Το ζήτημα της σημασίας μιας αναστολής των εμβολιασμών και τα διλήμματα όσων παίρνουν αποφάσεις. Τι είπε ο καθηγητής για τη δυνατότητα συνδυασμού εμβολίων που είχαν ανακοινώσει αρχικά οι Βρετανοί.
Οι πολύ σπάνιες αλλά ιδιάζουσες περιπτώσεις εγκεφαλικής αιμορραγίας που παρατηρήθηκαν σε εμβολιασθέντες, αφορούν κυρίως νέες γυναίκες, αρκετές ημέρες μετά την πρώτη δόση του εμβολίου. Υπήρχαν επίσης αναφορές εμφάνισης θρόμβων και με τα άλλα mRNA εμβόλια, αλλά όχι όπως αυτές οι ιδιάζουσες περιπτώσεις που παρατηρήθηκαν με το εμβόλιο της ΑΖ.
Σύμφωνα με τον κ. Μόσιαλο, «εάν υπήρχε συσχέτιση του εμβολίου με τις παρενέργειες, αν δούμε το σύνολο των εμβολιασμών και τον αριθμό των περιστατικών, η πιθανότητα εμφάνισης θα υπολογιζόταν στο 1/600.000 ενώ η πιθανότητα κάποιος να πεθάνει, θα ήταν 1/2.600.000. Επομένως η πιθανότητα θρόμβωσης και πολύ περισσότερο η πιθανότητα θανάτου μετά τον εμβολιασμό είναι εξαιρετικά μικρή».
Από την άλλη, επισημαίνει το ζήτημα της σημασίας μιας αναστολής των εμβολιασμών, καθώς «αναπόφευκτα θα δημιουργηθεί μια καθυστέρηση στο πλάνο των εμβολιασμών και στη λήξη της πανδημίας. Τα διλήμματα όσων παίρνουν αποφάσεις, είναι τα εξής: Πόσοι σε αυτό το διάστημα θα συνεχίσουν να νοσούν και πόσοι θα χάσουν τη ζωή τους λόγω της λοίμωξης από τον κορονοϊό, αλλά και πόσοι από αυτούς που θα αρρωστήσουν, θα υποφέρουν από μακροχρόνιο Covid-19; Επομένως πολλά εξαρτώνται από το τι θεωρούν οι διάφορες κυβερνήσεις ως «αποδεκτό» ρίσκo».
Ορισμένες κυβερνήσεις περιόρισαν τη χρήση του εμβολίου της ΑΖ στους άνω των 55 ετών και άλλες στους άνω των 60 ετών, ενώ άλλες χώρες συνεχίζουν τη χρήση του εμβολίου σε όλες τις ηλιακές ομάδες. Όπως λέει, «κάποιοι αναρωτιούνται: γιατί περιορίζουν τη χρήση στους άνω των 55; Γιατί η συντριπτική πλειοψηφία των ελαχίστων περιπτώσεων είναι σε άτομα νεότερα, δηλαδή ηλικίας κάτω των 50 ετών. Έχουν άδικο οι κυβερνήσεις που περιορίζουν τη χρήση στους άνω των 55 ή αυτές που δεν επιβάλλουν περιορισμούς;
Οι ηλικίες
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν είναι εύκολη, γιατί εξαρτάται από πολλούς παράγοντες που έχουν σχέση με την εκτίμηση των κινδύνων και του ρίσκου. Έτσι ορισμένες κυβερνήσεις σταθμίζουν τους κινδύνους από την νόσηση με τον ιό, με το ελάχιστο ρίσκο από τη χρήση του εμβολίου. Αυτές τοποθετούνται υπέρ της χρήσης του εμβολίου. Αντιθέτως, άλλες κυβερνήσεις δεν συνεκτιμούν τους δυο κινδύνους/ρίσκα, αλλά μόνο το ένα πιθανό, αλλά ίσως αναπόφευκτο πολύ μικρό ρίσκο από τη χρήση του εμβολίου».
Όπως υπογραμμίζει, οι αποφάσεις «εν μέσω φόρτου σε κάθε σύστημα υγείας, εν μέσω μιας μαινόμενης πανδημίας, με κουρασμένους από τα μέτρα πολίτες, με ανεμβολίαστους ακόμα ευπαθείς και με τσακισμένες οικονομίες, είναι κρίσιμες. Δηλαδή ούτε οι αποφάσεις ούτε οι επιστημονικές απαντήσεις είναι εύκολες, όπως κατηγορηματικά νομίζουν μερικοί.
Εγώ αποφάσισα για τον εαυτό μου: έκανα την πρώτη δόση του εμβολίου της ΑΖ και θα κάνω και τη δεύτερη τον Μάιο. Και αυτό γιατί θεωρώ ότι το ρίσκο είναι ελάχιστο. Εγώ όμως δεν είμαι ρυθμιστική αρχή, αλλά ένας πολίτης που η απόφασή μου έχει μοναδιαία συνέπεια. Δεν θα κάνω όμως ούτε αυστηρές συστάσεις και δεν θα κρίνω υποτιμητικά όσους έχουν διαφορετικές εκτιμήσεις από εμένα. Ο καθένας μας έχει δικαίωμα να έχει τη γνώμη του και να επεξεργάζεται τα επιστημονικά δεδομένα με το δικό του τρόπο, όταν βέβαια οι συνέπειες της απόφασης αφορούν τον εαυτό του και μόνο».
Προσθέτει ότι «οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει να συνεχίσουν να συγκεντρώνουν στοιχεία και να παίρνουν τις αποφάσεις τους αυστηρά με βάση τα επιστημονικά δεδομένα. Δεδομένης της σημασίας της κατάστασης, ας ξαναδούν όλα τα δεδομένα από την αρχή. Και αν εκτιμήσουν ότι πρέπει να αλλάξουν τις αποφάσεις τους, τότε πρέπει να το κάνουν και να το ανακοινώσουν. Αν τα δεδομένα αλλάξουν ή αν οι ρυθμιστικές αρχές εκτιμήσουν ότι το ρίσκο για συγκεκριμένες υποκατηγορίες του πληθυσμού είναι μη αποδεκτό, τότε θα πρέπει να δοθούν πιο συγκεκριμένες οδηγίες χρήσης για αυτές τις υποκατηγορίες ή να γίνει χρήση άλλου εμβολίου».
Για τη δυνατότητα συνδυασμού εμβολίων, που είχαν ανακοινώσει αρχικά οι ‘Αγγλοι, αναφέρει ότι «πέρα από το ότι ήδη μελετάται, μπορεί να γίνει, γιατί όλα τα εμβόλια στοχεύουν την πρωτεΐνη ακίδα του ιού».