Μαίρη Καμπουράκη: Η τέχνη της φιλοξενίας | «Rodos Palace» έχει γράψει το δικό του success story στο μισό αιώνα

0
2486

Στον μισό αιώνα λειτουργίας του το «Rodos Palace» έχει γράψει το δικό του success story καθορίζοντας τις ζωές της οικογένειας του αείμνηστου ιδρυτή του, Βασίλη Καμπουράκη. Η κόρη του Μαίρη διηγείται την προσωπική της ιστορία που ξεκινά από το Τζιμπουτί και καταλήγει πάντα στη Ρόδο

Γράφει η Έρση Μηλιαράκη

«Το δικό μου ταξίδι ξεκίνησε σε μια ήπειρο με χρώματα, αρώματα και αυθεντικές αναμνήσεις. Γεννήθηκα στην Αφρική, στο Τζιμπουτί, όπου ζούσε η οικογένεια του πατέρα μου πολλά χρόνια πριν, και έμεινα έως 3 ετών. Ο μπαμπάς μου Βασίλης Καμπουράκης γεννήθηκε στην Αβησσυνία της Αιθιοπίας, όπως και τα πέντε αδέλφια του.

Η Αιθιοπία ήταν ιταλική αποικία, όπως η Ρόδος, συνεπώς η μετακίνηση των Ιταλών υπηκόων, όπως ο παππούς μου, μεταξύ των αποικιών για να βρουν δουλειά ήταν τότε πολύ εύκολη. O πατέρας μου μετακινήθηκε στη συνέχεια στο Τζιμπουτί, γαλλική αποικία την εποχή εκείνη, όπου δραστηριοποιήθηκε στην εξαγωγή καφέ, στις εισαγωγές αλκοολούχων ποτών, δημιούργησε φούρνο και αγόρασε το ξενοδοχείο “Hotel de L’Europe” στην κεντρική πλατεία.

Το ξενοδοχείο υπάρχει έως σήμερα και το επισκέφτηκα πριν από πέντε χρόνια με τα παιδιά μου, αλλά δυστυχώς δεν κατάφερα να μείνω. Μέχρι τα 3 μου χρόνια στη Ρόδο, που τόσο λατρεύω, ερχόμουν μόνο για διακοπές.

Μετά όμως μετακομίσαμε εδώ μόνιμα γιατί οι γονείς μου ξεκίνησαν να χτίζουν το ξενοδοχείο “Mediterranean” το 1962, το οποίο λειτούργησε το 1964. Στην αρχή μέναμε οι δυο μας με τη μαμά μου Βαλασία στο νησί και ο μπαμπάς μου πηγαινοερχόταν, αλλά κυρίως έμενε στο Τζιμπουτί.

Μέχρι που το 1971 αποφάσισε να επιστρέψει στην οικογένειά του, είχε γεννηθεί στο μεταξύ και ο αδελφός μου Αντώνης, είχε μπει και ο θεμέλιος λίθος του “Rodos Palace” στις αρχές του 1967 -λίγο πριν από τη δικτατορία- και στο Τζιμπουτί τα πούλησε όλα.

Οταν ήμασταν παιδιά δεν ακούσαμε ποτέ τους γονείς μας να κάνουν λόγο για την οικονομική άνεση που είχαμε ή για το αν ξεχωρίζαμε από τις υπόλοιπες οικογένειες. Μέναμε στο πατρικό σπίτι της μαμάς μου και παίζαμε όλοι μαζί στη γειτονιά. Εχω φοβερές μνήμες, χαρούμενες και ξέγνοιαστες εικόνες.

Δεν υπήρχαν τότε ούτε ιδιωτικά σχολεία στη Ρόδο, και αυτό βοηθούσε πολύ στο να μη μεγαλώνω διαφορετικά από τα άλλα παιδιά. Ημουν δυνατή μαθήτρια – η μαμά μου απαιτούσε από εμένα βαθμούς και ανταποκρινόμουν σε αυτό, μέχρι που μπήκα στην εφηβεία. Μετά ήρθε η αντίδραση απέναντι στους γονείς μου.

Δεν ήθελα να λέω το επίθετό μου γιατί πλέον το γνώριζαν όλοι στο νησί της Ρόδου. Πήγαινα στη Λίνδο, τόπο καταγωγής της μαμάς μου και θερινή κατοικία των παππούδων μου, και από αντίδραση φορούσα τα γυαλιά ηλίου για να μη με αναγνωρίζουν και μου λένε πόσο μοιάζω στη γιαγιά μου. Ενιωθα πως δεν μπορώ να ξεφύγω.

