Κλειστά σχολεία, κλειστά καταστήματα και επιχειρήσεις. Ο κορωνοϊός έχει οδηγήσει σε πλήρη παράλυση του δημόσιου βίου στην Ευρώπη. Για πόσο όμως ακόμη; Ήδη ακούγονται εκκλήσεις για την ανάγκη μιας στρατηγικής εξόδου. Διαβάστε το θέμα της DW.
Πόσο καιρό ακόμη «αντέχουν» οι Γερμανοί τα εκτεταμένα περιοριστικά μέτρα; Είναι πραγματικά τόσο απηυδισμένοι αυτό το διάστημα οι πολίτες, όσο υποστηρίζουν πολλοί πολιτικοί; Ο βουλευτής των Φιλελευθέρων Μάρκο Μπούσμαν δεν αποκλείει μάλιστα να «εξεγερθεί» σύντομα η μεσαία, κυρίως, τάξη των Γερμανών, όταν αρχίσουν να βλέπουν να χάνονται οι δουλειές τους ή οι αποταμιεύσεις τους.
Όπως είπε προς τη Deutsche Welle, μολονότι η παρούσα συγκυρία επιβάλλει τον περιορισμό των ατομικών ελευθεριών, πρέπει να εκπονηθούν σχέδια «προκειμένου να χαλαρώσουν και εν τέλει να αρθούν τα μέτρα, εφόσον βέβαια το επιτρέπει η υγειονομική κατάσταση». Το ερώτημα, όπως λέει, είναι «ποιο βαθμό επικινδυνότητας μπορούμε να αποδεχθούμε για να επιστρέψουμε σταδιακά στην κανονικότητα».
Στο ερώτημα πότε θα πρέπει να αρθούν τα περιοριστικά μέτρα υπάρχουν στο μεταξύ πολυ πιο εξειδικευμένες απαντήσεις. Ο χριστιανοδημοκράτης πολιτικός Κάρστεν Λίνεμαν, για παράδειγμα, και με το επιχείρημα ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για ένα δίμηνο ή τρίμηνο shut-down, προτείνει να ανεβάσει η οικονομία σταδιακά ρυθμούς ήδη μετά το Πάσχα.
Υπομονετικοί ακόμη οι Γερμανοί
Την ίδια ώρα από ιατρική σκοπιά ο επιφανής γερμανός επιδημιολόγος Κεκουλέ εκτιμά ότι η χαλάρωση των μέτρων θα μπορούσε να δρομολογηθεί ήδη μετά τις διακοπές του Πάσχα (Καθολικό Πάσχα 12 Απρ.). Διαφορετική η άποψη του προέδρου του Ιατρικού Συνδέσμου Φρανκ-Ούλριχ Μοντγκόμερι που εκτιμά ότι η επιστροφή στην κανονικότητα δεν μπορεί να ξεκινήσει πριν τον Μάιο.
Η γερμανική κυβέρνηση πάντως δεν φαίνεται να εξετάζει προς το παρόν καν τέτοια σενάρια. «Βρισκόμαστε στην αρχή της επιδημίας και δεν μπορούμε να άρουμε πρόωρα τα αναγκαία μέτρα», επισήμανε στις αρχές της εβδομάδας ο υπουργός Εσωτερικών Χορστ Ζέεχοφερ. Η κυβέρνηση προτίθεται να βάλει στο τραπέζι ενδεχόμενη χαλάρωση των μέτρων μόνο όταν υποχωρήσει αισθητά ο ρυθμός αύξησης των κρουσμάτων.
Οι περισσότεροι Γερμανοί πάντως φαίνεται να έχουν συμβιβαστεί με τα μέτρα. Σε πρόσφατη δημοσκόπηση το 88% των πολιτών τάχθηκε υπέρ της παράτασης των μέτρων για άλλες τρεις εβδομάδες. Πάνω από τους μισούς θα υποστήριζαν μάλιστα και την περαιτέρω αυστηροποίησή τους. Η δημοσκόπηση δεν έθεσε ωστόσο το ερώτημα εάν οι πολίτες θα είχαν την ίδια άποψη σε περίπτωση πολύ μεγαλύτερης χρονικά ισχύος των μέτρων.
Η «νέα κανονικότητα»
Στην Ιταλία και παρά την ελαφρά μείωση του αριθμού των νέων κρουσμάτων η κυβέρνηση δεν εξετάζει ούτε καν θεωρητικά το ενδεχόμενο χαλάρωσης των δρακόντειων μέτρων στην παρούσα φάση. Όπως είπε και ο υπουργός Υγείας Σπεράντσα, «δεν πρέπει να συγχέουμε τα πρώτα θετικά μηνύματα με μηνύματα εφησυχασμού».
