Ο «Κάιζερ» έφυγε από τη ζωή, βυθίζοντας στο πένθος την ποδοσφαιρική υφήλιο – Με μια λιτή ανακοίνωση, η οικογένειά του λέει ότι «πέθανε ειρηνικά στον ύπνο του» και ζητά να μην γίνονται ερωτήσεις
Φτωχότερο είναι από σήμερα το γερμανικό ποδόσφαιρο καθώς ο «κάιζερ» Φραντς Μπεκενμπάουερ έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 78 ετών. Σύμφωνα με την ανακοίνωση της οικογένειάς του ο θρυλικός αμυντικός πέθανε στον ύπνο του χθες Κυριακή έχοντας γύρω του, την οικογένειά του.
Αναλυτικά η ανακοίνωση της οικογένειας Μπεκενμπάουερ:
Με βαθιά θλίψη ανακοινώνουμε ότι ο σύζυγός και πατέρας μας, Φραντς Μπεκενμπάουερ, πέθανε ειρηνικά στον ύπνο του χθες, Κυριακή, περιτριγυρισμένος από την οικογένειά του. Σας ζητάμε να μας επιτρέψετε να θρηνήσουμε με σιωπή και να απέχετε από όλες τις ερωτήσεις.
Υπενθυμίζεται ότι στις 2 Ιανουαρίου 2024 έκανε πρεμιέρα στο γερμανικό τηλεοπτικό δίκτυο ARD ντοκιμαντέρ για τη ζωή του Φραντς Μπεκενμπάουερ.
Ο σπουδαίος Γερμανός που ήταν για χρόνια και πρόεδρος στην αγαπημένη του Μπάγερν Μονάχου δεν εμφανιζόταν πλέον δημόσια αφού είχε σοβαρά προβλήματα.
Ο «κάιζερ» υποβλήθηκε σε δύο επεμβάσεις στην καρδιά του, σε μια στο ισχίο ενώ από το 2019 δεν έβλεπε σχεδόν καθόλου από το δεξί του μάτι.
«Είχα ένα υποτιθέμενο οφθαλμικό έμφραγμα στο ένα μάτι. Δυστυχώς, δεν μπορώ να δω τίποτα πια με το δεξί μου μάτι. Και πρέπει να προσέχω την καρδιά μου» είχε πει το 2019 όταν άρχισε να χάνει το φως του ενώ έπαιζε γκολφ.
Τον περασμένο Αύγουστο ο Λόταρ Ματέους είχε δηλώσει για τον Φραντς: «Του ευχόμαστε ό,τι καλύτερο, να μπορέσει να επιστρέψει όπως ήταν πριν, με την ενέργεια που είχε. Φυσικά, ελπίζουμε να γίνει ξανά καλύτερα. Ο Φραντς έλεγε πάντα ότι η υγεία είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή. Δεν το έχει αυτό αυτή τη στιγμή».
Ο Κάιζερ έχει κερδίσει το Μουντιάλ ως παίκτης το 1974 και ως προπονητής της Εθνικής Γερμανίας το 1990 στα γήπεδα της Ιταλίας.
Έχει δύο Χρυσές Μπάλες και υπήρξε ίσως ο σπουδαιότερος αμυντικός στον κόσμο.
Η ιστορία της ζωής του «Καίσαρα»
Ο Φραντς Μπεκενμπάουερ γεννήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1945 και Θθεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους ποδοσφαιριστές στην ιστορία. Μάλιστα στις εκλογές της IFFHS αναδείχθηκε τρίτος καλύτερος του 20ού αιώνα μετά τους Πελέ και Γιόχαν Κρόιφ. Παράλληλα ήταν έκτος σε ειδική ψηφοφορία μεταξύ των νικητών της Χρυσής Μπάλας που διοργάνωσε το γαλλικό περιοδικό France Football το 1999. Ο «Καίσαρας» ως αρχηγός της ομάδας της τότε Δυτικής Γερμανίας, την οδήγησε στην κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1974.
Ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο στην Μόναχο 1860, από την οποία μεταπήδησε στην Μπάγερν Μονάχου, όπου καθιερώθηκε ως κεντρικός αμυντικός. Μάλιστα θεωρείται ότι ήταν ο κορυφαίος αμυντικός στην ιστορία. Με την ομάδα του Μονάχου αναδείχθηκε πέντε φορές πρωταθλητής Δυτικής Γερμανίας, όπως και τρεις φορές πρωταθλητής Ευρώπης, ενώ ο ίδιος κέρδισε δύο φορές το βραβείο της Χρυσής Μπάλας.
Μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση, ακολούθησε καριέρα προπονητή αναλαμβάνοντας την εθνική Γερμανίας με την οποία έφτασε σε δύο τελικούς Παγκοσμίου Κυπέλλου και κατέκτησε έναν τίτλο. Είχε επιτυχημένη πορεία και ως διοικητικό στέλεχος επί σειρά ετών στη Μπάγερν, τη Γερμανική Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου, αλλά και σε θέσεις διεθνούς αρμοδιότητας.
Ο γιος του ταχυδρομικού υπαλλήλου που κατέκτησε την κορυφή
Ο Μπεκενμπάουερ γεννήθηκε λίγο μετά το τέλους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν γιος του ανώτερου ταχυδρομικού υπαλλήλου που ζούσε στο Γκίζινγκ του Μονάχου, γνωστό ως «Glasscherbenviertel», ή συνοικία με σπασμένα γυαλιά μετά τους μαζικούς βομβαρδισμούς που υπέστη κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο θείος του ήταν ποδοσφαιριστής της Μπάγερν Μονάχου. Σε νεαρή ηλικία αγωνίστηκε στην ομάδα Μόναχο 1860, τον ισχυρότερο σύλλογο της πόλης τη δεκαετία του 1950. Ως αποτέλεσμα μιας αμφιλεγόμενης διαμάχης των συλλόγων του Μονάχου, το κατρακύλισμα της Μόναχο 1860 στη δεύτερη κατηγορία και ένα επεισόδιο με συμπαίκτη του τον οδήγησαν στην ομάδα νέων της τοπικής αντιπάλου Μπάγερν Μονάχου το 1958.
Η προοπτική που φάνηκε τον οδήγησε να εγκαταλείψει τη θέση του ασκούμενου πωλητή ασφαλίσεων για να πραγματοποιήσει το όνειρό του να γίνει ένας διάσημος επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Γρήγορα ο σύλλογος έγινε η μεγαλύτερη ομάδα της πόλης, αλλά ακόμα μόλις μια μεσαία ομάδα του νεοσύστατου Γερμανικού πρωταθλήματος (Μπουντεσλίγκα), τον ενέταξε στην ανδρική ομάδα το 1964 και τελικά έμεινε για 14 χρόνια.
Μπάγερν Μονάχου
Σε ηλικία 19 ετών έβαλε για πρώτη φορά τη φανέλα της Μπάγερν Μονάχου. Το ημερολόγιο έγραφε 6 Ιουνίου 1964 και αντίπαλος η ομάδα της Ζανκτ Πάουλι. Μάλιστα στην αναμέτρτηση για τα play offs ανόδου σκόραρε στη νίκη με 4-0. Τη σεζόν 1964-1965 η Μπάγερν κέρδισε τον τίτλο και ανέβηκε στην Μπουντεσλίγκα. Εκείνη τη χρονιά σκόραρε 16 γκολ, τα 5 με πέναλτι, ενώ ήταν συμπαίκτης με τους Γκερντ Μίλερ και Σεπ Μάιερ.
Στο τέλος της χρονιάς η Μπάγερν πήρε την πρώτη θέση με 55 βαθμούς και εντυπωσιακό συντελεστή τερμάτων 146–32 και ανέβηκε στην πρώτη κατηγορία κερδίζοντας τους αγώνες ανόδου. Πολύ σύντομα η ομάδα του Μονάχου έγινε η μεγάλη δύναμη στο γερμανικό πρωτάθλημα και κέρδισε το πρώτο της τίτλο μετά από εννέα χρόνια, το Γερμανικό Κύπελλο το 1965–66 νικώντας στον τελικό τη Ντούισμπουργκ με 4–2 με ένα γκολ του Μπεκενμπάουερ, ενώ ήταν τρίτη στο πρωτάθλημα.
Το 1967 κατέκτησε ξανά το κύπελλο, ενώ ήρθε και το πρώτο ευρωπαϊκό τρόπαιο, το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης με νίκη επί της Ρέιντζερς Γλασκώβης με 1–0.