Αρχικά δεν ήθελα να ασχοληθώ με τον τουρισμό. Ηξερα από μέσα πόσο απαιτητική δουλειά ήταν και επειδή και ως άνθρωπος είμαι απαιτητικός θα ήταν μια δύσκολη εξίσωση.

Αποφάσισα λοιπόν τότε, με την πλήρη υποστήριξη των γονιών μου, να σπουδάσω Γεωλογία στη Θεσσαλονίκη. Η σχολή μού άρεσε πολύ, ήταν και μακριά από τη Ρόδο, που για να φτάσεις τότε ήθελες δύο διαφορετικές πτήσεις! Οταν ολοκλήρωσα τις σπουδές μου, άρχισα να δουλεύω ως γεωλόγος στη θεμελίωση του Νοσοκομείου της Ρόδου, μετά από σχετική προκήρυξη θέσης, ενώ ταυτόχρονα, όπως και στα φοιτητικά μου χρόνια, εργαζόμουν στο “Rodos Palace” ως εκπαιδευόμενη ρεσεψιονίστ.

Στην πορεία, αντιλαμβανόμενη πως το επάγγελμα του γεωλόγου δεν θα μπορούσε να στηρίξει τη ζωή που ήθελα να ζήσω και θα έπρεπε να ζητάω στήριξη από τους γονείς μου, άρχισα σιγά-σιγά να μπαίνω σε πιο βαθιά νερά μέσα στο “Rodos Palace”. Στο ενδιάμεσο γνώρισα τον μετέπειτα σύζυγό μου Γιώργο Μπαρμπούτη στη Ρόδο, Αιγυπτιώτη Ελληνα με σπουδές στην Αμερική, παντρευτήκαμε και αποφασίσαμε να φύγουμε μαζί για ένα μεταπτυχιακό στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ, που τότε είχε παράρτημα στο αγαπημένο μου Παρίσι.

Εκεί οι γνώσεις μου στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές που χρησιμοποιούσαμε ως πρωτοπόροι στο ηλεκτρονικό σύστημα κρατήσεων δωματίων, όταν τα υπόλοιπα ξενοδοχεία το κάνανε με χειρόγραφα μέσα, αποδείχτηκαν σημαντικές. Δύο χρόνια λοιπόν στο Παρίσι σπούδασα Ξενοδοχειακό Μάνατζμεντ και επέστρεψα στη Ρόδο μόνιμα πια. Εφερα στον κόσμο τη Βαλασία, αρχιτέκτονα που ασχολείται με τη σκηνογραφία και την κατασκευή σκηνικών για διεθνείς παραγωγές, και τον Αλέξανδρο, μηχανολόγο μηχανικό, 28 και 25 χρόνων αντίστοιχα σήμερα.

Η μεγάλη επιστροφή

Μεγαλώσαμε μέσα στα ξενοδοχεία και ήξερα να διακρίνω τις ανάγκες. Ενας απαράβατος κανόνας που ακολούθησα και εγώ με την προσωπική μου οικογένεια στη συνέχεια ήταν να μαζευόμαστε και οι τέσσερις στο μεσημεριανό τραπέζι. Εκεί ακούγαμε τα πάντα γύρω από τη δουλειά και από τους δυο μας γονείς. Γιατί και η μαμά μου είχε ενεργό ρόλο στη λειτουργία του ξενοδοχείου, μαζί με τον αδελφό της, που ήταν ο οικονομικός μας διευθυντής.

Ημασταν παρόντες σε καθετί που προέκυπτε από το χτίσιμό του. Δεν χρειαζόταν να μου ζητήσουν οι γονείς μου να κάνω κάτι, το έκανα απευθείας μόλις αντιλαμβανόμουν την ανάγκη μόνη μου. Ηξερα να στρώνω επαγγελματικά το κρεβάτι μου, μια συνήθεια που μου έχει μείνει έως σήμερα, ήξερα από σέρβις, ο μπαμπάς μου με μάθαινε να φτιάχνω κοκτέιλ, μου άρεσε να δουλεύω στο μπαρ. Βοηθούσα στο στρώσιμο των τραπεζιών στα μεγάλα gala και τα συνέδρια. Οπότε η επιστροφή ήταν σαν φυσική συνέχεια γιατί ουσιαστικά δεν είχα φύγει ποτέ. Ξεκίνησα λοιπόν ως βοηθός στη ρεσεψιόν και δέχτηκα μεγάλο bulling από τους υπόλοιπους, μέχρι να καταλήξουμε να κάνουμε όλοι μαζί παρέα.

