Ποιός ήταν ο π. Δημήτριος Γκαγκαστάθης εκ Τρικάλων που αγιοκατατάχθηκε χθες | Η σχέση του με την Πάτμο και τον Άγιο Αμφιλόχιο «όταν επισκέφτηκε τη μονή Ευαγγελισμού χτύπησαν οι καμπάνες μόνες τους»

0
5723

Γεννήθηκε στις αρχές του αιώνος μας, και συγκεκριμένα γεννήθηκε το 1902 στο χωριό Πλάτανος, όπου αργότερα, επί 42 συναπτά έτη, εχρημάτισε ο καλός ποιμήν των λογικών προβάτων.

Εκοιμήθη το 1975, στις 29 Ιανουαρίου εν ειρήνη.

Πρόκειται για μια οσιακή μορφή, καίτοι έζησε ως έγγαμος στον κόσμο.

Υπήρξε προικισμένος με πολλά χαρίσματα, με πολλή επιμέλεια, καθαρότητα συνειδήσεως, άλαλο πίστη, βαθειά ταπείνωση και με πληρότητα αγάπης στο Θεό και τον πλησίον.

O Πλάτανος είναι μια μικρή κωμόπολη, ένα μεγάλο χωριό, 15 χιλιόμετρα δεξιά από την πόλη των Τρικάλων, στη Θεσσαλία.

Ο πατήρ Δημήτριος είχε σημεία θαυμαστά από τα πρώτα χρόνια της ζωής του.

Κι αυτά που παρέλαβε από το Θεό τα καλλιέργησε με φιλότιμο, τα αύξησε και πάντοτε ταπεινά και για τη δόξα του Θεού και μόνον.

Όταν ο Θεός βρει τέτοια σκεύη τα αξιοποιεί, τα πλουτίζει και χαριτώνεται η ζωή τους και κοντά σ’ αυτούς και όσοι πλησιάζουν σ’ αυτές τις πνευματικές θερμάστρες, σ’ αυτά τα λιμάνια.

Ο παπα-Δημήτρης δεν έτυχε σπουδών. Με δυσκολίες τελείωσε το δημοτικό στο χωριό του. Ήταν βοσκός προβάτων. Όπου κι αν βρισκόταν είχε μνήμη Θεού, μνήμη θανάτου και έκλεινε τα πρόβατα στη στάνη και πήγαινε με δάκρυα και εκκλησιαζόταν.

Όταν αυτό δεν μπορούσε να το κάνει, γονάτιζε εκεί που ήταν στα βουνά και έκλαιγε, ζητώντας το έλεος του Θεού, διότι βρισκόταν μακράν του οίκου του Θεού.

Διάβαζε με πολλή κατάνυξη βίους αγίων και τους αισθανόταν φύλακες, ευεργέτες και προστάτες.

Είχε αίσθηση ζώσα της παρουσίας των. Τους κρατούσε κοντά του η καθαρότης του βίου του. Και όπως ετόνιζε η εργασία φέρνει την αξία.

Αισθανόταν πώς θα πρέπει να τον προστατεύουν οι άγιοι και δεν έκανε τίποτε εάν δεν ξεκινούσε από το Θεό κι εάν δεν κατέληγε στο Θεό.

Δηλαδή, αν έφευγε το πρωί για να φυλάξει τα πρόβατα, θα περνούσε πρώτα από τους Ταξιάρχες, ένα ναό του 1600, κατανυκτικό, με τοιχογραφίες, που βρισκόταν κοντά στο σπίτι του.

Εκεί, έμαθε για το Θεό και από την ευλαβέστατη γιαγιά του και τους ευσεβείς γονείς του τα ιερά γράμματα και του Θεού τα πράγματα. Έλεγε: «να με προστατεύετε, να με φυλάξετε, να γυρίσω και πάλιν στον οίκο σας, να σας πω το ευχαριστώ». Πρώτα στον οίκο του Θεού και μετά στις δουλειές και πάλιν στον οίκο του Θεού και μετά στο σπίτι. Αυτό ήταν το πρόγραμμα της ζωής του.

Η ζωή του ήταν Ευχαριστιακή. Όπου κι αν ήταν είχε αναφορά στο Θεό. Στο χωράφι και παντού, στο βουνό, έψαλλε και ευχαριστούσε αδιαλείπτως.

Εύρισκε το απερίγραπτο, τη χαρά του Θεού, την ευλογία Κυρίου. Ερχόταν, δηλαδή, στην μακαριά κατάνυξη, στο χαροποιό πένθος, για το οποίο ομιλούν οι Πατέρες.

Φυσικά, ο Γέροντας είχε δικό του τρόπο με τον οποίο βίωνε τα του Θεού. Εμείς είμαστε αμέτοχοι αυτών των καταστάσεων και πολλές φορές ούτε καν τα πιάνουμε, σαν να ’ναι μια ξένη γλώσσα. Θ’ αναφέρω ένα περιστατικό που δείχνει ότι τον είχε κατά κάποιο τρόπο εκλέξει ο Θεός για την ιερή του πορεία και την ευλογημένη αποστολή του.

Με συνέπεια ευαρέστησε το Θεό. Και τούτο με την άμεμπτο και καθαρή κατά Χριστό πολιτεία του.

Ένα βράδυ ενώ αναπαυόταν στο φτωχό σπίτι του ήρθε ένας γέροντας και τον ξύπνησε, λέγοντας του: «σήκω παιδί μου γρήγορα, το σπίτι θα πέσει».

Ξανά, δεύτερη φορά, τον ξύπνησε. Και στο τέλος, τον ξύπνησε κανονικά. Βγαίνουν από το σπίτι και αμέσως το σπίτι έπεσε!

Ο γέροντας ήταν ο άγιος Νικόλαος. Είχαν στο χωριό ναό αφιερωμένο στον άγιο Νικόλαο. Αυτός ήρθε και τον προστάτευσε. Μόλις βγήκε ο παπα-Δημήτρης, αμέσως το σπίτι κατέρρευσε.

Ούτε τρίχα δεν πέφτει από τον άνθρωπο που τον προστατεύει ο Θεός. Κι’ όταν επιτρέψει κάτι για να φανεί η πίστη του, η υπομονή του, το μεγαλείο της αρετής του, θα του δώσει και τα μέσα να το ξεπεράσει: την υπομονή, την μακροθυμία, την αγάπη, τα πνευματικά όπλα, που οι Γέροντες έχουν σε πλεονασμό και έτσι ξεπερνούν και την μεγαλύτερα δοκιμασία και θλίψη. Παρέλειψα να πω ότι ο παπα-Δημήτρης νυμφεύθηκε την Ελισάβετ και απέκτησε εννέα θυγατέρες.

Κι όταν ήρθε η ώρα να πάει στο στρατό επήγε στους Ταξιάρχες, προσκύνησε και έκανε συμφωνητικό λέγοντας: «σας ζητώ μια χάρη. Εγώ σας υπηρετώ από μικρό παιδί. Καθαρίζω καντήλια, κάνω ό,τι μπορώ. Θέλω να με φέρετε πίσω χωρίς να με αγγίξει κανένα κακό. Είστε υποχρεωμένοι. Ζητώ κι’ εγώ ένα ρουσφέτι».

Επήγε στη Μικρά Ασία. Σε όλους τους κινδύνους που αντιμετώπιζε, τον έσωζαν. Έλεγε: «στη Σμύρνη σφάζουν, κάνουν, εμένα έρχονται, μου δίνουν ένα άλογο και μου λένε: φύγε στον Τζεσμέ. Βρίσκομαι στο τάδε μέρος με τρεις άλλους” σκοτώνονται δύο από 150 ιππείς. Εμένα μου λένε, μη φοβάσαι, εμείς είμαστε μαζί σου. Θα πας εννιά παρά τέταρτο στο τάδε μέρος να προλάβεις το τελευταίο πλοίο για να πας για τη Χίο. Κι όπως είπαν, ούτε ένα μπάτσο από πουθενά».

