Ο Φώτης Κρικζώνης έζησε μια μυθιστορηματική ζωή με πρωταγωνιστές πολιτικούς και τον «συνάδελφό» του Όλι Ρεν
Αν οι τοίχοι και οι κουρτίνες του «17» μπορούσαν να μιλήσουν το μόνο σίγουρο είναι ότι θα μαθαίναμε πάρα πολλά από τα άγνωστα επεισόδια που έχουν εκτυλιχτεί στην σάλα που δέσποζε ο Φώτης Κρικζώνης.
Αυτός που έφυγε πλήρης ημερών έχοντας γνωρίσει μυθικές μορφές του διεθνούς jet set, πολιτικούς και σταρ της εμβέλειας ενός Σινάτρα που πέρασαν από το εστιατόριο του.
Ο γράφων είχε την τύχη να τον γνωρίσει πριν από δώδεκα χρόνια και τότε στα εβδομήντα εννιά του χρόνια, η εικόνα του σε ξεγέλαγε αφού παρέπεμπε σε καλοζωϊσμένο εξηντάρη και σίγουρα όχι σε ένα μπάρμαν που σέρβιρε δεκάδες διάσημους και γενιές πολιτικών.
Εκείνη τη χρονιά -το 2011- ο ιδιοκτήτης του θρυλικού «17» από το οποίο έχουν περάσει όλοι σχεδόν οι πολιτικοί παλαιάς και νεότερης κοπής παραδεχόταν με θλίψη ότι «Το κέντρο πέθανε και πρέπει να ησυχάσουν τα πράγματα για να δουν τα μαγαζιά του άσπρη μέρα. Τα επεισόδια, οι απεργίες και ο κόσμος που έχει εξαγριωθεί με τους πολιτικούς άλλαξαν τα πάντα».
Ο ίδιος είχε δει πάρα πολλά, μάλλον δεν φανταζόταν όμως ότι θα ερχόταν η μέρα, που ένας πολιτικός θα έμπαινε στο μαγαζί του και απ’ έξω ένα πλήθος θα τον γιουχάριζε.
«Είναι σημεία των καιρών» μου είχε πει ο άνθρωπος που εκείνες τις ημέρες συνομιλούσε με τον Όλι Ρεν, ο οποίος μαζί με τους συναδέλφους του της Τρόικας, απόλαυσαν τη φιλοξενία του, σε ένα από τα πιο ιστορικά στέκια του Κέντρου.
Ο Πρωτόπαπας και η τσιπούρα του Καραμανλή!
Ο λόγος του χειμαρρώδης, πάντα προσεχτικός σε αυτά που έλεγε, ειδικά εκείνη την ταραγμένη περίοδο της κρίσης -μιλάμε για το 2011- που έφερε τα πάνω-κάτω στην ζωή των Ελλήνων.
«Όταν πριν λίγες μέρες ήρθε ο κ. Χρήστος Πρωτόπαπας για να φάει, αναγκάστηκα να βγω και να καθίσω στην είσοδο του μαγαζιού. Ο κόσμος που είχε συγκεντρωθεί απ’ εξω -πρέπει να ήταν γύρω στα πεντακόσια μηχανάκια- φώναζε συνέχεια συνθήματα όπως «κλέφτη τρως αστακούς». Ο κ. Πρωτόπαπας κάθισε σε σημείο, ώστε να φαίνεται όσο το δυνατόν λιγότερο. Θα μπορούσα να κατεβάσω τις κουρτίνες, αλλά δεν το έκανα», συμπλήρωσε σε εκείνη την συνέντευξη που δημοσιεύθηκε στο «ΘΕΜΑ».
Δεν ήθελε να αναφέρεται συχνά στους πολιτικούς, οι οποίοι συνέχιζαν να τιμούν το «17» σε μικρότερη συχνότητα όμως -την ώρα που μιλούσαμε η γραμματέας του κ. Πάγκαλου τηλεφώνησε για να κλείσει τραπέζι για τον αντιπρόεδρο- ήταν όμως κατηγορηματικός για το περίφημο επεισόδιο με πρωταγωνιστή τον πρώην πρωθυπουργό κ. Κώστα Καραμανλή.
Όπως είχε γραφτεί τότε, μια κυρία φέρεται να πλησίασε τον πρώην Πρωθυπουργό, ο οποίος απολάμβανε το γεύμα του στο «17» έχοντας επιλέξει φρέσκια τσιπούρα για κυρίως πιάτο και του είπε: «Φτου σου. Μόνο να τρως ξέρεις».
