Του Ιωάννη Γκιτσάκη (*)
Αποτελεί κοινή ομολογία, ότι η χώρα μας, χάρη στα αυστηρά περιοριστικά μέτρα που έλαβε εγκαίρως η ελληνική κυβέρνηση, έχει καταφέρει να βρίσκεται στις πρώτες θέσεις των χωρών με τη μικρότερη εξάπλωση του κορονοϊού.
Ήδη η Ελλάδα θεωρείται ως ασφαλές καταφύγιο για την προστασία από τον CoVid-19 και αρκετοί πολίτες ευρωπαϊκών χωρών, με ισχυρές οικονομίες και καλύτερα συστήματα υγείας, έχουν έρθει (μέχρι να κλείσουν τα σύνορα) ή θα ήθελαν να έρθουν στη χώρα μας, προκειμένου να προφυλαχθούν από τον κορονοϊό.
Για τον ίδιο λόγο και εφόσον τα πράγματα εξελιχθούν ομαλά, η Ελλάδα αναμένεται να αποτελέσει φέτος το καλοκαίρι ίσως τον πιο ελκυστικό τουριστικό προορισμό σε παγκόσμιο επίπεδο. Ήδη στο διεθνή τύπο δημοσιεύονται άρθρα και αναλύσεις, όπως λ.χ. αυτό της βρετανικής εφημερίδας «The Telegraph», με τίτλο: «The first country I‘ll visit after coronavirus? There‘s no contest»,[1] τα οποία έχουν έναν κοινό παρονομαστή: Η Ελλάδα συνιστά τον κορυφαίο και ασφαλέστερο τουριστικό προορισμό για το 2020. Σε αυτό βεβαίως συμβάλλει και το γεγονός ότι η χώρα μας παίζει φέτος ουσιαστικά χωρίς αντίπαλο, καθώς οι περισσότερες γειτονικές και ανταγωνιστικές τουριστικά χώρες (όπως λ.χ. Ιταλία, Ισπανία, Τουρκία, Γαλλία κ.ά.) έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα από τον κορονοϊό και τις επιπτώσεις του, τόσο σε ουσιαστικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο τουριστικού brand. Για τις χώρες αυτές, η φετινή τουριστική περίοδος έχει ήδη χαθεί.
Το πρώτο λοιπόν δεδομένο, με τα μέχρι σήμερα στοιχεία και εφόσον ο κύκλος εξάπλωσης του κορονοϊού ολοκληρωθεί ή περιοριστεί σημαντικά ως το τέλος Μαΐου, είναι πως η Ελλάδα θα αποτελέσει ενδεχομένως τον κορυφαίο ταξιδιωτικό προορισμό του φετινού καλοκαιριού. Εφόσον, επαναλαμβάνω, τα πράγματα εξελιχθούν ομαλά, οι ξένοι τουρίστες αναμένεται να εκδηλώσουν έντονο ενδιαφέρον για να επισκεφτούν τη χώρα μας στο δεύτερο εξάμηνο του έτους. Αρκεί όμως αυτό για να σωθεί η φετινή τουριστική περίοδος;
Δυστυχώς όχι.
Διότι, παρά τη βούληση των ξένων τουριστών να έρθουν για διακοπές στη χώρα μας, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι η χώρα μας θα τους επιτρέψει τελικά να την επισκεφτούν. Τα ελληνικά σύνορα θα παραμείνουν κλειστά στους ξένους τουρίστες για όσο καιρό συνεχίζει να υφίσταται κίνδυνος μετάδοσης του κορονοϊού στη χώρα μας από αυτούς. Αυτό ισχύει για τους τουρίστες που προέρχονται από χώρες στις οποίες η εξάπλωση του κορονοϊού δεν θα έχει ακόμα ολοκληρωθεί ή περιοριστεί σημαντικά, όπως λ.χ. Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία, Αγγλία και Σκανδιναβικές χώρες.
