Ο Νίκος Διακομιχάλης μιλάει για τον πατέρα του και θυμάται τα κομβικά σημεία της ανοδικής πορείας του
Ήταν φωτεινά μυαλά αυτοί που ξεκίνησαν τον τουρισμό στη Ρόδο. Έβλεπαν τις εξελίξεις να έρχονται κι είχαν κάνει τα κουμάντα τους. Ο πρώτος όμως που αντιλήφθηκε πού πάει το πράγμα ήταν ο Ανδρέας Διακομιχάλης, ο πάμφτωχος γιος του παπά από τη Σύμη που πήγε στην ξενιτιά από τα 16 του και γύρισε για να δημιουργήσει τον Όμιλο Διακομιχάλη.
Είναι καλό να μαθαίνουμε την πορεία κάποιων ανθρώπων που άφησαν το στίγμα τους στα δρώμενα του νησιού και γι’ αυτό ο πιο αρμόδιος να μιλήσει για τον πατέρα του είναι ο γιος του Νίκος Διακομιχάλης, που ευγενικά αποδέχτηκε την πρότασή μου.
Μπορεί οι εποχές να ήταν άλλες, κάποιος θα πει: «δεν γίνονται σήμερα αυτά». Όμως αν και για τότε ήταν εύκολα, θα είχαν πετύχει όλοι!
«Ο πατέρας μου ο Ανδρέας Διακομιχάλης, δεν μας είπε ποτέ λεπτομέρειες για τα παιδικά του χρόνια στη Σύμη, μου λέει, ήταν όμως φτωχικά. Γεννήθηκε το 1912 και ήταν το τελευταίο από τα έξι παιδιά του παπά Νικόλα που καταγόταν από την Κέφαλο της Κω και της πρεσβυτέρας Μαργαρίτας, που ήταν Συμιακιά. Ο παππούς μου ήταν παπάς, οι παπάδες τότε δεν πληρώνονταν κι εκείνος είχε και έξι παιδιά»!
Έφυγε μετανάστης μικρός, ο πατέρας σας!
Αυτό που έχω ακούσει είναι ότι ο παπα-Νικόλας, ήθελε να τον κάνει κι αυτόν παπά. Αυτό έγινε ο λόγος που ξενιτεύτηκε στα 16 του και πήγε στη Μασσαλία της Γαλλίας όπου υπήρχαν τότε πολλοί Συμιακοί. Έμαθε τα γαλλικά, φοίτησε σε σχολή εργοδηγών κι ύστερα τον κάλεσε ο αδελφός του ο Γιώργος στην Αφρική όπου ήταν εγκατεστημένος. Πήγε στο πρώην Βελγικό Κονγκό και εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα, τη σημερινή Κινσάσα. Εκεί γνώρισε τη γυναίκα του την Κλωντίν, τη μητέρα μου που ήταν Βελγίδα, κι έκαναν έξι παιδιά, εκ των οποίων ζουν οι τέσσερις: o Γιώργος που η Βελγίδα μητέρα μας τον φώναζε Ζωζώ, ο Μιχάλης που τον φώναζε Μισέλ, η Τίνα κι εγώ ο μεγαλύτερος.
Τι δουλειές έκανε στο Κονγκό;
Κατάφερε να γίνει εργολάβος οικοδομών και μάλιστα να χτίζει κτήρια και για τη Βελγική κυβέρνηση, του Κονγκό. Έφτασε να απασχολεί μέχρι και 1.000 εργάτες, αυτόχθονες. Έγινε σημαίνον στέλεχος της κοινωνίας και μαζί με τον αδελφό του έχτισαν την ελληνορθόδοξη εκκλησία η οποία έγινε σημείο αναφοράς για όλους τους Έλληνες που ζούσαν εκεί. Είχε επιχειρηματικό μυαλό κι αυτό αποδεικνύεται και από τις επενδύσεις που έκανε στη Ρόδο οι οποίες ήταν πάντοτε μελετημένες. Κι ήταν πολύ εργατικός. Τόσο στα χρόνια της Αφρικής όσο και στα επόμενα, πήγαινε το πρωί στο εργοτάξιο πριν τους εργάτες και τους μοίραζε τη δουλειά.
