Πρώτο τραπέζι πίστα η οικονομία, στην νυχτερινή Κω
(Γράφει η Ξανθίππη Αγρέλλη)
‘Δεν πάω πουθενά, πουθενά εδώ θα μείνω,’ τραγουδούσε ο Βασίλης Καράς και κατέβαζε στο κέντρο όλη την Κω από την Κέφαλο μέχρι την πόλη του νησιού. ‘Φωτιά στα Σαββατόβραδα’, έβαζε η Άντζελα Δημητρίου και πυρπολούσε το μεταμεσονύκτιο γλέντι, μέχρι τελικής πτώσεως. Έτσι ακριβώς, αυτό συνέβαινε στην νυχτερινή Κω, των μπουζουκιών και της διασκέδασης. Έκλεινε ο μερακλής ο γλεντζές, το πρώτο τραπέζι πίστα για την παρέα του. Πόσο κόστιζε; Γύρω στις 150-200 χιλιάδες, αξέχαστες θρυλικές δραχμές. Έβαζε λοιπόν ο μαγαζάτορας του κέντρου το μπουκάλι, με το ακριβό ουίσκι εισαγωγής, στο τραπέζι. Πρόσθετε και μια ταμπέλα με τη λέξη – reserve- δηλ ρεζέρβα, κρατημένο και μακριά όλοι οι άλλοι. Ερχόταν οι μεγάλες παρέες, για να δουν και να ακούσουν την καλεσμένη, ξακουστή φίρμα. Από φίρμες, όλη η τραγουδιστική Ελλάδα, πέρασε από τα ασφυκτικά γεμάτα, νυχτερινά κέντρα της Κω και έκανε ‘αρπαχτές’ με πολλά εκατομμύρια δραχμές. Αφού έβγαιναν στην πίστα από νωρίς, γύρω στις δέκα με δώδεκα οι μουσικές, ημίγυμνες γλάστρες και έλεγαν δεύτερο-τρίτο-κλασάτα τραγούδια, έσκαγε μύτη μετά τα μεσάνυχτα, η μεγάλη ακριβοπληρωμένη φίρμα. Μια βραδιά στα μπουζούκια, έπρεπε να είναι μοναδική και αξέχαστη, με τις κυρίες να φορούν ό, τι πιο μοντέρνα και αποκαλυπτικά ρούχα, διέθετε η αγορά του νησιού και της πρωτεύουσας. Με τα κομμωτήρια να είναι γεμάτα και το μακιγιάζ προσεγμένο, μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια, ξεκινούσαν για το ατέλειωτο γλέντι. Και να οι ντουζίνες με τις ακριβές σαμπάνιες, μέσα στο ντουμάνι από τον καπνό των τσιγάρων, να τις ανοίγουν ανά δωδεκάδες. Έτσι για το κέφι του τραγουδιστή, για να πιει μια γουλιά η φίρμα και μια γουλιά ο χορευτής ή και η χορεύτρια. Ο μερακλής, ο χορευτής, με το λεβέντικο ζεμπέκικο, όπως ‘το μερδικό μου από τη χαρά μου τόχουν πάρει άλλοι’. Αλλά και η κομψή χορεύτρια με τα λικνιστά τσιφτετέλια, όπως το ‘σήκω χόρεψε κουκλί μου να σε δω να σε χαρώ’. Και να η λουλλουδού, με τα πανέρια γεμάτα με τα γαρύφαλλα, από την οδό Αναπαύσεως, όπως έλεγαν τότε οι κακές γλώσσες. Πολλές οι ανθοπώλες που τριγυρνούσαν, πολλά τα λεφτά και ακριβοπληρωμένα τα γαρίφαλα, στον τελικό λογαριασμό, που φούσκωνε από κέφι και υπερηφάνια. Όσο για τις στοίβες με τα γύψινα σπασμένα πιάτα, αυτά ήταν που απογείωναν τον παχυλό λογαριασμό. Και όταν χαμήλωναν τα φώτα τα μεσάνυχτα, για να εμφανιστεί επιτέλους η διάσημη τραγουδιστική φίρμα και να πει τα ανεπανάληπτα καψουροτράγουδα, εκεί ‘στις βεργούλες’ μαζεύονταν όλη η παρέα γύρω από τον ζεμπεκλή, τον