Βαρύ είναι το πένθος στον Διαγόρα Ρόδου και συνολικά στην οικογένεια του ροδίτικου ποδοσφαίρου, μετά την απώλεια του Παναγιώτη Ρίζου, ενός ανθρώπου που αφιέρωσε τη ζωή του στην ανάπτυξη και την υποστήριξη της ομάδας, αφήνοντας ανεξίτηλο το αποτύπωμά του.
Ο Παναγιώτης Ρίζος, γνωστός στους παλιότερους και ως «Γερμανός», απεβίωσε σε ηλικία 86 ετών, ύστερα από μακρά μάχη με προβλήματα υγείας. Ωστόσο, μέχρι και τα τελευταία του χρόνια, το μυαλό και η καρδιά του παρέμεναν σταθερά συνδεδεμένα με τον αγαπημένο του Διαγόρα.
Ποδοσφαιριστής αρχικά, τόσο στον Διαγόρα όσο και στον Φοίβο Κρεμαστής, και μετέπειτα άνθρωπος-σύμβολο στα “φυτώρια” του συλλόγου, υπήρξε πυλώνας στην ανάδειξη δεκάδων ποδοσφαιριστών, που πέρασαν μέσα από τα χέρια του και τίμησαν τα χρώματα της Ρόδου. Η αφοσίωσή του, η εργατικότητα και η απλότητά του, τον έκαναν αγαπητό όχι μόνο στους κύκλους του Διαγόρα, αλλά και σε ολόκληρη την ποδοσφαιρική κοινότητα του νησιού.
Η παρουσία του δεν μετριόταν με τίτλους ή προβολή. Μετρούσε σε σιωπηλή προσφορά, σε καθημερινή παρουσία, σε αγάπη δίχως ανταλλάγματα για τη φανέλα και την ιστορία του «γηραιού». Ο Παναγιώτης Ρίζος υπηρέτησε με ήθος, αξιοπρέπεια και αφοσίωση, γράφοντας το όνομά του ανάμεσα σε εκείνους που δεν ξεχνιούνται.
Διαβάστε την ποδοσφαιρική του σταδιοδρομία σε ένα άρθρο που είχαμε δημοσιεύσει το 2019:
Γράφει ο Δημήτρης Δραγάτης
Αποτελεί μια από τις σημαντικές προσωπικότητες του ιστορικού Διαγόρα. Αν και έχει πολλά χρόνια να περάσει από τη λέσχη και το γήπεδο τον έχει …χάσει, παραμένει στις μνήμες όλων ως ο άνθρωπος που πρόσφερε τεράστιο έργο στο σύλλογο από τα χέρια του οποίου πέρασαν τόσοι και τόσοι παίκτες για σχεδόν 30 χρόνια.
Ο άνθρωπος αυτός δεν είναι άλλος από τον Παναγιώτη Ρίζο ή τον «Γερμανό» όπως τον ξέρουν οι παλιότεροι. Η ιστορία του ξεκινάει από πολύ παλιά καθώς γεννήθηκε το πολύ μακρινό 1939 στο νησί της Καλύμνου. Εκεί δεν έμεινε βέβαια σχεδόν καθόλου, παρά μόνο μέχρι να βαπτιστεί. Στη συνέχεια ήρθε με την οικογένειά του στο νησί της Ρόδου όπου και πέρασε όλα τα παιδικά του χρόνια. Ενίοτε μετακινούταν στα διάφορα νησιά της Δωδεκανήσου καθώς ο πατέρας του ήταν ναυτικός.
Τα πρώτα του ποδοσφαιρικά βήματα τα έκανε σε μια αλάνα που είχε κοντά στην περιοχή του Σαν Φραγκίσκο μαζί με τους Κυπριώτη, Σβύνο και άλλους. Από εκεί τον «τσίμπησαν» οι παράγοντες του Διαγόρα και το 1954, σε ηλικία δηλαδή 14 ετών έκανε το πρώτο του δελτίο στην παιδική ομάδα.
Τρία χρόνια μετά, το 1957 ήρθε η μεγάλη στιγμή να πάρει μέρος στην ανδρική ομάδα. Ο Διαγόρας που εκείνα τα χρόνια έπαιζε στο τοπικό, έδινε ένα μπαράζ στην Κόρινθο με αντίπαλο τον Παγκορινθιακό διεκδικώντας την άνοδό του στην Α’ Εθνική Κατηγορία (τότε δεν υπήρχαν άλλες Εθνικές κατηγορίες και από το τοπικό μπορούσες να διεκδικήσεις την άνοδο στη μεγάλη κατηγορία).
Ο Ρίζος επιλέχθηκε για να καλύψει τη θέση του Κωνσταντίνου ο οποίος μια εβδομάδα νωρίτερα είχε αποβληθεί γιατί χτύπησε το διαιτητή. Το παιχνίδι δεν ήταν εύκολο (η ροδίτικη ομάδα δεν τα κατάφερε) αλλά έδωσε τον καλύτερό του εαυτό και ουσιαστικά από εκεί και πέρα καθιερώθηκε στην αμυντική διάταξη του «γηραιού». Μάλιστα είχε αναλάβει σε εκείνη την αναμέτρηση να μαρκάρει τον μετέπειτα ομοσπονδιακό προπονητή Γιάννη Κόλλια.
