Ο θάνατος του Σταύρου από τις Φάνες και η θυσία της μάνας του
Πώς είναι οι ζωές κάποιων ανθρώπων. Λες και γεννήθηκαν για να εκπληρώσουν ένα τάμα, να υποφέρουν, να προσφέρουν και να γίνουν μάρτυρες αγόγγυστα, μ΄ αξιοπρέπεια και μια αγκαλιά και για τους άλλους που δεν έχουν ζήσει τόσο… μεγάλες στιγμές.
Ο θάνατος του Σταύρου Μεταξενίου, πριν λίγες μέρες, παραμονή της γιορτής του ενώ βρισκόταν ήδη 28 χρόνια σε αναπηρικό καρότσι και με πολλά προβλήματα μετά από τροχαίο- ενώ μυστηριωδώς το περιπτεράκι του κάηκε, στην παραλία των Φανών- συγκλόνισε την κοινωνία της Ρόδου, που παρακολουθούσε χρόνια τις περιπέτειές του.
Οι φίλοι του τον θρήνησαν, η κηδεία του είχε χιλιάδες κόσμου, μα η απάντηση της μάνας του εκείνη την ημέρα, έκανε το γύρο του διαδικτύου: «μη μου λέτε ότι θα ξεκουραστώ, δεν με κούρασε το παιδί μου»…
Αυτή τη μάνα, την πραγματική πρωταγωνίστρια του δράματος, επισκέφτηκα στο σπίτι της το άδειο στις Φάνες, ένα βράδυ.
Ψιλή, λεπτή, δυνατή στη ρώμη γιατί τη δυνάμωσαν οι καταστροφές, αυτήν που δεν κοιμήθηκε 28 χρόνια σε κρεβάτι για να ΄ναι δίπλα του, να τον προσέχει, κι απ΄ τα 38 της χρόνια- πάνω στα μεγάλα βάσανα- την άφησε κι ο άντρας της πεθαίνοντας με εγκεφαλικό, που δεν ξαναβγήκε απ΄ το σπίτι, μόνο για να τρέξει για το Σταύρο…
Μια υπόκλιση, κι αυτό το… «Σεβαστείτε»,…, ούτε ταμπέλες με το «ηρωίδα» που της είπαν να της φτιάξουν, ούτε λόγια παρηγοριάς!
Πώς έγινε το ατύχημα;
O Σταύρος στα 17 του, έπεσε με το μηχανάκι. Ήτανε 2 το μεσημέρι , στις 27 Ιανουαρίου 1990. Έπεσε σ΄ ένα λάκκο και το μηχανάκι από πάνω του. Πώς έπεσε, ποιος τον έριξε, άγνωστο.
Είχε ποδόσφαιρο στη Σάλακο, έπαιζαν «Σάλακος-Φάνες» και τα παιδιά είχαν ξεκινήσει να επιστρέψουν, μπροστά δύο φίλοι του με τα μηχανάκια τους και πίσω ο Σταύρος με το δικό του. Η Αστυνομία έγραψε αδέξιος χειρισμός. Πολύ αργότερα, ένα από τα παιδιά είπε πως ένα αυτοκίνητο 4Χ4 πέρασε ξυστά από το μηχανάκι του Σταύρου.
Πώς τον βρήκατε εσείς;
Εκεί που έπεσε μαζεύτηκε κόσμος, το παιδί ξεψυχούσε, μια κοπέλα οδοντίατρος έτρεξε, του έβγαλε τη γλώσσα έξω. Στο νοσοκομείο μας είπαν ότι το παιδί είναι τελειωμένο. Στο αεροπλάνο έπαθε δυό φορές ανακοπή, κι άλλη ανακοπή στο ΚΑΤ. Αιμορραγούσε, του άδειαζαν το αίμα, του έβαζαν αίμα. Δύο μήνες σε καταστολή, δεμένος, διασωληνωμένος.
