Pοδούλα Λουλουδάκη
Ο Γιώργος Κυπαρισσάκος, που ξεκίνησε τη νύχτα στη Ρόδο, τις τουριστικές κρουαζιέρες και τον ερωτεύτηκε η πριγκίπισσα
Όποιος πει ότι δημιούργησε τη νύχτα στη Ρόδο, δεν ξέρει τον Κυπαρισσάκο! Ότι δρομολόγησε καράβια με πάρτι από τουρίστες, δεν ξέρει αυτόν που το σκέφτηκε, το πέτυχε και μετά έφυγε καπετάνιος σε ρυμουλκά και τον ερωτεύτηκε ολόκληρη πριγκίπισσα μικρού κρατιδίου με την οποία έζησε δυόμισι χρόνια και την άφησε γιατί επαναστάτησε κι ήθελε τα λημέρια του…
Όποιος δεν ξέρει τον Γιώργο Κυπαρισσάκο μέχρι σήμερα που απευθύνομαι δεύτερη φορά σ’ εκείνον και σκέφτομαι πια θα είναι η επόμενη, χάνει! Είναι μαθητεία η κουβέντα μαζί του, είναι εξόφθαλμη η χορτάτη ζωή πάνω του.
Αυτοί που κάνουν, δεν μιλούν. Κανόνας! Γι’ αυτό η κουβέντα περί ζωγραφικής, αντί των άλλων!
«Από μικρός ζωγράφιζα. Ό,τι έβλεπα έφευγε από το μυαλό μου και πήγαινε στο χέρι μου. Έκανα μαθήματα ως παιδί του Γυμνασίου με τον Καραμπάτη έργα του οποίου υπάρχουν στο Δημαρχείο και μάλιστα ήμουν εκεί την ώρα που τα ζωγράφιζε, αλλά και με τον πατέρα Ζηδιανάκη.
Η οδός Ιπποτών έπαιξε για εμένα ρόλο. Δίπλα στην πύλη του Καστέλου έμενε ο Καραμπάτης και στην Ωβέρνη ο Ζηδιανάκης. Εκεί περιφερόμουν κι εγώ για να τους συναντώ και να μου δείχνουν να ζωγραφίζω. Ο Καραμπάτης μού είχε δώσει διαστάσεις χαρτιού ώστε να μην ξεφεύγω, παίζει ρόλο η απόσταση, το ύψος. Θυμάμαι ένα πρωί του 1957 τις σκαλωσιές μέσα στην εκκλησία του Ευαγγελισμού. Βλέπω κάποιον να κάνει αγιογραφίες.
Μετά έμαθα ότι ήταν ο μεγάλος Κόντογλου. Τον ελεύθερο χρόνο μου πήγαινα με τις κουριέρες στα χωριά όπου κάποιες φορές ξέμενα γιατί δεν είχε επιστροφή το λεωφορείο και ζωγράφιζα. Το αίσθημα που μ’ έκανε να τα κυνηγώ αυτά ήταν επειδή έβγαινα από το μαγγανοπήγαδο της ανάγκης σαν το χελιδονόψαρο και πήγαινα στην τέχνη. Ήταν η διέξοδος. Και στη Ρόδο τότε την τέχνη την έβλεπες, την άκουγες, την μύριζες. Ήταν ο φούρνος, ήταν ο ήχος του σιδερά…
Όλο το νησί ζούσε στην τέχνη. Ήρθε μετά η εξέλιξη και μ’ ένα δρεπάνι θέρισε τις τέχνες και μας έφερε την ταμπέλα «έτοιμα»! Ήρθαν τα «έτοιμα». Έφυγε ο τσαγκάρης, δεν έφτιαχνε παπούτσια, έρχονταν τα έτοιμα. Ο χρυσοχόος, με τα φημισμένα ροδίτικα χρυσαφικά, ο καραβομαραγκός,… Ήρθαν τα έτοιμα».
Κι εσείς ασχοληθήκατε με τον τουρισμό, με τα μαγαζιά, με τη νύχτα! Πρωτοστατήσατε! Ήσασταν ο πρώτος που άνοιξε την πρώτη disco στην Ελλάδα, εδώ στη Ρόδο!