Αργότερα πέρασε ισχυρές δοκιμασίες, στην εποχή του εμφυλίου πολέμου, επειδή αυτός μιλούσε για Χριστό, πατρίδα, οικογένεια, τον έβαλαν στο στόχαστρο, τον απείλησαν, τον αποκήρυξαν και πολλές φορές αποπειράθηκαν να τον σκοτώσουν και όλο σωζόταν.

Αναφέρω, μια από τις πολλές θαυμαστές περιπτώσεις. Είναι όλα καταγραμμένα στο ημερολόγιο που κρατούσε από μικρό παιδί, το οποίο μας έδωσε σε χειρόγραφα χαριτωμένα, απέριττα, αλλά με μεγαλείο ψυχής και ηρωικό φρόνημα: «Ήρθα, λέει, Κυριακή πρωί. Μόλις πρόλαβα και βγήκα από την εκκλησία. Ήταν 10 ιππείς και μαζί με τον αρχηγό τους 11 και με κυνηγούσαν στον κάμπο. Οι χωρικοί από την μια πλευρά έβλεπαν το θέαμα και οι απέναντι, από το άλλο χωριό, βγήκαν από την εκκλησία, κι’ έβλεπαν επίσης το θέαμα.

Με έβριζαν ελεεινά και τρισάθλια. Δεν μπορώ να πω. Τραγόπαπα και άλλα ελεεινά κλπ., και πυροβολούσαν με τα στην συνέχεια. Οι σφαίρες με τρυπάνε τα ράσα, δεν με τσίμπαγε καμιά. Σαν με φτάσαν στα 50 μέτρα και με περικύκλωσαν, τότε γονάτισα. Σήκωσα τα χέρια στον ουρανό και φώναξα από το βάθος της ψυχής μου. Μιχαήλ αρχιστράτηγε, κινδυνεύω, βοηθήσατε με. Αυτοστιγμεί και οι 11 έγιναν κόκκαλο και άγαλμα.

Ο αρχηγός πέφτει από το ζώο κάτω, σπάζει η σπονδυλική του στήλη και αφού είδα εγώ ότι είναι ακίνητοι, ευχαρίστησα το Θεό, τους Ταξιάρχας και τους είπα: να μετανοήσετε, να γίνετε καλοί άνθρωποι, να λέγετε την αλήθεια, να ’χετε το Θεό βοήθεια και αφού τους ευλόγησα -χωρίς να με πειράξουν- πήγα απέναντι, όπου περίμενε το χωριό και μπήκα με όλο το λαό μέσα στην εκκλησία και δώσαμε δόξα στο Θεό που έκανε σήμερα θαύμα».

Όλη η ζωή του ήταν μέσα σε τέτοια γεγονότα χωρίς να έχει καθόλου ιδέα για τον εαυτό του. Υπέγραφε ο τελευταίος, ο μικρός παπαδάκος, το σκύβαλο της γης. Το πίστευε, το αισθανόταν. Σε κάθε δυσκολία δεν τάχανε. Όταν του έλεγε η πρεσβυτέρα: «Δεν νοιάζεσαι; τι θα γίνουν αυτά τα κορίτσια; οι άλλοι κάνουν αυτό».

«Θα πεθάνω παπάς, όχι μασκαράς. Για το Χριστό θυσιάζομαι, υπέρ των προβάτων. Τί σήμερα, τί αύριο. Μια ψυχή έχουμε. Θα την παραδώσω στα χέρια του Δημιουργού μου».

Είχε συνέπεια. Τον καλούσαν να τον πάνε στη Μέση Ανατολή. «Εσείς δεν με σώσατε. Οι Ταξιάρχες με σώσαν και θα αφήσω τους προστάτες μου και το λαό μου για να πάω στη Μέση Ανατολή και στην Αθήνα; Όχι εκεί».

Και πράγματι τον σκέπαζε ο Θεός και τον φύλαγε: «Εγώ έχω τον Χριστό κυβερνήτη στη ζωή μου. Δεν τον βαλαν οι άνθρωποι καλά στην καρδιά τους για να νιώσουν το μεγαλείο του. Είναι γλυκύς. Δεν τον αλλάζω με τίποτα. Μια ζωή τον παρακαλώ να με αξιώσει κι’ εγώ να χύσω το αίμα μου γι’ Αυτόν. Κοιμάμαι τόσο αμέριμνα, όπως το πουλί στο αγκάθι και τα ρυθμίζει όλα Αυτός’ καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο».

Είχε εξ’ ολοκλήρου εμπιστοσύνη στο Θεό, όπως ένα μικρό παιδί. Εξομολογείτο δε με τέτοια καθαρότητα και ειλικρίνεια, που δεν την συναντάμε ούτε και στα μικρά παιδάκια. Όταν επήγαμε μια φορά να συναντήσουμε τον πατέρα Φιλόθεο Ζερβάκο (με τον πατέρα Δημήτριο) (πήγαμε 2 φορές και ήρθε ο πατήρ Φιλόθεος 2 φορές στο χωριό και συλλειτούργησαν), του λέει ο πατήρ Φιλόθεος.

«Είσαι ασθενής. Γιατί έκανες τόσο κόπο και ήρθες μέχρις εδώ; (στην Πάρο)»

«Εγώ είμαι ο τελευταίος και ο αμαρτωλός» είπε ο πατήρ Φιλόθεος.

«Τα Τρίκαλα έχουν καλούς πατέρες και άξιους».

«Ήρθα όχι μόνος μου. Με έφερε ο Θεός. Ήρθα να ξεπλύνω και να ξεκαθαρίσω την ψυχή μου».

Όταν δε εξομολογείτο ήταν σαν άγγελος. Η χαρά ήταν ζωγραφισμένη και έκδηλος στο πρόσωπο του.

«Τέτοια καθαρή και τελεία εξομολόγηση δεν συνήντησα στα 70 χρόνια που εξομολογώ», είπε ο π. Ζερβάκος. Υπήρξε ένας ζων άγιος.

Εις δε το βιβλίο του πατρός Δημητρίου Γκαγκαστάθη, το οποίον προλογίζει ο πατήρ Φιλόθεος (στο τέλος γράφει και ο καθηγούμενος της Ι. Μ. Σίμωνος Πέτρας, πατήρ Αιμιλιανός), ο οποίος τον έζησε από κοντά και ξέρει πολλές εμπειρίες θαυμαστές τον αποκαλεί «ο άγιος παπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης».

Όταν τον ρωτήσαμε, «γιατί Γέροντα αρχίζετε έτσι τον πρόλογο;» απάντησε.

«Διότι, παιδί μου, είναι άγιος. Όταν μου είπαν για την κοίμηση του, άρχισα να προσεύχομαι και να νηστεύω και να ζητώ απ’ τον Θεό να με πληροφορήσει εις ποίαν κατάσταση βρίσκεται. Και κατόπιν από ημέρες μου έδειξε τη δόξα στην οποία ευρίσκεται. Πρόκειται περί αγίου».

Και κάτι για τον π. Φιλόθεο, μια και μιλάμε γι’ αυτόν. Στην κοίμηση του πατρός Φιλόθεου μια οικογένεια δικαστικών, είπε στον πατέρα Πορφύριο: «εκοιμήθη ο πατήρ Φιλόθεος». Εκείνος τους είπε: «να πάτε, κι’ εγώ απ’ εδώ θα παρακολουθήσω τη νεκρώσιμο ακολουθία. Η Εκκλησία μας απέκτησε ακόμα ένα άγιο λείψανο».