Την σεζόν 1967–68 ήρθε προσωρινή κάμψη με την ομάδα να καταλήγει πέμπτη στο πρωτάθλημα και να αποκλείεται στους ημιτελικούς του Κυπέλλου. Το 1969 ήρθε η ανάκαμψη με εμφατικό τρόπο με την επιτυχία του νταμπλ, κάτι που είχε να συμβεί στη χώρα από το 1937.
Η αρχική του θέση ήταν αυτή του αμυντικού μέσου ή του αριστερού μέσου. Όμως με την πάροδο των χρόνων οπισθοχώρησε και καθιερώθηκε ως λίμπερο. Εκείνη την εποχή η συγκεκριμένη θέση δεν ήταν γνωστή ακόμη και από τους ποδοσφαιριστές και έγινε κύριος σε αυτό. Ήταν άριστος χειριστής της μπάλας, με εξαιρετική πειθαρχία και ψυχραιμία στο παιχνίδι του και ιδιαίτερα επιτυχημένες μεταβιβάσεις ακόμα και σε αποστάσεις 40 μέτρων
Την αγωνιστική περίοδο 1968–69, ονομάστηκε Der Kaiser (Ο Κάιζερ, «Ο Αυτοκράτορας»), λόγω του κομψού του στυλ, της κυριαρχίας και της ηγεσίας του στο γήπεδο, καθώς και του πρώτου του ονόματος «Φραντς» που θυμίζει τους Αυστριακούς αυτοκράτορες.
Την ίδια σεζόν άρχισε να αγωνίζεται ως λίμπερο ενώ φόρεσε και το περιβραχιόνιο της γερμανικής ομάδας. Σημειώνεται ότι ο Εντουάρντο Γκαλεάνο τον περιέγραψε ως εξής: «
Διέταζε και την επίθεση και την άμυνα με αρχοντιά: στην άμυνα τίποτα δεν του ξέφυγε, ούτε μια μπαλιά, ούτε μια μύγα, ούτε ένα κουνούπι μπορούσε να περάσει. Και όταν διέσχιζε το γήπεδο ήταν σαν φωτιά».
Η χρονική περίοδος που ανέπτυξε τον ιδιαίτερο τρόπο παιχνιδιού του ο Μπεκενμπάουερ, το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο που πήρε την οριστική του μορφή στην Ολλανδία, εδραιώθηκε ως σύστημα στην ποδοσφαιρική ιστορία. Με την ευρεία έννοια και με δεδομένο τον κάθετο τρόπο κίνησης του Γερμανού, η συμβολή του στην καταξίωση του νέου αγωνιστικού τρόπου θεωρείται αξιοσημείωτη.
Εντωμεταξύ η χρυσή εποχή του γερμανικού ποδοσφαίρου και της Μπάγερν Μονάχου, με τον Μπεκενμπάουερ να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο: Κατέκτησε τρία σερί πρωταθλήματα Γερμανίας (1972, 1973, 1974) και τρία σερί Κύπελλα Πρωταθλητριών (1974,1975,1976).
Το αμερικανικό όνειρο
Το 1977 ο Μπεκενμπάουερ αποδέχθηκε μια προσοδοφόρα πρόταση για να αγωνιστεί στο Νορθ Αμέρικαν Σόκερ Λιγκ (NASL) με τη Νιου Γιορκ Κόσμος. Επιπλέον, η μετακίνηση αυτή διευκόλυνε ένα προσωπικό του πρόβλημα. Ο Μπεκενμπάουερ έγινε γρήγορα ο ηγέτης στο γήπεδο αλλά η ομάδα του έχασε με 4–2 από την Τάμπα Ρέι Ράουντις στο πρώτο παιχνίδι του. Έπαιξε για τέσσερις σεζόν μέχρι το 1980, ενώ στην πρώτη χρονιά ήταν συμπαίκτης του Πελέ και η ομάδα κέρδισε το Soccer Bowl τρεις φορές (1977, 1978, 1980).
Η ομάδα της Νέας Υόρκης ζούσε τότε την καλύτερη περίοδο της πορείας της, τα γήπεδα ήταν γεμάτα και η πολύ σύντομη μετά-Πελέ εποχή ήταν ιδιαίτερα πετυχημένη, ο δε ίδιος ήταν ο πολυτιμότερος παίκτης του πρωταθλήματος του 1977. Έγινε γρήγορα δημοφιλής, αγωνίστηκε με λιγότερο άγχος και από την πίεση της δημοσιότητας σε σχέση με την απαιτητική ευρωπαϊκή ποδοσφαιρική σκηνή και η καταξιωμένη του παρουσία έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διατήρηση και διαφήμιση του νεαρού πρωταθλήματος των ΗΠΑ.