Όλη η Ρόδος έστελνε αίμα, όλοι οι φαντάροι απ΄ το στρατό. Στην εντατική δεν το λέγανε Σταύρο το παιδί, το λέγανε «ο Λάζαρος». Οι πρώτες του λέξεις ήταν «μαμά, αμάξι αγροτικό…»… Εμείς ήμασταν στον 5ο όροφο του ΚΑΤ, μέσα στα χειρουργεία για να σωθεί το παιδί μας, ποιος να ασχοληθεί μ΄αυτά…
Και ξεκίνησε για εσάς ο Γολγοθάς!
Μου είπαν «δεν θα ξαναπερπατήσει»… Το σηκώναμε μόνο στα χέρια, ούτε σε καρότσι δε μπορούσε να κάτσει. Πουλήσαμε με τον άντρα μου ό,τι λίγα είχαμε, δεν είμαστε από τη Ρόδο, ο άντρας μου ήταν αστυνομικός από την Καβάλα, εμένα η μάνα μου από την Κάρπαθο, ο πατέρας μου από την Πάτμο. Ό,τι μπορέσαμε πουλήσαμε, τον πήγαμε σε εξειδικευμένη κλινική στη Μπολόνια, 18 ώρες το χειρουργείο για να μπορέσει να κάτσει σε καρότσι, θα πέθαινε αλλιώς.
Ένα χρόνο στην καρέκλα μέρα νύχτα εγώ, μόλις τον φέραμε στη Ρόδο ήταν αδύναμο το παιδί, έπαθε πνευμονία, ψηνόταν στον πυρετό, ξανά στην Αθήνα και πάλι μας λέγανε «θα πεθάνει, θα πεθάνει…».
Τον τάιζα σαν το πουλάκι. Ο άντρας μου εδώ να δουλεύει να στέλνει λεφτά, κι εγώ εκεί. Τριάντα κιλά είχε μείνει. Του έφερνα φαγητό απ΄ έξω, το πορτοκάλι σταγόνα, σταγόνα, τη σούπα… όλη μέρα πάνω από το παιδί μου, να το κρατάω ζωντανό… Αλλά από 13 χρονών το παιδί μου ήταν σκληραγωγημένο, δούλευε και γι’ αυτό άντεξε.
Ως οικογένεια είχατε περάσει ήδη μια περιπέτεια όταν χτύπησε ο Σταύρος!
Μόλις είχαμε γυρίσει από την Αθήνα που φέραμε από εγχείρηση στην καρδιά την κόρη μας. Μόλις τη φέραμε έπεσε ο Σταύρος. Πολλά τα έξοδα, ποιος να αντέξει.
Η Λιλή Χριστοφάκη έκανε έρανο, μάζεψε 14 εκατομμύρια. H Λιλή έτρεξε τότε για το Σταύρο, η Ρόδος, η πόλη τα βαλε τα πολλά λεφτά. Γυρίσαμε από το «Απολλώνιο» και ξαφνικά ο άντρας μου εκεί που καθότανε στην καρέκλα έπαθε εγκεφαλικό.
Χάσατε και τον άντρα σας τότε!
Κάπνιζε πολύ, η στενοχώρια, 45 χρονών ήταν, τον πήγα στον Ευαγγελισμό, μόνη μου. Πίσω άφησα το Σταύρο να τον βλέπει η αδελφή του που ήταν 13 χρονών. Πέθανε ο άντρας μου, δεν άντεξε τις στενοχώριες, κι εγώ έπρεπε να ζήσω, για το Σταύρο και για τ΄ άλλα μου παιδιά. Του έκανα διαφορετικά φαγητά, όλο ψητά, γιατί έπαθε σάκχαρο, 16 χρόνια είχε νεφροστομία, δύο σακουλάκια…
Ο Τάσος ο Πέττας, ο γιατρός, ο Χριστός να τον έχει καλά, κάθε μήνα αλλαγή και μια φορά πήγα το παιδί στα Επείγοντα, ο Πέττας ήταν σ΄ ένα γάμο στον Αρχάγγελο, έτρεξε με τη γραβάτα και το κοστούμι, δε θα τον ξεχάσω αυτό το γιατρό.