Γυρίζοντας εμείς από την κηδεία, μεσάνυκτα, πήγαμε στον πατέρα Πορφύριο. Ήταν η ώρα 2 μετά τα μεσάνυκτα. Μόλις πήγαμε είπε: «ο παπα-Δημήτρης είναι άγιος άνθρωπος κι’ ας μην πέρασαν πολλά χρόνια. Δεν έχει σχέση. Η αγιότης δεν γίνεται από τα πολλά χρόνια. Για μας τους αδυνάτους αργεί η Εκκλησία. Να φροντίσετε να γίνει επίσημα πλέον, για όλη την Ορθοδοξία η ανακομιδή των λειψάνων του».

Οι άνθρωποι του Θεού που γνώρισαν τον π. Δημήτριο τον θεωρούσαν ως σύγχρονο ζώντα άγιο. Μεταξύ αυτών των προσωπικοτήτων που σήμερα λάμπουν στο χώρο της Ορθοδοξίας με την ακτινοβόλο κατά Θεόν πολιτεία τους υπήρξε και ο π. Αμφιλόχιος της Πάτμου, που είχε και αλληλογραφία με τον παπα-Δημήτρη.

Θεωρούσαν άγιο τον π. Γκαγκαστάθη οι: πατήρ Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, ο πατήρ Γεώργιος Καψάνης της Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου ο ηγούμενος, ο ηγούμενος επίσης Αιμιλιανός και άλλοι σεβαστοί της Ορθοδοξίας σύγχρονοι πατέρες.

…Ο παπα-Δημήτρης είχε το χάρισμα της ζώσης πίστεως, το χάρισμα της υπομονής, της ταπεινώσεως, της αγάπης και έφερνε αποτελέσματα. Όταν πάρεις την αγάπη του Χριστού μέσα σου είναι σαν να παίρνεις την μητέρα όλων των αρετών, γεγονός που δεν το είχαν οι μεγαλύτεροι όλου του κόσμου σοφοί.

Να σας πω ένα περιστατικό, απ’ τα πολλά. Δεν θα αναφέρω δικά μου περιστατικά, γιατί θα πρέπει να αναφέρω κάποιων άλλων προσώπων, σεβαστών και γνωστών, που έχω σύνδεσμο μαζί τους. Ο ένας εκοιμήθη, ήτο διευθυντής τελωνείου, ευλαβέστατος, σοφότατος, πνευματικοπαίδι του παπα-Δημήτρη και του πατρός Φιλόθεου, ονόματι Αθανάσιος Μουρμούρης. Περνούσε μια σκληρή δοκιμασία, δηλαδή μια συκοφαντία, που αν μπορούσε να βγει θα βρισκόταν στις φυλακές. Έπεσε στο Θεό και τους δύο αυτούς ανθρώπους.

«Μη στενοχωριέσαι, του είπε ο π. Δημήτριος. Ησύχασε, έχει ο Θεός τρόπους. Εμείς το καθήκον μας. Διά της προσευχής, θα δοθεί απάντηση». Η απάντηση θα διδόταν μετά από ένα μήνα στο δικαστήριο. Ο παπα-Δημήτρης έπεσε σε προσευχή. Ήξερε το αποτέλεσμα εκ των προτέρων. Κι’ έγινε, όπως το είπε ο παπα-Δημήτρης.

Ένα άλλο πρόσωπο που ζει ακόμη, ήταν έπαρχος στο Σιδηρόκαστρο, ονόματι Γεώργιος Σαϊδίνης. Εχρημάτισε διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών. Επέρασε μια μεγάλη δοκιμασία επί στρατιωτικής κυβερνήσεως. Πήρε δυσμενή μετάθεση στα Χανιά και στη Σπάρτη. Πήγε δεξιά-αριστερά και δεν πήρε τις προαγωγές του. Έκανε προσφυγή στο Συμβούλιο Επικρατείας.

Ο παπα-Δημήτρης βρισκόταν στο τελευταίο στάδιο της ζωής του. Δοκιμάσθηκε με τον καρκίνο. Στέλνει γράμμα στο Γέροντα και του λέει: «αυτό το πρόβλημα έχω, τί να κάνω». Πέφτει στην προσευχή ο Γέροντας. Είχε δικό του τρόπο.

Μόλις είχε κατάνυξη, έπαιρνε την απάντηση. Ήταν αυτό σίγουρο. Δεν άλλαζε με τίποτα. Ήταν σαν να το προϋπέγραφε ο Θεός και του το φανέρωνε. Του λέει: «θα τα πάρεις όλα μαζεμένα. Θα πέσουν στο κενό οι μέχρι τώρα διαβολές και θα σου πει ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου αυτά και αυτά τα πράγματα».

Ο παπα-Δημήτρης ήταν με πυρετό και βαριά άρρωστος. Έγινε η προσφυγή και είδε ο κύριος Σαϊδίνης τον π. Δημήτριο πίσω από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου να του λέει τα λόγια αυτά που είχε γράψει στο γράμμα. Και κατόπιν τον προήγαγαν και τον έκαναν Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών.

…Η γνωριμία μας υπήρξε όντως δάκτυλος Θεού. Βγάζαμε ένα περιοδικό τότε, τον Άγιο Νεκτάριο, και ο παπα-Δημήτρης είχε πάει στη Μητρόπολη. Εκεί στη Μητρόπολη του λέει ένας κληρικός: «Εσύ αγαπάς τον άγιο Νεκτάριο, δεν το παίρνεις; Έχει καλά πράγματα».

«Μόλις το πήρα», λέει, «κατάλαβα ότι έχετε αγώνα και έχετε δυσκολίες και είπα: παπα-Δημήτρη, να κηρύξεις δεν ξέρεις, να γράψεις δεν ξέρεις, γιατί είσαι αγράμματος και πέφτεις όξω. Να προσευχηθείς δεν ξέρεις». Και μας γράφει ένα γράμμα και μας λέει: «παιδιά μου να με συγχωράτε. Θέλω κι’ εγώ μια χάρη. Να μου δώκετε τα ονόματα σας, γιατί εγώ θα τα μνημονεύω, και αισθάνομαι χαρά Θεού, ευλογία Κυρίου, κάτι που δεν περιγράφεται. Μεγάλη υπόθεση».

…Κάποτε πήγαμε με ένα πούλμαν από τη Θεσσαλονίκη σε διάφορα προσκυνήματα αλλά και στον Άγιο Νεκτάριο. Έκανε την ακολουθία του με πολλή κατάνυξη. Τότε του είπαμε: δεν φεύγουμε εάν δεν μας πεις λόγο Θεού. Αντέδρασε ως εξής: «Είμαι αγράμματος, δυσκολεύομαι, δεν ξέρω».

Εκοκκίνησε. «Άμα θέλεις διώξε μας». Ανοιξε το στόμα του και πέρασαν ώρες και μιλούσε. Κανείς δεν είπε, φτάνει. Μία ώρα; δύο ώρες; τρεις ώρες; κουραστήκαμε; Όλοι ήμασταν αποσβολωμένοι. Κι’ αυτός μέσα στην κατάνυξη, μέσα στο δάκρυ. «Ζωντανή η θρησκεία μας παιδιά μου. Την βλέπετε αυτή την άγια Τράπεζα; Όταν λειτουργώ γεμίζει άρωμα. Ούτε το εκκλησίασμα το αισθάνεται.

Έφερα εδώ τον πατέρα Φιλόθεο, έφερα τον τάδε και μου είπαν: «τούτο είναι ειδικό χάρισμα για τους διωγμούς που πέρασες για το όνομα του Χριστού, για να σε παρηγορεί. Και όντας έρχομαι εδώ, μεθάω παιδιά μου. Δεν ξέρω τί γίνεται. Ούτε ξέρω εάν έκανα τη λειτουργία. Γι’ αυτό με συγχωρνάτε. Δεν περιγράφεται. Ό,τι αντικείμενο βάζω στην Αγία Τράπεζα, όχι αλλού, γεμίζει άρωμα. Ξέρετε, παιδιά μου, το αισθάνομαι στο «τά Σά εκ των Σών» ή «στό “Αξιον εστί». Τότε κατέρχεται η χάρις. Ούλλο τον κόσμο να σου δώσουν δεν τον θεωρείς τίποτας».

