της Εύας Οικονομάκη
Στην ανάγκη μετασχηματισμού του τουριστικού μοντέλου της Ελλάδας στη μετά-COVID-19 εποχή, η οποία θα χαρακτηρίζεται από έντονο ανταγωνισμό για την προσέλκυση ξένων τουριστών, εστιάζει στη νέα μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (ΕΤΕ).
Όπως αναφέρεται, η επέλαση της πανδημίας φαίνεται ότι προκαλεί μεταβολές στα κριτήρια επιλογής ταξιδιωτικών προορισμών, με την παροχή ποιοτικών υπηρεσιών και την εξασφάλιση υγειονομικής ασφάλειας να αποκτούν πλέον εξέχουσα σημασία (προτεραιότητα για το 50% των τουριστών στις βασικές χώρες προέλευσης).
Έτσι, η νέα κανονικότητα αναμένεται να είναι αρκετά διαφορετική σε σχέση με το παρελθόν, με αυξημένο ανταγωνισμό όσον αφορά την προσέλκυση ξένων τουριστών. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα είναι ευκαιρία να απαγκιστρωθεί από το μοντέλο μαζικού τουρισμού που χαρακτηρίζεται από έντονα στοιχεία εποχικότητας, υψηλό ποσοστό ξενοδοχείων χαμηλής ποιότητας και εξάρτηση από πρακτορεία εξωτερικού.
Προώθηση ολοκληρωμένου τουριστικού προϊόντος
Μάλιστα, για να επιτευχθεί αυτός ο μετασχηματισμός, η μελέτη επικεντρώνεται στην επένδυση σε ποιοτικές υπηρεσίες και υποδομές, με παράλληλη προώθηση ενός ολοκληρωμένου τουριστικού προϊόντος που θα αφορά όλη τη διάρκεια του έτους. Προς αυτή την κατεύθυνση απαιτούνται ενέργειες:
- Από την πλευρά των επιχειρήσεων, χρειάζεται στρατηγική στόχευση για την αύξηση πολυτελών ξενοδοχείων, δεδομένου ότι οι μονάδες 4-5 αστέρων καλύπτουν 23% των ελληνικών ξενοδοχείων, έναντι 65% στη Μεσόγειο. Αξιοσημείωτο είναι ότι η τάση αναβάθμισης είναι ήδη εμφανής, καθώς οι συγκεκριμένες κατηγορίες σημείωσαν αύξηση 57% την τελευταία δεκαετία στην Ελλάδα (με διπλασιασμό των ξενοδοχείων 5 αστέρων), έναντι μείωσης 15% σε μονάδες 1-2 αστέρων. Τα πολυτελή ξενοδοχεία μπορούν να προσελκύσουν τουρίστες υψηλής δαπάνης, ενώ παράλληλα παρουσιάζουν καλύτερες επιδόσεις από χαμηλότερης ποιότητας ξενοδοχεία. Συγκεκριμένα, φάνηκαν πιο ανθεκτικά στην τρέχουσα κρίση (με 62% του τομέα να έχει υγιή στόχευση, έναντι 27% για ξενοδοχεία 1-2 αστέρων), ενώ αναμένουν μικρότερη πτώση πωλήσεων το 2020 (35%, έναντι 50% για τα 1-2 αστέρων).
- Επιτακτική κρίνεται επίσης η επίλυση διαχρονικών ζητημάτων ελλιπούς διασύνδεσης των νησιών με τους τόπους προέλευσης των τουριστών. Ειδικότερα, βάσει της έρευνας της ΕΤΕ, το 60% των ξενοδοχειακών μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε νησιά δηλώνει πως η διασύνδεση αποτελεί τροχοπέδη στην δραστηριότητά τους, ενώ σαν βασική ευκαιρία ανάπτυξης αναγνωρίζουν την αναβάθμιση των υποδομών λιμανιών και αεροδρομίων της χώρας. Αξιοσημείωτο είναι ότι αυτή η διαπίστωση από την πλευρά των επιχειρήσεων συμβαδίζει με τα συμπεράσματα του Σχεδίου Ανάπτυξης για τον κλάδο (έκθεση Πισσαρίδη, Νοέμβριος 2020), καθώς η αναβάθμιση υποδομών υπογραμμίζεται ως μία από τις βασικές προτεραιότητες για τη μελλοντική ανάπτυξη του κλάδου.