Εγώ δεν ήμουν το παιδί που θα μετέφερα στους γονείς μου ό,τι γινόταν με το προσωπικό και κέρδισα την εμπιστοσύνη τους, ενώ μέχρι σήμερα είναι φίλοι μου και έχουν γίνει διευθυντικά στελέχη σε μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες. Είχα πολύ άγχος τον πρώτο καιρό – θυμάμαι ακόμη ένα περιστατικό όπου ένας πελάτης με ρώτησε στα αγγλικά πού είναι τα γήπεδα του τένις κι εγώ άκουσα πού μπορεί να γευματίσει και έτσι του απάντησα: “Επτά με 10 το πρωί σε αυτό το εστιατόριο δεξιά, 12 με 2 το μεσημέρι θα πάτε πίσω από την πισίνα και 7 με 10 το βράδυ στο «La Rotisserie». Δηλαδή του απάντησα πως το γήπεδο μεταφέρεται τρεις φορές την ημέρα! Στη συνέχεια ασχολήθηκα με τις κρατήσεις, τις πωλήσεις και τη διοργάνωση των εκδηλώσεων και των συνεδρίων.

Το προσωπικό όραμα

Το 1990 ένα σοβαρό θέμα υγείας του πατέρα μου με έριξε στα βαθιά καθώς μου παρέδωσε τη διαχείριση και των δύο ξενοδοχείων μας μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα. Είχε ήδη βάλει μπροστά τη θεμελίωση της νέας πτέρυγας και του καινούριου συνεδριακού του “Rodos Palace”, κάτι που ολοκλήρωσα μέσα σε δύο χρόνια μόνη μου.

Με την επάνοδο του πατέρα μου διαχωρίσαμε τις αρμοδιότητές μας ο πατέρας μου, η μητέρα μου, ο Αντώνης, που ήταν από την αρχή αποφασισμένος να ασχοληθεί με τα ξενοδοχειακά, κι εγώ, που συνήθως αναλάμβανα όλα αυτά με τα οποία δεν ήθελαν να ασχοληθούν οι υπόλοιποι. Το αντικείμενο που πάντα απολάμβανα, και για το οποίο μου προτάθηκε να μετακομίσω στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και να ασχοληθώ επαγγελματικά ούσα παντρεμένη με παιδιά, ήταν αυτό που σήμερα ονομάζουμε “Human Resource Management”. Ημουν εξαιρετική στις συνεντεύξεις προσωπικού.

Το επίτευγμά μου είναι πως έχω καλούς συνεργάτες που δουλεύω μαζί τους χρόνια και τους εμπιστεύομαι. Ο μετρ μας δουλεύει μαζί μου εδώ και 52 χρόνια, πριν ακόμη ανοίξουμε! Σε ένα ξενοδοχείο όπως είναι το “Rodos Palace” με 450 άτομα προσωπικό αυτό είναι καθοριστικό.

Επίσης, επειδή κλήθηκα να αναλάβω τα ηνία πολύ νέα, το πήρα προσωπικά, και ενώ υπήρχαν οι πλάτες του πατέρα μου η ευθύνη ήταν δική μου και δούλεψα σκληρά. Θυμάμαι να πηγαίνω με το 12ποντο στην οικοδομή όταν χτίζαμε τη νέα πτέρυγα, κάτι πρωτόγνωρο για τους εργολάβους, και παρ’ όλα αυτά να μπορώ να επιβληθώ και να προχωρά το έργο.

Δεν μάσησα ποτέ σε καμία πρόκληση! Οταν το 1998, στο παρά πέντε, αναλάβαμε τη διοργάνωση της Συνόδου της τότε Δυτικοευρωπαϊκής Ενωσης, με συνεχείς απαιτήσεις όλο το 24ωρο για στήσιμο νέων αιθουσών συνεδριάσεων, ταυτόχρονη εξυπηρέτηση μεγάλου όγκου διπλωματικών αντιπροσωπειών, αρχηγών κρατών και συμβούλων και εξωτερικά catering, με απαιτητικότερο το επίσημο γεύμα των Ευρωπαίων ηγετών στο Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου στη Μεσαιωνική Πόλη, και το φέραμε εις πέρας λαμβάνοντας διθυραμβικές κριτικές, ένιωσα πολύ μεγάλη ικανοποίηση!