«Μια άλλη φορά ήμουν μέσα στα βουνά διωγμένος; ταλαιπωρημένος. Με κυνηγούσανε για να με σκοτώσουν. Με πήρε ο Ζέρβας. Με εγκατέλειψαν. Παπά άνθρωπο, δεν τον θέλανε. Αλλά ο Θεός δεν με εγκατέλειψε και βρέθηκα σε ένα μέρος, γεμάτο ομίχλη, κι’ ο ποταμός πλημμυρισμένος. Δεν μπορούσα να περάσω απέναντι, έκλαιγα σαν μικρό παιδί και έλεγα: «Θεέ μου ή βγάλε με ή πάρε με. Κινδυνεύω, πείνα, ψείρα…»

«Εκεί που προσευχόμουν έρχεται ένας νεαρός μ’ ένα άλογο και σαν συνήλθα είδα ότι ήμουν στην απέναντι πλευρά του ποταμού. Λέω, τί συνέβηκε σε μένα τον αμαρτωλό; Δοξολόγησα τον Κύριο, κι’ έψαχνα τον ευεργέτη. Ένα βράδυ παρουσιάζεται ένας νέος και μου λέει: «παπα-Δημήτρη, με ξέχασες». «Όχι παιδί μου, εγώ ψάχνω τον ευεργέτη μου». «Είμαι ο Γεώργιος. Θυμάσαι το 19… τάδε, στο τάδε μέρος που έκλαιγες κλπ. Ποιος σε έσωσε; Δεν ξέρω. Ψάχνω.

Εγώ σε έσωσα και δεν ήρθες ούτε μια φορά να λειτουργήσεις το εξωκκλήσι. Ξυπνάω, κτυπώ την καμπάνα του χωριού, μαζεύω το χωριό, νηστεύουμε και πάμε στο μέρος αυτό. Αυτό το μέρος είχε θαύμα. Ένα δέντρο είχε, ένα κλωνάρι ξερό και στη γιορτή του έτρεχε νερό. Μόνο στη γιορτή του. Και το παίρναμε για αγιασμό. Μετά, επειδή ο κόσμος ήταν αμαρτωλός σταμάτησε το θαύμα. Διότι το θαύμα θέλει πίστη.

Όντας επήγα εγώ κι’ έκαμα την Ακολουθία, δηλαδή, το πρωί στη Λειτουργία, είπα στους χωρικούς: «τί λέτε, είναι ο άγιος Γεώργιος εδώ ή δεν είναι; Ζει ο Θεός και βασιλεύει και τον κόσμο προστατεύει; Ελάτε όλοι εδώ. Μαζεύτηκαν. Άη Γιώργη, δεν το κάνω από απιστία, ούτε από περιέργεια, το κάνω για να δυναμώσω την πίστη. Θέλω να ’ρθείς να παρουσιαστείς, δηλαδή, να κινήσεις το ξερό ξύλο για να ρίξεις τον αγιασμό όπως παλιά.

Εκεί, λοιπόν, που προσευχόμουν, άρχισε να τρέχει λίγο λίγο το νερό. Δεν ευχαριστιόμουν, ήθελα περισσότερο, κι’ έγινα ενοχλητικός. Θέλω πιο πολύ’ και έπεσε, όπως γέμιζαν τα μπουκάλια, βραχήκαν. Αυτή είναι η πίστη μας. Ζωντανή».

παπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης: «Αρχάγγελε Μιχαήλ, σώσε με κινδυνεύω…»

Η επέμβασις του αρχαγγέλου

Το πρωί της Κυριακής, 20 Οκτωβρίου 1945, μια ενδεκαμελής ομάδα εφίππων ανταρτών κυνηγούσε τον ονομαστό για την ευλάβεια του παπα – Δημήτρη Γκαγκαστάθη, που κατευθυνόταν στο χωριό Βασιλική Τρικάλων.

«Με κυνηγούσαν, έβριζαν και έριχναν με τα Στεν, διηγείται ο ίδιος. Δεν μπορούσαν όμως να με φονεύσουν! Οι σφαίρες τρύπαγαν τα ράσα, δεν με τσίμπαγε όμως καμμιά!

Με πλησίασαν και με περικύκλωσαν στα πενήντα μέτρα γύρω – γύρω. Εγώ, καθώς βρισκόμουν στον κίνδυνο, σήκωσα τα χέρια πάνω, προς τον ουρανό, και φώναξα από το βάθος της ψυχής μου:

– Μιχαήλ, αρχάγγελε, σώσε με, κινδυνεύω.

Ω του θαύματος! Σαν αστραπή παρουσιάστηκε ο αρχάγγελος στον αρχηγό των ανταρτών. Είδε ένα νέο με σπαθί, που του έκοψε τα σχοινιά από τη σέλλα του αλόγου, τον έριξε κάτω και του έσπασε τη σπονδυλική στήλη. Οι υπόλοιποι δέκα αντάρτες έμειναν ακίνητοι, σαν να τους χτυπούσε ηλεκτρικό ρεύμα! Οι ενορίτες της Βασιλικής (που άκουγαν τους πυροβολισμούς) έφυγαν από την εκκλησία και βγήκαν έξω, πάνω στο βουνό, να παρακολουθήσουν τι θα γίνω.

Ακούω τότε μια φωνή – ήταν του αρχηγού των ανταρτών – να λέη:

– Να μας συγχωρήσης, παπά μου, και να πηγαίνης στο καλό. Έχεις όριο ζωής. Έχεις υψηλούς προστάτες!

– Ευχαριστώ, απάντησα.

Τους συγχώρησα και τους ευχήθηκα ο Θεός να τους φωτίση, να μετανοήσουν και να γίνουν καλοί άνθρωποι».

(Παπα –Δημήτρης Γκαγκαστάθης)

(«Χαρίσματα και Χαρισματούχοι», Ι. Μονή Παρακλήτου, τόμος Β΄, σ. 174-175)

Ὁ πάπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης, ἐφημέριος τοῦ χωριοῦ Πλάτανος (Βάνια) Τρικάλων, χαρακτηρίζεται ἀπ’ ὅσους τόν γνώρισαν καί τόν ἔζησαν, «ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ», δηλαδή ἅγιος. Ὁ χαρακτηρισμός δέν πρέπει νά μᾶς ἐκπλήσσει. Ποτέ ἡ ἁγιότης δέν ὑπῆρξε προνόμιο μιᾶς μόνο ἐποχῆς. Ἅγιοι πάντοτε ὑπάρχουν. Καί στίς μέρες μας σίγουρα ζοῦν καί κινοῦνται ἀνάμεσά μας. Δέν τούς διακρίνουμε γιατί πλεονάζει ἡ κακία καί πνίγει τήν ἀρετή, πού δέν κραυγάζει οὔτε προβάλλεται καί διαφημίζεται, ὅπως ἡ ἁμαρτία.
Ἔγγαμος μέ ἐννέα μάλιστα θυγατέρες, ἀπ’ τίς ὁποῖες ζοῦν ἕξη καί ἡ μία «περιεβλήθη τό ἀγγελικόν σχῆμα». Ὀλιγογράμματος καί ἁπλοϊκός, γινόταν συνεχῶς ὁ ἄνθρωπος πού ἐλάμβανε τή Χάρη τοῦ Θεοῦ ὕστερα ἀπό ἀσταμάτητο νυχθήμερο ἀγῶνα ἐναντίον τοῦ πονηροῦ.

