Ποια τα αποτελέσματα μίας ή δύο δόσεων εισπνεόμενων εμβολίων και πώς αποτιμώνται σε σχέση με τον κανονικό εμβολιασμό
Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Πάνος Μαλανδράκης, Γιάννης Ντάνασης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τη σχετική δημοσίευση.
Η ανάλυση συμπεριέλαβε 130 συμμετέχοντες που τυχαιοποιήθηκαν σε μία από τις πέντε ομάδες, ενδομυϊκό εμβολιασμό (μία ή δύο δόσεις), εισπνεόμενο εμβολιασμό (υψηλή ή μικρότερη δόση, σε δύο δόσεις), ή και τα δύο (αρχικά μία ενδομυϊκή δόση και μία εισπνεόμενη δόση ενίσχυσης).
Το πρωταρχικό σημείο για την ασφάλεια ήταν η εμφάνιση ανεπιθύμητων ενεργειών επτά ημέρες μετά τον εμβολιασμό. Όσον αφορά την ανοσία, ο στόχος ήταν η μέτρηση των IgG αντισωμάτων έναντι της πρωτεΐνης spike του ιού SARS-CoV-2 και τα εξουδετερωτικά αντισώματα έναντι του ιού 28 ημέρες μετά την τελευταία δόση. Οι συνηθέστερες ανεπιθύμητες ενέργειες που περιγράφηκαν ήταν ο πυρετός, η κόπωση και η κεφαλαλγία, και ήταν συχνότερες σε όσους έλαβαν την ενδομυϊκή χορήγηση του εμβολίου.
Μία δόση εισπνεόμενου εμβολίου
, που ισοδυναμεί σε ποσότητα με το ένα πέμπτο της ενδομυϊκής δόσης, επάγει ισχυρή ανοσία, ενώ μετά από δύο εισπνεόμενες δόσεις ο τίτλος των εξουδετερωτικών αντισωμάτων έφτασε παρόμοια επίπεδα με αυτά, που επάγει μία ενδομυϊκή δόση. Έτσι, οι συγγραφείς καταλήγουν ότι το εισπνεόμενο εμβόλιο Ad5-nCoV χρήζει παραπάνω μελετών, για να επιβεβαιωθεί η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα του.