Ο Φώτης Κρικζώνης το αρνήθηκε κατηγορηματικά. «Δεν έγινε ποτέ κάτι τέτοιο στο μαγαζί. Δεν θα το επέτρεπα εγώ, όποιος και αν έτρωγε, όχι ο Καραμανλής. Αν είχε γίνει, πίστεψέ με δεν θα είχα κανένα πρόβλημα να το παραδεχτώ».
Ο πρώην πλέον μπάρμαν που έγραψε την δικιά του λαμπρή ιστορία, θυμάται ακόμα τις προτιμήσεις διάσημων πελατών του όπως ο πρώην πρωθυπουργός.
«Το αγαπημένο του ουίσκι είναι ένα malt δέκα ετών από τη Σκωτία, το Bruce. Ερχόταν συχνότερα, όταν ήταν πιο νέος, όπως και ο Γιώργος Παπανδρέου που έτρωγε συχνά εδώ όταν ήταν υπουργός εξωτερικών. Τώρα με όλα αυτά που γίνονται οι πολιτικοί γενικότερα αποφεύγουν να κυκλοφορούν στο κέντρο».
Τα γεμιστά της Τρόικας και ο «συνάδελφος» Όλι Ρεν
Ο ίδιος δεν είχε «χρωματιστεί» ποτέ πολιτικά όπως μου τόνισε, γι’ αυτό και το μαγαζί του ήταν μια μικρή Βουλή. «Δεν μιλούσα ποτέ με κανέναν υπουργό ή Πρωθυπουργό για πολιτικά. Κουβεντιάζαμε πάντα για άλλα πράγματα, αλλά ποτέ για πολιτική». Κι αυτά που κουβέντιαζαν έμεναν πάντα μεταξύ τους και δεν έφευγαν ποτέ προς τα έξω.
Εκτός από τον Καραμανλή και τον Παπανδρέου ο Όλι Ρεν και τα μέλη της Τρόικας μαζί με τον κ. Πάγκαλο δείπνησαν μια μέρα στο μαγαζί του Φώτη Κρικζώνη, ο οποίος αποδείχτηκε «συνάδελφος» με τον επικεφαλή της Τρόικας.
«Πιάσαμε κουβέντα με τον Ρεν, ο οποίος μου είπε ότι δούλευε σαν μπάρμαν στα φοιτητικά του χρόνια, τονίζοντας μου ότι ξέρει να φτιάχνει όλα τα κοκτέιλ. Με ρώτησε αν ήξερα να φτιάξω White Russian και διάφορα άλλα κοκτέιλ και όταν του είπα ότι έχω γράψει βιβλίο, μου το ζήτησε».
Ο εκ των ισχυρών της τρόικας αγνοούσε προφανώς ότι το dry martini του κ. Κρικζώνη είχε βραβευτεί από τους New York Times ως το καλύτερο στον κόσμο.
Για την ιστορία ο Όλι Ρεν και οι συνάδελφοί του συνεπικουρούμενοι από τον κ. Θόδωρο Πάγκαλο, εντρύφησαν στις γεμιστές ντομάτες σαν πρώτο πιάτο, πριν περάσουν στην φρέσκια τσιπούρα, η οποία είχε έρθει την ίδια μέρα από τη Λήμνο.
«Μου είπε ότι είχε πολλά χρόνια να γευτεί τόσο ωραίο φαγητό» συμπλήρωσε ο κύριος Φώτης χαμογελώντας, ενώ στην ερώτηση αν έφαγε ο κ. Πάγκαλος εισέπραξα την μάλλον αναμενόμενη απάντηση: «Ο Πάγκαλος τρώει πάντα».
Τα μπουκάλια που του άφησε ο Σινάτρα
Σε καιρούς χαλεπούς, το «17» εξακολουθούσε να ανοίγει έξι φορές την εβδομάδα και αν κάτι στενοχωρούσε τον μπάρμαν από τα Άγραφα, ήταν ότι δεν καθόταν πλέον πίσω από την θρυλική μπάρα του και ότι τα μαγαζιά στο κέντρο έκλειναν.
Το θρυλικό παρελθόν του μαγαζιού αποτυπώνεται σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες, τις οποίες κρατάει για τον εαυτό του και σε μια αφιέρωση του Φρανκ Σινάτρα, που το λάτρεψε την δεκαετία του ’60. όταν είχε έρθει για μια συναυλία στο Ηρώδειο. Υπέγραψε στον Φώτη Κρικζώνη δώδεκα δίσκους του, και όταν έφυγε για την Αμερική του άφησε τέσσερα μπουκάλια από το προσωπικό του Jack Daniels, αφού ο Φράνκι όπου και να πήγαινε είχε πάντα μαζί του το δικό του μπουκάλι.
