Την ώρα που οι σχέσεις των δύο χωρών βρίσκονται στο « κόκκινο», µε τον Ερντογάν να δηµιουργεί πολεµικές συνθήκες, στον αθλητικό τοµέα οι εκπρόσωποί µας είναι περιζήτητοι και απολαµβάνουν δόξα και χρήµα από τους γείτονες
Εδώ και πολλά χρόνια, αλλά ειδικά την τελευταία χρονική περίοδο, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις σε πολιτικό επίπεδο μοιάζουν με τρενάκι του τρόμου όπου οι επιβάτες του δεν ξέρουν τις τους περιμένει στην επόμενη στροφή λόγω της αλλοπρόσαλλης στάσης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Από το δίωρο γεύμα με τον Κυριάκο Μητσοτάκη στις 13 Μαρτίου και τις αισιόδοξες δηλώσεις ότι «θα συμβάλω στην επίλυση των θεμάτων μεταξύ των χωρών μας» μέχρι το ξέσπασμα και το περίφημο «Μητσοτάκης γιοκ» στα τέλη Μαΐου, κανείς δεν μπορεί να δώσει μια λογική εξήγηση για τις μεταμορφώσεις του Τούρκου προέδρου.
Ωστόσο, με τη δημοτικότητά του να είναι σε αντιδιαστολή με τον… πληθωρισμό, σχεδόν κανείς πλέον δεν δίνει ιδιαίτερη αξία στον επιθετικό λόγο του κατά της Ελλάδας. Αντιθέτως, στον χώρο του αθλητισμού οι ελληνοτουρκικές σχέσεις διάγουν την καλύτερή τους περίοδο, καθώς την επόμενη χρονιά το ελληνικό στοιχείο θα είναι πιο έντονο από ποτέ στα πρωταθλήματα της γειτονικής χώρας, με το ποδόσφαιρο να κερδίζει τη μερίδα του λέοντος και το μπάσκετ να ακολουθεί. Και αυτό δεν είναι κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά, αλλά αισίως συμπληρώνουμε μια γεμάτη δεκαετία όπου οι Ελληνες ποδοσφαιριστές αποφάσισαν να περάσουν στην άλλη πλευρά του Αιγαίου και να συνεχίσουν την καριέρα τους στην τουρκική Süper Lig, με τη μεγάλη έκρηξη να σημειώνεται την τελευταία πενταετία.
Βλέπετε, ο Ερντογάν μπορεί να λέει «γιοκ» στην ελληνική πλευρά, αλλά, παρόλο που ελέγχει με τον τρόπο του (θα το αναλύσουμε παρακάτω) το γενικότερο σύστημα του αθλητισμού, οι παράγοντες των ομάδων εξακολουθούν να επενδύουν στους Ελληνες αθλητές. H εξήγηση του γιατί συμβαίνει αυτό είναι απλή: στην πλειονότητά τους οι συμπατριώτες μας που αγωνίζονται (ή αγωνίστηκαν) στην Τουρκία όχι απλώς δικαιολόγησαν τα χρήματα που δαπανήθηκαν στις ομάδες τους, αλλά τις περισσότερες φορές δημιούργησαν μεγάλη υπεραξία αποκτώντας τεράστιο έρεισμα στις τάξεις των οπαδών των συλλόγων τους.
Γιατί και εκεί (όπως συμβαίνει άλλωστε και στην Ελλάδα) αυτό που θέλουν να βλέπουν οι φίλαθλοι από τους ξένους (όχι μόνο από τους Ελληνες) είναι να αποδεικνύουν μέσα στο γήπεδο ότι όντως κάνουν τη διαφορά. Πέρα όμως από τις αγωνιστικές απαιτήσεις που υπάρχουν σε όλες τις χώρες, μιλώντας με αρκετούς από τους αθλητές που έχουν ζήσει την εμπειρία ενός τουρκικού πρωταθλήματος (σε διάφορες πόλεις) το εντυπωσιακό είναι ότι όλοι τους δήλωσαν γοητευμένοι από τον τρόπο με τον οποίο τους υποδέχτηκε και αποδέχτηκε ο κόσμος.