Ἡ αὐξανόμενη συνεχῶς πρόοδός του καί τό πνευματικό του ἀνέβασμα μέχρι τήν ἁγιότητα ὀφείλονταν στήν προσευχή καί τή διαρκῆ συνομιλία του μέ τό Θεό, μάλιστα μέ τή θεία λατρεία. Ἦταν «κοινό μυστικό» σ’ ὅλους. Τό καταμεσήμερο στούς γύρω ἀγρούς καί τά ὑψώματα, τά βαθειά μεσάνυχτα στό προσφιλέστατο ἐκκλησάκι του, τούς Ταξιάρχες, ὧρες ἀτέλειωτες παραδινόταν στήν ὁλόθερμη δέηση καί εὐχαριστία. Αὐτό τό κατώρθωνε ἐκτός ἀπ’ τή Θεία Λειτουργία, στούς ἀτέλειωτους ἑσπερινούς, τά συνεχῆ Ἀπόδειπνα καί τούς ἀγαπητούς Χαιρετισμούς, στό σπίτι του, στόν ξύπνιο του καί στόν ὕπνο του ἀκόμα, πού ἦταν ἐλάχιστος, ἀφοῦ τίς περισσότερες ἀκολουθίες τίς τελοῦσε 12 – 3 τά μεσάνυκτα. Κάθε ὥρα («ἐν παντί καιρῷ καί πάσῃ ὥρᾳ»), σ’ ὁποιοδήποτε τόπο, προσευχόταν ὁ ἅγιος Λευίτης. Τά Μετέωρα ἦσαν τά ἀγαπητά σκηνώματα τοῦ π. Δημητρίου. Ἐκεῖ συχνά πήγαινε νά «ξεκουρασθῆ», ὅπως ἔλεγε, νά ἀγρυπνήση καί νά ξεκουρασθῆ ἀγρυπνῶντας. Αὐτό τό ὁλόψυχο καί ὁλόσωμο δόσιμο τήν ὥρα τοῦ Καθαγιασμοῦ τῶν Τιμίων Δώρων τόν ἀξίωσε νά αἰσθανθῆ εὐωδιάζουσα τήν ἁγ. Τράπεζα τῶν Ταξιαρχῶν.
Ἤξερε πῶς νά ζῆ καί γνώριζε τί ζητοῦσε ἀπ’ τό Θεό. Νά μερικά αἰτήματά του: «Βοήθησε μέ, Λυτρωτά μου, νά συνδυάζω εἰς τήν ζωήν μου καί τό ἔργον μου τρυφερότητα καί ἀκαμψίαν, λεπτότητα καί δύναμιν, εὐαισθησίαν καί αὐστηρότητα». Ἅγιες ἐκζητήσεις, ὁμολογουμένως. Γράφει κάπου ἀλλοῦ: «Μάθε μέ, Κύριε, πῶς νά διδάσκω τά παιδιά, πῶς νά ἐμπνέω τούς νέους, πῶς νά συμβουλεύω τούς μεγαλυτέρους, πῶς νά μεταστρέφω τούς ἁμαρτωλούς, πῶς νά στηρίζω τούς μελλοθανάτους». Ποιμαντικά μαθήματα ὄχι ἀπό σοφίες θνητῶν, ἀλλά κατευθείαν ἀπ’ τήν «ἄνωθεν κατερχομένην σοφίαν».
Ὅσοι ἀξιωθήκαμε να τον γνωρίσουμε, ἀπολαύσαμε την ἁπλότητά του, την ταπείνωσή του, ἀλλά κυρίως την ἔμπρακτη ἀγάπη του προς ὅλους, ἐχθρούς καί φίλους, και κυρίως τον ἔνθερμο ζῆλον του για την θαυματουργό προσευχή και την Θεία Λειτουργία.
Δέν ἔμεναν ἀναπάντητες οἱ προσευχές του. Κυριολεκτικά θαυματουργοῦσε μέ τήν προσευχή. Τοῦτο ἔγινε ἀντιληπτό ἀπό πολλούς. Σ’ αὐτόν εἶχε ἐφαρμογή τό ψαλμικό «θέλημα τῶν φοβουμένων αὐτῶν ποιήσει καί τῆς δεήσεως αὐτῶν εἰσακούσεται καί σώσει αὐτούς» (Ψάλμ. 144, 19).
Τό μεγαλεῖο τοῦ ἀειμνήστου παπα-Δημήτρη Γκαγκαστάθη γίνεται φανερόν μέσα ἀπό τίς πάμπολλες ἐπιστολές πού ἐλάβαινε καί ἀπαντοῦσε, ἀπό τίς ὁποῖες παραθέτουμε κάποιων μόνον ἐπωνύμων.

Ἀπό τόν τότε Ἐπίσκοπόν του κ.κ. Σεραφείμ
Ἐν Τρικκάλοις τῇ 20ῃ Ἰανουαρίου 1974 , Ἑορτή τοῦ Ἁγ. Εὐθυμίου

Ἀγαπητέ π. Δημήτριε χαῖρε ἐν Κυρίῳ πάντοτε

Ἡ ἀνατολή τοῦ Νέου Ἔτους σέ εὑρῆκε εἰς μίαν δοκιμασίαν προσωπικήν ἡ ὁποία δημιουργεῖ ἐμπόδια ἀπό τό νά ἐπιτελέσης τό σημαντικώτερον ἔργον τοῦ Ἱερέως, τό μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ὅμως ἡ πολλή σου ἀγάπη πρός τόν Νυμφίον τῆς ψυχῆς σου, τόν Ἰησοῦν Χριστόν, ἡ ἐγκάρδιος καί ἐν πολλῇ χαρᾷ ἀναστροφή μαζί Του καί συγχρόνως ἡ συνεχής καί ἀδιάκοπος προσπάθεια νά ἀρέσης εἰς τόν Θεόν, σοῦ δίδουν τήν δύναμιν νά ὑπομένης ἐν πίστει καί νά ἐλπίζης ἐν ὑποταγῇ πρός τόν Κύριον καί νά νικᾶς τόν πειρασμόν τῆς ἀσθενείας μέ τήν προσμονήν τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι μέγα δῶρον νά βλέπη κανείς μέσα ἀπό τόν πόνον τῆς ἀσθενείας τήν στοργήν τοῦ Θεοῦ καί μέσα ἀπό τήν ἀδυναμίαν τοῦ σώματός του τήν δύναμιν τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἐσύ ἀγωνίζεσαι ἕνα θαυμαστόν ἀγῶνα καί εἶμαι βέβαιος ὅτι ἐξέρχεσαι πάντοτε νικητής.
Εὔχομαι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νά περιβάλη πάντοτε τήν ζωήν σου, καί αὐτή νά σοῦ δίδη τήν δύναμιν νά ὑποτάσσης τούς πειρασμούς καί νά ζῆς ἐν ἀληθείᾳ τοῦ Κυρίου καί μόνον Αὐτόν νά ποθῆς.
Ὁ Θεός νά εὐλογῆ πλουσίως τούς πνευματικούς σου ἀγῶνες.