Κάποιοι του πήραν τα δύο, όμως ο κ. Κρικζώνης είχε στην κατοχή του τις άλλες δύο φιάλες, μαζί με εκατοντάδες αναμνήσεις από διάσημους πελάτες.
Θυμόταν τον Αριστοτέλη Ωνάση να απολαμβάνει το ποτό του και να κερνάει του θαμώνες του «17», την Τζάκι Κέννεντι να απολαμβάνει τα κοκτέιλ του παρακαλώντας τον χρόνια αργότερα να της δώσει τη συνταγή του περίφημου Dry martini του.
Θυμόταν και πολλά άλλα, ως είθισται για ένα μπάρμαν που συχνά τα βράδια είναι κάτι σαν εξομολόγος για τους πελάτες του, αλλά τα κράτησε μόνο για τον ίδιο και τα πήρε μαζί του για πάντα στο τελευταίο του ταξίδι.
Φώτης Κρικζώνης: O θρυλικός μπάρμαν και το «αμίλητο νερό» που ενθουσίασε την Τζάκι Κένεντι
Οι ιστορίες του μπαρ «17» της Βουκουρεστίου που απασχόλησαν τους «New York Times», το «Life» και τη «Herald Tribune», ενώ τα κοκτέιλ που ο ίδιος εμπνεύστηκε έγιναν γνωστά σε όλο τον πλανήτη
Έφυγε από την ζωή σε ηλικία 90ετων ο θρυλικός μπάρμαν του μπαρ «17» της οδού Βουκουρεστίου Φώτης Κρικζώνης, ο εμπνευστής και δημιουργός των κοκτέιλ Bullshot, Orgasm και Αμίλητο Νερό που ενθουσίασε την Τζάκι Κέννεντι με την Pina Colada που της πρόσφερε κι έγινε φίλος με τους Φρανκ Σινάτρα, Αριστοτέλη Ωνάση, Ουίνστον Τσόρτσιλ και Δημήτρη Χορν.
Οι ιστορίες του θρυλικού μπαρ 17 της οδού Βουκουρεστίου απασχόλησαν εφημερίδες και περιοδικά, όπως η «New York Times», το «Life» και η «Herald Tribune», ενώ τα κοκτέιλ που ο ίδιος εμπνεύστηκε έγιναν γνωστά σε όλο τον πλανήτη και είναι αναγνωρισμένα από το London Bartenders Association! Την εποχή που στην Ελλάδα γνώριζαν μόνο το κονιάκ, ο Φώτης Κρικζώνης ξεκίνησε να λανσάρει πίσω από την μπάρα του τις πρώτες μάρκες ουίσκι απευθείας από το εξωτερικό με αποτέλεσμα το μπάρ του να γίνει μέσα σε λίγο διάστημα στέκι των πιο διάσημων προσώπων της εποχής.
Τις αναμνήσεις του μάλιστα αυτές ο μπάρμαν τις αποτύπωσε πριν λίγα χρόνια και μέσα από το βιβλίο του “Εγώ, ο μπάρμαν” που αποτελεί ουσιαστικά την αυτοβιογραφία του.
Η ιστορία του περίφημου μπάρμαν ξεκινά το 1932 από το χωριό όπου γεννήθηκε, τη Ρεντίνα των Αγράφων. Όπως την περιγράφει μέσα στις σελίδες του βιβλίου του «Τη Ρεντίνα τα παλιά χρόνια τη λέγανε “Βασίλισσα των Αγράφων” για την ομορφιά της.
Στις μέρες μας την αποκαλούν “Πανόραμα” για την ωραία θέα της. Είναι ένας τόπος που, όσα χρόνια κι αν πέρασαν αλλά κι όσα σπουδαία κι αν έζησα, ποτέ δεν ξέχασα. Ακόμα και στις συζητήσεις που έκανα στη ζωή μου με όλα αυτά τα σπουδαία πρόσωπα που γνώρισα του σινεμά και του θεάτρου, τους πολιτικούς, τους δημοσιογράφους, τους εφοπλιστές, τους επιχειρηματίες που σερβίριζα, πάντα γύριζα την κουβέντα στη Ρεντίνα ή τους εξιστορούσα τις ιστορίες των παιδικών μου χρόνων εκεί».