Δυστυχώς για την Ελλάδα και τον τουρισμό μας, οι χώρες από τις οποίες προέρχεται παραδοσιακά το μεγαλύτερο ρεύμα εισερχόμενου τουρισμού, είναι και οι χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο από τον κορονοϊό, διότι απέτυχαν ή καθυστέρησαν να τον αντιμετωπίσουν εξίσου αποτελεσματικά με τη χώρα μας. Σε αυτό συντέλεσε και η αποτυχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να προβλέψει και να εφαρμόσει εγκαίρως μία κοινή ευρωπαϊκή πολιτική αντιμετώπισης της εξάπλωσης του κορονοϊού. Η έλλειψη κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής οδήγησε μοιραία στην αντιμετώπιση του φαινομένου σε καθαρά εθνικό επίπεδο, με αποτέλεσμα να υπάρχουν διαφορετικές πολιτικές αντιμετώπισης του κορονοϊού και διαφορετικά αποτελέσματα αντιμετώπισης σε κάθε χώρα της Ευρώπης.
Έχοντας υπόψη τα παραπάνω δεδομένα, ανακύπτει το ερώτημα για το αν μπορεί τελικά να σωθεί η φετινή τουριστική περίοδος για τη χώρα μας και υπό ποιες προϋποθέσεις θα μπορούσε αυτό να επιτευχθεί. Είναι προφανές ότι η επίτευξη του στόχου αυτού αποτελεί το σημαντικότερο project πάνω στο οποίο εργάζονται σήμερα, τόσο το Υπουργείο Τουρισμού, όσο και οι εμπλεκόμενοι με τον τουρισμό δημόσιοι και ιδιωτικοί φορείς. Ελπίζοντας ότι θα μπορέσω να συμβάλω και εγώ στην επίτευξη του κοινού αυτού εθνικού σκοπού, θα προσπαθήσω να εξετάσω ποιες κατηγορίες τουριστών και υπό ποιες προϋποθέσεις θα μπορούσαν να επισκεφτούν φέτος τη χώρα μας:
(1) Οι Ρώσοι τουρίστες. Η χώρα μας δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να προσελκύσει μεγάλο αριθμό Ρώσων τουριστών σε σύγκριση με άλλες ανταγωνιστικές (Τουρκία) ή μη ανταγωνιστικές χώρες (Ταϊλάνδη και άλλες χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας). Αυτό οφείλεται περισσότερο στην απαίτηση βίζας για τους Ρώσους τουρίστες που επισκέπτονται τη χώρα μας και λιγότερο στις υψηλότερες τιμές που έχει η χώρα μας σε σχέση με τις ανταγωνιστικές τουριστικά χώρες. Η Τουρκία, όμως, που αποτελεί τον άμεσο ανταγωνιστή μας στην περιοχή, τόσο λόγω μη απαίτησης βίζας όσο και λόγω χαμηλότερων τιμών, δεν αναμένεται να προσελκύσει φέτος Ρώσους τουρίστες, εξαιτίας της ανεξέλεγκτης εξάπλωσης του κορονοϊού στη χώρα. Το ίδιο ισχύει και για την Ιταλία, τη Γαλλία και την Ισπανία, ενώ εκτός ανταγωνισμού βγαίνουν και οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας, τόσο λόγω του κορονοϊού, όσο και λόγω καιρικών συνθηκών (μουσώνες). Ο δε Ρώσος τουρίστας, φαντάζει αυτή τη στιγμή ως ο ιδανικός και «ασφαλής» τουρίστας, καθώς η εξάπλωση του κορονοϊού στη Ρωσία είναι ιδιαίτερα περιορισμένη με βάση τα σημερινά δεδομένα (μόλις 5.400 κρούσματα στις 5 Απριλίου). Η «αγορά» της Ρωσίας λοιπόν θα πρέπει να αποτελέσει τον πρώτο στόχο προσέλκυσης τουριστών για τη φετινή τουριστική περίοδο. Για την επίτευξη του στόχου αυτού θα πρέπει, αφενός να σχεδιαστεί και να υλοποιηθεί άμεσα μία σχετική διαφημιστική καμπάνια και αφετέρου, να καταργηθεί ή να απλοποιηθεί σημαντικά η απαίτηση βίζας. Και επειδή αυτό δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τη χώρα μας, θα πρέπει να υποβληθούν οι κατάλληλες προτάσεις προς τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκειμένου να επιτραπεί, κατ’ εξαίρεση για φέτος, η είσοδος Ρώσων τουριστών στην Ελλάδα χωρίς βίζα. Να εξασφαλιστεί, δηλαδή, ότι οι Ρώσοι τουρίστες θα μπορούν να επισκεφτούν αποκλειστικά και μόνο τη χώρα μας (και όχι να κινηθούν ελεύθερα εντός του χώρου Σένγκεν), χωρίς βίζα, παρά μόνο με μία ειδική άδεια ή σφραγίδα επί του διαβατηρίου, κατά την είσοδό τους στην Ελλάδα.