Διάλεξε τη Ρόδο να εγκατασταθεί αργότερα ενώ πολλοί Συμιακοί προτιμούσαν την Αθήνα!
Γύρω στο 1950, διάλεξε τη Ρόδο να μεταφέρει την οικογένειά του κι ο ίδιος που διατηρούσε τις δουλειές του εκεί για τα επόμενα 10 χρόνια, πηγαινοερχόταν. Εκεί το κλίμα ήταν τροπικό, μεγαλώνοντας εμείς τα παιδιά δεν ήταν εύκολο να παραμείνουμε. Εμένα 5 χρονών μ΄ έστειλε εσώκλειστο, σε Ελβετικό σχολείο. Αποφάσισε να γυρίσουμε χωρίς να χάσει την περιουσία του εκεί και ξεκίνησε αμέσως τις επενδύσεις στη Ρόδο. Πρώτα όμως έφτιαξε ένα σπίτι για να μείνουμε, αυτό που δώρισε στη συνέχεια να λειτουργεί ως Ίδρυμα Υποτροφιών Διακομιχάλη, ένα μεγάλο λευκό οίκημα στην πλατεία Φώκιαλη, απέναντι από το παλιό ΙΚΑ.
Ποια ήταν η πρώτη του επένδυση στη Ρόδο τη δεκαετία του ‘50; Τι σκέφτηκε να κάνει;
Το σπίτι ολοκληρώθηκε το 1955 και τότε ήταν που αγόρασε από την Εθνική Τράπεζα ένα πολύ μεγάλο κτήμα το οποίο βρίσκεται απέναντι από το ξενοδοχείο “Sunwing”. Εκεί έχτισε δύο μεγάλες αποθήκες που τις έκανε πτηνοτροφεία και δημιούργησε και σφαγείο. Κάποτε δούλεψα κι εγώ εκεί. Έπεσε μια αρρώστια όμως τότε στα κοτόπουλα και είδε ότι έπρεπε να αφήσει αυτή τη δουλειά. Το 1960 οι αυτόχθονες πήραν την ανεξαρτησία του Κονγκό, ωστόσο ο πατέρας μου συνέχισε να πηγαινοέρχεται μέχρι το 1965.
Στα ξενοδοχεία πώς στράφηκε, τι είδε που τον έπεισε;
Εγώ τότε ήδη σπούδαζα σε σχολή της Ελβετίας στα ξενοδοχειακά, το μέλλον φαινόταν να είναι εκεί. Ο πατέρας μου είχε ταξιδέψει σ’ όλη την Ευρώπη με τ’ αυτοκίνητο, είδε που πάει το πράγμα κι έτσι στραφήκαμε στον τουρισμό. Το πρώτο ξενοδοχείο μας, το “Blue Sea” στο Φαληράκι το χτίσαμε σε έκταση που είχε αγοράσει το 1955 εκεί που δεν υπήρχαν καν δρόμοι για να πας και οι ίδιοι οι Καλυθενοί φοβόντουσαν να περάσουν, ακούγοντας τον βρυχηθμό της θάλασσας. Ξεκινήσαμε να το χτίζουμε το 1970 και το 1976, στις 17 Ιουλίου το λειτουργήσαμε χωρίς να είναι εντελώς έτοιμο, με παρότρυνση του ΕΟΤ γιατί οι τουρίστες που έρχονταν κοιμόντουσαν στις ταράτσες, τόση ζήτηση υπήρχε. Πηγαίναμε μόνο από χωματόδρομο. Μετά από εμάς ο Λαχανιάτης έχτισε το “Rodos Beach”, είχε ξεκινήσει κι ο Βασιλάκης τα δικά του, αλλά και ο Μηναΐδης. Εγώ είχα γυρίσει το 1971 από την Ελβετία, ασχοληθήκαμε με το χτίσιμο του ξενοδοχείου, κάποια στιγμή τελείωσαν και τα χρήματα, πήραμε δάνειο.