Όμως ο Σταύρος έπαθε κι άλλα, στο γάμο της αδελφής του δεν προλάβατε να χαρείτε!
Στο γάμο της αδελφής του, εκείνο το βράδυ τον πήγα επειγόντως στο νοσοκομείο. Μου λένε «καρκίνος στα γεννητικά όργανα…». Αμέσως χημειοθεραπεία στην Αθήνα, κάθε μήνα τον ανέβαζα, και μετά νέο χειρουργείο, έξι ώρες για τους λεμφαδένες, και λεφτά, λεφτά, να βρίσκω, να δανείζομαι και να τα δίνω σιγά-σιγά. Βρήκε μια κοπέλα, τον εκμεταλλευότανε, εκεί έπαθε τις πληγές.
Εγώ τον τάιζα ψητά. Επιληψία, είχε 15 χρόνια να κάνει παίρνοντας το χάπι του. Όταν έφυγε από μένα γιατί ήθελε να ζήσει με την κοπέλα του όπως μου είπε, κι εγώ δεν του έφερα αντίρρηση, είχε επιληψία κάθε δύο εβδομάδες. Πήγαινα, κι ας μην ήμουν ευπρόσδεκτη, προσπαθούσα να δω πως περνάει, να μαντέψω, να δω αν είναι οι πληγές του καθαρές.
Τότε έπαθε τη σηψαιμία;
Άρχισε να παθαίνε σηψαιμία από την ελλιπή φροντίδα, οι γάζες δεν αλλάζονταν. Τον άρπαξα, τον πήγα στο λιμάνι να φύγουμε με καράβι στην Αθήνα. Χάνουμε το καράβι μέχρι να δω πώς να τον μεταφέρω, μένουμε ώρες να πάρουμε το επόμενο, στο 401 στρατιωτικό νοσοκομείο μένουμε 3 μήνες. Έκανε 40 πυρετό και 41, ξεκινούν τα χειρουργεία, να του φέρνω φαγητό απέξω, να τον ταΐζω σαν το πουλάκι… Μια μέρα μου λέει «μαμά, θέλω την «Πίτα του Παππού» να μου φέρεις να φάω…». Βγαίνω έξω, γίνονταν επεισόδια μεγάλα στο δρόμο, δεν ήξερα γιατί είχε φωτιές, κρατούσαν ρόπαλα, είχε μπουκάλια που εκσφενδονίζονταν και μου ρχονταν στο κεφάλι, κι έκλαιγα που τα έτρωγα, αλλά εγώ πήγαινα να φέρω το παιδί μου να φάει.
Ο Σταύρος, είδε από πάνω τι γίνεται στο δρόμο, άρχισε να φωνάζει «μαμά, μαμά…», να κλαίει, όλα τα μαγαζιά κλειστά, να μη ξέρω που να πάω… Με είδε χαμένη ένας καλός αστυνομικός, με τράβηξε και μ΄ έβαλε στην πόρτα του νοσοκομείου. Τα μυθιστορήματα είναι ψέματα κορίτσι μου, αυτά είναι αληθινά. Στην κηδεία του Σταύρου, μου λέγανε: «θα ξεκουραστείς Πόπη…».
Όμως εγώ δεν κουράστηκα και να μη μου το ξαναπούν. Να βάλουν λέει μια πλάκα στο χωριό, να γράφει «ηρωίδα». Εγώ το παιδί μου το ΄χασα. Ήταν η συντροφιά μου, η καθημερινότητά μου, η ζωή μου πια ήταν αυτή. Ν΄ ανέβω τη μισή σκάλα, φώναζε «μαμά…», να τη ξανακατέβω, να δω τι θέλει, να βγω να πλύνω την αυλή, «μαμά…»… πήγαινα στο φαρμακείο να πάρω τα φάρμακά του, στ΄ αυτιά μου άκουγα «μαμά».