Η δημοφιλία που απέκτησε ήταν διαφορετική και έξω από την παραδοσιακή του γερμανική νοοτροπία. Ηέλλειψη όμως ποδοσφαιρικής παιδείας στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού είχε και τα ευτράπελά της: Στον πρώτο του αγώνα, ο πρόεδρος του συλλόγου ήταν ελάχιστα ενθουσιασμένος με αυτό που έβλεπε. Κάλεσε τον προπονητή και ζήτησε να μάθει, «γιατί αυτός ο τύπος που πληρώσαμε ένα εκατομμύριο δολάρια παίζει στο πίσω μέρος της ομάδας;»
Ο προπονητής απάντησε ότι, «είναι ο τρόπος που παίζει. Κανείς δεν το κάνει καλύτερα». «Δεν πληρώνουμε ένα εκατομμύριο δολάρια για έναν άντρα που κρύβεται πίσω. Πες του να πάει μπροστά», αντιτάχθηκε ο πρόεδρος, αλλά ο Μπεκενμπάουερ φυσικά αρνήθηκε.
Τελευταία χρόνια
Στο τέλος της καριέρας του επέστρεψε στην πατρίδα του και αγωνίστηκε για δύο χρόνια με την ιδιαίτερα ισχυρή εκείνη την εποχή ομάδα του Αμβούργου (1980–82). Μάλιστα τη δεύτερη σεζόν του κατέκτησε το «πιάτο» της Μπουντεσλίγκα, ενώ επέστρεψε για δεύτερη φορά στη Νέα Υόρκη για να βοηθήσει την πρώην ομάδα του που βρισκόταν υπό κατάρρευση. Ο «Κάιζερ» αγωνίστηκε σε 856 στην καριέρα του και σκόραρε 111 γκολ.
Η καριέρα του με το εθνόσημο
Η διεθνής του σταδιοδρομία ξεκίνησε με την εθνική νέων της Δυτικής Γερμανίας σε αγώνα με την αντίστοιχη της Ελβετίας στις 8 Μαρτίου 1964, όπου σημειώνοντας δύο τέρματα έδωσε τη νίκη με 2–1. Έκανε το ντεμπούτο του με την εθνική Δυτικής Γερμανίας στις 29 Σεπτεμβρίου 1965 σε αγώνα απέναντι στη Σουηδία που έληξε με νίκη των Γερμανών με 2–1.
Εξέπληξε τον κόσμο στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966 στην Αγγλία σημειώνοντας τέσσερα γκολ, με την εθνική να φτάνει μέχρι τον τελικό. Στον πρώτο αγώνα με την Ελβετία (5–0) σημείωσε δύο γκολ.
Στον ιστορικό τελικό που κρίθηκε στην παράταση (με νίκη της Αγγλίας με 4–2, κανονική διάρκεια 2–2) αλληλοεξουδετερώθηκαν με τον Μπόμπι Τσάρλτον και έτσι η απόδοση του ήταν κατώτερη του αναμενόμενου. Ο Μπεκενμπάουερ ψηφίστηκε καλύτερος νέος παίκτης της διοργάνωσης.
Ήταν επίσης τρίτος στην ψηφοφορία για τη Χρυσή Μπάλα του France Football. Η άμεση συνέχεια δεν ήταν ανάλογη με τη Δυτική Γερμανία να αποκλείεται από την τελική φάση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 1968 γνωρίζοντας και μια ισοπαλία – μεγάλη έκπληξη από την Αλβανία εκτός έδρας.
Με την παρουσία του ως λίμπερο και στην Εθνική ομάδα άλλαξε και τον τρόπο παιχνιδιού της. Επέβαλε ένα νέο, πιο κομψό, πιο ολοκληρωμένο αγωνιστικό στυλ σε σύγκριση με το παρελθόν της εθνικής που κυριαρχούνταν από τη δύναμη. Ένα χρόνο αργότερα από τις εντυπωσιακές του εμφανίσεις στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970 στο Μεξικό, όπου έπαιξε στον ημιτελικό με το ένα χέρι του κρεμασμένο από τον ώμο, έγινε αρχηγός της Nationalmannschaft.