Μετά πατρικῆς Ἀγάπης καί θερμῶν εὐχῶν
Ὁ Τρίκκης καί Σταγῶν
Σεραφείμ

Ἀπό τόν Ἱερομόναχον Ἀμφιλόχιον Μακρῆ, νῦν Ἅγιον Ἀμφιλόχιον ἐκ Πάτμου
Ἐν Πάτμῳ, 1-1-68

Ἀγαπητέ ἐν Χριστῷ ἀδελφέ, πατέρα Δημήτριε, χαῖρε ἐν Κυρίῳ,

Δέν ἠμπορῶ νά σᾶς περιγράψω τήν χαράν καί τήν συγκίνησιν, τήν ὁποίαν ἐδοκίμασα μέ τό γράμμα σας. Εἶναι γεμάτο ἀγάπην πρός τόν Μέγαν Ἀρχιερέα.
Εὐχαριστῶ διά τάς προσευχάς σας ὑπέρ ἐμοῦ. Ἡ προσευχή εἶναι συνομιλία μέ τόν Θεόν. Ὅταν λοιπόν συνομιλῆ κανείς συνεχῶς μέ τόν Θεόν παθαίνει μίαν ἐξοικείωσιν μαζί Του καί ὀλίγον κατ’ ὀλίγον προσπαθεῖ νά φθάση εἰς τό καθομοίωσιν. Δηλαδή νά φθάση σέ μιά ὁμοιότητα μέ τόν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι πέλαγος ἀγάπης καί Χάριτος.
Αἱ μεσονύκτιοι Θ. Λειτουργίαι εἶναι πραγματικῶς πολύ ὠφέλιμοι. Νά τάς ἐξακολουθῆς …
Δέν περιγράφεται ἡ χαρά καί ὁ θαυμασμός ὅλων μας μέ τήν διήγησίν σας περί τῶν θαυμάτων τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου. Μεγάλα τά θαύματα, τά ὁποῖα ἐπιτελοῦνται ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ ἡμῶν Ἐκκλησίᾳ! Ὄντως εὑρίσκονται οἱ Ἅγιοι πολύ πλησίον μας καί εἶναι ἕτοιμοι ν’ ἀκούσουν τίς προσευχές μας καί ν’ ἀπαντήσουν εὐεργετικά εἰς τάς μετά πίστεως καί ἀγάπης αἰτήσεις τῶν πιστῶν Χριστιανῶν.

Μέ πολλήν ἐν Κυρίῳ ἀγάπην
Ἀμφιλόχιος Μακρής ἱερομόναχος

 

Ἀπό τόν τότε Ἱερομόναχον Ἐφραίμ Κατουνακιώτη, νῦν Ἅγιον Ἐφραίμ

Ἐν Χριστῷ ἀγαπητέ ἀδελφέ πάπα-Δημήτριε,

Ὅταν προσεύχεσαι καί εἶσαι λυπημένος, νά μή προσεύχεσαι νά σέ ἁπαλάξη ὁ Θεός, ἀλλά νά σού δίδη ὑπομονήν.
Οἱ ἅγιοι δέν παρακαλοῦσαν τόν Θεόν νά τούς ἀφαιρέση τά βάσανα καί τάς θλίψεις, ἀλλά νά τούς δίδη ὑπομονήν νά τά ὑπομένουν ἀγογγύστως.
… Αἱ θλίψεις ἀδελφέ μου καί τά βάσανα εἶναι τά μέσα, τά αὐτοκίνητα πού θά μᾶς πᾶνε στόν Παράδεισον. Ἡ θλῖψις γεννᾶ τήν χαράν. Θάρρος λοιπόν καί μήν ἀπελπίζεσαι εὔκολα. Καλά, πολύ καλά κάνεις καί προσεύχεσαι συχνά καί ζητᾶς βοήθεια ἀπό τόν Θεόν. Πάντα ἔτσι νά κάνεις. Καλόν ὅμως θεωρῶ νά σοῦ πῶ, πῶς πρέπει καί νά λές τήν εὐχήν. Τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησον μέ». Μεγάλη παρηγορία θά βρῆς. Νά κρατᾶς στό χέρι σου τό ἀριστερό κομποσκοίνι καί νά λές αὐτήν τήν εὐχήν.
Μοῦ γράφεις, ὅτι ὁ κόσμος πῆρε κατήφορο. Ἄφησε τόν κόσμο καί κύτταξε τόν πάπα-Δημήτρη. Ἔσχατοι καί κακοί καιροί. Ὁ Θεός νά μᾶς σκεπάζη.

Θά σᾶς παρακαλέσω, ὅπως ἐμεῖς οἱ ἀνάξιοι σᾶς ἐνθυμούμεθα στήν προσευχή μας, ἔτσι καί σεῖς νά μᾶς ἐνθυμῆσθε, ἀγαπητέ ἀδελφέ. Ποτέ δέν θά σᾶς ξεχάσω. Τό πρόσωπό σας λές καί χαράχτηκε μέσα στήν ψυχή μου. Τά λόγια σας τά θεῖα ἀντηχοῦν συνεχῶς στά αὐτιά μου. Εὐλογημένη ἡ ὥρα πού σᾶς γνώρισα. Εὐλογημένη ἡ συνάντησίς μας. Δόξα τῷ ἁγίῳ Θεῷ πάντων ἕνεκεν.

 

Ἀπό τόν Ἱερομόναχον Αἰμιλιανόν Σιμωνοπετρίτη
Ἅγιον Ὄρος, Ἱ. Μονή Σίμωνος Πέτρας, 29-8-1961

Σεβαστέ μοι πάτερ,

Εἶναι ἀληθινά μεγάλη τιμή, πού κάνει ὁ Κύριος εἰς τούς ἱερεῖς του, νά συζητοῦν ὡς φίλος πρός φίλον.
Σᾶς παρακαλῶ νά προσεύχεσθε πάντα, ὥστε νά εἶμαι ἐπιστολή Χριστοῦ γιγνωσκομένη καί ἀναγιγνωσκομένη καί πιστός οἰκονόμος Του.
… Λέτε ὅτι εἶσθε ἕνας ἀγράμματος παπαδάκος. Θυμάστε τήν ἀπάντησι τοῦ Κυρίου, ὅταν οἱ μαθηταί τόν ἠρώτησαν, ποιοί θά κάθωνται ἐκ δεξιῶν καί ἐξ ἀριστερῶν; «Οἷς ἡτοίμασται», εἶπεν. Σάν νά ἔλεγε: «μήπως ξεύρω τώρα; Ὅποιος θά λαχταρήση νά γίνη πρῶτος εἰς τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν καί θ’ ἀγωνισθῆ καί θά μοχθήση, ἐκεῖνος θά καθήση δεξιά μου καί ἀριστερά μου. Ὄχι ἐκεῖνος πού κυττάει νά δοξασθῆ ἐδῶ, ἀλλά αὐτός πού ζητεῖ τόν Οὐρανόν». Ἴσως νάναι ὁ θερμός Ἰάκωβος ἤ ὁ ἐπιστήθιος φίλος τοῦ Κυρίου Ἰωάννης, ἴσως ὁ ἀποφασιστικός Πέτρος ἤ ὁ πύρινος Παῦλος. Ἴσως ὅμως καί κάποιος ἄγνωστος ἄνθρωπος τῆς δουλειᾶς ἤ κανένας ἀγράμματος καί ξεχασμένος παπαδάκος. Γιατί ὁ Θεός δέν προσωποληπτεῖ. Κυττάει τήν καρδιά. Δέν παίζει ρόλο, λοιπόν, πῶς φαινόμαστε ἐδῶ. Ἀρκεῖ νά εἴμαστε οἱ σταυρωμένοι τῆς γῆς πού θά χύσωμε τόν ἱδρώτα μας γιά τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ.
Πόσο μου ἀρέσει αὐτό πού κάνατε, ὅτι δηλαδή σηκώνεσθε γιά προσευχή στίς δύο τή νύκτα. Μέσα στή σιωπή τῆς νυκτιᾶς μιά ψυχή νά δοξολογῆ μόνη τόν Δημιουργό Της. Πόσο θά χαίρεται τήν ὥρα ἐκείνη ὁ ἄγγελός της; …
Μέ συγκινεῖ ἡ εὐλάβειά σας εἰς τούς Ταξιάρχας, πού ἀσφαλῶς θά μεσιτεύσουν στόν Κύριο γιά σᾶς. Ἰδιαίτερη ὅμως ἐντύπωσι μοῦ κάνει ἡ πνευματική ἐγκαρτέρησίς σας γιά τόν σάλον πού συνετάραξε τό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἄς μή λησμονοῦμε μόνον, ὅτι δέν εἶναι πρώτη φορά πού τέτοια γεγονότα συγκλονίζουν τήν Ἐκκλησίαν. Πάνω ἀπ’ ὅλα αὐτά, τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ περιφέρεται, σάν ἐπάνω σε καινούργια ἄβυσσο, γιά νά κατευθύνη καί ν’ ἀποδεικνύη ὅτι «καί πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς».