Από τα 38 μου χρόνια δεν έχω βγει έξω από το σπίτι, ούτε σε γάμο έχω πάει, ούτε σε βάπτιση, σκεφτόμουν το παιδί μου, μερικές φορές έβγαζε νεύρα, αλλά για κάτσε κι εσύ σε μια καρέκλα και να μη σηκωθείς μια μέρα… Και θα ΄ναι για μια μέρα.!Κι άλλες φορές μου λεγε «μαμά, εγώ δεν στενοχωριέμαι…»… Να μη μου λέει ο κόσμος συνέχεια ξεκουράστηκες…
Πώς κάηκε το περίπτερό του;
Ένα περιπτεράκι του έδωσε τότε ο κοινοτάρχης ο Μαριεττής, στη θάλασσα, στις Φάνες. Το φτιαξε το παιδί μου με δικά μας λεφτά, τι να βγαζες τότε από κείνο το σημείο στις Φάνες…
Εκεί μας το δώσανε, δε φταίμε εμείς. Βάλαμε ρεύμα, είχαμε βιβλία εσόδων -εξόδων, όταν άρχισε να αναπτύσσεται η περιοχή μας κάνανε μήνυση, πήρανε το Σταύρο στο Αυτόφωρο, κι επόμενη φορά στο δικαστήριο, κι ένα βράδυ βάλανε φωτιά στο περίπτερο και το κάψανε. Μέσα σ΄ ένα κάδο βάλανε στουπιά και φωτιά. Τέσσερις η ώρα τη νύχτα μας ειδοποίησαν. Καμιά χαρά, δεν είχαμε παιδί μου, μόνο στενοχώριες και καταστροφές η ζωή μας.
Ο Χριστός πιό λίγα τράβηξε από μένα. Κι όμως ο Σταύρος ήθελε να ζήσει, έπαιζε μπάσκετ, να, τα μετάλλιά του… Κι όταν έβγαινε στην πλατεία, ανοίγανε όλοι τα χέρια τους ψηλά που τον εβλέπανε, κι ήταν κι αυτός χαρούμενος και ο πρώτος στην παρέα. Τώρα μας είπανε θα κάνουνε τουρνουά για το Σταύρο μου.
Πώς πέθανε;
Καλά ήτανε. Και ξαφνικά είπε «μαμά, δεν είμαι καλά…». Εμβολή, σε τρία λεπτά μέσα. Μου λέει «μαμά, φώναξε την αδελφή μου…» για να τον πάει στο νοσοκομείο, ήθελε να ζήσει, δεν προλάβαμε.
Πώς ζείτε τώρα, είναι μόνο λίγες μέρες.
Τώρα τι κάνω; Από τις 13 του Σεπτέμβρη ξαπλώνω στης κόρης μου, εγώ που δεν κοιμήθηκα σε κρεβάτι ποτέ στη ζωή μου, πάνω στην καρέκλα, σ΄ όλα τα νοσοκομεία της Ελλάδας και 28 χρόνια στο σπίτι μου. Σηκώνομαι στις 5 το πρωί να ρθω από δω, να κλάψω, κι όχι μέσα στα παιδιά. Και βάζω τη μαντίλα στο κεφάλι μου, πάω στο νεκροταφείο, κι από κείνη την ώρα κάθομαι με το παιδί μου. Με βλέπουν οι γυναίκες, μου λένε: «Πόπη, φέτος δε θα φέρεις ξύλα…»…
Ο μεγάλος μου ο καημός ήταν που δε ζεσταινόταν το παιδί μου το χειμώνα. Το αιρ κοντίσιον δεν έφτανε να το ζεστάνει, κι εγώ πήγαινα μακριά στα βουνά, κι έκοβα ξύλα, να τα κουβαλώ με τον ώμο μου, να τα βάλω στη ξυλόσομπα, ν΄ ανάβει και το αιρ κοντίσιον και η σόμπα, να είναι το δωμάτιο του Σταύρου μου, χαμάμ.
Αιωνια η μνημη για το παιδι..
και πολυ κουραγιο για την μανα αλλα και για την υπολοιπη οικογενια.
Τον σταβρο που κουβαλά καθε άνθρωπος κανένα δεν το ξέρει δωσε δύναμη θεέ μου
Εκλαψε η ψυχη μου