«Στο μυαλό του απλού κόσμου δεν υπάρχει καμία έχθρα και καμία αντιπαλότητα. Προφανώς και υπάρχουν κάποιοι φανατικοί, αλλά η πλειονότητα του κόσμου όχι απλώς δεν έχει κανένα πρόβλημα, αλλά πραγματικά όταν καταλαβαίνουν ότι έχουν να κάνουν με Ελληνα είναι πολύ εκδηλωτικοί και φιλικοί», μας είπε ένας εξ αυτών αποτυπώνοντας με τον πιο απλό και χαρακτηριστικό τρόπο τα όσα εισέπραξαν και εξακολουθούν να εισπράττουν οι συμπατριώτες αθλητές στην Τουρκία.
Μπακασέτας, Σιώπης: Οι σουλτάνοι της Μαύρης Θάλασσας
Ο Τάσος Μπακασέτας και ο Μανώλης Σιώπης δεν είναι οι πρώτοι Ελληνες που φόρεσαν τη φανέλα της ομάδα από την Τραπεζούντα. Τη σεζόν 2014-2015 ο Αβραάμ Παπαδόπουλος ήταν αυτός που αγωνίστηκε με την μπορντό-μαβί φανέλα της Τράμπζονσπορ, της ομάδας που έσπασε το κατεστημένο της Κωνσταντινούπολης (Φενέρ, Γαλατά, Μπεσίκτας) κατακτώντας το πρωτάθλημα Τουρκίας το 1976. Ωστόσο στην πόλη που ιδρύθηκε το 756 π.Χ. από Ιωνες αποίκους και υπήρξε ένα από τα σπουδαιότερα κέντρα του Ελληνισμού πανηγύρισαν τον τελευταίο (από τους συνολικά πέντε) τίτλο τους στο πρωτάθλημα το μακρινό 1984 και έκτοτε μόνο οι σποραδικές κατακτήσεις του Κυπέλλου έδιναν μια κάποια χαρά στους ανθρώπους της. Μέχρι τη στιγμή που οι δύο Ελληνες (εννοείται μαζί με τους υπόλοιπους συμπαίκτες τους) αποβιβάστηκαν στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας και μέσα σε ελάχιστους μήνες προκάλεσαν ένα απίστευτο τσουνάμι ενθουσιασμού.
Το καλοκαίρι του 2019 με διαφορά λίγων μηνών ο Τάσος Μπακασέτας και ο Μανώλης Σιώπης (που υπήρξαν συμπαίκτες τη σεζόν 2015-2016 στον Πανιώνιο) βρέθηκαν στην Αλάνια της Τουρκίας για λογαριασμό της τοπικής Αλάνιασπορ (στην οποία ήδη αγωνιζόταν ο Γιώργος Τζαβέλλας). Ο Μπακασέτας αποκτήθηκε αντί 600.000 ευρώ από την ΑΕΚ, ο Σιώπης αντί 500.000 ευρώ από τον Αρη και η πόλη που ήταν κυρίως γνωστή ως παραθαλάσσιο τουριστικό θέρετρο μπήκε στον ποδοσφαιρικό χάρτη της Τουρκίας.
Από ομάδα-ασανσέρ μεταξύ Α’ και Β’ Εθνικής έφτασε να βγει στην Ευρώπη (Europa League) και οι δύο Ελληνες εκτόξευσαν την αξία τους στο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο. Τον Γενάρη του 2021 ο Μπακασέτας πουλήθηκε αντί 3,5 εκατ. ευρώ (600% περισσότερα χρήματα από αυτά που δαπανήθηκαν για την απόκτησή του) στην Τράμπζονσπορ και το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου ακολούθησε το ίδιο δρομολόγιο ο Σιώπης (αντί 1,1 εκατ. ευρώ). Σήμερα η χρηματιστηριακή αξία του πρώτου είναι στα 10 εκατ. ευρώ (με τη ρήτρα του στα 12 εκατ.) και του δεύτερου στα 5,5 εκατ. ευρώ.
Η Αλάνια έβγαλε μέσα σε λίγους μήνες κέρδος 3,5 εκατ. (οι έξυπνες επενδύσεις που προαναφέραμε), η Τράμπζονσπορ βρήκε δύο ηγέτες εντός και εκτός γηπέδου που την οδήγησαν ξανά στην κορυφή μετά από 38 ολόκληρα χρόνια και οι δύο συμπατριώτες μας την ποδοσφαιρική τους Ιθάκη. Ο Μπακασέτας, που είχε ζήσει κάτι ανάλογο το 2018 όταν ως παίκτης της ΑΕΚ πανηγύρισε τον πρώτο τίτλο της Ενωσης μετά από 24 χρόνια, στη φιέστα έκανε την εμφάνισή του με την ελληνική σημαία στους ώμους του χορεύοντας το «Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας», με όλο το γήπεδο να παραληρεί… Ενώ ο Σιώπης, ο οποίος πανηγύρισε τον πρώτο τίτλο της καριέρας του, ξέδωσε χορεύοντας τσιφτετέλι! Στην Τραπεζούντα πλέον δεν είναι απλώς οι Ελληνες, αλλά τα «διαμάντια του Εύξεινου Πόντου», τα καρντάσια που για χάρη τους παίζουν συνέχεια συρτάκι και υμνούν την ελληνοτουρκική φιλία.