Φόραγα την πανοπλία της ζωής. Κάτω από το θώρακα όμως χτύπαγε μια καρδιά! Και την άκουγα. Ήθελα πάντα ό,τι κάνω, να έχει πάθος. Οι ζωγραφιές μου ήθελα να βγάζουν αίσθημα, να μην είναι μια απεικόνιση σ’ ένα χαρτί λείο. Και στη ζωή μου γενικά. Ξέρεις, ο νους είναι συμφεροντολόγος. Κι εγώ πήγαινα όποτε μπορούσα με την καρδιά. Γιατί ό,τι μας χωρίζει είναι ο νους και το σώμα. Μας εμποδίζει το σώμα. Δεν μπορώ να σ’ αγκαλιάσω. Έτυχε κι έζησα σ’ έναν αιώνα ο οποίος για εμένα είναι ο πιο άσχημος που έχει περάσει στη ζωή.
Δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, ενώ παλιά πολεμούσε το ένα κρατίδιο με το άλλο! Και όλα αυτά που διακοσμούσαν την ψυχή του ανθρώπου, η μάθηση, η μόρφωση, το βιβλίο, έφτιαχναν χαρακτήρες. Τα έτοιμα. Ήρθαν με το δρεπάνι, θέρισαν τις τέχνες και ξέρεις τι σημαίνει τέχνη; Βγαίνει από το γεννάω, τίκτω. Τώρα χρησιμοποιούν, αυτοί που κυβερνάνε, τον φόβο. Και βλέπω άσχημα πράγματα, τρομοκρατούν τον κόσμο για να επιβάλουν αυτό που θέλουν. Τα παιδιά έχουν τεχνητή γνώση. Το παιδί σήμερα μπορεί να σου πει του Αϊνστάιν τη Σχετικότητα, αλλά δεν την κατέχει!
Κι εσάς, σαν το Σίσυφο η ζωή σας! Φτάνατε πάνω στο βουνό και μετά μια πετρούλα κατρακυλούσε και σας έπαιρνε κάτω, αλλά πάλι πάνω εσείς!
Πέρασα άσχημα σκαμπανεβάσματα. Χτυπήματα, χαμηλά, πολύ. Ήμουνα ασανσέρ, από το υπόγειο στο ρετιρέ αλλά πάταγα σε δύο πυλώνες: ο ένας ήταν η πειθαρχία κι ο άλλος η πράξη. Οι πράξεις! Γι’ αυτό στην κατρακύλα ανέβαινα ξανά. Σ’ όλη μου τη ζωή διέκρινα δύο ειδών «εγώ»! Το ένα «εγώ» είναι αυτό που τελικά σε καταστρέφει και σε κάνει αντιπαθή. Το άλλο είναι της αυτοπροστασίας και της αξιοπρέπειας. Ακολουθούσα πάντα το δεύτερο. Μην περιμένεις αν δεν έχεις νύχια, να σε ξύσουνε. Συνταξιοδοτήθηκα ως καπετάνιος στα ρυμουλκά. Ο θαλασσινός έχει απέραντο χρόνο, τόσο που φιλοσοφεί. Είναι ο κάβος της περισυλλογής, ξεδίνω στον κόσμο μου, όπως λένε.
Βρεθήκατε στα παλάτια, στην κυριολεξία όμως, δυόμισι χρόνια με την πριγκίπισσα που σας ερωτεύτηκε κι ας μην θέλετε να το λέτε! Πώς αφήσατε τέτοια τύχη, πώς το κάνατε αυτό;
Είπα «πίσω Γιώργο, στα λημέρια σου, στη ζωή σου…». Με επέλεξε, το ‘ζησα κι αυτό και μετά επαναστάτησα. Με τα learjet, με τη ζωή που δεν είναι δική μας. Δεν έχουν όνειρα πια αυτοί γιατί τα έχουν πραγματοποιήσει όλα. Ήμουν 50 χρονών τότε. Πολλοί με είπαν βλάκα. Όπως σου έχω ξαναπεί, μικρός έπαιρνα τα Κλασικά, τα Εικονογραφημένα. Όσο πολύπλοκα σκέφτεσαι, τόσο λάθος βγαίνεις. Γι’ αυτό αυτοί που κάπως έχουν ανέβει τον ανήφορο ψάχνουν απλότητα, στη σκηνή, στη ζωή τους. Γιατί ανοίγονται σε κάθε άνθρωπο μονοπάτια πολύχρωμα. Άλλοι βρίσκονται σε σταυροδρόμι και πρέπει να κάνουν επιλογή. Ξαφνικά βρισκόμουν εκτός πορείας κι έπρεπε να επιλέξω.