Η Ισπανία που καταγράφει τον δεύτερο σε μέγεθος αριθμό κρουσμάτων στην Ευρώπη προχώρησε στην επιβολή ακόμη πιο αυστηρών μέτρων. Το σπίτι τους επιτρέπεται να εγκαταλείπουν πλέον μόνον όσοι εργάζονται σε «κρίσιμους τομείς». «Ανεπίτρεπτο. Η κυβέρνηση δεν μας συμβουλεύτηκε καν», καταγγέλλει ο πρόεδρος του Επιχειρηματικού Συνδέσμου CEOE, προμηνύοντας καταστροφικές συνέπειες και μαζική ανεργία. Η παράλυση της οικονομίας εγκυμονεί τον κίνδυνο «όχι μόνο οικονομικής αλλά και κοινωνικής κρίσης», όπως εκτίμησε.
Μακριά από την επιστροφή στην κανονικότητα βρίσκεται και η Αυστρία. Βάσει νέων μέτρων έγινε πλέον υποχρεωτική η χρήση μασκών στα σούπερ μάρκετ. Η εφημερίδα Die Presse κάνει λόγο για «νέα κανονικότητα» που θα διαρκέσει περί τον έναν χρόνο. «Εξυπακούεται όμως ότι η χώρα δεν μπορεί να περάσει αυτό τον χρόνο στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην οποία βρίσκεται σήμερα».
Εξαρχής δυο τουλάχιστον ευρωπαϊκές χώρες ακολούθησαν το δικό τους δρόμο. Τόσο ο ολλανδός πρωθυπουργός Ρούτε όσο και ο βρετανός ομόλογός του Τζόνσον επένδυσαν αρχικά στη λεγόμενη «ανοσία της αγέλης», περιοριστικά μέτρα δηλαδή μόνον για ευπαθείς ομάδες και ηλικιωμένους, με την ελπίδα ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού θα νοσήσει με ήπια συμπτώματα και θα παρουσιάσει στη συνέχεια ανοσία. Τα σχολεία είχαν παραμείνει καταρχάς ανοικτά. Μετά τις καταιγιστικές αντιδράσεις που είχαν προκληθεί ωστόσο και με φόντο τον αυξανόμενο αριθμό των νεκρών, οι κυβερνήσεις ανέκρουσαν πρύμναν, αναθεώρησαν τις πολιτικές τους και πλέον δεν ακούγονται καν φωνές που να ζητούν άρση των μέτρων.
Περί στρατηγικής εξόδου
Μια ιδιαίτερη περίπτωση εξακολουθεί να είναι η Σουηδία όπου εξακολουθεί να κυριαρχεί μια σχετική κανονικότητα. Τα εστιατόρια παραμένουν ανοιχτά, όπως επίσης ένα μεγάλο μέρος των σχολείων ενώ απαγορεύτηκαν οι επισκέψεις σε γηροκομεία. Η κυβέρνηση φαίνεται να επενδύει περισσότερο στη λογική των ανθρώπων, όπως φάνηκε και κατά το πρόσφατο διάγγελμα του πρωθυπουργού Λεβέν.
Στη Γερμανία πάντως ακόμη και οι πιο ένθερμοι θιασώτες της επιστροφής στην κανονικότητα δεν προτείνουν ακόμη συγκεκριμένες ημερομηνίες, υποστηρίζοντας ότι αυτό θα κριθεί από την ιατρική και επιστημονική πρόοδο στη μάχη κατά του κορωνοϊού. Αυτό που αξιώνουν όμως μετ’ επιτάσεως από την κυβέρνηση είναι να εκπονηθεί μια στρατηγική εξόδου από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Ο χριστιανοκοινωνιστής πολιτικός Χανς Μίχελμπαχ κάνει λόγο για την ανάγκη «προπαρασκευαστικών ενεργειών που θα επιτρέψουν να ανεβάσουμε σταδιακά ρυθμούς». Την ίδια ώρα ο Φόλκερ Βίλαντ, μέλος του συμβουλίου οικονομικών εμπειρογνωμόνων της κυβέρνησης, των λεγόμενων «σοφών», συμβουλεύει την καγκελάριο να θίξει το θέμα στους ίδιους τους πολίτες. «Στη βάση συγκεκριμένων κριτηρίων μπορείς να απαντήσεις στο ερώτημα πώς θα συνεχίσουμε;». Με τον τρόπο αυτό, όπως λέει, μπορεί να σταθεροποιηθεί η οικονομική κατάσταση και παράλληλα να οικοδομηθεί εμπιστοσύνη».
