Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για το σελήνιο και το ρόλο του στη διατροφή.
Καθώς στην Ευρώπη παρατηρείται μια απότομη μείωση των προσλήψεων σεληνίου, έντονη ανησυχία εκφράζεται για το ότι οριακές ελλείψεις μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο εμφάνισης χρόνιων ασθενειών, όπως ο καρκίνος και οι καρδιοπάθειες.
Το ισχυρό αντιοξειδωτικό ιχνοστοιχείο σελήνιο προλαμβάνει και αντιμετωπίζει πληθώρα σοβαρών καταστάσεων όπως η κατάθλιψη, το άγχος, οι δυσλειτουργίες του θυρεοειδή, οι ανεπάρκειες και προβλήματα του ανοσοποιητικού συστήματος, το άσθμα, η ψωρίαση, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ο καταρράκτης, οι πολυκυστικές ωοθήκες, οι ηπατικές βλάβες, οι καρδιοπάθειες, ο καρκίνος, το AIDS. Η αντιοξειδωτική του δράση ενισχύεται όταν συνδυάζεται με τη βιταμίνη Ε.
Το σελήνιο βρίσκεται στο έδαφος, συγκεντρώνεται στα φυτά και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, περνάει στην τροφική αλυσίδα και βρίσκεται στα περισσότερα τρόφιμα. Πολύ καλές πηγές σεληνίου αποτελούν τα καρύδια (κυρίως τα καρύδια Βραζιλίας), τα ψάρια (σαρδέλα) και τα θαλασσινά. Σελήνιο περιέχουν τα πλήρη δημητριακά, οι ηλιόσποροι, το καστανό ρύζι και τα κρεμμύδια. Τα δημητριακά, τα λαχανικά και άλλα φυτά περιέχουν σελήνιο, αλλά η ποσότητα που περιέχουν ποικίλλει ανάλογα με το έδαφος στο οποίο μεγαλώνουν. Το ευρωπαϊκό έδαφος είναι σχετικά φτωχό σε σελήνιο σε σχέση με άλλες περιοχές, όπως η Αμερική, ο Καναδάς και η Κίνα.
Παρά τη μικρή ποσότητα σεληνίου που χρειάζεται ο ανθρώπινος οργανισμός, εκτιμάται ότι μισό έως ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι στον κόσμο εμφανίζουν έλλειψη σε σελήνιο. Η ελάχιστη συνιστάμενη πρόσληψη για τους ενήλικες μέσω της διατροφής είναι τα 55 μικρογραμμάρια (mcg). Από την άλλη, η υπερφόρτωση του οργανισμού με σελήνιο (της τάξεως των 400 μικρογραμμαρίων ημερησίως) έχει συνδεθεί με τον αυξημένο κίνδυνο διαβήτη. Ωστόσο, η ποσότητα αυτή είναι πρακτικά αδύνατο να καλυφθεί μέσω της διατροφής, ιδίως για όσους καταναλώνουν κυρίως επεξεργασμένα τρόφιμα, αφού το σελήνιο καταστρέφεται κατά την επεξεργασία των τροφών.
Τα επίπεδα σεληνίου στον οργανισμό μπορούν να διαπιστωθούν με τη βοήθεια αιματολογικής εξέτασης ή ανάλυσης ούρων.
Πηγή: itrofi.gr