Η μεγάλη άνοδος στη Β’ Εθνική
Λίγα χρόνια αργότερα (στις αρχές της δεκαετίας του 1960), έζησε τη μεγάλη άνοδο του Διαγόρα στη Β’ Εθνική Κατηγορία, στα πρώτα χρόνια δημιουργίας αυτής της κατηγορίας. Η ροδίτικη ομάδα είχε δημιουργήσει εκείνη τη δεκαετία ένα σύνολο πολύ ικανών παικτών και είχε κάνει ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία της. Το 1967 ακολούθησε η γνωστή συγχώνευση μεταξύ του Διαγόρα, του Ροδιακού και του Δωριέα και έτσι προέκυψε η Ρόδος.
Ο Ρίζος έμεινε ένα χρόνο στη νεοσύστατη Ρόδο αλλά έπαιξε τρία παιχνίδια. Όπως είχε πει πολλά χρόνια αργότερα σε συνέντευξή του, «έφυγα γιατί δεν με σήκωνε το κλίμα». Ακολούθησε ο Φοίβος Κρεμαστής το 1969. Την πρώτη χρονιά ήταν στο τοπικό αλλά στη συνέχεια ανέβηκε στη Β’ Εθνική. Ήταν τότε που πήρε την απόφαση να αποσυρθεί σιγά σιγά. Έκανε ένα σύντομο πέρασμα και πάλι από τον Διαγόρα αλλά και τη Δόξα Ψίνθου και κατόπιν «κρέμασε» τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια. Ήταν το 1973.
Η προπονητική καριέρα
Αξίζει να σημειωθεί ότι χρημάτισε προπονητής το 1974 στον Κλεάνθη Παραδεισίου και στη συνέχεια πέρασε από τη Δόξα Ψίνθου και τον Διγενή Κοσκινού. Συνέδεσε όμως το όνομά του με τα τσικό του Διαγόρα καθώς για περισσότερα από 25 χρόνια ασχολήθηκε με πολύ ζήλο και από τα χέρια του πέρασαν πάρα πολλοί ποδοσφαιριστές στα πρώτα τους βήματα όπως ο Σκαρτάδος, ο Γ. Ράδος, ο Λαγκάνης και πολλοί άλλοι.
Τα ποδοσφαιρικά παπούτσια και τα …πριμ!
Σε μια εντελώς διαφορετική ποδοσφαιρική πραγματικότητα, ορισμένα σημερινά αυτονόητα πράγματα, ήταν είδος πολυτελείας. Όπως τα ποδοσφαιρικά παπούτσια για παράδειγμα ήταν δυσεύρετα. Τα πρώτα του παπούτσια ήταν βακέτα. Τα έφτιαχνε ο Λόντος ο Ζωίδης. Από κάτω είχε σκάρες και μόλις φαγωνόντουσαν τα πηγαίνανε για να βάλει καινούργιες. Αργότερα, το 1957 αγόρασε ένα ζευγάρι PUMA.
Με αυτά έπαιξε στον Διαγόρα, τη Ρόδο, τον Φοίβο και όταν πήγα στον Διγενή τα έδωσα δώρο στον Σάββα Κολλιό όπου και αυτός έπαιξε για άλλα τρία χρόνια. Δηλαδή αυτό το ζευγάρι παπούτσια χρησιμοποιήθηκε για περίπου 15 χρόνια (!) χωρίς καμία δόση υπερβολής! Αντιλαμβάνεστε ότι τα πράγματα τότε ήταν εντελώς διαφορετικά. Για τους ποδοσφαιριστές ήταν αρκετά ένα σορτς, μια φανέλα και μια πετσέτα. Αυτό ήταν το υλικό.
Τα χρεωνόντουσαν μάλιστα και τα έπλεναν μόνοι τους. Και φυσικά και τα …πριμ δεν υπήρχαν έτσι όπως τα γνωρίζουμε σήμερα. Συνήθως ήταν ένα γλυκό, ή ένα δείπνο. Μια φορά μόνο που έχει μείνει και στην ιστορία, ο Διαγόρας κέρδισε εκτός έδρας τον Φωστήρα (δεκαετία 1960) και κάθε παίκτης πήρε από 150 δραχμές. Ήταν ένα σκληρό παιχνίδι, κατά τη διάρκεια του οποίου αποκόμισε …σουβενίρ και ένα σημάδι ακριβώς δίπλα στο μάτι που παρέμεινε μόνιμα. Το παιχνίδι ήταν και στο ΠΡΟΠΟ και το «2» ήταν μεγάλη έκπληξη.
πηγη: https://www.rodiaki.gr/