Μέχρι σήμερα, ο διαβήτης τύπου 2 αντιμετωπίζεται κατά κύριο λόγο μέσω του ελέγχου των παραγόντων κινδύνου -όπως η υψηλή αρτηριακή πίεση, η χοληστερόλη και τα επίπεδα σακχάρου (γλυκόζη) στο αίμα- με τη χορήγηση φαρμάκων.
Αυτή η προσέγγιση, όμως, δεν αντιμετωπίζει τις υποκείμενες αιτίες της νόσου, όπως το γεγονός ότι η ορμόνη ινσουλίνη δεν ελέγχει πλέον αποτελεσματικά το σάκχαρο στο αίμα.
Σύμφωνα με σχετική δημοσίευση στο The Conversation για τη μελέτη που επιμελήθηκαν οι Duane Mellor από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Aston και Δρ. Dr Adrian Brown από το Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου, ολοένα και περισσότερα στοιχεία δείχνουν ότι η απώλεια βάρους μπορεί να συμβάλει στην αντιμετώπιση κάποιων από τις υποκείμενες αιτίες του διαβήτη τύπου 2, καθώς βοηθά το σώμα να ελέγξει καλύτερα τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Πρόκειται για εύρημα ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς ο έλεγχος του σακχάρου μέσω της βελτίωσης του τρόπου παραγωγής και λειτουργίας της ινσουλίνης είναι το κλειδί για την ύφεση του διαβήτη τύπου 2.
Οι περισσότερες έρευνες μέχρι στιγμής έχουν εξετάσει τη χρήση ροφημάτων αντικατάστασης γεύματος προκειμένου να βοηθήσουν τους πάσχοντες, γι’αυτό και η συγκεκριμένη προσέγγιση συστήνεται συχνά από τους γιατρούς. Πρόσφατα, όμως, οι επιστήμονες ξεκίνησαν να διερευνούν άλλους τύπους διατροφής, όπως αυτή με χαμηλούς υδατάνθρακες, για την επίτευξη της ύφεσης. Παρόλο που οι έρευνες στον τομέα αυτό παραμένουν υπό εξέλιξη, τα αποτελέσματα της μελέτης των δύο ερευνητών μέχρι στιγμής δείχνουν ότι η δίαιτα χαμηλών υδατανθράκων είναι πράγματι πολλά υποσχόμενη.
Όπως αναφέρει το ygeiamou.gr, Για να κατανοήσουν καλύτερα ποια είδη διατροφής συμβάλλουν αποτελεσματικότερα στην ύφεση του διαβήτη τύπου 2, οι ειδικοί επανεξέτασαν περισσότερες από 90 εργασίες, οι οποίες περιέγραφαν τις επιδράσεις διάφορων τύπων διατροφής στη νόσο. «Διαπιστώσαμε ότι το μοντέλο αντικατάστασης γευμάτων βοηθά περίπου έναν στους τρεις ανθρώπους να πετύχουν ύφεση, ενώ η διατροφή χαμηλών υδατανθράκων βοηθά έναν στους πέντε. Οι άνθρωποι που έχασαν βάρος χρησιμοποιώντας και τις δύο μεθόδους κατάφεραν να διατηρήσουν την νόσο σε ύφεση έως και για δύο χρόνια, εφόσον διατηρούσαν την απώλεια βάρους», εξηγούν οι Δρ. Mellor και Brown.
Η διατροφή χαμηλών θερμίδων και η μεσογειακή επίσης κατάφεραν να βοηθήσουν τους πάσχοντες να ρυθμίσουν τον διαβήτη, αλλά σε πολύ χαμηλότερα ποσοστά. Συγκεκριμένα, μόνο το 5% των ασθενών που ακολουθούσαν διατροφή χαμηλών θερμίδων παρέμεινε σε ύφεση μετά από ένα χρόνο, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τη μεσογειακή διατροφή ανήλθε στο 15%.
Μετριασμός ή ύφεση;
Παρόλο που οι διατροφές χαμηλών υδατανθράκων βοηθούν στην επίτευξη της ύφεσης, υπάρχει ανησυχία ότι τα επίπεδα σακχάρου μπορούν δυνητικά να αυξηθούν εκ νέου, μόλις καταναλωθούν περισσότεροι υδατάνθρακες. «Γι’ αυτό και στην επανεξέτασή μας υποστηρίζουμε πως αντί για “ύφεση», ο κατάλληλος όρος είναι “έλεγχος” καθώς η νόσος συνεχίζει να είναι παρούσα, με τις αρνητικές της επιδράσεις να αντιμετωπίζονται, ωστόσο, καλύτερα. Πιστεύουμε ότι η ύφεση μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την απώλεια λίπους γύρω από τα όργανα, πράγμα που θα επιτρέψει στην ινσουλίνη να παραχθεί και να χρησιμοποιηθεί ξανά αποτελεσματικά», υποστηρίζουν οι επιστήμονες.
Επειδή, όμως, οι υδατάνθρακες αποτελούν μια σημαντική πηγή ενέργειας στη διατροφή μας, η μικρότερη κατανάλωσή τους συχνά οδηγεί στην κατανάλωση λιγότερων θερμίδων -με αποτέλεσμα την απώλεια βάρους. Αν, λοιπόν, κάποιος καταφέρει να διατηρήσει μια διατροφή χαμηλών υδατανθράκων μακροπρόθεσμα, όχι μόνο θα μειώσει τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα και τον κίνδυνο επιπλοκών του διαβήτη, αλλά ενδεχομένως να πετύχει και την ύφεση.
«Τα στοιχεία που εξετάσαμε στην εργασία μας καθιστούν σαφές ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι βελτίωσης των επιπέδων σακχάρου μέσω της διατροφής και ότι αυτό σε αρκετές περιπτώσεις μπορεί να οδηγήσει σε ύφεση. Το σημαντικότερο που βρήκαμε, όμως, για κάθε τύπου διατροφής είναι ότι πρέπει να υπάρξει απώλεια τουλάχιστον 10-15 κιλών για να επιτευχθεί η ύφεση», προσθέτουν οι Δρ. Mellor και Brown.
Σημειώνεται, πάντως, ότι παρόλο που η απώλεια βάρους φαίνεται να είναι ο καλύτερος προγνωστικός παράγοντας της επιτυχίας, προϋποθέτει και την απώλεια λίπους από το πάγκρεας και το ήπαρ.
«Θα είναι σημαντικό οι μελλοντικές μελέτες να συγκρίνουν πώς λειτουργούν οι διάφοροι τύποι διατροφής για διαφορετικές ομάδες ανθρώπων, καθώς οι νεότεροι (κάτω των 50 ετών), οι άνδρες, οι πάσχοντες από διαβήτη τύπου 2 για λιγότερα από έξι χρόνια και όσοι χάνουν περισσότερο βάρος έχουν περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας. Αυτό θα μπορούσε να οφείλεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί μπορούν να αναστρέψουν τις αιτίες του διαβήτη, αποκαθιστώντας σε μεγαλύτερο βαθμό την ικανότητα του παγκρέατος να παράγει ινσουλίνη και του ήπατος να τη χρησιμοποιεί. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι οι υπόλοιποι ασθενείς δεν θα τα καταφέρουν, εφόσον βελτιώσουν τη διατροφή και τον τρόπο ζωής τους και χάσουν βάρος», καταλήγουν οι επιστήμονες.
ygeiamou.gr