Ιστορίες διάσημων πελατών του:
Φρανκ Σινάτρα
Μια βραδιά άκουσα την πόρτα του μπαρ να ανοίγει και κάποιος να κατεβαίνει με αθόρυβα βήματα. Γύρισα και έμεινα έκπληκτος. Ο Φρανκ Σινάτρα στεκόταν στο τελευταίο σκαλί και περιεργαζόταν τον χώρο! Μόλις είδε ότι τον κοιτάζω, μου είπε πολύ ευγενικά: «Good evening» (καλό απόγευμα). Εγώ απάντησα «Good evening, Mr Sinatra». Γέλασε και είπε: «Φαίνεται πως σε αυτό το μπαρ έχω δυο καλούς φίλους: εσένα κι εκείνον που τραγουδάει αυτή τη στιγμή».
Εννοούσε τον εαυτό του, αφού συμπτωματικά ακουγόταν από τα μεγάφωνα ένα πολύ γνωστό τραγούδι του! Κατέβηκε από το σκαλί, στάθηκε μπροστά στην μπάρα και με ρώτησε: «Πόσο στοιχίζουν τα ποτά εδώ;». Απάντησα: «Είκοσι μία δραχμές το ουίσκι on the rocks (μόνο με πάγο)». Μου είπε: «Δεν θέλω. Θα σου δώσω 30 δραχμές, αλλά θα μου βάλεις από το δικό μου ποτό». Και ακουμπάει πάνω στην μπάρα δύο μπουκάλια Jack Daniels, το μαλτ μπέρμπον των Αμερικανών. Με ρώτησε: «Εχεις ένα old fashion ποτήρι;» Απάντησα: «Of course, Mr Sinatra». Από τότε γίναμε πολύ καλοί φίλοι, ενώ μου χάρισε και μια σειρά με δίσκους του με προσωπική αφιέρωση, που τους έχω ακόμα.
Ο μεγιτάνας Αριστοτέλης
Τον έφερε στο «17» ο καλός μας πελάτης Γιάννης Γεωργάκης, καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Με ήξερε από τις δεξιώσεις και χάρηκε που με είδε ξανά. Δεν ερχόταν τακτικά, αλλά όταν κατέβαινε καθόταν πάντα στην μπάρα. Σκαρφάλωνε στο στουλ ανάποδα, σαν να το ίππευε! Το πρώτο πράγμα που έκανε, ήταν να αρχίσει να κερνάει αβέρτα όλους τους θαμώνες της μπάρας. Με το «εις υγείαν σας» και τις ευχές έπιανε φιλίες με όλους, έλεγε αστεία και γελούσε πολύ.
Γενικά οι πελάτες μας περνούσαν καλά μαζί του. Αν ήταν με το γραμματέα του, πλήρωνε εκείνος, αφού ο Ωνάσης έκανε έλεγχο στον λογαριασμό. Αν ήταν μόνος του -και τις περισσότερες φορές ερχόταν μόνος του-, δεν πλήρωνε γιατί… δεν είχε μαζί ούτε μια δραχμή! Επαιρνε τον λογαριασμό, έβαζε την υπογραφή του και μου έλεγε: «Αύριο το πρωί πήγαινε στο λογιστήριο να πληρωθείς»!
Τζάκι Κένεντι (Ωνάση)
Το 1962 το προεδρικό ζεύγος των ΗΠΑ Τζον Κένεντι και Τζάκι ήλθε επίσημη επίσκεψη στη χώρα μας. Τους υποδέχτηκαν με όλες τις τιμές ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής με την τότε σύζυγό του Αμαλία. Ενα τηλεφώνημα που έλαβα από το υπουργείο Εξωτερικών με πληροφόρησε ότι θα με ήθελαν το επόμενο μεσημέρι για μπάρμαν στη δεξίωση που οργάνωνε η Αμαλία Καραμανλή στο υπουργείο για την Τζάκι. Κάπου είχα διαβάσει ότι όταν η Τζάκι πήγε επίσημη επίσκεψη στο Μεξικό της πρόσφεραν Pina Colada και από τότε έπινε αυτό το κοκτέιλ, το οποίο καθιέρωσε στην καλή κοινωνία της Ουάσινγκτον και της Νέας Υόρκης. Πήγα στη δεξίωση και, εκτός των άλλων ποτών, είχα μαζί μου κι όλα τα υλικά που δημιουργούν το κοκτέιλ. Ο μετρ πήρε τις παραγγελίες κι εγώ ετοίμασα τα ποτά τους. Η Τζάκι και οι περισσότερες ζήτησαν Gin and Tonic.