Ισχυρό το πλήγμα της πανδημίας
Με δεδομένο ότι ο τουριστικός τομέας είναι ο κλάδος που έχει δεχθεί το εντονότερο πλήγμα από τη συνεχιζόμενη πανδημία, η οποία ανέκοψε την ισχυρά ανοδική πορεία των τουριστικών ροών στην Ελλάδα κατά την τελευταία 8ετία, ο κύκλος εργασιών των ελληνικών ξενοδοχείων σχεδόν μηδενίστηκε στο τρίμηνο Απριλίου-Ιουνίου 2020.
Στο καλύτερο δίμηνο της φετινής περιόδου (Αύγουστος-Σεπτέμβριος) ο κύκλος εργασιών των ελληνικών ξενοδοχείων σημείωσε πτώση της τάξης του 60% (-35% για τα ξενοδοχεία που λειτούργησαν), έναντι μέσης πτώσης 12% στον λοιπό επιχειρηματικό τομέα. Βάσει αυτής της δυσμενούς εικόνας, η ζήτηση του κλάδου αναμένεται να σημειώσει ετήσια πτώση της τάξης του 75% (-80% από το εξωτερικό και 45% από την Ελλάδα), οδηγώντας σε απώλειες τουριστικών εισπράξεων της τάξης των 15 δισ. ευρώ, για την ελληνική οικονομία το 2020.
Όπως αποτυπώνεται στα ευρήματα της έρευνας της ΕΤΕ σε μικρομεσαία ξενοδοχεία, το μεγαλύτερο πλήγμα από την πανδημία δέχτηκαν τα νησιά, κυρίως λόγω υψηλής εξάρτησης από τουρίστες εξωτερικού (που λόγω περιορισμών στις διεθνείς μετακινήσεις πιέστηκαν περισσότερο). Ως θετικό σημειώνεται, ότι παρά τη σφοδρότητα της κρίσης, τα νησιωτικά ξενοδοχεία έχουν ισχυρό οπλοστάσιο για τη μετάβαση στην επόμενη μέρα (δηλαδή, υγιή σε μεγάλο βαθμό χρηματοοικονομική εικόνα προ κρίσης, και πρόσφατα πραγματοποιθείσες επενδύσεις αναβάθμισης ποιότητας).
Η εικόνα των διανυκτερεύσεων
Την ίδια στιγμή, όπως αποτυπώνεται στη μελέτη, οι διανυκτερεύσεις στα ελληνικά ξενοδοχεία ήταν σχεδόν μηδενικές το δεύτερο τρίμηνο, ενώ στο καλύτερο δίμηνο της φετινής περιόδου, τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο, σημείωσαν πτώση της τάξης του 60% συγκριτικά με την αντίστοιχη περίοδο του 2019.
Αξίζει να σημειωθεί ότι εν μέρει αυτή η πτώση αντικατοπτρίζει τη μηδενική δραστηριότητα ξενοδοχείων που παρέμειναν κλειστά ακόμα και μετά την άρση του lockdown (της τάξης του 40% του τομέα). Τα υπόλοιπα ξενοδοχεία που λειτούργησαν σημείωσαν μικρότερη πτώση της τάξης του 35% στο αντίστοιχο διάστημα (Αύγουστος-Σεπτέμβριος), με πληρότητα της τάξης του 45% (έναντι 70% στην αντίστοιχη περίοδο του 2019).
tourismtoday.gr