Είναι πλέον γνωστό ότι οι διαταραχές του ύπνου επηρεάζουν τον ρυθμό του μεταβολισμού. Ωστόσο, ο Orfeu Buxton καθηγητής στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο της Πενσιλβανία και εκ των συγγραφέων της μελέτης εξηγεί ότι αν και υπάρχει πλήθος ερευνών για τον ρόλο που παίζει ο ανεπαρκής ύπνος στον κίνδυνο παχυσαρκίας και διαβήτη, εντούτοις οι περισσότερες έρευνες εστιάζουν στον μεταβολισμό της γλυκόζης και ελάχιστες αναλύουν την πέψη των λιπιδίων των τροφών.
Στο πλαίσιο του πειράματος οι 15 υγιείς άνδρες ηλικίας περίπου 20 ετών συμμετέχοντες αφού κοιμήθηκαν καλά για μια εβδομάδα στο σπίτι τους πήγαν στο εργαστήριο ύπνου για μια μελέτη δέκα νυκτών. Τις μισές νύκτες δεν κοιμήθηκαν περισσότερο από πέντε ώρες συνολικά.
Για να διαπιστώσουν σε τι βαθμό ο ανεπαρκής ύπνος επηρέαζε τον μεταβολισμό των συμμετεχόντων τους δόθηκε ένα λιπαρό δείπνο μετά τις τέσσερις νύχτες ανεπαρκούς ύπνου. Αν και όλοι το έφαγαν το αίσθημα κορεσμού ήταν μικρότερο για τους περισσότερους συμμετέχοντες όταν είχαν κοιμηθεί λίγο σε σύγκριση με όταν ήταν ξεκούραστοι.
Εξετάζοντας δείγματα αίματος των συμμετεχόντων οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η στέρηση ύπνου επηρέαζε την μεταγευματική λιπαιμία οδηγώντας σε αποθήκευση των λιπιδίων, παράγοντας που μπορούσε να προκαλέσει αύξηση βάρους.
Οι ερευνητές επέτρεψαν στους συμμετέχοντες και έναν ύπνο αναπλήρωσης, τους άφησαν δηλαδή να κοιμηθούν δέκα ώρες και στη συνέχεια εξέτασαν εκ νέου τη μεταγευματική λιπαιμία μετά την κατανάλωση ενός πλούσιου σε λιπαρά γεύμα. Η κατάσταση ήταν κάπως καλύτερη μεν, αλλά σύμφωνα με τους ερευνητές η μεταγευματική λιπαιμία παρέμενε αυξημένη.
Παρά τους περιορισμούς της έρευνας – ηλικία των συμμετεχόντων, μικρός αριθμός δείγματος, συνθήκες που δεν προσομοιάζουν στην πραγματικότητα – εν τούτοις σύμφωνα με τους ερευνητές τα δεδομένα αποκαλύπτουν τον τρόπο πέψης των λιπιδίων και το πώς αυτός επηρεάζεται από την αϋπνία.