Η Δυτική Γερμανία είχε την ευκαιρία να πάρει τη ρεβάνς για τον τελικό του 1966, αφού τέθηκε αντιμέτωπη με την Αγγλία. Ο βασικός Άγγλος τερματοφύλακας Γκόρντον Μπανκς δεν αγωνίστηκε λόγω τροφικής δηλητηρίασης. Οι Άγγλοι δεν πτοήθηκαν, διατηρούσαν προβάδισμα 2–0 μέχρι το 68ο λεπτό, ωστόσο η αντικατάσταση του Μπόμπι Τσάρλτον έδωσε μεγαλύτερη ευχέρεια κινήσεων στον Μπεκενμπάουερ και έτσι αυτός και ο Ούβε Ζέελερ ισοφάρισαν 2-2 και έστειλαν τη συνάντηση στην παράταση. Εκεί η ειρωνεία της τύχης ήθελε να ακυρώνεται ένα γκολ του ήρωα του τελικού του 1966, Τζεφ Χερστ, πριν ο Μίλερ με το όγδοο τέρμα του στο θεσμό, δώσει την πρόκριση στους Γερμανούς.
Ο Μπεκενμπάουερ ήταν ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα του καλύτερου αγώνα της διοργάνωσης με την Ιταλία στον ημιτελικό (οι Ιταλοί νίκησαν στον «αγώνα του αιώνα» με 4–3 στην παράταση με γκολ του Τζάνι Ριβέρα): Πέραν του τραυματισμού του στο 70ό λεπτό, ο Μπεκενμπάουερ ήταν από τους πρωταγωνιστές της συνάντησης με τους συμπατριώτες του να διαμαρτύρονται για δύο πέναλτι εις βάρος του στην κανονική διάρκεια της συνάντησης. Η εικόνα με τον νεαρό «Κάιζερ» να αγωνίζεται με δεμένη την ωμοπλάτη ανήκει επίσης στην κληρονομιά αυτού του αγώνα.
Πήρε ένα από τα σημαντικότερα παράσημα της καριέρας του, αφού έδειξε τι σημαίνει αυταπάρνηση, αγάπη για τη φανέλα και την ομάδα αρνούμενος να αποχωρήσει και έπαιξε όχι απλά ως το τέλος του 90λεπτου αλλά ως το τέλος της παράτασης. Σε ανάμνηση της συνάντησης μια πλάκα έχει τοποθετηθεί έξω από το γήπεδο. Η γερμανική εθνική τερμάτισε τελικά στην τρίτη θέση κερδίζοντας την Ουρουγουάη στον μικρό τελικό της διοργάνωσης.
Στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1972, παρουσιάστηκε ως ηγέτης της γερμανικής ομάδας, νίκησε την γηπεδούχο ομάδα του Βελγίου στα ημιτελικά με 2–1 και στον τελικό τη Σοβιετική Ένωση με το αμβλύ 3–0, καθιερωμένος πια στη θέση του λίμπερο.
Η ασταμάτητη γερμανική μηχανή κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο που φιλοξένησε το (1974) και έγινε η πρώτη ομάδα που είχε ταυτόχρονα τους τίτλους του πρωταθλητή Ευρώπης και Κόσμου. Θεωρείται ως η καλύτερη εθνική ομάδα της Γερμανίας/Δυτικής Γερμανίας όλων των εποχών.
Η ομάδα εκείνων των χρόνων δεν εντυπωσίαζε με τον τρόπο παιχνιδιού της, αλλά διακρίνονταν για την αποτελεσματικότητα που τη διέκρινε στην εκπλήρωση των στόχων της απέναντι μάλιστα σε εξίσου μεγάλες δυνάμεις της εποχής των αρχών της δεκαετίας του 1970 κερδίζοντας έτσι μια θέση στο πάνθεον των καλύτερων εθνικών ομάδων όλων των εποχών.
Πριν την έναρξη των αγώνων της διοργάνωσης οι παίκτες είχαν έρθει σε σύγκρουση με την Ομοσπονδία της χώρας σχετικά με τα οικονομικά οφέλη σε περίπτωση κατάκτησης του τροπαίου και η παρέμβαση του Μπεκενμπάουερ σε κρίσιμη στιγμή ήταν αυτή που γεφύρωσε τις διαφορές ώστε η εθνική ομάδα να αγωνιστεί απρόσκοπτα.