καραμπουζουκλή. Άδειαζαν το πανάκριβο ουίσκι, στην πίστα και έκαναν ένα μεθυσμένο κύκλο. Ο πιο τολμηρός, κρατούσε ένα πεντοχίλιαρο στριφτό όπως το Κουβανέζικο πούρο, το άναβε και έβαζε φωτιά στην πίστα. Με το τραγούδι, ‘θα τα κάψω τα λεφτά μου’ και έπαιρνε φωτιά το γλέντι, μέχρι να λαλήσουν τα κοκόρια για το ξημέρωμα. Όσοι είχαν όρεξη, συνέχιζαν στα μπαράκια, στις ντίσκο, στα στριπτιζάδικα και οι υπόλοιποι στα πατσατζίδικα . Ωραία χρόνια έτσι; Αξέχαστα το -70, το-80, το -90, άντε και το 2000. Τότε που το χρήμα έρρεε, σαν το πανάκριβο ουίσκι. Τότε που δείχνοντας την ταυτότητα σου, έπαιρνες με πίστωση μέχρι 3,500 χιλιάδες δραχμές, Τραπεζικό θαλασσοδάνειο, μπουζουκοδάνειο και ό, τι δάνειο επιθυμούσε η ψυχή σου. Φτάνει να φορτωνόσουνα μια Τραπεζική πιστωτική κάρτα, εφ όρου ζωής. Τότε που η οικοδομή ήταν στα πάνω της και οι οικοδόμοι και οι εργολάβοι, ήταν περιζήτητοι και δυσεύρετοι. Αφού χτίζονταν όλη η Κως απ’ άκρη σ’ άκρη, με Ξενοδοχεία μικρά και μεγάλα, με αμέτρητα διαμερίσματα, στούντιος, γκαρσονιέρες, σπίτια και βίλες, στους λόφους και στα βουνά. Τότε που πλημμύρισε η Κως, με τουριστικά μαγαζιά, εστιατόρια, καφετέριες, κέντρα διασκέδασης, μπαράκια ντισκοτέκ. Τουριστικά λεωφορεία, ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα και τουριστικά ημερόπλοια, κινούσαν το τουρισμό. Αφού η ζήτηση, υπερέβαινε την προσφορά. Εστί το χρήμα και ‘τα πεντοχίλιαρα σαν τα πετσετάκια’ άλλαζαν χέρια, από τον εργάτη, τον χτίστη, τον σοβατζή, τον μπογιατζή, στον υδραυλικό, στον ηλεκτρολόγο, στον πλακά, στον αλουμινά, στον σιδερά, στον τζαμά, στον μαραγκό, μέχρι βεβαίως, τον Αρχιτέκτονα και τον Πολίτικο Μηχανικό. Αυτή ήταν η ανθηρά οικονομία, των δεκαετιών 70-80-90-2000- με την αλματώδη ανάπτυξη παντού και τις παχιές αγελάδες των Αιγυπτίων Φαραώ, να βόσκουν στους χέρσους κάμπους της Κω. Γιατί έκλεισαν τα Εργοστάσια αγροτικής παράγωγης και μεταποίησης, ντομάτας και κρασιού. Αλλά άνοιξαν τεράστια Ξενοδοχεία, κτισμένα σε παραλίες και σε λιβάδια, με υπέρογκα δάνεια, που μοίραζαν αφειδώς όλες οι Τράπεζες. Έτσι έφυγαν από τα κοπιαστικά χωράφια, οι νέοι για να γίνουν σερβιτόροι, κηπουροί, μάγειροι, μαζί και οι νέες, για να γίνουν καμαριέρες, λαντζέρισσες, σερβιτόρες. Τότε όλοι δούλευαν καλά και όλοι είχαν χρήμα περίσσιο στο χέρι, που το σκορπούσαν κυρίως τα Σαββατόβραδα, για να διασκεδάσουν, να ξεδώσουν και έτσι να ξεκουραστούν στα μπουζούκια και λοιπά διασκεδαστικά κέντρα του νησιού. Απλά γιατί ‘μια ζωή την έχουμε και αν δεν την γλεντήσουμε, τι θα καταλάβουμε, τι θα καζαντίσουμε’. Υστέρα ήρθαν οι ισχνές, Φαραωνικές αγελάδες.