Αλλες Tom Collins και Campari. Εγώ πολύ γρήγορα ετοίμασα τα άλλα κοκτέιλ και μετά την Pina Colada. Είχα κόψει όλα τα φρούτα σε κύβους, τα είχα παγώσει, είχα θρυμματισμένο πάγο. Ολα τα υλικά τα έβαλα στο εντυπωσιακό ποτήρι που είχα αγοράσει από την Κόστα Μπόντα, το στόλισα και ήταν χάρμα οφθαλμών. Η Τζάκι, όταν είδε το ποτήρι της, έμεινε έκπληκτη. «Τι ωραίο ποτήρι και τι ωραία στολισμένο!» είπε. Ηπιε μια γουλιά και ρώτησε: «Ποιος έφτιαξε την Pina Colada μου;». Ο μετρ απάντησε: «Ο Φώτης Κρικζώνης, ο καλύτερος μπάρμαν της Αθήνας». Τότε εκείνη σηκώθηκε, με πλησίασε με εκείνο το ωραίο και άνετο στιλ και μου είπε: «Δεν περίμενα να πιω στην Ελλάδα μια τόσο θαυμάσια Pina Colada. Συγχαρητήρια και ευχαριστώ πολύ για την έκπληξη»! Λίγα χρόνια μετά, ως κυρία Ωνάση πια, ερχόταν και στο «17». Της άρεσε να πίνει Dry Martini και με παρακαλούσε να της μάθω τα μυστικά του, προκειμένου ο Ωνάσης να της προσφέρει ένα καλύτερο ποτό από αυτό που της ετοίμαζε.
Σερ Ουίνστον Τσόρτσιλ
Ηρθε ένα μεσημέρι με το γαμπρό του Θόδωρο Ρουμπάνη και την κόρη του, λαίδη Τσόρτσιλ. Δυσκολεύτηκε να κατέβει τη σκάλα γιατί ήταν ήδη κάποιας ηλικίας, παχύς και δυσκίνητος. Αμέσως κάθισε στην πρώτη καρέκλα που βρήκε, ξεφυσώντας με θόρυβο. Ο Θόδωρος και η κόρη του ζήτησαν κάποιο ελαφρύ ποτό. Εκείνος με ρώτησε: «Έχετε μαλτ ουίσκι; Θα ήθελα μια ειδική μάρκα που πίνω πάντοτε. Λέγεται Λακαβούλ» (γράφεται Lagavulin). Δεν είχα τη μάρκα.
Του πρότεινα ένα πολύ καλό μαλτ ουίσκι και το δέχτηκε. Την άλλη μέρα προμηθεύτηκα Lagavulin. Οταν ξανάρθε, μου είπε ότι του άρεσε πολύ η ατμόσφαιρα του «17», σέρβιρα αμέσως το ουίσκι του και φάνηκε πολύ ικανοποιημένος. «Αυτό το ουίσκι», μου είπε ο σερ Ουίνστον Τσόρτσιλ, «το πίνουν συνήθως αυτοί που καπνίζουν πίπα ή πούρο. Βγαίνει σε μικρές ποσότητες -γι’ αυτό και είναι το πιο ακριβό ουίσκι- σε ένα χωριό της Σκοτίας, το Λακαβούλ».
Η θλιμμένη πριγκίπισσα
Ενα βράδυ το 1957, στη Μύκονο, ήμασταν καλεσμένοι με τον κοσμικό Τάκη Κιρκή στο σπίτι του Γιώργου Μακρή. Μόλις φτάσαμε, κάποιος φώναξε: «Εσύ είσαι, Τάκη; Βγάλτε τα παντελόνια σας και ελάτε να αρχίσουμε το γλέντι». Εγώ όμως, που ήμουν λίγο… χωρικός, ντρεπόμουν και πήγαινα τοίχο τοίχο! Μόλις μπήκα στο μεγάλο δωμάτιο είδα τη Σοράγια πάνω σε ένα μεγάλο ντιβάνι με άλλες τρεις κυρίες, όλες ολόγυμνες. Η Σοράγια ήταν πανέμορφη.
Είχε κάτασπρο δέρμα και πολύ ωραίο σώμα. Είχε λίγο αδύνατα πόδια, αλλά γυμνή δεν φαινόταν. Εγινε ό,τι έγινε και μετά κάναμε τα μεσάνυχτα μπάνιο στη θάλασσα κάτω από ολόγιομο φεγγάρι και το… πάρτι συνεχίστηκε. Τότε τη Σοράγια την αποκαλούσαν «η θλιμμένη πριγκίπισσα», γιατί είχε χάσει τον σάχη, αλλά εμένα δεν μου φάνηκε καθόλου θλιμμένη. Την είδα να γλεντάει με την ψυχή της!