Στην πρώτη φάση κέρδισε με 1–0 τη Χιλή και 3–0 την αδύναμη Αυστραλία και στη συνέχεια, αν και έχασε 1–0 από την Ανατολική Γερμανία, κατάφερε να καταταχθεί ως δεύτερη στον όμιλο και προκρίθηκε στην επόμενη φάση. Μετά την αναπάντεχη ήττα από την Ανατολική Γερμανία το ηθικό της ομάδας έφτασε στον πάτο. Ο Μπεκενμπάουερ εκφώνησε μια ομιλία σε όλη την ομάδα, ξεχώρισε τους παίκτες που υστέρησαν σε απόδοση και αναμόρφωσε τη σύνθεση για την υπόλοιπη διοργάνωση σε συνεργασία με τον προπονητή Χέλμουτ Σεν.
Ήδη στη δεύτερη φάση, όλα θα ήταν πιο δύσκολα γιατί θα έπρεπε να αντιμετωπίσει τη Σουηδία, την Πολωνία και τη Γιουγκοσλαβία, αλλά οι νίκες ήρθαν διαδοχικά, με 2–0 τη Γιουγκοσλαβία, 4–2 τη Σουηδία και 1–0 την Πολωνία, και έτσι κατάφερε να παίξει τον τελικό απέναντι στην Ολλανδία του Γιόχαν Κρόιφ.
Σε αυτόν το τελικό η γερμανική ομάδα έμεινε πίσω στο σκορ με 1-0 μόλις από το δεύτερο λεπτό με ολλανδικό πέναλτι, αλλά η ηγετική παρουσία του Κάιζερ και το γκολ του Γκερντ Μίλερ κατάφεραν να το ανατρέψουν και στέφθηκε νικητής και πρωταθλητής με 2–1. Ο ίδιος ψηφίστηκε στην καλύτερη ενδεκάδα της διοργάνωσης για τρίτη συνεχόμενη φορά, ο πρώτος που κατάφερε κάτι τέτοιο.
Ως αρχηγός ήταν ο πρώτος που κέρδισε Παγκόσμιο Κύπελλο, Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα και Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης. Και στις τρεις κορυφαίες διοργανώσεις στις οποίες συμμετείχε ήταν επιτυχημένες, η γερμανική εθνική δεν είχε βιώσει ποτέ τον αποκλεισμό πριν από τον ημιτελικό. Με τον θρίαμβο του Μονάχου ο Μπεκενμπάουερ έγινε ένας από τους μόλις δύο παίκτες στην ιστορία των Παγκοσμίων Κυπέλλων που έχουν κατακτήσει μία πλήρη συλλογή των τριών πρώτων θέσεων στη διοργάνωση.
Το 1976 έφτασε στον τελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος στο Βελιγράδι αλλά ηττήθηκε από την Τσεχοσλοβακία στη διαδικασία των πέναλτι. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου δόξας κατόρθωσε να κερδίσει δύο φορές τη Χρυσή Μπάλα (1972 και 1976) και τέσσερις φορές τον τίτλο του καλύτερου Γερμανού παίκτη της χρονιάς για την αναγνωρισμένη προσφορά του με τη γερμανική εθνική ομάδα και τη Μπάγερν Μονάχου. Το Φεβρουάριο του 1977 έκανε την τελευταία εμφάνισή του με τη φανέλα της Δυτικής Γερμανίας που ήταν η 103η, επίδοση ρεκόρ για τη χώρα του στην εποχή του.
Ο παράγοντας Μπεκενμπάουερ
Μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας ο Μπεκενμπάουερ ασχολήθηκε με την προπονητική και επέστρεψε στην εθνική ομάδα το 1984, ως τεχνικός διευθυντής.
Δεδομένου ότι δεν είχε αναγνωρισμένη άδεια προπονητή, ενήργησε στη νεοσύστατη αυτή θέση, με έναν εθνικό προπονητή ως βοηθός προπονητή. Αρχικά στο πλευρό του Horst Köppel (1984–87), στη συνέχεια δίπλα στον Holger Osieck (1987–90).
Το πρώτο παιχνίδι της εθνικής ομάδας που βρέθηκε στον πάγκο πραγματοποιήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 1984 στο Ντίσελντορφ και έχασε 3–1 από την Αργεντινή. Ωστόσο, κατάφερε να προκριθεί στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986 με την ομάδα απέναντι στις Πορτογαλία, Σουηδία και Τσεχοσλοβακία. Παρά τα αρχικά μέτρια παιχνίδια, όπως η νίκη 0–2 με αντίπαλο τη Δανία στον προκαταρκτικό γύρο, οδήγησε την ομάδα του στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Εκεί έκανε ένα από τα καλύτερα παιχνίδια της απέναντι στην Αργεντινή. Εξισορρόπησε το 0–2, ισοφαρίζοντας σε 2–2 λίγο πριν από το τέλος του παιχνιδιού για να χάσει 2–3 με γκολ της Αργεντινής στο 86ο λεπτό.
Στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου 1988 στη χώρα του, η Δυτική Γερμανία ήταν ένα από τα φαβορί. Στον ημιτελικό όμως απέναντι στην Ολλανδία, η ομάδα έχασε 1–2 απέναντι στη μελλοντική πρωταθλήτρια Ευρώπης.
Στην Ιταλία, στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990, ο Μπεκενμπάουερ έκανε το μύθο ακόμα μεγαλύτερο, καθώς ήταν ο δεύτερος άνθρωπος στον κόσμο που κέρδισε το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου ως παίκτης και προπονητής (γεγονός που ο Μάριο Ζαγκάλο της Βραζιλίας είχε επιτύχει για πρώτη φορά είκοσι χρόνια πριν, το 1970).
Η εικόνα του μετά το τέλος της απονομής (περπλανώμενος στο γήπεδο) έμεινε σε πολλές μνήμες και ίσως εξαιτίας αυτού του να απέκτησε το χαρακτηρισμό «λαμπρό φως». Στην αυτοβιογραφία του δύο χρόνια αργότερα, έγραψε ότι εκείνη τη στιγμή αποχώρησε από το ποδόσφαιρο: «Ήταν αντίο χωρίς καμία πιθανότητα επιστροφής. Δεν είχα φλόγα μέσα μου, κανένα πάθος». Παραιτήθηκε από τη θέση του μετά το τέλος της διοργάνωσης.
Κλείνοντας την παρουσία του στην κορυφαία ποδοσφαιρική διοργάνωση, είχε αγωνιστεί σε 18 συναντήσεις τελικής φάσης και είχε την τεχνική ευθύνη σε 14, συνολικά 32 παιχνίδια επίδοση που παραμένει ακατάρριπτο ρεκόρ.
Στην αγωνιστική περίοδο 1990–91 εργάστηκε για τη Μαρσέιγ (αρχικά ως «προπονητής», αργότερα ως τεχνικός διευθυντής) και έφτασε στον τελικό του Κυπέλλου, του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης με αντίπαλο τον Ερυθρό Αστέρα Βελιγραδίου, ο οποίος νίκησε στα πέναλτι, ενώ κατέκτησε το πρωτάθλημα Γαλλίας.
Προς το τέλος του 1993, ο Μπεκενμπάουερ ανέλαβε την προπόνηση και την ευθύνη για την πρώτη ομάδα της Μπάγερν για το υπόλοιπο της σεζόν. Με την ομάδα κέρδισε το γερμανικό πρωτάθλημα. Όταν ο προπονητής Ότο Ρεχάγκελ έφυγε τον Απρίλιο του 1996, ανέλαβε ξανά την ομάδα και κέρδισε τον τελικό του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ απέναντι στη Μπορντό.
Η Μπάγερν Μονάχου
\
Στις 25 Νοεμβρίου 1991 ο Μπεκενμπάουερ εξελέγη αντιπρόεδρος της Μπάγερν. Από το 1994 έως το 2009 διετέλεσε πρόεδρος του συλλόγου και στη συνέχεια επίτιμος πρόεδρος. Ήταν επίσης ένας από τους αντιπροέδρους της DFB (Γερμανική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία) από το 1998 έως το 2010.
Ως πρόεδρος της επιτροπής αιτήσεων, ηγήθηκε με επιτυχία την υποψηφιότητα της Γερμανίας για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2006 (η γερμανική υποψηφιότητα υπερίσχυσε αυτής της Νότιας Αφρικής με μία ψήφο[84]) και στη συνέχεια έγινε επικεφαλής της οργανωτικής επιτροπής για τη διοργάνωση. Η επιτυχημένη προσφορά και διοργάνωση του τουρνουά του 2006 οδήγησε μέσα μαζικής ενημέρωσης να τον αποκαλέσουν Die Lichtgestalt («φιγούρα φωτός»).