Μέ τήν ἐν Κυρίῳ ἀγάπην
Ἱερομόναχος Αἰμιλιανός

 

Ἀπό τόν Ἀρχιμανδρίτην Φιλόθεον Ζερβάκον
Ἐν Πάρῳ τῇ 20-1-1960

Αἰδεσιμώτατε καί ἐν Κυρίῳ ἀγαπητέ ἀδελφέ καί συλλειτουργέ π. Δημήτριε, χαῖρε ἐν Κυρίῳ.

Σέ συγχαίρω καί εὔχομαι ἐκ καρδίας ὅπως ὁ Κύριος σέ ἐνισχύη εἰς τόν καλόν ἀγῶνα τόν ὁποῖον καλῶς καί νομίμως, ἄχρι τέλους, νά ἀγωνισθῆς διά νά ἀκούσης τήν γλυκυτάτην καί χαρμόσυνον φωνήν: «εὖ δοῦλε ἀγαθέ καί πιστέ, εὖ ἐργάτα τοῦ ἀμπελῶνος Χριστοῦ ἐπί ὀλίγα ἐφάνης πιστός, ἐπί πολλῶν σέ καταστήσω, εἴσελθε εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου σου». Ταύτης τῆς γλυκυτάτης φωνῆς καί τῆς ἀνεκφράστου χαρᾶς καί ἀγαλλιάσεως εἴθε νά ἀξιωθῶμεν πάντες. Ἀμήν.
Ἀλλά διά νά ἀξιωθῶμεν τούτων τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν, δύο ἀρετάς πρέπει νά φυλάξωμεν, τήν ταπείνωσιν καί τήν ἀγάπην. Εἰς τούς ταπεινούς ἐπιβλέπει ὁ Κύριος, κατοικεῖ εἰς αὐτούς καί ἀναπαύεται. Εἰς δέ τούς ἔχοντας ἀγάπην ἑνοῦται μετ’ αὐτῶν καί μένει μετ’ αὐτῶν ἡνωμένος καί ἀχώριστος, ἐπειδή ὁ Θεός ἀγάπη ἐστι καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ.
Αὑταί αἱ δύο ἀρεταί εἶναι αἱ δύο πτέρυγες διά τάς ὁποίας παρεκάλει ὁ προφήτης Δαυίδ λέγων: «Τίς μοί δώση πτέρυγας ὡσεί περιστερᾶς καί πετασθήσομαι καί καταπαύσω;».
Ἄς παρακαλοῦμεν, ἀγαπητέ, τόν Θεόν μετ’ εὐλαβείας, πίστεως καί κατανύξεως νά μᾶς δώση ταύτας τάς δύο πτέρυγας, τήν ταπείνωσιν καί τήν ἀγάπην διά νά δυνηθῶμεν νά πετασθῶμεν καί καταπαύσωμεν εἰς τάς ἀΰλους μονάς, ἔνθα πάντων των εὐφραινομένων ἡ κατοικία ἐστι.

Ἀγαπητέ μοι π. Δημήτριε.

Ἐπί ἔτη παρακαλῶ τόν Θεόν νά παύση τόν κλύδωνα τῆς Ἐκκλησίας καί ἤκουσα νύκτα τινά φωνήν ἀοράτως, λέγουσα: Πρός τούς σκολιούς σκολιάς ὁδούς ὁ Θεός ἐξαποστέλλει. Καί οὐδέν ἄλλο λέγω ὡς ὀλιγόπιστος εἰ μή τήν τοῦ Πέτρου φθέγγομαι φωνήν. «Ἐπιστάτα σῶσον ἡμᾶς ἀπολλύμεθα».
Ἄς μή ἀπελπιζώμεθα ὅμως τελείως, ἀλλά ἄς ἑξακολουθῶμεν νά φωνάζωμεν ὡς ὁ Πέτρος: «Ἐπιστάτα σῶσον ἡμᾶς ἀπολλύμεθα» καί ἄς ἐλπίζωμεν ὅτι ὡς συμπαθής, Εὔσπλαχνος καί Ἐλεήμων θά ἐκτείνη, ὡς τῷ Πέτρω καί εἰς ἡμᾶς τήν χεῖρα καί θά μᾶς εἴπη: «Ὀλιγόπιστοι εἰς τί ἐδιστάσατε;».
Ἐπληροφορήθην ὅτι ἀσθενεῖτε καί ἐσκέφθην -καί ἐγώ ἀσθενής- νά ἔλθω διά τῆς παρούσης μου ἐπιστολῆς διά νά ἀλληλοβοηθηθῶμεν, καθώς λέγει ὁ σοφός Παροιμιαστής, «ἀδελφός ὑπό ἀδελφοῦ βοηθούμενος ὡς πόλις ἰσχυρά καί τετειχισμένη».
Κατά τόν σοφόν λόγον «ὁ διδάσκων δίς διδάσκεται», ἀποφασίζω ἐγώ ὁ ἀμαθής καί ἀγροῖκος καί παρήκοος καί ἁμαρτωλός νά σᾶς εἴπω δύο λόγια πρός τό συμφέρον καί ἐμοῦ καί σοῦ.
«Ὅν ἀγαπᾶ Κύριος παιδεύει, μαστιγεῖ δέ πάντα υἱόν ὅν παραδέχεται», ὥστε «ὀλίγα παιδευθέντες μεγάλα εὐεργετηθήσονται».
Ἐγώ πιστεύω ὅτι ὑμεῖς ἔχετε ὑπομονήν περισσοτέραν ἀπό ἐμέ. Προσεύχεσθε παρακαλῶ ὑπέρ ἐμοῦ νά δώση καί εἰς ἐμέ ὑπομονήν διά νά σωθῶ καγῶ ὁ ἁμαρτωλός.

Μετ’ ἀδελφικῆς ἀγάπης καί εὐχῶν ἐγκαρδίων
Ἀρχιμανδρίτης Φιλόθεος Ζερβάκος

 

Ἀπό τόν Ἱερομόναχον π. Γεώργιον Καψάνη, ἡγούμενον Ἱ. Μονῆς Γρηγορίου

(Ἐπιστολή π. Δημητρίου πρός π. Γεώργιον Καψάνη, 25-1-74)

Σεβαστέ μοί πάτερ Γεώργιε καί ἅγιοι πατέρες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καλημέρα.