Κινδυνεύσατε ποτέ;
Ήταν κι επικίνδυνη η δουλειά που έκανα. Η νύχτα, η θάλασσα, τα καράβια, το άγνωστο. Την εποχή εκείνη που για να πας από εδώ στη Σουηδία ήθελες έξι μέρες… Το έκανα, γυρνούσα όλο τον κόσμο. Κι είμαι χαρούμενος που έφτασα εδώ και δεν ντρέπομαι. Κι όχι δεν ντρέπομαι στον εαυτό μου, δεν ντρέπομαι μέσα μου, γιατί είναι το χειρότερο πράγμα. Απ’ έξω μπορεί να σου χτυπούν παλαμάκια και μέσα σου… Και δεν είμαι μικρός, είμαι ένας πουρέιτζερ.
Τι δείχνουν οι ζωγραφιές σας, στο λεύκωμα που εκδώσατε;
Τη Ρόδο όπως ήταν πριν από 40 χρόνια. Σκίτσα από τότε που τα έκανα πίνακες. Το παραγάδι, το φελιζόλ στο οποίο έμπαιναν τα ψάρια και το αντικατέστησε το πανέρι. Η μουσουλμάνα της Ρόδου στην πλατεία Μουσείου που ερχόταν από τα τούρκικα. Τότε σε όλη την Παλιά Πόλη έμεναν Οθωμανοί, οι Έλληνες έβγαιναν τη νύχτα έξω και οι πόρτες έκλειναν.
Εδώ είναι τα μαράσια, οι γειτονιές, το Νιοχώρι ήταν το τελευταίο, το πιο μοντέρνο μαράσι. Εδώ, μια εκκλησία στην Ελεούσα, εδώ ένας γέρος που τον σκιτσάρισα, ήταν άρρωστος, ακουμπούσε σ’ ένα βαρέλι έξω απ’ το σπίτι του που έχει πυλώνα. Εδώ μια σύνθεση. Είχε ξεκινήσει ο τουρισμός. Εδώ ο Άη Γιώργης, εδώ η βρύση στο Μόντε Σμιθ. Εδώ σ’ ένα χωριό, μια γυναίκα πλένει στη σκάφη. Εδώ στο καρνάγιο, τον ταρσανά που ήταν στο Νεώριο. Μετά έγινε μπουζουξίδικο του Παπαδάτου, αλλά ακόμα είχε βάρκες απ’ έξω.
Τότε αναπτυσσόταν η Ρόδος και οι λεφτάδες ήταν οι εργολάβοι. Ένα τραγούδι «θα το δώσω το ρολόι και θα πάρω κομπολόι», είχαν στην τσέπη τους πολύ ακριβό ρολόι μ’ αλυσίδα, κι ένα σφυράκι και το έβγαζαν και το έσπαγαν σαν να έλεγαν «τίποτα δεν λογαριάζω». Εδώ είναι η Παλιά Πόλη, τα Εβραϊκά. Το σιντριβάνι το μικρό όπως ήτανε. Τώρα είναι μαγαζιά, εστιατόρια. Εδώ είναι μετά την τρικυμία η θάλασσα που δεν έχει ησυχάσει ακόμη, αλλά είναι ήρεμη.