Δημήτρης Χορν
Ερχόταν συχνά συνοδεύοντας όμορφες και γνωστές κυρίες της Αθήνας. Ωραίος, γοητευτικός, αβρός, μου έλεγε με τη χαρακτηριστική του φωνή: «Φώτη, σε παρακαλώ μια σαμπάνια Taittinger» (την έλεγε γαλλικά «Τετενζέ»). Του άνοιγα τη σαμπάνια, έπιναν δυο ποτήρια και την υπόλοιπη την άφηνε. Τον ρωτούσα: «Μήπως θέλετε να σας την κρατήσω;» Μου απαντούσε: «Οχι, προς Θεού, η σαμπάνια δεν διατηρείται. Καινούργια βραδιά, καινούργια σαμπάνια».
Κι έφευγε. Ετσι, μετά το… ξινόγαλο, έμαθα κι έπινα και σαμπάνια. Πολλές φορές ερχόταν με φίλους. Τότε άρχιζε να διηγείται διάφορες ιστορίες από τη ζωή του στο Λονδίνο και από το θέατρο και όλο το «17» κρεμόταν από τα χείλη του. Ηταν συναρπαστικός. Αλλες βραδιές δεν είχε κέφι και ήταν για λύπηση. Με ρωτούσε: «Φώτη, δείχνω μεγάλος;» Εγώ έμενα κατάπληκτος. «Εσείς κύριες Χορν, βάζετε κάτω και εικοσάρη!» του έλεγα. Αναστέναζε και ψιθύριζε: «Τρέμω τα γηρατειά. Είναι αβάσταχτη η φθορά».
Μελίνα και Ζιλ Ντασέν
Οταν ήταν παντρεμένη με τον Χαροκόπο, το σπίτι τους ήταν Ακαδημίας 6, ένα νεοκλασικό με τεράστια σαλόνια, πολυτελέστατα επιπλωμένο. Πήγαινα σε δεξιώσεις ως μπάρμαν με την ομάδα των «επίλεκτων». Ο Χαροκόπος ήταν ευγενέστατος, πλήρωνε καλά και ήταν πολύ ερωτευμένος με τη Μελίνα. Το έβλεπες στο βλέμμα του όταν την κοιτούσε. Στα σαλόνια τους σύχναζαν όλοι οι γνωστοί Αθηναίοι και Αθηναίες. Με τον Ντασέν κατέβηκε λίγες φορές στο «17», αλλά ο Τζούλης, όπως τον φώναζε, έγινε πολύ καλός πελάτης μας. Από κοντά η Μελίνα δεν ήταν πολύ όμορφη, αλλά είχε έντονο τύπο. Μόλις καθόταν στο στουλ του μπαρ, όλοι οι άντρες την έτρωγαν με τα μάτια.
Αυτή ήξερε την εντύπωση που προκαλούσε κι έκανε το παν για να την ενισχύσει. Είχε πολύ αέρα και ήταν πληθωρική. Μιλούσε και γελούσε δυνατά, ήταν αθυρόστομη και έξω καρδιά: ό,τι και αν την έλεγαν, δεν θιγόταν ποτέ. Ο Ζιλ Ντασέν ήταν Ελληνας στην ψυχή: πανέξυπνος, μορφωμένος, γλυκός, ευγενικός αξιαγάπητος. Λάτρης της αρχαίας, αλλά και της νέας Ελλάδας… Οποτε ερχόταν στο «17» εγώ κρεμόμουν από τα χείλη του. Οταν έτρωγε, έπινε κρασί. Είχε άπειρες γνώσεις πάνω στα κρασιά. Οταν τελείωνε το φαγητό του, ήθελε ένα καλό γαλλικό κονιάκ Biscuit ή Remy Martin. Οταν δεν έτρωγε, έπινε μόνο ουίσκι».