(2) Οι Κινέζοι τουρίστες. Όταν άρχισαν οι πρώτες ανησυχητικές ανακοινώσεις για την εξάπλωση του κορονοϊού στην Κίνα, τόσο η δική μου ανησυχία,[2] όσο και των επαγγελματιών του τουρισμού, αφορούσε στις επιπτώσεις από την ενδεχόμενη μείωση των αφίξεων κινέζων τουριστών στην Ελλάδα, οι οποίες πέρσι ανήλθαν σε περίπου 200.000. Σήμερα, όμως, μετά την κήρυξη πανδημίας και την παγκόσμια εξάπλωση του κορονοϊού, η αρχική ανησυχία έχει ανατραπεί πλήρως. Η εξάπλωση του κορονοϊού στην Κίνα φαίνεται πως έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της, καθώς η καμπύλη μετάδοσής του έχει σταθεροποιηθεί εδώ και περίπου ενάμιση μήνα και έκτοτε έχουν καταγραφεί ελάχιστα νέα κρούσματα, τα οποία στη συντριπτική πλειοψηφία τους είναι εισερχόμενα (82.600 κρούσματα συνολικά, εκ των οποίων 77.200 έχουν αναρρώσει πλήρως, στις 5 Απριλίου). Ο Κινέζος τουρίστας φαντάζει, λοιπόν, αυτή τη στιγμή ως ένας ακόμη ιδανικός και «ασφαλής» τουρίστας για τη χώρα μας. Η δε χώρα μας μπορεί να διεκδικήσει σημαντικό μερίδιο της «αγοράς» των Κινέζων τουριστών, χάρη στον περιορισμένο σήμερα ανταγωνισμό από τις χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας (που αποτελούν τους παραδοσιακούς προορισμούς των Κινέζων τουριστών), τόσο λόγω του κορονοϊού, όσο και λόγω καιρικών συνθηκών, όπως προαναφέρθηκε. Για την επίτευξη του στόχου αυτού θα πρέπει, αφενός να υπογραφεί ένα σχετικό μνημόνιο συνεργασίας με την κινεζική κυβέρνηση, το οποίο θα προβλέπει ενδεχομένως και την απλοποίηση της απαίτησης βίζας για τους Κινέζους τουρίστες που θα επισκεφτούν φέτος τη χώρα μας και αφετέρου, να σχεδιαστεί και να υλοποιηθεί άμεσα μία σχετική διαφημιστική καμπάνια για την προσέλκυσή τους στη χώρα μας.
