τη Βουλή των Ελλήνων, αποκαλείται «διπλωματικό πρωτόκολλο», «απαραίτητο μέρος του επίσημου τελετουργικού» , «διατήρηση των διμερών σχέσεων» και «αποφυγή διπλωματικών εντάσεων» ;
- «Πολιτική» και Πολιτική
Η πολιτική της Ελλάδας από το 1922 και μετά σχετικά με την αναγνώριση της Γενοκτονίας είναι μία πραγματικότητα που χαρακτηρίζεται από τη φοβία και τη λογική της μη διατάραξης των σχέσεων με την Τουρκία. Έτσι έχουμε από τη μία πλευρά το τουρκικό κράτος να αρνείται επίσημα τη Γενοκτονία και από την άλλη την Ελλάδα, η οποία θεωρεί ότι η προώθηση της αναγνώρισης θα μπορούσε να επιδεινώσει τις ήδη τεταμένες σχέσεις των δύο χωρών, ανοίγοντας ένα ακόμη μέτωπο…..
Έτσι η Ελλάδα επιδιώκοντας ήρεμες σχέσεις με την Τουρκία, ιδίως σε περιόδους εντάσεων στο Αιγαίο ή την Ανατολική Μεσόγειο, δεν έχει πολιτική αναγνώρισης της Γενοκτονίας, αφού αυτή θα θεωρούνταν «προκλητική» από την Άγκυρα, θα μπορούσε να ναρκοθετήσει διαλόγους, όπως για τη Χάγη ή Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και θα προκαλούσε αντίποινα από την Τουρκία, διπλωματικά ή ρητορικά.
Δεν υπάρχει συντονισμός της ομογένειας (όπως κάνει π.χ. η Αρμενία), δεν αξιοποιούνται διεθνή φόρα (π.χ. ΟΗΕ, Ε.Ε.) και το ζήτημα παραμένει διαχρονικά σε χαμηλή ή/και ανύπαρκτη πολιτική προτεραιότητα.
Η Ελλάδα δεν έχει αναπτύξει οργανωμένη, κρατικά υποστηριζόμενη στρατηγική προώθησης της αναγνώρισης της Γενοκτονίας, αφού δεν υπάρχει κανένας φορέας ή θεσμικό όργανο με αυτόν τον στόχο, ούτε καν αναφορά στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής στον ιστότοπο του αρμόδιου Υπουργείου…..
- Όταν οι θεσμοί αδρανούν, την ευθύνη την αναλαμβάνουν οι πολίτες
Ο αείμνηστος Μιχάλης Χαραλαμπίδης, ο άνθρωπος που ανέδειξε σε εθνικό και διεθνές επίπεδο το ζήτημα της Γενοκτονίας, έγραφε ότι «η ηθική αφετηρία του αγώνα μας απέναντι και στα δύο μέτωπα είχε ως κινητήριες ιδέες, ως κινητήριες αξίες, αυτές που πηγάζουν από την αντίληψη των Ελλήνων για τα δικαιώματα των νεκρών. Την υποχρέωση της ταφής τους, το καθήκον της απόδοσης τιμών που επιβάλουν οι αιώνιοι και ανάλογοι νόμοι προς τους νεκρούς. Αυτοί πολύ πριν από την περίοδο του Σοφοκλέους είναι πολύ ισχυροί στους Έλληνες. Η απόδοση τιμής στους νεκρούς καθώς και σ’ αυτούς που τιμούν και υπερασπίζονται τους νεκρούς τους αποτελούν θεμελιώδεις αρχές της Δημοκρατίας και των πολιτισμένων κοινωνιών. Η δική μας διανοητική, ηθική και αγωνιστική δέσμευση κρίθηκε, καθορίσθηκε από την αγάπη μας προς τη ζωή, προς τους ανθρώπους».
Μπροστά στην ανυπαρξία της Ελλάδας για την υπεράσπιση των νεκρών της Γενοκτονίας ( αλλά και την άρνηση της Τουρκίας ) ο ρόλος των προσώπων και των προσφυγικών οργανώσεων στην αναγνώριση της Γενοκτονίας είναι κομβικός και πολυεπίπεδος. Έχουν λειτουργήσει και λειτουργούν ως η κύρια κινητήρια δύναμη για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης, την ευαισθητοποίηση της ελληνικής κοινωνίας και την άσκηση πίεσης για την επίσημη πολιτική. Συμβάλλουν στη διατήρηση της μνήμης των θυμάτων, διασφαλίζοντας ότι η ιστορία δεν θα λησμονηθεί, αποτελούν τους βασικούς φορείς της προσπάθειας για τη διεθνή αναγνώριση, κινητοποιώντας ελληνικές κοινότητες στο εξωτερικό (π.χ. ΗΠΑ, στον Καναδά, στην Αυστραλία) και συνεργαζόμενοι με οργανισμούς άλλων γενοκτονημένων λαών, όπως οι Αρμένιοι και οι Ασσύριοι. Συνεργάζονται με πολιτικούς, ακαδημαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς, ασκώντας πιέσεις για την υιοθέτηση ψηφισμάτων που αναγνωρίζουν τις γενοκτονίες.
Εν τέλει, έχουν έναν ενεργό και στην ουσία ιστορικό ρόλο, εκεί όπου η πολιτική του ελληνικού κράτους στο ζήτημα, είναι δυστυχώς ανύπαρκτη…..
*Ο Θεοφάνης Μαλκίδης είναι διδάκτορας του Παντείου Πανεπιστημίου. Είναι μέλος της Διεθνούς Ένωσης των Ερευνητών της Γενοκτονίας η οποία με ψήφισμά της το 2007 αναγνώρισε τη Γενοκτονία των Ελλήνων. Από τότε το ψήφισμα αυτό έχει χρησιμοποιηθεί για την αναγνώριση από κοινοβούλια και φορείς σε όλον τον κόσμο.