Τήν εὐλογημένην σας ἐπιστολή τήν ἔλαβον καί ἀφάνταστος ἦτον ἡ χαρά μου.
Ἐγώ πάντα σᾶς θυμᾶμαι καί εὔχομαι ὅπως ὁ καλός Θεός εὐλογῆ τήν Ἀδελφότητα, καί ἔχετε ἀγάπη, εἰρήνη, ὑπομονή καί ὑπακοή, τά ἀνώτερα ὅπλα κατά τοῦ διαβόλου.
Πόσην χαράν ἔλαβον πού μέ γράφετε ὅτι ἡ Ἀδελφότης τῆς Μονῆς ἀποτελεῖται ἀπό ἕνδεκα. Αὐτό τό θεωρῶ ὡς μεγάλη εὐλογία καί δῶρον Θεοῦ…
Προσεύχομαι νοερῶς νά μοῦ συγχωρήση ὁ καλός Θεός τάς ἁμαρτίας μου καί γιά ὅλον τόν κόσμον … Ἡ ἐπιθυμία μου εἶναι νά παραδώσω γεμάτο τό στόμα μου μέ τό «Χαῖρε Νύμφη ἀνύμφευτε».
Τήν νύκτα σηκώνομαι 3 φορές καί κάνω γενικόν προσκλητήριον καί φωνάζω καί παρακαλῶ τήν Παναγίαν νά φωτίση ὅλον τόν κόσμον. Πρῶτα ἀπό τήν ἐνορία μου. Τούς μισοῦντας, τούς ἀδικοῦντας, τούς πλανεμένους, τούς ἐν ἐξορίαις καί φυλακαῖς καί πικραῖς δουλείαις, τούς νέους τούς παραστρατημένους νά τούς φωτίση νά ἔλθουν εἰς τήν Μάνδραν τῆς Ἐκκλησίας. Τούς ὀχλουμένους ὑπό πνευμάτων ἀκαθάρτων νά τούς ἀπαλλάξη, τούς ἐν ἀσθενείαις κατακειμένους διά τήν ταχείαν ἀνάρρωσιν, ὄχι γιά τόν ἑαυτόν μου διότι ἐγώ εἶμαι καλά. Γιά τόν Ἀρχιεπίσκοπον τῆς Μητροπόλεώς μου, τούς Ἀρχιερεῖς νά τούς φωτίση νά ἐργασθοῦν διά τό ἀγαθόν τῆς Ἐκκλησίας καί νά στηρίξουν τήν Ὀρθοδοξίαν. Τούς ἱερεῖς, ἱερομονάχους, ἱεροδιακόνους, μοναχούς, μοναχάς καί πάντας τούς Ὀρθοδόξους χριστιανούς ἁπανταχοῦ τῆς οἰκουμένης. Ὕστερα μνημονεύω ὅσους ἐγνώρισα ὀνομαστικῶς, καί αὐτοῦ ἔρχομαι 3 φορές τήν νύκτα.

Μετά σεβασμοῦ καί πολλῆς ἀγάπης ὁ ἔσχατος πάντων.
Δημ. Γκαγκαστάθης Ἱερεύς

Εἰς τόν Αἰδεσιμώτατον π. Δημήτριον Γκαγκαστάθην, καλόν ποιμένα τῶν λογικῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ
Μέ βαθύτατον σεβασμόν καί υἱκήν ἀγάπην Γ. Καψάνης (13-5-1974)

Σεβαστέ μοι πάτερ Δημήτριε, εὐλογεῖτε.

Ἡ ἐπιστολή σας μᾶς ἔδωκε πολλήν χαράν καί εὐλογίαν. Τό πρόγραμμα τῆς προσευχῆς πού ἐφαρμόζετε εἶναι πράγματι θαυμάσιον καί ἱκανόν νά πτερώση τήν ψυχήν καί νά τήν ἑνώση μέ τόν ποθούμενον Κύριον. Εὔχεσθε καί ἡμεῖς νά δυνηθῶμεν νά ἐφαρμόσωμεν παρόμοιον πρόγραμμα.
Μέ σεβασμόν καί ἀγάπην Χριστοῦ

Ὁ ἐν ἱερομονάχοις ἐλάχιστος
Ἀρχιμ. Γεώργιος καί οἱ σύν ἐμοί ἀδελφοί

 

Σημειώσεις Ἱερᾶς Γυναικείας Μονῆς «Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου» Ὀρμύλιας Χαλκιδικῆς
ἀπό τόν π. Δημήτριον

Περί προσευχῆς

Ἡ προσευχή εἶναι ἕνα τηλέφωνον, ἕνας ἀσύρματος πού ἐπικοινωνεῖς κατ’ εὐθείαν μέ τόν Θεόν. Παίρνεις τό νούμερο διά νά πιάσης, μέ τό τηλέφωνο τῆς προσευχῆς τόν Θεόν καί Ἐκεῖνος ἀπαντᾶ. Τόν ἀκοῦς καθαρά, πολύ κοντά τόν αἰσθάνεσαι. Ὅταν ἔχης κάτι, νά παίρνης τό τηλέφωνο καί νά μιλᾶς στόν Θεόν. Ἐκεῖνος σάν πονετικός Πατέρας θά σού ἀκούση καί θά γεμίση τήν καρδιά σου ἀπό χαρά, εἰρήνη, ἀγάπη.
Ὅταν θέλης νά προσευχηθῆς, νά σηκώνεσαι τήν νύκτα, μέ ἄδειο το στομάχι. Τότε, μά τότε δέν ὑπάρχει καλύτερο καί ὡραιότερο πρᾶγμα. Ὅταν κοιμᾶται ὁ λαός σέ ἀκούει ὁ Θεός… Νά κράζης στόν Θεό, μ’ ὅλη τή δύναμή σου, ἀπό τό βάθος τῆς καρδιᾶς. Ἰδιαίτερα νά προσεύχεσαι τήν νύκτα, τότε πού ὁ ἐχθρός καιροφυλακτεῖ. Μετά ἀπό τίς 12, τήν νύκτα, μέχρι στίς 3.30΄, τότε βρίσκει εὐκαιρία νά δράση, ὁ διάβολος, ὅταν κοιμοῦνται οἱ ἄνθρωποι. Δι᾿ αὐτό ὁ ποιμήν πρέπει νά ἀγρυπνᾶ διά τό ποίμνιον.

Ἡ προσευχή πρῶτα ἔρχεται στόν λάρυγγα, μετά ἀνεβαίνει στόν νοῦν, ὕστερα κατέρχεται στήν καρδιά. Έ, καί τότε, τότε στά μάτια ἔρχονται τά δάκρυα. Ἀπό ἐδῶ καί πέρα τίποτε δέν λέγεται. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι στήν ἀρχή θά συναντήσης δυσκολίες. Θά πηγαίνεις νά προσευχηθῆς καί τότε δέν θά μπορῆς, πότε θά ἔχης λογισμούς καί πειρασμούς, καί πότε δέν θά μπορῆς νά ξυπνήσης τήν νύκτα. Σύ νά ἐπιμένης. Καί ὁ Κύριος πού θά βλέπη τήν διάθεσή σου θά σέ ἐνισχύη καί θά σέ βγάλη ἀπό τούς πειρασμούς. Τήν νύκτα ὅμως δέν πρέπει νά τήν χαραμίζωμαι ὅλη στόν ὕπνο, διότι τότε ὁ σατανᾶς μᾶς κάνει ὅ,τι θέλει. Ἐγώ ἀπό μικρό παιδί μ’ ἄρεσε νά προσεύχωμαι. Πήγαινα σέ τόπο ἥσυχο καί ἔκραζα εἰς τόν Θεόν, Τόν διψοῦσε ἡ καρδιά μου. Εἶχα μάθει καί τούς χαιρετισμούς ἀπ’ ἔξω καί τούς ἔλεγα. Τί εὐφροσύνη, ἀγαλλίασις καί εἰρήνη πού εἶχα στήν καρδιά!

Ὅ,τι καί ἄν ζητοῦσα ἀπό τήν καλή Παναγία μας μοῦ τό ἔδινε.
Ἡ Παναγία πολύ μέ βοήθησε. Τώρα ἔχω αὐξήσει τούς χαιρετισμούς. Ὅσο τούς λέω τόσο καί περισσότερο γλυκαίνεται ἡ καρδιά μου…, καί πολύ ἐπιθυμῶ νά παραδώσω τήν ψυχήν μου μέ γεμᾶτο τό στόμα μου μέ τό ‘Χαῖρε Νύμφη Ἀνύμφευτε’.

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