Ο λόγος που το έχω εκδώσει είναι γιατί ήθελα να δείξω την πλευρά μου αυτήν γιατί ποτέ δεν ντράπηκα ποτέ για ό,τι έκανα. Ξέρεις, με κριτικάραν ωραία, με κριτικάραν άσχημα, με σαμποτάρανε, με βοηθήσανε, όλες τις αλλαγές τις ένιωσα στο πετσί μου. Το Γιώργο δείχνω. Και με δεδομένο ότι είμαι πουρέιτζερ, δεν πάω και για μέλλον. Αυτό ξέρεις πιο είναι; Το χαμόγελο του θανάτου. Γελάω στο θάνατο. Του λέω, «δεν σε φοβάμαι…». Γελάω. Γιατί άλλος το κάνει για σταδιοδρομία, το κάνει στα 20, στα 25 του, δίνει μάχες. Εγώ απλώς γελάω. Όχι δεν πουλιέται. Το ‘κανα εγώ.
Γιατί εσείς όλα για την ψυχή σας τα κάνετε, τελικά!
Έ, για ποοόν; Δεν είπαμε; Πολεμάω. Αγώνας ήτανε. Να τα βρεις με τον εαυτό σου, δύσκολο πράγμα. Βάλε τον εαυτό σου απέναντι σ’ έναν καθρέφτη και ορκίσου να είσαι ειλικρινής. Ξέρεις τι φοβερός είναι απέναντί σου;
Αν ξεκινούσατε τώρα τη ζωή σας, μετά από όλα αυτά που ξέρετε για τη ζωή, τι θα κάνατε;
Θα προσπαθούσα να γίνω καλόγερος γιατί θα ήμουνα επικίνδυνος. Θα κλεινόμουνα σε ένα μοναστήρι, απλώς για να μην κυκλοφοράω. Θα ήμουν πολύ επικίνδυνος. Ακτινογραφία τον άλλο από τα 500 μέτρα. Δεν είναι καλό! Γι’ αυτό υπάρχει η ανακύκλωση. Η φύση μας ανακυκλώνει κι εμείς είμαστε παιδιά της φύσης. Για φαντάσου ο Κροίσος να υπήρχε! Δεν υπήρχε περίπτωση να γίνεις πλούσιος κι εσύ. Το αντίβαρο, γιατί όλα είναι πλάστιγγα ήταν ο Σωκράτης. Ποιος δεν ξέρει τον Σωκράτη; Εσκιμώο να πιάσεις τον ξέρει. Τον ξέρει για το πνεύμα του.
Ήσασταν ο πρώτος που δρομολογήσατε τουριστικό καράβι στη Ρόδο, εσείς το κάνατε μόδα να γυρίζει τις ακτές και μετά κάνατε μικρές κρουαζιέρες! Πλούσιος όμως δεν γίνατε ενώ σας δόθηκε η δυνατότητα!
Και με τον κόπο μου και απ’ έξω, πολύ πάρα πολύ. Τι είχε σημασία για εμένα; Τρελαινόμουνα να δω άνθρωπο. Μη νομίζεις ότι ήταν μόνο ο Διογένης με το φανάρι. Έψαχνα κι εγώ. Σε εκτιμώ απεριόριστα και σου έχω πει, αν κάτι δεν μπορείς να κάνεις εσύ, αν δεν προλαβαίνεις να πας, να μου πεις, να πάω για σένα εγώ! Στη ζωή, θα κάνεις ένα κύκλο μ’ επίκεντρο εσένα και θα συμπεριλάβεις άτομα που θα είναι ο κύκλος σου και το ορμητήριό σου. Μπορεί να σε πουν σκληρή, αλλά καλύτερα να σε πουν σκληρή. Με την καλοσύνη, την ευγένεια δεν διασφαλίζεις πάντα την αξιοπρέπειά σου. Αν αντιληφθείς κάτι, κόφ’ το γρήγορα για να μην έρθεις σε σύγκρουση, σε ρήξη. Γιατί η ζωή δεν είναι «πώς πάμε», μας πάνε κιόλας.
«Τι είναι η ζωή…», τον ρώτησα στο τέλος! «Η κάθε στιγμή…», μου είπε. Γι’ αυτό δεν έκανε μεγάλα προγράμματα, δεν έκανε σχέδια πέραν των έξι μηνών, ποτέ. Γιατί η ζωή είχε τα δικά της! Και συνεχίζεται.
πηγή: https://www.rodiaki.gr/