Παξινού και Μινωτής
Συνήθως έρχονταν μαζί, αλλά πολλές φορές η Κατίνα Παξινού κατέβαινε μόνη της να συναντήσει τις φίλες της και να τα πουν. Ηταν σπουδαία γυναίκα, με προσωπικότητα και χιούμορ. Θυμάμαι ότι, όταν ετοίμαζαν ένα έργο, ο Μινωτής ήταν όλο νεύρα. Αμα η πρόβα πήγαινε καλά, της μιλούσε και την έλεγε «Κατίνα». Αμα δεν πήγαινε καλά, τη φώναζε με στόμφο «Κυρία μου» και της μιλούσε στον πληθυντικό. Εκείνη τον έλουζε με βρισιές που δεν γράφονται. Ηδη η χούντα τούς είχε διώξει από το Εθνικό Θέατρο και είχαν ανεβάσει στο Σινεάκ τον «Ματωμένο Γάμο» του Λόρκα. Μια βραδιά κατέβηκαν στο «17» γεμάτοι ένταση. Ο Μινωτής κάτι τής έλεγε, η Κατίνα φώναζε και ο καβγάς συνεχίστηκε στο τραπέζι. Αφού τους σέρβιρα, dry Martini την Παξινού, άσπρο κρασί τον Μινωτή, προσπάθησα να καταλάβω τι συνέβαινε.
Οταν μάθαμε την αιτία του καβγά γελάσαμε όλοι πολύ. Στο έργο στη σκηνή του γάμου τα παλικάρια και οι κοπέλες χορεύουν και όταν η μουσική σταματάει σχηματίζουν παρέες και γελούν. Ο ηθοποιός Γιάννης Καρατζογιάννης πλησίασε την Παξινού και η Κατίνα πρόσεξε μια κλωστή στο μανίκι, στον ώμο. Αρχισε να ξηλώνει την κλωστή και με δυο-τρεις κινήσεις ξήλωσε όλο το μανίκι. Το ύφασμα ήταν βαρύ και έπεσε κάτω! Φώναζε ο Μινωτής: «Δεν έπρεπε να ξηλώσεις το μανίκι»! Στο τέλος η Παξινού έβαλε τα γέλια μαζί με όλους μας και ο Μινωτής έξαλλος σηκώθηκε κι έφυγε λέγοντας: «Κυρία μου, καληνύχτα σας!» και η Παξίνου απάντησε: «Κύριε, στα τσακίδια»!
Σταύρος Νιάρχος
Δεν ήθελε στο μπαρ κουβέντες ούτε με τον μπάρμαν ούτε με τους άλλους θαμώνες. Ηταν τύπος κλειστός, απόμακρος, πάντοτε κομψός και καλοντυμένος. Τον έφερε ο Στέφανος Συριώτης, που ήταν διευθυντής του γραφείου του και πολύ καλός μας πελάτης. Ερχόταν πάντοτε νωρίς το μεσημέρι. Αμα είχε ησυχία στο μπαρ καθόταν σε στουλ, ενώ άμα είχε κόσμο, διάλεγαν τραπέζι. Ο Σταύρος Νιάρχος έπινε πάντοτε ούζο Μπουτάρη, που ήταν πολύ dry. Το ήθελε σε μικρό παγωμένο ποτήρι. Επινε το πρώτο πολύ γρήγορα, τα άλλα πιο αργά. Μπορούσε να πιει και έξι ούζα. Για μεζέ ζητούσε μια κόρα μαύρο ψωμί πασπαλισμένο με αλάτι και πιπέρι, τίποτε άλλο. Πλήρωνε ο ίδιος. Ανοιγε το τσεπάκι του γιλέκου του με τα δυο δάχτυλα, «ψάρευε» 200 δραχμές και μου τις έδινε. Το ούζο που έπινε στοίχιζε 42 δραχμές!
