‘Ετρεχαν ξυπόλυτα παιδιά στους χωμάτινους δρόμους της Ρόδου και έφτασαν να φέρνουν νίκες από ευρωπαϊκές και βαλκανικές πρωτεύουσες, να καταρρίπτουν ρεκόρ και να δοξάζονται στις αθλητικές εκδηλώσεις του κόσμου. Άλλες εποχές! Ήταν τότε που σ΄ όλους τους στίβους της ζωής έμπαινες για να κερδίσεις γιατί δεν είχες τίποτα να χάσεις.
Ο Γιώργος Ξίπας, ο Ζωΐτης Παπανικολάου από τον Αρχάγγελο, ο Βασίλης Χατζησταμάτης από το Παραδείσι όπως τον έγραφαν τότε οι εφημερίδες τον Βασίλη Χατζησταματίου και τόσοι άλλοι που διέγραψαν ξεχωριστή πορεία, έχουν καταγραφεί ως οι Ρόδιοι που δόξασαν τη Ρόδο, κι εμείς πρέπει να γνωρίζουμε.
Από το 1951 που πήραν τον Βασίλη Χατζησταμάτη οι παράγοντες του Διαγόρα από το χωράφι όπου μάζευε ελιές για να τρέξει στους πανελλήνιους αγώνες και να έρθει αμέσως 3ος με 1ο τον Ζωΐτη, πέρασαν δεκαετίες με δουλειά πολύ και επιτυχίες στη Σουηδία όπου έζησε από το 1962. Πορείες ανάλογες μ΄ αυτές άλλων μεγάλων Ρόδιων αθλητών όπως ο Χατζηγιακουμής στην Αυστραλία, ο Μοσχής στην Αμερική… Γιατί πάντα έφευγαν οι καλοί…
Σήμερα που μοιράζει το χρόνο του μεταξύ Στοκχόλμης και Ρόδου, μου λέει ότι είναι χειμερινός κολυμβητής, κι αντί να τρέχει πια χιλιόμετρα, περπατάει χιλιόμετρα και ανεβαίνει βουνά, αυτός που προσαρμόζεται χωρίς να μεμψιμοιρεί και δηλώνει ευχαριστημένος για τη ζωή που έζησε.
Πώς μεγαλώσατε, πώς ήταν εκείνες οι εποχές;
Είμαι Παραδεισιώτης, Βιλανόβα το λέγανε οι Ιταλοί το χωριό μου, παιδάκια ήμασταν μέσα στους Ιταλούς. Η μητέρα μου ήταν κοινωνική και μορφωμένη, κόρη διδασκάλου, δίδασκε κι εκείνη στο Κατηχητικό που λειτουργούσε τότε ως κρυφό σχολειό. Ο παππούς μου ήταν δημοδιδάσκαλος, δίδαξε σε όλα τα χωριά, έκανε και διευθυντής στην Αμαράντειο. Ο πατέρας μου είχε κάρο, μετέφερε προϊόντα στην αγορά, κι εγώ μικρό παιδάκι τον βοηθούσα, πήγαινα τις νύχτες μαζί του για να φορτώσουμε, για να είναι στις τέσσερις τα ξημερώματα φορτωμένα και στις έξι στην αγορά.
Στον αθλητισμό πότε μπήκατε;
Μικρός, η αγάπη μου για το τρέξιμο μ΄ έφερε στο στίβο και πιο πολύ στους δρόμους αντοχής. Εκείνη την εποχή υπήρχαν στη Ρόδο πολλές διοργανώσεις που μπορούσες να λάβεις μέρος: Tα Ιαλύσια, οι Αγώνες στον Άγιο Σουλά, Πανδωδεκανησιακοί Αγώνες, Αγώνες δρόμου μέσα στην πόλη, μέχρι τα Βενιζέλεια… Κι είχε και μεγάλους αθλητές, τον Ξίπα, τον Ζωίτη Παπανικολάου, από τον Αρχάγγελο ο οποίος έκανε μεγάλες επιτυχίες, είχε έρθει πρώτος στους πανελλήνιους αγώνες στην Αθήνα το 1950…
Επεισοδιακά σας πήραν για να τρέξετε τον πρώτο σας αγώνα εκτός Ρόδου! Πώς έγινε αυτό;