Το ελληνικό νταμπλ με Γούτα και Σίβασπορ
Το θαύμα της Τράμπζονσπορ δεν ήταν το μοναδικό που είχε ελληνικό χρώμα στο τουρκικό ποδόσφαιρο. Λίγες ημέρες μετά τη φιέστα για την κατάκτηση του τίτλου, ένας άλλος Ελληνας πανηγύρισε την κατάκτηση του Κυπέλλου. Ο λόγος για τον Δημήτρη Γούτα, ο οποίος το καλοκαίρι του 2021 εξαργυρώνοντας τις δύο καλές σεζόν με τον Ατρόμητο είχε συμφωνήσει να συνεχίσει στην ΑΕΚ. Στην Ενωση όμως το μετάνιωσαν και δεν ενεργοποίησαν το συμβόλαιό του, με τον 28χρονο αμυντικό να μετακομίζει στην Κεντρική Ανατολία για λογαριασμό της Σίβασπορ, με τη φανέλα της οποίας πανηγύρισε στις 26 Μαΐου την κατάκτηση του Κυπέλλου (3-2 στην παράταση την Κάισερισπορ, στην οποία αγωνίζεται ο Δημήτρης Κολοβέτσιος), που ήταν και ο πρώτος τίτλος στην ιστορία του συλλόγου. Ο Γούτας (έπαιξε αλλαγή στον τελικό) μέτρησε 38 εμφανίσεις με τη φανέλα της Σίβασπορ και η χρηματιστηριακή του αξία από τις 600.000 ευρώ το περασμένο καλοκαίρι είναι πλέον στα 3 εκατ. ευρώ!
Ο δεύτερος Πέλκας και οι υπόλοιποι
Το τρίπτυχο της ελληνικής επιτυχίας στη Süper Lig συμπληρώθηκε με τον Δημήτρη Πέλκα και τη Φενέρ, που πήρε τη δεύτερη θέση και το εισιτήριο για τα προκριματικά του Champions League σε μια πολύ δύσκολη σεζόν για τον Ελληνα άσο. Ο πρώην αρχηγός του ΠΑΟΚ πήγε στην Πόλη τον Οκτώβριο του 2020 και αμέσως έγινε ένα από τα αγαπημένα παιδιά της κερκίδας για να εκτοξεύσει την αξία του σε λίγους μήνες (από τα 2,2 εκατ. στα 7 εκατ.) και να προκαλέσει το ενδιαφέρον πολλών ομάδων από άλλες χώρες.
Η εκκίνηση της φετινής σεζόν όμως δεν ήταν και η καλύτερη. Ο Βίτορ Περέιρα, ο Πορτογάλος πρώην προπονητής του Ολυμπιακού, δεν τον πίστεψε, ο πάγκος ήταν η… βασική του θέση, αλλά όταν προέκυψε αλλαγή στην τεχνική ηγεσία η εικόνα του άλλαξε και μέχρι τον τραυματισμό του θύμισε τον περσινό του εαυτό σκοράροντας σημαντικά γκολ. Κυρίως όμως κέρδισε το δικαίωμα της παραμονής του στην ομάδα, καθώς, όπως του είχε διαμηνύσει και ο πρόεδρος της Φενέρ, Αλί Κοτς, μετά τον γάμο του που είχε γίνει στο Φανάρι: «Είσαι ένας παίκτης που κάναμε πολλά για να σε πάρουμε από τον ΠΑΟΚ. Είσαι ένα κομμάτι της ομάδας και θέλουμε να ζήσουμε όλοι μαζί μεγάλες στιγμές. Δεν έχει μήνα του μέλιτος, έχουμε σημαντικά ματς σε λίγες εβδομάδες! Σε θέλουμε εκεί, για να πετύχουμε μεγάλα πράγματα».