(3) Οι Ευρωπαίοι τουρίστες. Εδώ έχουμε να κάνουμε με το «μεγάλο ασθενή» του κορονοϊού. Αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, θα πρέπει να αποδεχθούμε, ότι οι Ευρωπαίοι τουρίστες δύσκολα θα καταφέρουν φέτος να έρθουν στη χώρα μας, τουλάχιστον κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Και αυτό, όχι διότι οι ίδιοι δεν θα το επιθυμούν, αλλά διότι η Ελλάδα πιθανότατα δεν θα τους επιτρέψει την είσοδο, υπό τον κίνδυνο εισαγόμενων κρουσμάτων κορονοϊού στη χώρα. Η πρόβλεψή μου -και μακάρι να διαψευσθώ- είναι ότι τα σύνορα της Ελλάδας θα παραμείνουν κλειστά για τους παραδοσιακούς Ευρωπαίους τουρίστες της χώρας, τουλάχιστον κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Για να μπορέσουν να επισκεφτούν τη χώρα μας τουρίστες από την Αγγλία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία και τις Σκανδιναβικές χώρες, θα πρέπει να διασφαλιστεί προηγουμένως, ότι οι τουρίστες αυτοί δεν θα μεταφέρουν τον κορονοϊό στη χώρα μας και μάλιστα διασπείροντάς τον στα ελληνικά νησιά, με τις ελλιπείς υποδομές του συστήματος υγείας. Δεν γνωρίζω αν αυτό μπορεί πράγματι να διασφαλιστεί.
Γνωρίζω, όμως, ότι για να διασφαλιστεί κάτι τέτοιο, δεν αρκεί μόνο η προσκόμιση κάποιων ιατρικών πιστοποιητικών, όπως αναφέρει η Deutsche Bank στην έκθεσή της με τίτλο «Coronavirus: A threat to the business of traditional tourist destinations»,[3] αλλά απαιτείται μία ειδική κοινή ευρωπαϊκή πολιτική. Θα πρέπει λοιπόν άμεσα, η ελληνική κυβέρνηση να αναλάβει πρωτοβουλία για τη σύγκληση των αρμόδιων ευρωπαϊκών οργάνων, προκειμένου να σχεδιαστεί και να υλοποιηθεί ένα κοινό, αξιόπιστο και αποτελεσματικό ευρωπαϊκό σύστημα ασφαλούς εσωτερικής μετακίνησης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως για λόγους τουρισμού. Ένα σύστημα, το οποίο θα μπορούσε να προβλέπει, ότι κάθε ευρωπαίος πολίτης που επιθυμεί να επισκεφτεί τη χώρα μας ή άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για λόγους τουρισμού, θα πρέπει να απευθύνεται σε μία ορισθείσα για το σκοπό αυτό εθνική Αρχή και να ακολουθήσει τις οδηγίες της.
Οι οδηγίες αυτές θα μπορούσαν να προβλέπουν λ.χ. το να τεθεί ο ενδιαφερόμενος σε αυστηρή και επιτηρούμενη καραντίνα για δύο εβδομάδες πριν από την ημερομηνία του ταξιδιού του και να υποβληθεί κατά την αναχώρησή του σε εξέταση (τεστ) για τον κορονοϊό (εφόσον αυτό είναι δυνατόν), μέσω των νέων τεστ ταχείας ανίχνευσης.
Σε περίπτωση μάλιστα ομαδικών ταξιδιών, μέσω των μεγάλων tour operators, οι τελευταίοι θα μπορούσαν να αναλάβουν το κόστος και τις διαδικασίες προμήθειας των σχετικών τεστ για τους πελάτες τους και να τα διανείμουν σε αυτούς ή στην ως άνω ορισθείσα εθνική Αρχή. Σε περίπτωση επιτυχούς ολοκλήρωσης των διαδικασιών αυτών, ο ενδιαφερόμενος τουρίστας θα λαμβάνει μία ειδική άδεια, με την οποία θα μπορεί να ταξιδέψει στη χώρα μας ή στη χώρα που έχει δηλώσει ως χώρα προορισμού. Για τη λήψη της σχετικής άδειας θα ενημερώνονται ηλεκτρονικά οι αρμόδιες εθνικές Αρχές στα αεροδρόμια και τις πύλες εισόδου της χώρας προορισμού, όπου και θα μπορεί να επαναλαμβάνεται η εξέταση, εφόσον αυτό κριθεί σκόπιμο. Σε περίπτωση πρόβλεψης και λειτουργίας ενός τέτοιου κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασφαλούς μετακίνησης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η χώρα μας θα μπορούσε πράγματι να δεχθεί φέτος και Ευρωπαίους τουρίστες. Δεν θεωρώ ιδιαίτερα δύσκολη την οργάνωση και λειτουργία ενός τέτοιου συστήματος, αρκεί να σχεδιαστεί και να υλοποιηθεί άμεσα.