Το 1951 γράφτηκα στο Διαγόρα για να παίρνω μέρος σε αγώνες. Την ίδια χρονιά είχα κάνει ήδη πολύ καλό χρόνο. Ο Ζωίτης που ήταν ο περσινός νικητής των πανελληνίων αγώνων είχε ήδη αναχωρήσει για τους πανελλήνιους του 1951. Εγώ ήμουν στο χωράφι και μάζευα ελιές. Δυό μέρες μάζευα ελιές και ξαφνικά ήρθε στο χωράφι ταξί, κι ένας παράγοντας του Διαγόρα, ο δικηγόρος ο Κοκκίδης, και μου λέει «έρχεσαι μαζί μου, να προλάβεις το καράβι»! Ο Ζωίτης, ήδη είχε αναχωρήσει με αεροπλάνο από την προηγούμενη μέρα. Το καράβι έπιασε άγονη γραμμή, έκανε 24 ώρες να φτάσει Πειραιά, έφτασε μεσάνυχτα. Ήμουν 16 χρονών, μ΄ ένα χαρτάκι στο χέρι μ΄ ένα όνομα ξενοδοχείου, για να μείνω. Ρωτάω έναν ταξιτζή, με βάζει μέσα. Αφού με γύριζε ώρα και μου πήρε ό,τι λεφτά είχα πάνω μου, κατά τις έξι το πρωί ξυπνάω από σειρήνες καραβιών. Σηκώνομαι, βλέπω, από κάτω ήταν τα καράβια! Δεν μου έφτανε η ταλαιπωρία μου, το κούνημα του καραβιού, που δεν κοιμήθηκα λόγω του ότι πρώτη φορά βρέθηκα σε ξενοδοχείο, στις 10 το πρωί θα έτρεχα, κι είχα να αισθάνομαι και κορόιδο για τον ταξιτζή.
Μετά απ΄ αυτή την ταλαιπωρία πως τα πήγατε στον αγώνα;
Ο Ζωίτης ήρθε 1ος κι εγώ 3ος. Και πρέπει να σας πω ότι έτσι βιαστικά που με πήρανε ξέχασα να έχω μαζί μου το πηλίκιο του σχολείου, πήγαινα στο Βενετόκλειο, το οποίο αν δεν το είχες έτρωγες τιμωρία. Και στην επιστροφή μου η αγωνία μου ήταν αυτή, μη με δει κανείς στο δρόμο και το πει στο σχολείο.
Κι έτσι ξεκίνησαν οι επιτυχίες, απλά και χωρίς πολλά- πολλά, όπως γινόταν τότε!
Έτρεχα στα 800 και στα 1.500 μέτρα καθώς και στις σκυταλοδρομίες 4χ400 με πολύ καλές επιδόσεις. Οι μεγάλες επιτυχίες ήρθαν το 1956 και το 1957. Τον Σεπτέμβριο του 1956 στα 3.000 μέτρα, στους Παναθηναϊκούς αγώνες είχα κάνει Πανδωδεκανησιακό ρεκόρ. Εγκαταστάθηκα στην Αθήνα για να βγάλω κάποια σχολή, για πολύ λίγο δεν τα κατάφερα να είμαι στη Γυμναστική Ακαδημία, δεν ανέφερα σε κανέναν τις διακρίσεις μου, κι έτσι μπήκα στη Σχολή Χωροφυλακής όπου είχα την ευχέρεια να γυμνάζομαι και να εργάζομαι. Βρέθηκα έτσι αυτόματα στη Σχολή Ενόπλων Δυνάμεων ως μόνιμο μέλος από το 1956 έως το 1959, κι έτσι ξεκίνησα να έχω καλύτερες επιδόσεις λόγω καλύτερης προπόνησης. Το 1957 ανακηρύχτηκα ως ο καλύτερος επαρχιώτης αθλητής όλων των αθλημάτων. Το 1957 επίσης βραβεύτηκα από την Νομαρχία Αττικής, με χρυσό μετάλλιο. Το 1958 έλαβα μέρος στους Πανελλήνιους Αγώνες στη Δράμα, στα 800 μέτρα και ήμουν ο πρώτος Δωδεκανήσιος που κατέβασε τα 2 λεπτά. Έκανα χρόνο 1:58’ Την ίδια χρονιά, σε ελληνοαμερικανικούς αγώνες στο Καλιμάρμαρο πέτυχα Πανδωδεκανησιακό ρεκόρ στα 1.500 μέτρα με χρόνο 4.04’. Την άλλη μέρα έτρεξα 3.000 μέτρα με φυσικά εμπόδια και έκανα Πανδωδεκανησιακό ρεκόρ 9:27’ που ήταν ο τέταρτος καλύτερος χρόνος στην Ελλάδα τη χρονιά εκείνη. Τον Αύγουστο του 1958 έτρεξα στους Πανστρατιωτικούς Αγώνες των Βρυξελλών. Ήταν η χρονιά που έστησαν το Ατόμιουμ. Προκρίθηκα, κι έτρεξα 3.000 μέτρα και σκυταλοδρομία 4Χ400.