Το 1998 η FIFA τον εξέλεξε στην καλύτερη ενδεκάδα του 20ού αιώνα.[86][87] Το 2004 στην 100ετή επέτειο της FIFA τιμήθηκε για δεύτερη φορά με το Τάγμα Αξίας της Ομοσπονδίας, ένας από τους δύο μόνο ποδοσφαιριστές που τους έχει γίνει η ανάλογη διάκριση (ο άλλος είναι ο Πελέ).
Το 2007 ονομάστηκε από την IFFHS ως Universal Genius of World Soccer («Ιδιοφυΐα του Παγκοσμίου Ποδοσφαίρου») για την εξαιρετική του απόδοση ως παίκτης, προπονητής και μάνατζερ.[7] Από τον Ιανουάριο του 2007 έως τον Ιούνιο του 2011, ο Μπεκενμπάουερ ήταν μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της FIFA. Τέλος, ονομάστηκε «Επίτιμος Πρόεδρος» της Μπάγερν και «Επίτιμος Μέλος» της Γερμανικής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου.
Το 2011 ήταν ένα από τα 15 πρώτα μέλη που εισήχθησαν στην Αίθουσα Φήμης του Ποδοσφαίρου (Salón de la Fama del Fútbol) στην Πατσούκα, της πολιτείας Ιδάλγο του Μεξικού.
Το 2012 οι The Times του Λονδίνου τον χαρακτήρισαν ως τρίτο καλύτερο ποδοσφαιριστή στην ιστορία των Παγκοσμίων Κύπελλων μετά τους Ντιέγκο Μαραντόνα και Πελέ.[92]
Δημιούργησε το «Ίδρυμα Φραντς Μπεκενμπάουερ» για να υποστηρίξει άτομα με αναπηρίες. Συμμετείχε επίσης στη δημιουργία της φιλανθρωπικής ομάδας ποδοσφαίρου του Άουγκσμπουργκ Datschiburger Kickers, η οποία στόχο έχει να συγκεντρώσει χρήματα για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Είναι πρέσβης στο διεθνές παιδικό κοινωνικό πρόγραμμα Football for Friendship που υποστηρίζεται από ρώσικη εταιρεία φυσικού αερίου από το 2013. Το 2014 οι αναγνώστες του ESPN τον ψήφισαν ως τον σημαντικότερο αρχηγό στην παγκόσμια ποδοσφαιρική ιστορία. Στην προσωπική του ζωή παντρεύτκηε τρεις φορές και έχει πέντε παιδιά.
Από τη δεκαετία του 1970, ο Μπεκενμπάουερ βρέθηκε στο στόχαστρο δημόσιας κριτικής πολλές φορές, ιδίως για φοροδιαφυγή. Από το 2015, ήταν στο επίκεντρο των διεθνών χρηματοοικονομικών ερευνών από αρχές στη Γερμανία, την Ελβετία και τις ΗΠΑ. Η Επιτροπή Δεοντολογίας της FIFA διεξήγαγε επίσης διαδικασίες εναντίον του.
Η Ελβετική Ομοσπονδιακή Εισαγγελία ξεκίνησε ποινική υπόθεση εναντίον του με υποψίες απάτης, ανεντιμότητας, ξεπλύματος χρημάτων και υπεξαίρεσης στις 6 Νοεμβρίου 2015. Στο τέλος του 2015, η Γερμανική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία υπέβαλε αιτήσεις γνησιότητας στο δημόσιο γραφείο πληροφοριών και διακανονισμού για να αποτρέψει την προθεσμία παραγραφής για την αξίωση αποζημίωσης. Το αρχείο έρευνας βλέπει τον Μπεκενμπάουερ ως τον κύριο παράγοντα αγοράς ψήφων για την απόφαση ανάθεσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2006. Ο ίδιος αρνήθηκε από την αρχή αυτές τις κατηγορίες.
Στις 28 Απριλίου 2020 η ελβετική δικαιοσύνη ματαίωσε οριστικά την ποινική του δίωξη λόγω παρόδου του χρονικού διαστήματος για την ολοκλήρωση της δίκης. Στις 25 Φεβρουαρίου 2021 η επιτροπή δεοντολογίας της FIFA διευκρίνισε ότι δεν μπορεί πλέον να συνεχίσει τη δίωξη του καθότι υπήρξε χρονική παραγραφή της.
ΚΑΙΖΕΡ !!!!!!!!!!!!
ΤΑ ΛΕΕΙ ΟΛΑ.
ΚΑΛΟ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ!!!!