Ένα σχετικό ζήτημα, το οποίο θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα, είναι αυτό των προσφερόμενων τιμών από τους μεγάλους ευρωπαϊκούς tour operators. Είναι προφανές, ότι οι tour operators θα προσπαθήσουν να καλύψουν τις τεράστιες οικονομικές τους ζημιές εξαιτίας του κορονοϊού, προφέροντας στους Έλληνες ξενοδόχους και ιδιοκτήτες τουριστικών καταλυμάτων, ιδιαίτερα χαμηλές τιμές. Οι εμπλεκόμενοι επαγγελματίες καλό θα ήταν να μην ενδώσουν στις προτάσεις αυτές.
Ας αναλογιστούν ότι, σε περίπτωση που τα πράγματα εξελιχθούν ομαλά, η χώρα μας πιθανότατα θα αποτελέσει φέτος τον ασφαλέστερο και, ως εκ τούτου, τον ελκυστικότερο τουριστικό προορισμό σε παγκόσμιο επίπεδο. Κατά συνέπεια, οι επαγγελματίες του τουρισμού, όχι μόνο δεν πρέπει να συμφωνήσουν σε χαμηλότερες τιμές, αλλά ίσως πρέπει να επιδιώξουν και να εξασφαλίσουν υψηλότερες τιμές σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Η χώρα μας μπορεί να κεφαλαιοποιήσει το brand της υγειονομικά ασφαλούς χώρας, το οποίο κατάφερε να αποκτήσει μετά από μεγάλη προσπάθεια, αυστηρά μέτρα περιορισμού και σημαντική ζημιά στην οικονομία της. Η προνομιακή θέση της χώρας μας κατά τη φετινή τουριστική περίοδο, σε συνδυασμό με την ανάγκη των μεγάλων tour operators για άμεσες χρηματικές εισροές, ενισχύουν τη διαπραγματευτική θέση των Ελλήνων επαγγελματιών του τουριστικού κλάδου. Συνεπώς, θα μπορούσαν να επιτύχουν σημαντικά υψηλότερες τιμές, οι οποίες ίσως αποδειχτούν καθοριστικές στην προσπάθεια να επιτευχθεί ο στόχος και να σωθεί η φετινή τουριστική περίοδος.
(4) Οι Έλληνες τουρίστες. Η προσέλκυση Ρώσων, Κινέζων και Ευρωπαίων τουριστών που περιγράφηκε παραπάνω, είναι μεν εφικτή, αλλά φαντάζει δύσκολα υλοποιήσιμη. Το πιθανότερο σενάριο είναι ότι τη φετινή τουριστική περίοδο θα τη σώσουν τελικά οι Έλληνες τουρίστες. Είναι σχεδόν βέβαιο, ότι οι επαγγελματίες του τουρισμού θα στραφούν φέτος σε μεγάλο βαθμό προς τον εγχώριο τουρισμό. Αυτό είναι και το μόνιμο παράπονο, ημών, των Ελλήνων τουριστών, ότι οι επαγγελματίες του τουρισμού μας θυμούνται συνήθως στα δύσκολα. Δηλαδή, όταν οι ξένοι τουρίστες γυρίζουν για οποιοδήποτε λόγο την πλάτη τους προς τη χώρα μας. Αντιθέτως, στις καλές χρονιές του τουρισμού, αρκετοί επαγγελματίες του τουρισμού εκδηλώνουν την προτίμησή τους προς τους ξένους τουρίστες και προσαρμόζουν τις τιμές τους στα οικονομικά δεδομένα αυτών, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι ο Έλληνας τουρίστας αδυνατεί ή δυσκολεύεται να ανταπεξέλθει στις τιμές αυτές. Ευτυχώς πάντα υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, ιδίως στα λιγότερο τουριστικά νησιά.
