Mε διπλάσιο κίνδυνο εκδήλωσης άνοιας σε μεγαλύτερη ηλικία συνδέεται ένας συγκεκριμένος τρόπος βαδίσματος σύμφωνα με νέα έρευνα από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου.
Όσο πιο ζωηρός ο ρυθμός βάδισης, τόσο το καλύτερο για την υγεία του νου και τη μείωση του κινδύνου άνοιας σύμφωνα με πρόσφατη ανασκόπηση σχετικών στοιχείων
Ο συνδυασμός της αργής βάδισης και των δυσκολιών μνήμης ενδέχεται να συνδέονται με διπλάσιο κίνδυνο εκδήλωσης άνοιας σε μεγαλύτερη ηλικία
Οι άνθρωποι με Σύνδρομο Κινητικού Γνωστικού Κινδύνου (Motoric Cognitive Risk, MCR), ένα σύνδρομο που συνδυάζει την αργή ταχύτητα βάδισης και αυτοαναφερόμενες δυσκολίες ανάκλησης πληροφοριών, διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο γνωστικής εξασθένισης καθώς και υψηλότερα ποσοστά θνησιμότητας σύμφωνα με τους ερευνητές του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου.
Οι ερευνητές εκτιμούν οτι τα ευρήματα της έρευνάς τους θα οδηγήσουν στην ενσωμάτωση της αξιολόγησης της ταχύτητας βάδισης όσων ασθενών εξετάζονται για πρώιμα σημάδια άνοιας.
Στην ανασκόπηση αξιολογήθηκαν τα στοιχεία 50.000 ατόμων άνω των 60 ετών με το σύνδρομο MCR. Σημείωνεται ότι η πιο αργή ταχύτητα βάδισης συγκριτικά με συνομιλήκους σε συνδυασμό με προβλήματα μνήμης αποτελούσαν τα δύο διαγνωστικά κριτήρια του συνδρόμου.
Διαπιστώθηκε οτι οι πάσχοντες με το σύνδρομο είχαν υπερδιπλάσιες πιθανότητες εμφανισης άνοιας και είχαν κατά76% αυξημένο κίνδυνο γνωστικής εξασθένισης (προβλήματα μνήμης, συγκέντρωσης ή εκμάθησης νέων πληροφοριών) συγκριτικά με όσους δεν είχαν το σύνδρομο.
Επιπρόσθετα διέτρεχαν και αυξημένο κατά 49% κίνδυνο θνησιμότητας, καθώς και κατά 38% υψηλότερο κίνδυνο πτώσεων.
Δεδομένου ότι επρόκειτο για μελέτη παρατήρησης οι ερευνητές εξηγούν ότι τα στοιχεία δεν τεκμηριώνουν μια σχέση αιτιου αποτελέσματος. Δεν διευκρινίζεται δηλαδή αν το συνδρομο MCR προκαλεί αυτά τα αποτελέσματα ή αποτελεί έναν παράγοντα κινδύνου για την πρόκλησή τους.
Όπως εξηγουν οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου πάντως η αξιολόγηση του συνδρόμου είναι εύκολη και χαμηλού κόστους και θα μπορούσε να συμπεριληφθεί άκοπα στις εξετάσεις για τη διάγνωση της άνοιας, ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχει πρόσβαση στα τρέχοντα τεστ για τη διάγνωση της νευροεκφυλιστικής αυτής νόσου.