Επενδύοντας σε νεοφυείς επιχειρήσεις βιοτεχνολογίας, η Ελλάδα μπορεί να βελτιώσει τη ζωή χιλιάδων ασθενών, να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας και να ενισχύσει την οικονομία της.
Του Κώστα Χατζηστέργου*
Οι σπάνιες παθήσεις, δηλαδή ασθένειες με συχνότητα εμφάνισης κάτω από 1:2.000, αποτελούν θεμελιώδες πρόβλημα στον τομέα της υγείας, καθώς συνολικά απαριθμούν πάνω από 7.000 νοσήματα που πλήττουν περισσότερους από 300 εκατομμύρια ανθρώπους, παγκοσμίως. Στις περισσότερες περιπτώσεις (>75%) πρόκειται για παιδιά που γεννιούνται με μεταλλάξεις στον γενετικό τους κώδικα. Δυστυχώς, 1:3 παιδιά θα καταλήξει πριν τα πέμπτα του γενέθλια. Στην Ελλάδα, υπολογίζονται > 500.000 «σπάνιοι ασθενείς».
Συγκριτικά με τα πιο «κοινά» επίκτητα νοσήματα, όπως ο καρκίνος και οι καρδιοπάθειες, οι σπάνιες παθήσεις απαιτούν εφ’ όρου ζωής ιατροφαρμακευτική περίθαλψη. Έτσι, σωρευτικά, για κάθε €3 κόστους νοσηλείας σε νοσοκομεία, υπολογίζεται ότι το €1 μπορεί να αφορά κάποιο σπάνιο ασθενή. Μία πρόσφατη μελέτη του Παν/μίου του Χονγκ Κονγκ, υπολόγισε τα άμεσα και έμμεσα ιατρολογικά έξοδα για κάθε σπάνιο ασθενή να υπερβαίνουν τα $60.000 ετησίως.
Στην Ελλάδα, το ποσό αυτό δεν διαφέρει σημαντικά, θέτοντας ένα τεράστιο κοινωνικοοικονομικό ζήτημα που υπολογίζεται ότι πλήττει την οικονομία (άμεσα και έμμεσα) με €30 δισεκατομμύρια ετησίως, αποδυναμώνοντας παράλληλα μια σημαντική μερίδα του πιο πολύτιμου αναπτυξιακού δυναμικού της χώρας- 250.000 παιδιά.
Για μια χώρα με το οικονομικό και δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας, η άμεση αντιμετώπιση του ζητήματος είναι μονόδρομος και περνάει μέσα από το πεδίο της βιοκαινοτομίας για την ανάπτυξη κατάλληλων θεραπευτικών λύσεων. Το Ελληνικό οικοσύστημα βιοκαινοτομίας μπορεί και πρέπει να προσφέρει λύσεις προς αυτή την κατεύθυνση. Εδώ, οι νεοφυείς επιχειρήσεις βιοτεχνολογίας παίζουν καθοριστικό ρόλο. Με την ευελιξία, υψηλή εξειδίκευση και προθυμία τους να αναλάβουν ρίσκα σε νέα επιστημονικά πεδία, μπορούν να καινοτομήσουν ταχύτερα από τα ερευνητικά κέντρα και τις μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες. Oι σπάνιες ασθένειες αποτελούν εξαιρετική επενδυτική ευκαιρία, καθώς η καλά κατανοημένη γενετική τους βάση επιτρέπει την ανάπτυξη στοχευμένων θεραπειών με μειωμένα κόστη σε προκλινικές και κλινικές μελέτες, ενώ η έλλειψη θεραπειών στην αγορά (>95% των σπανίων ασθενειών είναι «ορφανές») δημιουργεί σημαντικό περιθώριο για υψηλές επενδυτικές αποδόσεις.
Για παράδειγμα, μέσω προκλινικών μελετών σε εξατομικευμένα «οργανοειδή» από βλαστοκύτταρα ασθενών, η KosBio επιχειρεί την επαναστόχευση ενός «ορφανού» φαρμάκου για τη θεραπεία της Αταξίας Friedreich, μιας σπάνιας, εκφυλιστικής ασθένειας που οφείλεται σε κληρονομούμενες μεταλλάξεις του γονιδίου FXN. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ελληνικού Συλλόγου Αταξίας Friedreich, στη χώρα μας υπολογίζονται 100 ασθενείς. Οι θεραπευτικές τους επιλογές είναι περιορισμένες, ειδικά για παιδιά κάτω των 16 ετών ενώ, ενδεικτικά, το κόστος του πιο πρόσφατου εισαγόμενου φαρμάκου εκτιμάται στις $370.000 ανά ασθενή, ετησίως.
Επενδύοντας σε νεοφυείς επιχειρήσεις βιοτεχνολογίας, η Ελλάδα μπορεί να βελτιώσει τη ζωή χιλιάδων ασθενών, να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας και να ενισχύσει την οικονομία της. Είναι μια ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί.
*Ο Κώστας Χατζηστέργου είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Βιολογίας στο ΑΠΘ και Συνιδρυτής της KosBio P.C.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Startupper MAG #55