Φέτος, λοιπόν, είναι μια πολύ δύσκολη χρονιά για τον ελληνικό τουρισμό και ο Έλληνας τουρίστας θα κληθεί και πάλι να σώσει σε μεγάλο βαθμό την τουριστική σεζόν. Για το λόγο αυτό, τα αρμόδια Υπουργεία θα πρέπει να σχεδιάσουν ένα ειδικό πρόγραμμα επιδοτούμενων διακοπών για τους Έλληνες πολίτες, αντίστοιχο με αυτό του κοινωνικού τουρισμού, μέσω της διανομής σχετικών τουριστικών «vouchers».
Με τον τρόπο αυτό θα ενισχυθούν, τόσο οι πληττόμενοι επαγγελματίες του τουρισμού, όσο και οι δικαιούχοι που θα συμμετάσχουν στο πρόγραμμα. Αλλά και οι ίδιοι οι επαγγελματίες του τουρισμού θα πρέπει να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν ένα γενναίο πρόγραμμα προσφορών προς τους Έλληνες τουρίστες, για την τρέχουσα καλοκαιρινή περίοδο, προσφέροντας πραγματικά χαμηλές και προσιτές τιμές, ούτως ώστε να καταφέρουν να προσελκύσουν το μεγαλύτερο δυνατό αριθμό Ελλήνων τουριστών.
Εφόσον λοιπόν τα πράγματα εξελιχθούν ομαλά και η καμπύλη εξάπλωσης του κορονοϊού στη χώρα μας ολοκληρωθεί ή περιοριστεί σημαντικά μέχρι το τέλος Μαΐου, όπως δείχνουν σήμερα τα σχετικά μαθηματικά μοντέλα, η Ελλάδα μπορεί μεν να ανέβει το Γολγοθά της, πλην όμως θα έχει την ευκαιρία να σώσει τη φετινή τουριστική περίοδο και να μην απολέσει τα έσοδα της βιομηχανίας του τουρισμού, τα οποία αντιπροσωπεύουν το 20% του ΑΕΠ της χώρας. Το πρώτο και καθοριστικό διακύβευμα, το οποίο είναι η αντιμετώπιση του κινδύνου εξάπλωσης του κορονοϊού στη χώρα μας, φαίνεται πλέον πως επιτυγχάνεται, έστω και επίπονα.
Πάνω σε αυτή την επιτυχία θα πρέπει να δομηθεί ένα νέο στρατηγικό σχέδιο στον τομέα του τουρισμού, με σκοπό την ασφαλή προσέλκυση στη χώρα μας, Ρώσων, Κινέζων και Ευρωπαίων τουριστών, παράλληλα με ένα αντίστοιχο σχέδιο για την προσέλκυση Ελλήνων τουριστών. Εφόσον τα σχέδια αυτά προετοιμαστούν άμεσα και υλοποιηθούν αποτελεσματικά, τότε όχι μόνο θα σωθεί η φετινή τουριστική περίοδος, αλλά η χώρα μας μπορεί να καταφέρει να μετατρέψει την απειλή σε ευκαιρία, και τον κίνδυνο μείωσης των τουριστικών αφίξεων, σε προοπτική προσέλκυσης νέων τουριστικών ροών και, μάλιστα, όχι μόνο πρόσκαιρα για τη φετινή χρονιά, αλλά και σε πιο μόνιμη και σταθερή βάση, ενισχύοντας έτσι την εικόνα της Ελλάδας ως ελκυστικού τουριστικού προορισμού 365 ημερών το χρόνο.
(*) Ο κ. Ιωάννης Γκιτσάκης (twitter @gitsakis) είναι Δικηγόρος Θεσσαλονίκης και Διδάκτωρ Διοικητικού Δικαίου.
[1] https://www.telegraph.co.uk/travel/destinations/europe/greece/articles/greece-best-country
[2] https://money-tourism.gr/koronoiada-os-eykairia-anaptyxis-ton-elliniko-toyrismo
[3] https://www.dbresearch.com/servlet/reweb2.ReWEB?rwnode=RPS_EN-PROD$LATEST_PUBLICAT_EN&rwsite=RPS_EN-PROD&rwobj=ReDisplay.Start.class&document=PROD0000000000506790
– Πηγή: money-tourism.gr