Τα συγκεκριμένα μοτέρ δουλεύουν είτε με ενέργεια που παίρνουν από τη μηχανή του φορτηγού, όταν βρίσκεται σε λειτουργία, είτε με ρεύμα που λαμβάνουν από εξωτερική πηγή. Την επίμαχη ημέρα στις 23:40 προκλήθηκε βραχυκύκλωμα σε μοτέρ. Από την υπερθέρμανση (400 με 450 βαθμοί κελσίου) πήραν φωτιά τα καλώδια και από εκεί τα σκέπαστρα των οχημάτων. Υπολογίζεται ότι χρειάστηκαν μόλις τέσσερα λεπτά για να επεκταθεί η πυρκαγιά σε βαθμό που δεν ελεγχόταν εύκολα. Στον χρόνο αυτό το πρώτο φορτηγό καιγόταν και άρχισε η εξάπλωσή της.
Πηγές από το λιμενικό τονίζουν ότι δύο ήταν οι λόγοι που η φωτιά δεν επεκτάθηκε προς τα πάνω, σε καμπίνες και καταστρώματα με αποτέλεσμα να σωθούν οι επιβάτες και το πλήρωμα. Ο πρώτος ήταν η καλή λειτουργία του αυτόματου συστήματος καταιονισμού νερού το οποίο ενεργοποιήθηκε ένα λεπτό μετά το ξέσπασμα της εστίας. Πρόκειται για σύστημα πυρόσβεσης με πολλά ψεκαστικά νερού, που δημιούργησε στα γκαράζ «τεχνητή» ομίχλη νερού, χωρίς να πλημμυρίζει το πλοίο. Η υγρή ατμόσφαιρα και οι τόνοι νερού που έπεσαν έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στον περιορισμό του μετώπου.
Ο δεύτερος λόγος ήταν οι πυράντοχες θύρες του πλοίου, οι οποίες έκλεισαν και «στεγανοποίησαν» κομμάτια του «Ελ. Βενιζέλος», προκειμένου να μην επεκταθούν παντού και ανεξέλεγκτα οι φλόγες. Πρόκειται για θύρες πυρασφάλειας ειδικής κατασκευής οι οποίες είναι σε θέση να αντέξουν σε ακραίες θερμοκρασίες, όπως αυτές που αναπτύχθηκαν εκείνη τη μέρα.
Όπως λένε αρμόδιες πηγές, σε περίπτωση που το πλοίο δεν ήταν καλής κατασκευής και επαρκώς συντηρημένο, η φωτιά λόγω του τεράστιου πυροθερμικού φορτίου θα επεκτεινόταν προς τα πάνω με συνέπεια να καεί κόσμος. Ενδεικτικό της έντασης της θερμότητας, όπως λένε, χαρακτηριστικά πυροσβέστες στο «Έθνος της Κυριακής», είναι ότι υπήρχαν αναζωπυρώσεις στο γκαράζ ακόμα και μια εβδομάδα μετά την πυρκαγιά. Το πλοίο έχει υποστεί πολύ σοβαρές ζημιές, αλλά εκτιμάται ότι δύναται να επισκευαστούν και να επιστρέψει στις θάλασσες. Οι μεγαλύτερες καταστροφές έγιναν στις ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις, στις τεράστιες πόρτες του γκαράζ και στα πατώματα.
Πηγή: Έθνος της Κυριακής