Πάντα αισθανόμουν δέος όταν φιλοξενούσαμε μεγάλου βεληνεκούς ηγέτες στο “Rodos Palace”. Για παράδειγμα, τον πρόεδρο της Κίνας πριν από δέκα χρόνια, αλλά και ηγέτες από τα Αραβικά Εμιράτα, όπως έναν γαλαζοαίματο Σαουδάραβα που μετέτρεψε τη μεγάλη μας συνεδριακή αίθουσα “Jupiter” σε χώρο προσευχής στρώνοντας περσικά χαλιά -μου δώρισε δύο φεύγοντας- απ’ άκρη σ’ άκρη και τοποθετώντας τον θρόνο του στο κέντρο! Μία από τις προσωπικότητες που ξεχώρισα ήταν η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η οποία, ενώ ήταν πραγματικά μια μεγάλη σταρ, ήταν πολύ προσιτή και εξαιρετική στην παρέα. Η απλότητά της και η εξυπνάδα της μου έκαναν τρομερή εντύπωση.

Είμαι περήφανη που είμαι η κόρη του Βασίλη Καμπουράκη. Ο μπαμπάς μου ήταν ένας πολύ δραστήριος άνθρωπος, πρωτοπόρος, διορατικός, εργατικός. Μέχρι και λίγο πριν πεθάνει δούλευε από το πρωί μέχρι το απόγευμα. Εβλεπε πολύ μπροστά για την εποχή του. Του είχα πολλή αδυναμία, όμως δεν μπορώ να πω ότι με καθόρισε περισσότερο από τη μητέρα μου Βαλασία.

Απλώς μοιάζαμε περισσότερο, ήμουν πιο κοντά στη νοοτροπία του, στον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόταν και αντιμετώπιζε τις καταστάσεις και τη ζωή. Οταν έχτισε τον πύργο του “Rodos Palace”, όλοι σχολίαζαν την επιλογή του να μη φτιάξει μπανγκαλόου στα 12 στρέμματα οικοπέδου, αλλά να χτίσει ένα θεόρατο κτίριο 17 ορόφων. Οταν το συζήτησα μαζί του μου είπε: “Μαίρη, δεν με νοιάζει πώς το βλέπουν οι άλλοι απέξω. Με νοιάζει ο πελάτης μου τι βλέπει. Αν το είχα απλώσει οριζόντια, πώς θα έβλεπαν θάλασσα;”.

Ο πατέρας μου επίσης μου έλεγε ότι υπάρχουν στιγμές που πρέπει να καθαρίζει ο εγκέφαλος και να μη μιλάμε για δουλειά. Οταν πηγαίνω στο εξοχικό μου στο Κιοτάρι της Νότιας Ρόδου, ηρεμώ και βρίσκω τη γαλήνη μου. Εχω φίλους, έχω ωραίες παρέες και αν και είμαι μόνη μου πια μετά το διαζύγιό μου, το απολαμβάνω.

Προσωπικά, μου αρέσει να επισκέπτομαι τσιπουράδικα, ταβερνάκια και μικρές απομονωμένες παραλίες. Η Ρόδος έχει πολλά πρόσωπα, έχει και αυτή την πλευρά. Η μόνη περιπέτεια και πρόκληση στην οποία είμαι πια δεκτική είναι να δοκιμάζω όλες τις νέες γαστρονομικές προτάσεις που γεννιούνται στη Ρόδο, γιατί, όπως μας λέγανε και οι γονείς μου, για να απορρίψεις κάτι πρέπει πρώτα να το δοκιμάσεις. Α, και τα ταξίδια! Οσο για το δικό μου όραμα, θα πω το εξής: τι είναι πιο εύκολο ή τι είναι πιο δύσκολο; Να δημιουργήσεις αυτά τα οποία έφτιαξε ο πατέρας μου ή να τα συντηρήσεις και να τα προχωρήσεις; Πόσα παιδιά έχουν καταστρέψει κληρονομιές… Εγώ λοιπόν θα προχωρήσω αυτά που δημιούργησε ο Βασίλης Καμπουράκης. Θα συνεχίσω την ιστορία και το όραμα των γονιών μου»

Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΑΝΩΝΥΜΑ Ή ΕΠΩΝΥΜΑ