Ζάχος Χατζηφωτίου
Γοητευτικός, θρασύς, ετοιμόλογος, με ξερό χιούμορ που σπάει κόκαλα. Αρχισε την κοινωνική του καριέρα ως ραλίστας. Ανήκε στην παρέα της ΕΛΠΑ, όλοι ραλίστες και θαμώνες της «Αθηναίας». Ερχόταν συχνά στο «17» με τον Φαίδωνα Παπαμιχαήλ, τον Γιώργο και τον Θανάση Γκέρτσο, τον Δημήτρη Παπασταύρου, τον Σπύρο Μερκούρη και πολλούς άλλους. Αντιπροσώπευαν τα οργισμένα νιάτα της Αθήνας. Νέα παιδιά, πλούσια, με μεγάλη τρέλα, έτρεχαν σαν τρελοί, δεν λογάριαζαν κανέναν, ούτε πεζούς ούτε Τροχαία, γιατί ο κόσμος τούς ανήκε. Ηταν πάντοτε καλοντυμένος, ενώ ράβεται πάντοτε επί παραγγελία στον γνωστό Σάντη. Είναι από τους πιο σνομπ ανθρώπους που πέρασαν από «17». Πάντοτε στο ποτό του ήταν προσεκτικός, δεν έπινε πολύ και ούτε παρεκτρεπόταν, κι ας τον πείραζαν οι φίλοι του…
Γιάννης Τσαρούχης
Ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης ερχόταν συχνά στο «17», έλεγε ευφυολογήματα, αυτοσαρκαζόταν και οι θαμώνες της μπάρας γελούσαν. Επινε μόνο λίγο κρασί. Οταν του σέρβιρα, τον ρωτούσα: «Δεν θέλετε να φάτε κάτι, έτσι ξεροσφύρι θα το πιείτε;». Ενα μεσημέρι με κοίταξε καλά και απάντησε: «Εχεις μήπως ζουμί τσουκνίδας; Σαλάτα τσουκνίδας; Πίτα τσουκνίδας;» Εγώ τα έχασα και απάντησα: «Φυσικά, όχι. Γιατί, εσείς τρώτε τσουκνίδες;» «Πολλές!» απάντησε. «Δεν ξέρεις τι καλό κάνουν. Αποτοξινώνουν τον οργανισμό, τον τονώνουν, δεν παχαίνουν και βρίσκονται παντού»! Οταν ήταν νέος ήταν λιτοδίαιτος, όσο μεγάλωνε τόσο γινόταν καλοφαγάς και λιχούδης. Ελεγε: «Είμαι γκουρμέ – γκουρμάν»!»
Ευάγγελος Αβέρωφ
Σοβαρός, άρχοντας, μετρημένος. Ευεργέτης με παράδοση και χωρίς επίδειξη. Οταν του μιλούσαν για αρρώστους και δυστυχισμένους, πάντοτε βοηθούσε ανώνυμα. Μια φορά τού ζήτησα να βοηθήσει μια γνωστή μου, η κόρη της οποίας έπασχε από λευχαιμία και θα πέθαινε, αν δεν πήγαινε στην Αμερική για να κάνει μια ειδική θεραπεία. Δεν μου απάντησε και νόμισα ότι αδιαφόρησε. Την άλλη μέρα κατέβηκε ο ίδιος στο «17» και μου έδωσε μια επιταγή 10.000 δραχμών, μεγάλο ποσό για την εποχή, με μια συμφωνία: να σεβαστώ την ανωνυμία του!
Τένεσι Ουίλιαμς
Γύρω στα 1960 ο Κάρολος Κουν ανέβαζε συχνά στο Θέατρο Τέχνης έργα του Τένεσι Ουίλιαμς και είχε καλέσει και τον μεγάλο θεατρικό συγγραφέα να παραστεί στην πρεμιέρα ενός έργου του. Ο Τένεσι Ουίλιαμς έμενε στη «Μεγάλη Βρετανία» και γρήγορα έκανε στέκι του το «17». Ερχόταν το πρωί στις 11.00, έπινε ένα ή δυο Bloody Mary, τσιμπούσε μερικά καναπεδάκια, έφευγε γύρω στις 3.00 και ερχόταν πάλι το βράδυ. Τότε έπινε κονιάκ Remy Martin ή ουίσκι Old Parh. Ηταν πολύ κοινωνικός, ομιλητικός, εξωστρεφής, έπιανε γρήγορα φιλίες και του άρεσε να έχει γύρω του αγόρια και να τους διηγείται ιστορίες από το θέατρο και το Χόλιγουντ».
Τασσώ Καββαδία
Ηταν αεράτη, γοητευτική, με εκφραστικά γαλάζια μάτια. Πολύ καλή δημοσιογράφος και ηθοποιός. Για πολύ καιρό, κάθε Κυριακή, είχαν με τη Μαρία Ρεζάν μιαν εκπομπή στο ραδιόφωνο, που άφησε εποχή. Εμπαινε στο «17» και από το κεφαλόσκαλο ξεφώνιζε: «Φώτηηη, έχω να σου πω πολλά!». Κατέβαινε γρήγορα, σκαρφάλωνε στο στουλ και φώναζε: «Θέλω… οργασμό! Πρόσφερέ μου έναν και δυνατό!». Εγώ της ετοίμαζα το κοκτέιλ μου, που το είχα καταθέσει στη Λέσχη των Μπάρμαν στο Λονδίνο και είχε διεθνή απήχηση. Γίνεται από μια μεζούρα βότκα, μια μεζούρα Baileys, μια μεζούρα Kahlua και πάγο. Χτυπιέται στο σέικερ και σερβίρεται σε μεγάλη φούσκα ποτήρι του κονιάκ με καλαμάκι».