Το 2010 -Τα μνημόνια και το Εθνικό Οικονομικό κραχ, της χρεωκοπίας.
Το 2016 -Τα μεταναστευτικά και προσφυγικά ρεύματα στο νησί, φρέναραν τον τουρισμό.
Το 2017 -Ο τρομερός σεισμός στις 21 Ιουλίου, που τάραξε την ζωή ντόπιων και τουριστών.
Το 2019-2021 -Η παγκόσμια φονική πανδημία που τρομοκράτησε τους πάντες και ερήμωσε τις πόλεις και ρήμαξε τον τουρισμό και την οικονομία.
Όμως ας ελπίσουμε, ότι τα καλύτερα έρχονται. Για τους αθεράπευτους γλεντζέδες; Όπα, όπα τα μπουζούκια, όπα και ο μπαγλαμάς’ και Καλό Καλοκαίρι.
Ξανθίππη Αγρέλλη
Αφιερωμένο στον Δάκη τον τροβαδούρο του έρωτα και της αγάπης που έφυγε για την ουράνια μουσική σκηνή των Αγγέλων. Ήρθε και στην Κω με την Έρικα Μπρόγιερ τότε σύντροφό του στον χειμερινό κινηματοθέατρο Ορφέας. Τα καλύτερα νεανικά μας χρόνια τα τραγουδήσαμε και τα χορέψαμε με τον αξέχαστο Δάκη.
«Τότε που το χρήμα έρρεε, σαν το πανάκριβο ουίσκι. Τότε που δείχνοντας την ταυτότητα σου, έπαιρνες με πίστωση μέχρι 3,500 χιλιάδες δραχμές, Τραπεζικό θαλασσοδάνειο, μπουζουκοδάνειο και ό, τι δάνειο επιθυμούσε η ψυχή σου.»
Το ΔΑΝΕΙΚΟ χρήμα των ευρωπαίων έρρεε.
Στην υγεία των κορόιδων
Ποιο χρήμα μιλάει η κυρία.ολα τα κοματοακυλα του ΠΑΣΟΚ μόνο ήταν
Ειστε, λοιπόν, τόσο υπερήφανοι για τα λάθη της γενιάς σας που καλείται τώρα να πληρώσει η νέα γενιά? Η άλλη όψη του νομίσματος μιλάει για χρημα που εβγαινε ευκολα και τρωγόταν ακόμα ευκολότερα αντι να επενδυθει…λεει για σπίτια που εκλεισαν διότι τα στριπτιτζάδικα ήταν περισσότερα απο τις καφετέριες… λεει για χαρτοπαιξία μέχρι αηδίας και περιουσίες που άλλαξαν χέρια σε μια νύχτα… λεει για ξεπεσμό ηθών και κατάλυση της οικογενεικής συνοχής… Το χειρότερο όμως, οπως λεει και ο 1994, ειναι οτι όλα αυτα εγιναν με χρήμα δανεικό, με χρημα που το γλεντήσατε λες και ήταν δικό σας. ΤΩΡΑ???? ΤΙ ΓΙΝΕΤΕ ΤΩΡΑ ΕΕΕΕ????
Κ μετά ξύπνησες