Εξίσου καλή χρονιά έκανε ο Στέλιος Κίτσιου, με τον πρώην δεξιό μπακ του ΠΑΟΚ να έχει 33 εμφανίσεις με την Γκαζιάντεπσπορ, ο οποίος τα προηγούμενα δυόμισι χρόνια αγωνίστηκε στην Ανκαραγκιουτσού, την ομάδα όπου θα συνεχίσει την καριέρα του για τα επόμενα δύο χρόνια ο Τάσος Χατζηγιοβάνης. Ο διεθνής επιθετικός εδώ και έναν χρόνο ήταν υπό τη στενή πολιορκία της ομάδας της Αγκυρας και τελικά μετακόμισε στην Τουρκία αυξάνοντας την ελληνική παροικία. Και ίσως σύντομα να προστεθούν κι άλλα μέλη, καθώς η Σίβασπορ πιέζει τον Ατρόμητο για την απόκτηση του Χάρη Χαρίση, ενώ από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστό ότι ο Κώστας Φορτούνης δεν θα συνεχίσει στον Ολυμπιακό, φούντωσαν οι φήμες για ενδιαφέρον της Γαλατάσαραϊ. Στους Ελληνες ποδοσφαιρικούς μετανάστες της Τουρκίας πρέπει να προσθέσουμε τον Δημήτρη Κολοβό, ο οποίος από το περασμένο Ιανουάριο μετακόμισε στην Κοτσαέλισπορ (Γ’ Εθνική), αλλά και τον Φάνη Γκέκα, ο οποίος ανέλαβε πριν από λίγες ημέρες τη θέση του τεχνικού διευθυντή στην Ακχίσασπορ (Δ’ Εθνική) σε μια ιστορική επιστροφή. Ο παλαίμαχος επιθετικός από το 2012 έως το 2017 (με εξαίρεση τη σεζόν 15-16) έπαιξε στην Τουρκία με τις Σάμσουνσπορ, Ακχίσαρσπορ (2 φορές), Κόνιασπορ, Σίβασπορ, Εσκισεχίρσπορ και τώρα επιστρέφει από ένα άλλο πόστο.
Αυτοί που άνοιξαν τον δρόμο
Αφήνοντας εκτός λίστας τους Ελληνες ομογενείς που έχουν αγωνιστεί στις ομάδες της Τουρκίας (Λευτέρης Αντωνιάδης, Νίκος Κόβης, Αλέκος Σοφιανίδης, Μηνάς Γκέκος), τα πρώτα μικρά βήματα συμφιλίωσης μέσω του αθλητισμού άρχισαν από το 2000 και μετά. Η μπασκετική ΑΕΚ ήταν αυτή που απέκτησε τον Ιμπραήμ Κουτλουάι το 2000 (μετά συνέχισε στον ΠΑΟ), μπασκετική ήταν και η πρώτη ελληνική μεταγραφή στην Τουρκία. Το 2002 ο γεννημένος στην Κολωνία από Ελληνες γονείς και μεγαλωμένος στα Γιάννενα Νίκος Ντούγιας έγινε ο πρώτος Ελληνας που αγωνίστηκε σε επαγγελματικό πρωτάθλημα της Τουρκίας καθώς έπαιξε στην Γκαζιαντέπ. Εναν χρόνο αργότερα ο Ευθύμης Ρεντζιάς μετά την εμπειρία του NBA με την ομάδα της Φιλαδέλφεια βρέθηκε στην Πόλη για λογαριασμό της (τότε) Ούλκερ, ενώ την ίδια χρονιά πήγε στη βολεϊκή Φενέρμπαχτσε ο αείμνηστος Νίκος Σαμαράς.
Αμφότεροι φεύγοντας μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια για όσα συνάντησαν εκεί και την αγάπη που εισέπραξαν. Το 2009 ο Μιχάλης Κακιούζης φόρεσε τη φανέλα της Εφές, στην οποία αγωνίστηκε ο Στράτος Περπέρογλου (2014) και ένα μικρό πέρασμα έχουν κάνει και οι Νέστορας Κόμματος (Μερσίν), Χρήστος Ταπούτος (Εντιρνέ). Ωστόσο, την πιο σπουδαία καριέρα έχει να επιδείξει ο Κώστας Σλούκας, ο οποίος για πέντε χρόνια ήταν από τα σημεία αναφοράς της Φενέρμπαχτσε. Από την Τουρκία ξεκίνησε τη διεθνή του καριέρα ο Δημήτρης Ιτούδης, καθώς πριν από εννέα χρόνια ανέλαβε την Μπάντβιτ (την οποία οδήγησε στην πρώτη θέση στην κανονική περίοδο!), για να επιστρέφει πριν από λίγες εβδομάδες, καθώς είναι ο νέος προπονητής της Φενερμπαχτσέ και δεν αποκλείεται να έχει μαζί του τον Νικ Καλάθη.