Τρέξατε όμως και σε Ευρωπαϊκούς και Βαλκανικούς αγώνες!
Το 1959 ανεβαίνω από τις μικρές αποστάσεις στις μεγάλες με απόφαση του προπονητή της Εθνικής Ομάδας Ελλάδος, του Ούγγρου Ότο Σίμιτσεκ. Στις 10 Νοεμβρίου 1959 προκρίθηκα στην Εθνική Ανωμάλου Δρόμου, κι έλαβα μέρος καταρρίπτοντας το ρεκόρ που είχε ο Ζωίτης. Πριν απ΄ αυτόν τον αγώνα προκρίθηκα κι έλαβα μέρος στους Βαλκανικούς Αγώνες του Βελιγραδίου στα 10.000 μέτρα ανώμαλου δρόμου. Το Νοέμβριο του 1959 έτρεξα στους Παγκόσμιους Στρατιωτικούς Αγώνες της Νυρεμβέργης και όλα αυτά με καλές επιδόσεις.
Το παιδί από το Παραδείσι, έφτασε μέχρι εκεί!
Είχα μεταγραφεί από το Διαγόρα στην ΑΕΚ και ελάμβανα μέρος με τα χρώματά της, τρέχοντας με πολύ μεγάλους αθλητές της εποχής όπως ο Παπαβασιλείου και ο Γλέζος με τους οποίους μοιραζόμασταν τις νίκες στους Πανελλήνιους Αγώνες Ανωμάλου Δρόμου. Επανήλθα στο Διαγόρα το 1960. Κι εδώ θέλω να πω κάτι ακόμα για εκείνον τον πρώτο αγώνα μου, το 1951 στην Αθήνα. Για τα εισιτήριά μου του πλοίου, έμαθα χρόνια αργότερα ότι είχε γίνει έρανος μεταξύ των εμπόρων της Ρόδου για να συγκεντρωθούν τα χρήματα. Το θυμάμαι τώρα και συγκινούμαι.
Πότε σταματήσατε τους αγώνες;
Είχα την ατυχία να αρρωστήσω με την ασιατική γρίπη που τότε ταλαιπώρησε πολύ κόσμο και να μείνω πίσω. Καταλάβαινα ότι ο οργανισμός μου δεν ήταν τόσο δυνατός πια κι αυτό κράτησε για μεγάλο διάστημα.
Κάνατε κάτι ιδιαίτερο με τη διατροφή σας, με την προπόνησή σας και πετυχαίνατε αυτές τις επιδόσεις;
Τίποτα, ούτε συγκεκριμένη διατροφή, ούτε πολύ σκληρή προπόνηση. Ό,τι έβγαζε το σώμα μου. Λέγανε ότι ο διασκελισμός μου ήταν καλός.
Μετά φύγατε και ζήσατε στη Σουηδία!
Είχα μάθει κάποια οικονομικά που με βοήθησαν να σταθώ στη ζωή μου. Το 1962 πήγα διακοπές στη Σουηδία, να επισκεφτώ τον κουνιάδο μου που δούλευε σε εργοστάσιο. Από το εργοστάσιο αυτό μου πρότειναν δουλειά. Είπα όχι στην αρχή όμως όλα έγιναν γρήγορα, πήρα καλή θέση, μετά σε άλλη δουλειά ακόμα καλύτερη… Πήγα να γραφτώ σε πανεπιστήμιο, αλλά οι οικογενειακές υποχρεώσεις δεν με άφησαν. Έγινα οικονομικός διευθυντής σε δύο μεγάλα τουριστικά γραφεία που φέρνουν κόσμο στην Ελλάδα το «Appolo» και το «Περικλής». Τα τελευταία 15 χρόνια της σταδιοδρομίας μου ήμουν υπεύθυνος της Ολυμπιακής Αεροπορίας στη Στοκχόλμη, στο οικονομικό σκέλος. Υποδέχτηκα στο πλαίσιο αυτό μέχρι και τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο.
Σήμερα πως ζείτε, ο παλιός αθλητής γυμνάζεται ακόμα;
Είμαι ευχαριστημένος με την οικογένεια που έκανα, κι ευτύχησα να δω δισέγγονα. Είμαστε βέβαια μοιρασμένοι, οι μισοί στη Σουηδία κι οι μισοί εδώ, είμαι χειμερινός κολυμβητής, περπατάω χιλιόμετρα, ανεβαίνω βουνά, καλλιεργώ όλα μας τα ζαρζαβατικά… Μου ήρθαν δεξιά όλα στη ζωή μου. Ζητούσα πάντα τη βοήθεια του Θεού και πριν αγωνιστώ πάντα αυτό έκανα, το σταυρό μου και την προσευχή μου.