Την περίοδο της Χούντας κι εσείς, από τον Μπαλόπουλο; Γινόταν τότε!
Εμείς το πρώτο μας δάνειο το πήραμε τέλος του 1974, επί Καραμανλή. Μάλιστα είχα ανέβει στην Αθήνα με την αδελφή μου την Τίνα και συναντήσαμε τον Ράλλη ο οποίος και μας βοήθησε.
Τι εθνικότητας ήταν τότε οι τουρίστες, στο Φαληράκι;
Γερμανοί, Αυστριακοί και Σκανδιναβοί ήταν στην αρχή. Οι Εγγλέζοι προτιμούσαν την Ιξιά γιατί ήταν και πιο φθηνά τα ξενοδοχεία. Ήταν πάνω από τον δρόμο σε αντίθεση με αυτά του Φαληρακίου που ήταν πάνω στη θάλασσα. Στη συνέχεια, παρέδωσε τη σκυτάλη σ’ εμένα σε ό,τι αφορά το “Blue See” και συνέχισε με το “Pegasos”, δίπλα στο “Blue Sea”. Σηκωνόταν το πρωί και πήγαινε και έβαζε το πρώτο τούβλο, ο ίδιος. Το “Pegasos” λειτούργησε το 1984, με Γερμανούς. Η TUI μάλιστα ήθελε αποκλειστικότητα, αλλά δεν το θελήσαμε εμείς. Το ξενοδοχείο αυτό το ανέλαβε ο αδελφός μου ο Γιώργος. Τότε ήταν που ξεκινήσαμε το “Pedi Beach” στη Σύμη την οποία αγαπούσε ο πατέρας μου ως ιδιαίτερη πατρίδα του. Το 1992, ανοίξαμε το “Blue Star” απέναντι από το “Blue Sea”.
Και πρόσφατα ο Όμιλος ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του δήμου Σύμης για τη μίσθωση του ξενοδοχείου “Nireus”. Πώς προχώρησαν τα πράγματα μ’ αυτό;
Η διαδικασία έχει ολοκληρωθεί, αλλά λόγω των ενστάσεων του σημερινού ενοικιαστή δεν έχει έρθει στα χέρια μας.
Το 1991 ο πατέρας σας έκανε μία μεγάλη κίνηση που βοήθησε πάρα πολλούς φοιτητές στις σπουδές τους, τα τελευταία 30 χρόνια!
Πράγματι, το 1991 δική του επιθυμία ήταν η δημιουργία του Ιδρύματος Διακομιχάλη, στο οποίο δώρισε και το σπίτι του. Το Ίδρυμα του οποίου είμαι πρόεδρος (κανείς από το Δ.Σ. δεν παίρνει αμοιβή), όλα αυτά τα χρόνια χρηματοδότησε 190 φοιτητές με 1.200.000 ευρώ, για όλη τη διάρκεια των σπουδών τους. Η προκήρυξη των υποτροφιών γίνεται κάθε Οκτώβρη και δημοσιεύεται στον τοπικό Τύπο. Ο πατέρας μου ήταν λιγομίλητος, ήθελε όμως να συνεχίσουμε στον ίδιο ρυθμό και με την ίδια ένταση αφού ο ίδιος μας εξασφάλισε το μέλλον μας. Έβλεπε μπροστά, έβλεπε τις εξελίξεις, αγαπούσε τη Ρόδο, αγαπούσε τη Σύμη και επένδυε. Πέθανε το 1995, στα 83 του.
Τελικά τι εξήγηση δίνετε; Ήταν και τύχη να σου έρθουν ευνοϊκά τα πράγμα ώστε να δημιουργήσεις;
Πρώτα-πρώτα ήταν η δύναμη του ανθρώπου και μετά όλα τ’ άλλα.
Και αυτός Κεφσλιανος!!!