Στον πάγκο της αιώνιας αντιπάλου της Γαλατασαράι βρίσκεται εδώ και λίγους μήνες ο Ανδρέας Πιστιόλης, επί χρόνια συνεργάτης του Ιτούδη σε Παναθηναϊκό και ΤΣΣΚΑ Μόσχας! Ηλίας Ζούρος (Εφές), Βαγγέλης Αγγέλου (Εφές), Στέφανος Δέδας (Γκαζιαντέπ, Μπαχτσέσεχιρ) και Τζώρτζης Δικαιουλάκος (γυναίκες της Φενέρμπαχτσε) συμπληρώνουν τη λίστα των προπονητών μπάσκετ. Στην Τουρκία για τετάρτη σερί σεζόν θα αγωνιστεί η διεθνής βολεϊμπολίστρια Ανθή Βασιλαντωνάκη (Γαλατασαράι), η οποία στο δεύτερο μισό της σεζόν 2020-2021 στο Αϊδίνιο (Αϊντίνσπορ) είχε συμπαίκτρια τη Στέλλα Χριστοδούλου, ενώ στο παρελθόν έχουν αγωνιστεί εκεί οι Πέτρος Πέτρογλου (Ζιράτμπανκ), Δημήτρης Τζούριτς (Χάλκμπανκ) και Ανδρέας Φράγκος (Αφιόν Καραχισάρ). Υπάρχει όμως και Ελληνας αθλητής της υδατοσφαίρισης ο οποίος για μια τετραετία βρέθηκε στην Τουρκία κατακτώντας δύο φορές το νταμπλ. Ο λόγος για τον Χριστόδουλο Κολόμβο, που το 2017 άφησε τον Ολυμπιακό για την ΕΝΚΑ (το όνομα της χορηγού εταιρείας)!
Η κρίση και τα τρελά λεφτά
«Μα καλά είναι δυνατόν να είναι όλα τόσο τέλεια στην Τουρκία, τη στιγμή που η οικονομία της χώρας βυθίζεται ολοένα περισσότερο;» θα αναρωτηθεί κάποιος απολύτως δικαιολογημένα. Την ίδια απορία είχαμε κι εμείς, αλλά, πιστέψτε μας, ο αθλητισμός στην Τουρκία όχι μόνο δεν φαίνεται να έχει πρόβλημα, αλλά και τη φετινή σεζόν στα περισσότερα αθλήματα έχουν δοθεί περισσότερα χρήματα απ’ ό,τι πέρυσι. Στην πλειονότητά τους οι ομάδες ανήκουν σε τεράστιους ομίλους που εξακολουθούν να τους τροφοδοτούν με πάρα πολλά χρήματα ή στους τοπικούς δήμους (άρα στην κυβέρνηση) που γνωρίζοντας τη σημασία του αθλητισμού εξακολουθούν να επενδύουν σε όλα τα σπορ. Σε όλα αυτά βέβαια υπάρχει (από την πρώτη στιγμή που κατέλαβε τη θέση του προέδρου) η σκιά του Ερντογάν.
Ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής στα νιάτα του, φρόντισε σιγά-σιγά (όπως έκανε και σε όλη την κοινωνικοπολιτική σκηνή της χώρας) να δει δικούς του ανθρώπους στα καίρια πόστα (πρόεδροι στις κορυφαίες ομοσπονδίες είναι άνθρωποι που τον υποστηρίζουν ανοιχτά), ενώ και στις κορυφαίες ομάδες της χώρας πλέον υπάρχουν ιδιοκτήτες με τους οποίους μπορεί να συνεννοηθεί.
Στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας τα ποδοσφαιρικά γήπεδα είχαν αρχίσει να μετατρέπονται σε χώρους διαμαρτυρίας κατά της κυβέρνησης, η οποία με πρόσχημα την οπαδική βία πέρασε νέα, πιο αυστηρά νομοσχέδια για την «παρακολούθηση» των οπαδών στις κερκίδες (με προσθήκες το 2019 και για τα όσα γράφονται στα social media), προκαλώντας την ιστορική σύμπραξη των (δηλωμένων εχθρών ) οπαδών των Φενέρ, Γαλατά, Μπεσίκτας στις διαδηλώσεις του 2013 στο Gezi Park της πλατείας Ταξίμ, εναν από τους τελευταίους χώρους πρασίνου στην Πόλη, που ήθελε να εξαφανίσει για να χτίσει οθωμανικό στρατιωτικό μνημείο. Η κοινή στάση των οπαδών εξόργισε τον Ερντογάν, ο οποίος είχε συνδεθεί, σύμφωνα με τα όσα τον κατηγορούν οι αντίπαλοί του, με την άνοδο της Κασίμπασα (ομάδα όπου έπαιζε στα νιάτα του) στη μεγάλη κατηγορία το 2007 (είχε τρεις ανόδους σε ελάχιστα χρόνια) και την πώλησή της στον πολυεκατομμυριούχο Τουργκάι Τzινέρ, που θεωρείται στενός του φίλος.
Ωστόσο τα δύο πιο χτυπητά projects που χρεώθηκαν στον Τούρκο πρόεδρο και τους συνεργάτες του ήταν αυτά της Οσμανλίσπορ και της Μπασακσεχίρ, ομάδες που την τελευταία πενταετία αντιμετώπισε ο Ολυμπιακός στα Ευρωπαϊκά Κύπελλα. Τον Φεβρουάριο του 2017 ο Ολυμπιακός αγωνίστηκε με την Οσμανλίσπορ για τους 32 του Europa League, με το δεύτερο ματς να είναι στην Αγκυρα, όπου το γήπεδo ήταν σαn μια μακέτα οθωμανικού κάστρου! Ιδιοκτήτης της ήταν ο Οσμάν Γκιοκτσέκ, γιος του τότε δημάρχου της Αγκυρας Μελίχ Γκιοκτσέκ.
Ουσιαστικά η ομάδα γεννήθηκε από την ανάγκη δημιουργίας μιας δυνατής ομάδας ως αντίβαρο των συλλόγων της Κωνσταντινούπολης. Ωστόσο, όταν ο πατήρ Γκιοκτσέκ έχασε την εύνοια του «σουλτάνου» ήρθε και η ελεύθερη πτώση… Κάτι ανάλογο (με τη δημιουργία μιας ισχυρής ομάδας στην Αγκυρα) είχε επιχειρήσει να πετύχει τη δεκαετία του ’80 ο Κενάν Εβρέν. Ο στρατηγός που είχε πάρει την εξουσία με το πραξικόπημα στις 12 Σεπτενβρίου του 1980, μετά την κατάκτηση του Κυπέλλου Τουρκίας από την Ανκαραγκιουτσού (που αγωνιζόταν στη Β’ Εθνική), είχε ψηφίσει νόμο με τον οποίο η κυπελλούχος κέρδιζε την άνοδό της στην Α’ Εθνική!
Τα τελευταία χρόνια η αγαπημένη ομάδα του καθεστώτος είναι η Μπασάκσεχιρ, που έκανε την εμφάνισή της στη μεγάλη κατηγορία ως Istanbul Buyuksehir Belediyesi (η ομάδα του δήμου), αλλά δεν είχε κανένα λαϊκό έρεισμα και έπαιζε σε άδειο γήπεδο! Μέχρι το 2014, που μετακόμισε στη συντηρητική συνοικία Μπασάκσεχιρ (αλλάζοντας το όνομά της σε Istanbul Basaksehir Football Club), και σταδιακά άρχιζε να κερδίζει έδαφος, ειδικά από τη στιγμή που ιδιωτικοποιήθηκε με την πώλησή της σε γκρουπ επενδυτών, επικεφαλής του οποίου ήταν ο Γκiοκσέλ Γκουμουστάγκ, ανιψιός της πρώτης κυρίας της Τουρκίας Εμινέ Ερντογάν. Ο Ερντογάν δεν είναι ο πρώτος, ούτε προφανώς ο τελευταίος, πολιτικός που προσπάθησε -και συνεχίζει να προσπαθεί- να εργαλοποιήσει τον αθλητισμό. Μόνο που στη σημερινή εποχή ο διχαστικός λόγος του βρίσκει ολοένα λιγότερους υποστηρικτές, με τον αθλητισμό να δείχνει ότι πρέπει να επικρατήσει ο δρόμος της συνεννόησης.
.protothema.gr