Γερμανία: 1 στις 5 επιχειρήσεις θεωρεί ότι απειλείται με πτώχευση
Η Κεντρική Ένωση Βιομηχανικών και Εμπορικών Επιμελητηρίων Γερμανίας πραγματοποίησε έρευνα για τις επιπτώσεις στη γερμανική οικονομία λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού.
Η έρευνα διεξήχθη κατά το χρονικό διάστημα 24 έως 26 Μαρτίου. Στην έρευνα συμμετείχαν περίπου 15.000 επιχειρήσεις από όλη τη Γερμανία από τους ακόλουθους οικονομικούς κλάδους: υγειονομική περίθαλψη (3%), μεταφορές/αποθήκευση (4%), ταξιδιωτικές υπηρεσίες (4%), κατασκευές (6%), χονδρικό εμπόριο (7%), εστίαση/φιλοξενία (9%), λιανικό εμπόριο (12%), βιομηχανία (19%), άλλες υπηρεσίες (36%). Η κατανομή των γερμανικών επιχειρήσεων στην εν θέματι ανωτέρω έρευνα ανά μέγεθος εταιρείας έχει ως εξής: 1-19 εργαζόμενοι (62%), 20-199 (29%), 200-499 (5%), 500- 999 (2%), πάνω από 1.000 εργαζόμενοι 2%).
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας ο αριθμός των εταιρειών που πλήττονται σκληρά από την εν λόγω πανδημία σχεδόν διπλασιάστηκε μέσα σε χρονικό διάστημα τριών εβδομάδων. Στην εν θέματι έρευνα του DIHK, πάνω από το 80% των επιχειρήσεων αναμένουν σημαντική πτώση των πωλήσεων τους. Σε αντίστοιχη, προηγούμενη έρευνα (αρχές Μαρτίου) του DIHΚ, μόλις οι μισές από τις γερμανικές επιχειρήσεις ήταν τόσο απαισιόδοξες.
Επιπρόσθετα, περισσότερες από μία στις τέσσερις εταιρείες αναμένουν μείωση του κύκλου εργασιών τους, τουλάχιστον κατά 50% για το τρέχον έτος. Το μεγαλύτερο πρόβλημα αποτελεί η έλλειψη ρευστότητας με τις τρέχουσες πωλήσεις κοντά στο μηδέν ενώ επικρατεί μια εξαιρετικώς αβέβαιη προοπτική: σχεδόν κάθε πέμπτη εταιρεία θεωρεί ότι απειλείται με πτώχευση.
Επιπρόσθετα, το 43% των εταιρειών περιγράφουν ως το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν την πλήρη διακοπή των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους. Έντονη ανησυχία υπάρχει όχι μόνο για τις επόμενες εβδομάδες, αλλά για την μακροπρόθεσμη λειτουργία τους όπως επίσης και για το προσωπικό που απασχολούν. Το 38% των επιχειρήσεων, από όλους τους κλάδους, είναι υποχρεωμένοι να μειώσουν το εργατικό δυναμικό τους, στον δε τομέα των ταξιδιωτικών υπηρεσιών/φιλοξενίας, το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 75%. Σχεδόν το 63% των ερωτηθέντων αντιμετωπίζει ήδη μείωση της ζήτησης των παρεχόμενων προϊόντων/υπηρεσιών, το 48% διαχειρίζεται ακυρώσεις παραγγελιών, ενώ το 38% έχει αναστείλει προγραμματιζόμενες επενδύσεις.
Όσον αφορά τα ανακοινωθέντα μέτρα στήριξης της γερμανικής Κυβέρνησης, το 68% των γερμανικών εταιρειών αναγνωρίζουν ως σημαντικότερη βοήθεια τις κρατικές επιδοτήσεις και τα μέτρα διευκόλυνσης/εφαρμογής μερικής ή ευέλικτης απασχόλησης και καταβολής εργοδοτικών εισφορών από τις επιχειρήσεις για το προσωπικό τους. Παράλληλα το 60% των γερμανικών επιχειρήσεων, αναδεικνύει ως την πιο σημαντική υποστήριξη για τις μικρές επιχειρήσεις, τα μέτρα προσαρμογής/αναβολής των φορολογικών τους υποχρεώσεων.